Στην ελληνική μυθολογία η Λάμια ήταν βασίλισσα της Λιβύης που έγινε δαίμονας. Παίρνοντας όποια μορφή ήθελε, άρπαζε παιδιά και τρομοκρατούσε τους ανθρώπους.
Σύμφωνα με τον ιστοριογράφο του 3ου π.κ.ε. αιώνα Δούριδα η Λάμια ήταν κόρη του θεού Ποσειδώνα και της Λιβύης. Η ίδια ήταν βασίλισσα της Λιβύης και σύζυγος του Βήλου. Την αγάπησε ο Δίας και από την ένωση τους γεννήθηκαν πολλά παιδιά τα οποία σκότωσε η Ήρα από τη ζήλια της. Η Λάμια από τη στενοχώρια της μεταμορφώθηκε σε τέρας που σκότωνε παιδιά. Η Ήρα τότε την καταδίκασε να μην κοιμάται ποτέ, ο Δίας όμως την λυπήθηκε και της έδωσε την δυνατότητα να βγάζει τα μάτια της και να τα ξαναβάζει όποτε θελήσει. Κατά τον Στησίχορο από τα παιδιά της επέζησαν η Σκύλλα και ο Τρίτωνας.
Οι Λάμιες (στα Βασκικά, lamiak) στη Βασκική μυθολογία είναι μυθολογικά όντα συχνά συσχετισμένα με τις Σειρήνες, τις Γοργόνες και τις νεράιδες. Περιγράφονται με πόδια και νύχια κάποιου είδους πτηνού και ουρά ψαριού. [1] Ήταν γυναίκες εξαιρετικού κάλλους και κατοικούσαν συνήθως σε ποτάμια. Συνήθιζαν να είναι ευγενικές και ο μόνος τρόπος για να εξαγριωθούν ήταν να τις πειράξουν τα μαλλιά. Πολλές φορές ερωτεύονταν θνητούς και έκαναν παιδιά μαζί τους. Ακόμα, συγχέονταν με την κύρια Βασκική θεότητα Μάρι.
Παραδόσεις του 3ου μ.κ.ε. αι. αναφέρουν ότι η Λάμια σύχναζε στις ερημιές όπου σαγήνευε τους νεαρούς ταξιδιώτες με έναν σαγηνευτικό, συριστικό ήχο και στη συνέχεια αφού τους αποπλανούσε τους ρουφούσε το αίμα και τους έτρωγε τα εντόσθια, όπως έκανε και η Έμπουσα.
Στις παραδόσεις των Δελφών αναφέρεται μια άλλη Λάμια, θεότητα των πηγών. Σύμφωνα με αυτούς τους μύθους η Λάμια ή Σύβαρις ήταν ένα πελώριο θηρίο που έμενε μέσα σε ένα σπήλαιο κοντά στην Κρίσσα της Φωκίδας και άρπαζε ανθρώπους και ζώα. Έπειτα από χρησμό, η πόλη των Δελφών, αποφάσισε να προσφέρει ένα νέο προς εξιλέωση του θηρίου. Μετά από κλήρωση ορίστηκε να θυσιαστεί ο Αλκυωνεύς, τον οποίο όμως αντικατέστησε με τη θέλησή του ο Ευρύβατος. Όταν ο Ευρύβατος μπήκε μέσα στο σπήλαιο άρπαξε τη Λάμια και την πέταξε μακριά στους βράχους, όπου και τσακίστηκε. Στο σημείο εκείνο ανάβλυσε μια πηγή που ονομάστηκε Σύβαρις.
Η Λάμια το αρχαιοελληνικό «θεϊκό τέρας» ταλαιπωρεί την περιοχή που σήμερα έχει το όνομά της, την Λαμία. Τωρα γιατί μια περιοχή και μάλιστα κεντρική, να έχει το όνομα μιας χθόνιας θεότητας … εεε «Κοντά στον Νου κι η Γνώση.» Κάνε μια βόλτα στην πόλη της Λαμίας και ΝΟΙΩΣΕ τις Ενέργειες της, ακόμη και άσχετος να είσαι, κάτι θα καταλάβεις.
