Δευτέρα 9 Οκτωβρίου 2017

Ο ΓΟΡΔΙΟΣ ΔΕΣΜΟΣ της «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΝΤΑΣΗΣ» και η ΚΥΒΕΡΝΩΣΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ


Στο Συνέδριο που οργανώθηκε στη Ρώμη από το Ινστιτούτο Pollio τον Μάη του 1965 –το οποίο εκτιμήθηκε από τους ιστορικούς ως η στιγμή κορύφωσης της ιταλικής επεξεργασίας για τη στρατηγική έντασης– οι εισηγητές ανέλυσαν μέχρι και τους κινδύνους από μία πολιτική «ύφεσης»:

«Στην περίπτωση ύφεσης ή, όπως λέγεται σήμερα, συνομιλιών, η διείσδυση μπορεί να διεξαχθεί σε βάθος, άμεσα, φθάνοντας μέχρι τα ζωτικά όργανα του Έθνους. Διότι σε περίπτωση ύφεσης, συνομιλιών ή ακόμη και ανοιγμάτων στην αριστερά, ή, αν θέλουμε, μεγέθυνσης του δημοκρατικού χώρου, όχι μόνον η κοινή γνώμη δεν διαισθάνεται με διαύγεια την παρουσία ενός επαναστατικού πολέμου, αλλά ούτε ευαισθητοποιείται σχετικά με τις δράσεις του. Τουναντίον, δεν γνωρίζει ούτε τον εχθρό, ο οποίος δεν καταγγέλλεται για το φόβο να διακοπούν η ύφεση και οι συνομιλίες».1

«Πρώτα απ’ όλα πρόκειται για το γεγονός ότι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της δουλειάς είναι η επιδίωξη να τοποθετείς τα πράγματα με τέτοιο τρόπο, ώστε οι κατασκευασμένες υποθέσεις να φαίνονται επιφανειακά σαν φαινόμενα της καθημερινής ζωής ή σαν τυχαία συμβάντα […] Από το φύτεμα των σπόρων, από την καλλιέργεια των φυτών μέχρι τη συλλογή των καρπών περνούν πολλά χρόνια στις υπηρεσίες πληροφοριών. Από την άλλη πλευρά κατά την μακρόχρονη διαδικασία συλλογής πληροφοριών παρουσιάζονται κάποτε και ορισμένες ευκαιρίες, οι οποίες –αν χαθούν– δεν είναι βέβαιο αν θα ξαναπαρουσιαστούν».2

Η διαδικασία αύξησης ή μείωσης μεριδίων στο κυριαρχικό τραπέζι σίγουρα δεν είναι τόσο απλή. Πόσο μάλιστα όταν πρόκειται για την διευθέτηση μεταβολών, που προσδιορίζουν καθοριστικά και για βάθος χρόνου τους εξουσιαστικούς συσχετισμούς.

Οι μεταβολές αυτές ιστορικά καθόρισαν όχι μόνο το ιδεολογικό περιεχόμενο του δίπολου αριστερά–δεξιά, αλλά συνεχίζουν να εντάσσονται στην διαδικασία ενοποίησης της κυριαρχίας, όπως αυτή συμβολικά σημαδεύτηκε από την «πτώση των τειχών» του 1989. Πολλές φορές η εντυπωσιακή μεταβολή, που έχει να κάνει με την αύξηση ή μείωση μεριδίων εξουσίας, αφήνει να περνά απαρατήρητη η «απλή» διατήρηση της πρόσβασης ή της προσδοκίας για μελλοντική πρόσβαση σ’ αυτήν.

Οι παράγοντες που συντελούν στην μία ή στην άλλη κατεύθυνση, πολιτικοί, οικονομικοί, κοινωνικοί ή οι λεγόμενες διεθνείς εξελίξεις υπόκεινται σαφώς σε μια σχέση αλληλεπίδρασης. Πρόκειται, λοιπόν, συνήθως για μια πολιτική επαναδιαπραγμάτευση των γενικότερων όρων επιβολής και κοινωνικού ελέγχου από τους ήδη υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς.