Το όνομα Λάμια προέρχεται από το ρήμα «λαιμιώ» που μεταφέρεται στην νεοελληνική ως «καταβροχθίζω» «καταπίνω» και παράγεται από το ουσιαστικό «λαιμός» που είναι ο φάρυγξ. Σύμφωνα με τη μυθολογία, η Λάμια βρίσκοταν στην υπηρεσία της Εκάτης. [2] Ωστόσο, επρόκειτο για ένα ακόμη από τα πολλά θύματα του έρωτα του Διός, καθώς ήταν πολύ όμορφη και ο βασιλεύς των θεών δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό.
Κόρη του βασιλέα της Λιβύης, είχε μάθει στα πλούτη και ο έρωτας του Διός, δεν μπορούσε να την αφήσει ασυγκίνητη. Φυσικά, αυτή η σχέση δεν μπόρεσε ν’ αφήσει ασυγκίνητη ούτε την Ήρα, η οποία έγινε έξω φρενών και αφάνισε όλα της τα παιδιά, εκτός από τη Σκύλλα, την οποία τη συναντάμε και στην Οδύσσεια, στην περιπλάνηση του Οδυσσέα. Η Λάμια, από τη στεναχώρια της μαράζωσε και από μία πολύ όμορφη γυναίκα μετατράπηκε σε ένα τέρας, με όμορφη γυναικεία μορφή από τη μέση και πάνω, ερπετό από τη μέση και κάτω. Από το μαράζι της που η Ήρα της σκότωσε τα παιδιά, επιτίθονταν κρυφά στα σπίτια των ανθρώπων ή όπου αλλού υπήρχαν βρέφη (π.χ. αν είχαν πάρει το βρέφος στο χωράφι και το άφηναν λίγο παράμερα για να κάνουν τη δουλειά του χωραφιού) εκείνη παραφυλούσε και την κατάλληλη στιγμή το άρπαζε. Σύμφωνα με το θρύλο, η Λάμια καταβρόχθιζε τα παιδιά των ανθρώπων.
Πολλοί αιφνίδιοι θάνατοι μωρών έχουν αποδοθεί στη Λάμια, με τη λογική ότι τη στιγμή που πήγε να τα αρπάξει, κάποιος γύριζε και στην κακία της το σκότωνε αντί να το αρπάξει. Στη Λάμια, αποδίδεται κι ένα άλλο ακόμη ανατριχιαστικό χαρακτηριστικό, λέγεται ότι έχει την ικανότητα να βγάζει τα μάτια της και να παραμένει πάντα ξύπνια, ακόμα και όταν κοιμάται. Εκτός αυτών, έχει την ικανότητα να αλλάζει μορφές κατά το δοκούν. Αν κατόρθωναν να την πιάσουν τότε θα βγάζαν απο την κοιλιά της ζωντανά τα παιδιά που είχε αυτή αρπάξει απο τους γονείς. Έτσι διαβάσαμε μια ιστορία Τιτάνων για παιδιά όμοια μ’ εκείνη του Κρόνου. Η Λάμια κάτεχε απίσης έναν πύργο όπως ο Κρόνος, δεν μπορεί να ξέρει κανείς αν στην πραγματικότητα ήταν θεά ή θεός, ή τελικά και τα δύο.
Ό κωμωδοποιός Αριστοφάνης που διασώζει τον μύθο, τον παραλλάσσει και τον διακωμωδεί, μιλάγια τα μέλη του σώματος της Λάμιας, τα οποία δεν ήταν καθόλου θηλυκά (όμοια και η Γοργώ έχει κάποτε φαλλό). Άλλωστε ήταν γνωστή για τις σφορδές ερωτικές επιθυμίες της, και έτσι πολλές εταίρες με ιδιαίτερα κακό χαρακτήρα τις φώναζαν Λάμιες και σήμερα την μοχθηρή και κακιά γυναίκα την αποκαλούμε Λάμια.
Αποκαλείται και Έμπουσα, ως θαλασσινή θεότητα ελάσσονος σημασίας. Ωστόσο, Έμπουσα αποκαλούταν κι η Εκάτη ενίοτε, πράγμα που δημιουργούσε μία σύγχιση ως προς τον προσδιορισμό της. Πρόκειται όμως για δύο διαφορετικά πρόσωπα. Την συγχέουν επίσης με την Μορμώ.
Η Μορμώ ήταν ένα μυθολογικό τρομακτικό φάντασμα με τη μορφή μιας δύσμορφης γριάς γυναίκας, με λυκίσιο ή σκυλίσιο πρόσωπο που έστελνε η θεά Εκάτη από τον Άδη και χρησιμοποιόταν σα φόβητρο των μικρών παιδιών. Πολλοί την ταυτίζουν με την Έμπουσα και τη Λάμια, θεωρώντας την σαν ένα τερατώδες φάσμα, δαίμονα ή βρικόλακα που τρώει ανθρώπους. Από το όνομά της παράγεται και η λέξη μορμολύκειο ή μορμολύκη, η προσωπίδα που παρίστανε τη Μορμώ που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι σα φόβητρο των παιδιών. Κατά συνεκδοχή μορμολύκεια αποκαλούσαν επίσης οι αρχαίοι έλληνες τα προσωπεία που έφεραν οι ηθοποιοί στα θέατρα.
Όπως γράφει ο λεξικογράφος Ησύχιος:
• η Μορμώ. και φόβητρον
[• των τραγωδών τα προσωπεία]
• ο ημείς Μορμώ φαμεν, το φόβητρον τοις παιδίοις
Στον Αριστοφάνη, συναντάμε την Έμπουσα να περιφέρεται στον κάτω κόσμο, το βασίλειο του Άδη. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, εκείνος που θα κάνει την είσοδό του στον κάτω κόσμο, θα την δει ως μια αγελάδα ή ένα μουλάρι ή μια σκύλα ή μια ωραία γυναίκα, με λαπερό πρόσωπο και το ένα της πόδι από χαλκό. Παρ’ όλα αυτά, δεν είμαστε σίγουροι ότι έχει να κάνει με την Λάμια. Η περιγραφή μοιάζει περισσότερο με την Εκάτη.
Άλλωστε οι άνθρωποι είναι ανίκανοι ή δεν θέλουν και ταυτόχρονα δεν μπορούν, να ξεχωρίσουν κάτι ή κάποια όντα που δεν έχουν μόνο μια μορφή, μιας και έχουν μάθει να δίνουν ονόματα και ετικέτες στα πάντα αλλά και να θεωρούν τα πάντα «μαύρο ή άσπρο» ξεχνώντας ακόμη πως και το μαύρο και το άσπρο έχουν άπειρες αποχρώσεις αλλά και πως ταυτόχρονα είναι διαφορετικά και ίδια. Φτου σκουλικομυρμηγκότρυπα !
Ένα σημείο που φαίνεται να συναντάμε στη σύγχρονη εποχή, είναι οι μαρτυρίες κατοίκων της επαρχιακής Λαμίας, οι οποίοι – γυναίκες ως επί το πλείστον – αναφέρουν ότι η Λάμια εξακολουθεί να περιφέρεται στα δάση της περιοχής, συνεχίζοντας ακάθεκτη το καταστροφικό της έργο. Με κάποιες διαφορές. Η Λάμια, φαίνεται να απομυζεί την ενέργεια των μωρών, αφήνοντάς τα πότε αναίσθητα και πότε νεκρά. Σε δύο μάλιστα περιπτώσεις, φαίνεται να έχουν εξαφανιστεί βρέφη από το σπίτι τους τη νύχτα και να βρίσκονται αργότερα νεκρά. βαθειά μέσα στο δάσος. Στη μία από αυτές τις περιπτώσεις, το βρέφος βρέθηκε δίπλα σε μία πηγή όπου παραδοσιακά «συχνάζουν» νεράϊδες. Δεν έχουμε να κάνουμε με φάγωμα μωρού, αλλά με απορρόφηση ενέργειας.