Είναι περιττό, βέβαια, ειδικά αυτή τη περίοδο, αλλά και δεν μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, να επιχειρηματολογήσουμε περί της αδιάσπαστης ενότητας πολιτικών, δικαστών, ΜΜΕ, πάσης φύσεως οικονομικών και εκκλησιαστικών συμφερόντων, αλλά και ολόκληρου του πλέγματος των κατασταλτικών μηχανισμών.

Θα παρατηρήσουμε, όμως, ότι σε κάθε περίπτωση σημαντικής αναδιανομής της εξουσιαστικής πίττας προβλέπονται ή τουλάχιστον ανιχνεύονται οι όροι ενσωμάτωσης εκείνων των πολιτικών προσδοκιών, που εκφράζονται από τις λεγόμενες ομάδες κινηματικής πίεσης. Το γεγονός αυτό δεν αναιρείται ακόμα και στις περιπτώσεις επικράτησης ή πρόκρισης των δικτατορικών καθεστώτων στην ανάληψη των κρατικών υποθέσεων.

Και ο λόγος είναι απλός.

Σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή αδράνειας και αδιαφορίας, οι φυγόκεντρες διαθέσεις όχι μόνο θα πολλαπλασιάζονταν, αλλά και θα έπαιρναν ριζοσπαστικές κατευθύνσεις με ανεξέλεγκτα για την εξουσία αποτελέσματα.

Σ’ αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις αφενός ενεργοποιούνται εναλλακτικοί κοινοβουλευτικοί σχηματισμοί, που υπερασπίζονται λόγου χάρη περιβαλλοντικά ζητήματα. Αφ’ ετέρου σημειώνονται χαρακτηριστικές μετατοπίσεις όσον αφορά την πολιτική κάλυψη «νέων» και «παλιών» μορφών και δομών κινηματικών «συγκρουσιακών» διαμαρτυριών.

Η διαδικασία αυτή δεν επιταχύνεται μόνο όταν τμήματα της αριστεράς εκλαμβάνουν ως συρρικνώμενες τις πολιτικές «ευκαιρίες» που τους προσφέρονται για περαιτέρω πρόσβαση σε κυβερνητικές διαδικασίες. Επιταχύνονται με ιδιαίτερο τρόπο και όταν αναγνωρίζονται οι «συγκρουσιακές» διαμαρτυρίες ακόμα και με «ακραίες» μορφές ως οι κατεξοχήν πολιτικοί τους «πόροι».

Μόνο που σχεδόν πάντα αυτός ο επιδεικνυόμενος «υπερεξοπλισμός» οδηγεί γρήγορα στον πλήρη «αφοπλισμό», αφού εξαρχής αποσκοπεί στο να δοθεί μια «παράσταση κόστους» σε περίπτωση μη ευόδωσης συγκεκριμένων πολιτικών προσδοκιών. Οι επιδείξεις «κλιμάκωσης» ή τα μαθήματα προς ναυτιλομένους περί «χαμηλής» ή «μη» έντασης είναι σαν το αλάτι που όσο και να πέσει σε ένα άνοστο φαγητό δεν πρόκειται ποτέ να το νοστιμήσει.

Συνεπακόλουθη είναι η αριστερή παραχώρηση «εδάφους» στην «αντιεξουσία», που είναι διαθέσιμη να συγχρονιστεί μ’ αυτή τη διαδικασία, μ’ άλλα λόγια να μπει για τα καλά στο «παιχνίδι», αφού η ανανέωση του αριστερού ιδεολογικού οπλοστασίου δεν είναι απλά χρήσιμη, αλλά απαραίτητη. Ιδιαίτερα σε παρατεταμένες περιόδους εκδηλώσεων κοινωνικής απειθαρχίας και αποστροφής σε κάθε κόμμα, πολιτική και στο σύνολο των θεσμών. Το μοίρασμα, βέβαια, της πίττας δεν γίνεται ποτέ σχεδόν μετά βαΐων και κλάδων. Τα εξουσιαστικά συμφέροντα είναι μεγάλα και οι πολιτικές αντιθέσεις τους υπαρκτές, όπως και οι απαιτήσεις τους πολύ συγκεκριμένες.3

Θα το ξαναπούμε μ’ άλλα λόγια. Η απειλή ή η χρήση κινηματικής βίας συνεπικουρεί και συνεπικουρείται σ’ αυτές τις περιπτώσεις από εκείνο το αριστερό μόρφωμα, που κατά περίπτωση διαπιστώνει τη μια παραθύρια για τα εξουσιαστικά παλάτια ν’ ανοίγουν, αλλά την άλλη πόρτες να κλείνουν.

Και όπως είναι γνωστό, οι πόρτες είναι πιο φαρδιές από τα παράθυρα. Όπως επίσης είναι γνωστό από την εμπειρία ότι η θέαση από υψηλή γωνία κάνει τα αντικείμενα, τα κτίρια αλλά και τους ανθρώπους να μοιάζουν πιο μικρά, ενώ αντίθετα η λήψη μιας φωτογραφίας ή η θέαση από χαμηλή γωνία επιτρέπει τα αντικείμενα και τους ανθρώπους να φαντάζουν επιβλητικά χωρίς φυσικά να είναι απαραίτητο και να είναι…

Δεν είναι οξύμωρο, λοιπόν, την ίδια στιγμή η «μια» αριστερά να κατανοεί τις κοινωνικές εξεγέρσεις, πλην όμως να τις καταδικάζει, και η «άλλη» να σχίζει τα ιμάτια της, ζητώντας την πάταξη τους, αφού η εκδήλωσή τους πρόκειται στην καλύτερη περίπτωση για αναχρονισμό…

Οξύμωρο είναι τουλάχιστον για εκείνους που θεωρούν ότι συμμετέχουν στην εξεγερτική διεργασία από αναρχικής σκοπιάς, αλλά και όχι μόνο, να αυτοπεριορίζονται, στην ουσία να αφοπλίζονται, ακολουθώντας τα όποια εύκαιρα μονοπάτια προσδιορίζει η δήθεν τυχαία συνεύρεση σε κινηματικές διαδικασίες και «νέες» μορφές πάλης, που «ανακαλύπτονται» από κοινού με τα «νέα» κινηματικά «υποκείμενα».

Μιλήσαμε και προηγουμένως για θεωρίες και πρακτικές κλιμάκωσης της έντασης, τουλάχιστον για εκείνες που εντάσσονται στην ευόδωση ευρύτερων αριστερών πολιτικών προσδοκιών. Σ’ αυτές λοιπόν η αφετηρία βρίσκεται στην πεποίθηση ότι ο πολιτικός αντίπαλος θα πρέπει να σταθμίσει το κόστος μιας συγκρουσιακής διαμαρτυρίας ή να υπονοήσει τις συνέπειες εκδηλώσεων «στρατηγικής της έντασης».

Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ είχε πει ότι «η ισχύς δεν βρίσκεται στην σφοδρότητα και στην συχνότητα του κτυπήματος αλλά στο σωστό χτύπημα». Οι κατά καιρούς θιασώτες της στρατηγικής της έντασης μάλλον πιστεύουν κάτι διαφορετικό.

Μόνο που η «στρατηγική της έντασης» είναι μια υπόθεση, που αφορά τουλάχιστον δύο μέρη. Μ’ άλλα λόγια ουδέποτε είχε να κάνει με την μονομερή κήρυξη μιας κατάστασης ούτως ή άλλως προσδιορισμένης με όρους νίκης και ήττας. Και επειδή επίσης ουδέποτε δεν έχει επιλεγεί κάτι τέτοιο με κοινωνικούς όρους και δεν θα μπορούσε, βέβαια, ο μόνος κερδισμένος βγαίνει ο κρατικός μηχανισμός στο σύνολο του και όχι, όπως πιστεύει η αριστερή πλευρά του, απλά οι μυστικές υπηρεσίες, με τις οποίες άλλωστε τα πάλαι ποτέ κομμουνιστικά κόμματα έγραψαν λαμπρές σελίδες καταστολής και κοινωνικού ελέγχου.

Ένα άλλο συμπέρασμα από πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν, που δεν μπορεί κανείς καλοπροαίρετος να αγνοεί, είναι ότι η υιοθέτηση κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες της «στρατηγικής της έντασης», προϋποθέτει και την αναμονή εκδηλώσεων όχι περιστασιακά, αλλά σε σταθερή βάση, διαφόρων ειδών προβοκάτσιας.