Η Λάμια εκμεταλλεύεται την περίοδο της εγκυμοσύνης και της λοχείας μίας γυναίκας για να έρθει σε σεξουαλική επαφή με τον σύζυγο. Τις περισσότερες φορές, εμφανίζεται στον ύπνο του συζύγου ως μία πολύ θελκτική γυμνή μελαχροινή γυναίκα και συνουσιάζεται μαζί του. Ο σύζυγος έχει εκσπερμάτιση, τη λεγόμενη ονείρωξη. Σύμφωνα με την ιστορία αυτού του τύπου ονειρώξεων, η Λάμια παίρνει το σπέρμα που χρειάζεται για να γεννήσει τα δικά της μωρά. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, έχουν αναφερθεί μελαχροινές γυναίκες που κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και της λοχείας «την πέφτουν» στο σύζυγο δια ζώσης κι αφού πάρουν αυτό που θέλουν (έρωτα) εξαφανίζονται ξαφνικά, χωρίς ίχνος. [3]
Ονομαστή ήταν επίσης η Αθηναία εταίρα Λάμια, διάσημη για τη σχέση της με τον Δημήτριο το Φαληρέα.
Παραδόσεις για Λάμιες υπάρχουν στην Βουλγαρία και στην χώρα των Βάσκων.
Ο αστεροειδής 248 Λάμια, που ανακαλύφθηκε το 1885, πήρε το όνομά του από τη μυθική αυτή θεϊκή μορφή.
Λάμια
Η μαύρη Λάμια που έκλεισε
στην καρδιά της τον Άδη,
να κατέβω με πρόσταξε
μέσ’ στο ξερό πηγάδι,
νάβρω το δαχτυλίδι της
που μέσα εκεί έχει πέσει
μ’ ένα διαμάντι λιόκαλο
καρφωμένο στη μέση.
Ψάχνω, δε βρίσκω τίποτε…
Ω νύχτα, ω τέρας πλάνο!
Στα πόδια μου μιαν άβυσσο,
και μια Λάμια αποπάνω.
Κ. Παλαμάς
Αναφορές για την Λάμια:
Στράβων, Γεωγραφικά, 1, 2, 8, 24
ἐπεὶ δ’ οὐ μόνον ἡδὺ ἀλλὰ καὶ φοβερὸν
τὸ τερατῶδες, ἀμφοτέρων ἐστὶ τῶν εἰδῶν χρεία πρός
τε τοὺς παῖδας καὶ τοὺς ἐν ἡλικίᾳ· τοῖς τε γὰρ παισὶ
προσφέρομεν τοὺς ἡδεῖς μύθους εἰς προτροπήν, εἰς
ἀποτροπὴν δὲ τοὺς φοβερούς· ἥ τε γὰρ Λάμια μῦθός
ἐστι καὶ ἡ Γοργὼ καὶ ὁ Ἐφιάλτης καὶ ἡ Μορμολύκη.
Αντωνίνος Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων Συναγωγή, 8, 1, 1
Παρὰ τὰ σφυρὰ τοῦ Παρνασσοῦ πρὸς νότον ὄρος ἐστίν,
ὃ καλεῖται Κίρφις παρὰ τὴν Κρῖσαν, καὶ ἐν αὐτῷ ἐστιν ἔτι
νῦν σπήλαιον ὑπερμέγεθες, ἐν ᾧ θηρίον ᾤκει μέγα καὶ
ὑπερφυές, καὶ αὐτὸ Λάμιαν, οἱ δὲ Σύβαριν, ὠνόμαζον.
τοῦτο
καθ’ ἡμέραν ἑκάστην τὸ θηρίον ἐπιφοιτῶν ἀνήρπαζεν ἐκ τῶν
ἀγρῶν τὰ θρέμματα καὶ τοὺς ἀνθρώπους. ἤδη δὲ τῶν Δελ-
φῶν βουλευομένων ὑπὲρ ἀναστάσεως καὶ χρηστηριαζομένων
εἰς ἥντινα παρέσονται χώραν, ὁ θεὸς ἀπόλυσιν ἐσήμανε τῆς
συμφορᾶς, εἰ μένοντες ἐθέλοιεν ἐκθεῖναι παρὰ τῷ σπηλαίῳ
ἕνα κοῦρον τῶν πολιτῶν.