Εκείνο, όμως, που σίγουρα αγνοεί ή τουλάχιστον δεν μπορεί να υπολογίσει ο καθένας είναι το περιεχόμενο τους, τις συνέπειες τους και την ένταξή τους στους ευρύτερους κατασταλτικούς σχεδιασμούς του κράτους.

Εκτός και αν παραγνωρίζεται η τεράστια εμπειρία που διαθέτουν από παρόμοιες καταστάσεις οι εξουσιαστές, οι οποίες τους δίνουν και την ευχέρεια να συνεχίζουν να έχουν εκείνοι το πάνω χέρι, σε κάθε περίπτωση να προσφέρουν «νίκες», να παραχωρούν «έδαφος», να εξασφαλίζουν την απαιτούμενη συναίνεση προτού δράσουν με άμεσο κατασταλτικό τρόπο, να συλλέγουν πληροφορίες, να υπόσχονται ευεργετήματα σε μετανοημένους και προπαντός να μην βιάζονται να δράσουν άμεσα κατασταλτικά…

Συσπείρωση Αναρχικών
Gianni Cipriani, Σύμβουλος της ιταλικής Ειδικής Εξεταστικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για την Τρομοκρατία, ως δημοσιογράφος έχει ασχοληθεί ειδικότερα με το φαινόμενο της λεγόμενης «στρατηγικής έντασης».
Αλόιζ Λόρεντς, Υπουργείο Τρόμους; Η φιλοσοφία των Μυστικών Υπηρεσιών. Ο Αλόιζ Λόρεντς είναι ο τελευταίος αρχηγός των σοσιαλιστικών τσεχοσλοβάκικων μυστικών υπηρεσιών, μιας αυτοκρατορίας 100.000 πρακτόρων.
«Ωστόσο, το κυριότερο ζήτημα είναι, το τι θα ακολουθήσει. Και από αυτή την άποψη έχουν διαφανεί οι προθέσεις διαφόρων πλευρών: Η επιδίωξη να κερδίσουν έδαφος, ειδικά στη νεολαία, οι λεγόμενες αντιεξουσιαστικές αντιλήψεις. Να καναλιζαριστεί η αυξανόμενη αγανάκτηση πλατιών τμημάτων της, αλυσοδεμένων σε αδιέξοδα, σε μια άλλη αδιέξοδη για τα ίδια κατεύθυνση, που όμως θ’ αντιμάχεται προβοκατόρικα το ταξικό κίνημα της εργατικής τάξης, το ευρύτερο λαϊκό κίνημα. Οι προβοκάτορες, που κατά καιρούς διεισδύουν σε διαδηλώσεις, θα μπορούν να φέρνουν καλύτερα αποτελέσματα έχοντας και μια μαζική λαϊκή βάση… Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαία η τεράστια προβολή που έχουν από τα ΜΜΕ ο ένας ή ο άλλος «αντιεξουσιαστής», επειδή παρευρέθηκε σε διαδήλωση (!!!), ή οι 500 που συμμετείχαν στην πορεία του «Δικτύου» και των άλλων οργανώσεων, ή η προβολή της Πεϊνό, που επίσης θεάθηκε σε διαδήλωση… Δεν είναι τυχαίο, ότι σε ζωντανή σύνδεση με τις φυλακές Κορυδαλλού οι TV μετέδιδαν την εικόνα των 50 μοτοσικλετιστών, που πήγαν να συμπαρασταθούν στη «17Ν». Την ίδια στιγμή, ακόμη και το απεργιακό κίνημα συκοφαντείται από τις ΤV και υπονομεύεται ειρωνικά και ανερυθρίαστα. Μαζικές λαϊκές εκδηλώσεις «εξαφανίζονται» από τη δημοσιότητα και λοιδορούνται. Από τις μεγάλες πορείες, προς τιμήν του «Πολυτεχνείου», οι μόνες εικόνες, που προβλήθηκαν, ήταν οι φωτιές που προκαλούσαν κουκουλοφόροι. Ριζοσπάστης, 8–12–2002, Μ. Μαΐλης.»
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 81, Μάρτιος 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

skaleadis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...