κἀκεῖνοι καθάπερ ὁ θεὸς εἶπεν
ἐποίουν. κληρουμένων δ’ ἔλαχεν Ἀλκυονεὺς ὁ Διόμου καὶ
Μεγανείρης παῖς, μονογενὴς ὢν τῷ πατρὶ καὶ καλὸς καὶ
κατὰ τὴν ὄψιν καὶ τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος.
καὶ οἱ μὲν ἱερεῖς
τὸν Ἀλκυονέα στέψαντες ἀπήγαγον εἰς τὸ τῆς Συβάριδος
σπήλαιον, Εὐρύβατος δὲ κατὰ δαίμονα ἐκ τῆς Κουρήτιδος
ἀπιὼν ὁ Εὐφήμου παῖς, γένος μὲν ἔχων Ἀξιοῦ τοῦ ποταμοῦ,
νέος δ’ ὢν καὶ γενναῖος, ἐνέτυχεν ἀπαγομένῳ τῷ παιδί.
πληγεὶς δ’ ἔρωτι καὶ πυθόμενος καθ’ ἥντινα πρόφασιν
ἔρχονται, δεινὸν ἐποιήσατο μὴ οὐκ ἀμῦναι πρὸς δύναμιν,
ἀλλὰ περιιδεῖν οἰκτρῶς ἀναιρεθέντα τὸν παῖδα.
περι-
σπάσας οὖν ἀπὸ τοῦ Ἀλκυονέως τὰ στέμματα καὶ αὐτὸς ἐπὶ
τὴν κεφαλὴν ἐπιθέμενος ἐκέλευεν ἀπάγειν ἑαυτὸν ἀντὶ τοῦ
παιδός. ἐπεὶ δὲ αὐτὸν οἱ ἱερεῖς ἀπήγαγον, εἰσδραμὼν καὶ
τὴν Σύβαριν ἐκ τῆς κοίτης συναρπάσας παρήνεγκεν εἰς
ἐμφανὲς καὶ κατὰ τῶν πετρῶν ἔρριψεν.
ἡ δὲ καταφερο-
μένη προσέκρουσε τὴν κεφαλὴν παρὰ τὰ σφυρὰ τῆς Κρίσης.
καὶ αὐτὴ μὲν τοῦ τραύματος ἀφανὴς ἐγένετο, ἐκ δὲ τῆς
πέτρας ἐκείνης ἀνεφάνη πηγή, καὶ αὐτὴν οἱ ἐπιχώριοι
καλοῦσι Σύβαριν· ἐκ ταύτης καὶ Λοκροὶ πόλιν ἐν Ἰταλίᾳ
Σύβαριν ἔκτισαν.
Φώτιος, Λεξικόν
Λάμια: θηρίον
Λάμια: ταύτην ἐν τηῖ Λιβύηι Δοῦρις ἐν δευτέρωι
Λιβυκῶν ἱστορεῖ γυναῖκα καλὴν γενέσθαι· μιχθέν-
τος δὲ αὐτηῖ Διὸς, ὑφ’ Ἥρας ζηλοτυπουμένην ἃ
ἔτικτεν ἀπολλύναι· διόπερ ἀπὸ τῆς λύπης δύσμορ-
φον γεγονέναι· καὶ τὰ τῶν ἄλλων παιδία ἀναρπά-
ζουσαν διαφθείρειν.
Λάμια: ταύτην ἐν τηῖ Λιβύηι Δοῦρις ἐν δευτέρωι
Λιβυκῶν ἱστορεῖ γυναῖκα καλὴν γενέσθαι· μιχθέν-
τος δὲ αὐτηῖ Διὸς, ὑφ’ Ἥρας ζηλοτυπουμένην ἃ
ἔτικτεν ἀπολλύναι· διόπερ ἀπὸ τῆς λύπης δύσμορ-
φον γεγονέναι· καὶ τὰ τῶν ἄλλων παιδία ἀναρπά-
ζουσαν διαφθείρειν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis