«…το Παρίσι είχε μετατραπεί ξαφνικά σε Καύκασο: σε κάθε δρόμο, σχεδόν παντού, υψώνονταν οδοφράγματα, βουνά ολόκληρα ως τις σκεπές. Πάνω στα οδοφράγματα, ανάμεσα στις πέτρες και τα σαραβαλιασμένα έπιπλα, σαν τους Γεωργιανούς μέσα στα διάσελά τους, εργάτες που φορούσαν παρδαλές μπλούζες, μπαρουτοκαπνισμένοι, οπλισμένοι ως τα δόντια, χοντρομπακάληδες, με τα πρόσωπα αποχαυνωμένα από τον τρόμο, κοίταζαν φοβισμένα από τα παράθυρα… Εξαφανίστηκαν όλοι οι γεροφαντασμένοι, όλοι οι απαίσιοι δανδήδες με το λορνιόν και το λεπτό μπαστουνάκι και, στη θέση τους εργάτες που κράδαιναν κόκκινες σημαίες, τραγουδούσαν στρατιωτικά τραγούδια, μεθυσμένοι από τη νίκη τους…
Ήταν μια γιορτή χωρίς αρχή, μήτε τέλος. Έβλεπα όλο τον κόσμο, και δεν έβλεπα κανένα, γιατί το κάθε άτομο χανόταν μέσα στο ίδιο άπειρο, περιπλανώμενο πλήθος. Μιλούσα σε όλο τον κόσμο, χωρίς να θυμάμαι τα λόγια μου, ούτε τα λόγια των άλλων… Άλλωστε αυτόν τον γενικό πυρετό τον συντηρούσαν και τον φούντωναν οι ειδήσεις που έφταναν από τα άλλα μέρη της Ευρώπης…Το απίστευτο είχε γίνει συνηθισμένο, και το πιθανόν και το σύνηθες παράλογα…»
Στις αρχές του 1871 η Γαλλία υπογράψει ανακωχή με τους Πρώσους. Ο επικεφαλής της εθνικής κυβέρνησης Adolphe Thiers (Αδόλφος Θιέρσος), είναι αυτός που συζητά και διαπραγματεύεται τους όρους της «ειρήνης». Μετά από αυτό, αντιμετωπίζει το πρόβλημα του να ανακτήσει τον έλεγχο του Παρισιού και να πείσει την πόλη ότι ο πόλεμος με την Πρωσία έχει λήξει, καθώς και να αφοπλίσει την Εθνοφρουρά. Στον Thiers έχουν απομείνει μόνο 12 χιλιάδες τακτικοί στρατιώτες μετά την συνθήκη ειρήνης, τους οποίους πρέπει να αντιπαρατάξει απέναντι σε εκατοντάδες χιλιάδες εθνοφρουρούς.
Δεν έχει χρόνο. Η πλειοψηφία της Εθνοσυνέλευσης μεταφέρεται από το Bordeaux όπου πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες συνελεύσεις της, στις Βερσαλλίες, κοντά στο Παρίσι.
Οι Πρώσοι έχουν καταλάβει την Βόρεια Γαλλία, ως εγγύηση και δικλείδα ασφαλείας για την πολεμική αποζημίωση, που είχε συμφωνήσει να πληρώσει η Γαλλία στα πλαίσια της συνθήκης ειρήνης. Για να μπορέσει να πληρώσει τις πρώτες δόσεις αυτής της αποζημίωσης και να εξασφαλίσει την εκκένωση της Βόρειας Γαλλίας από τα Πρωσικά στρατεύματα, η γαλλική κυβέρνηση πρέπει να δανειστεί. Δάνεια και νέοι φόροι θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν μόνο αν ο κόσμος αποκτούσε «εμπιστοσύνη» και σιγουριά στην κυβέρνηση. Αυτό ήταν και το βασικό πρόβλημα του Thiers, η ανάκτηση της εμπιστοσύνης από τους ανθρώπους. Θα έπρεπε να αποκατασταθεί η τάξη, τα καταστήματα να ξανανοίξουν, η εμπορικο-οικονομική ζωή και η καθημερινότητα να ξαναβρεί τους «φυσιολογικούς» της ρυθμούς. Πάνω, απ’ όλα, αφού το Παρίσι ήταν η καρδιά της Γαλλίας, θα έπρεπε η εθνική κυβέρνηση να το θέσει υπό τον πλήρη έλεγχό της.
Όμως το Παρίσι είναι περήφανο. Δεν έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα της ήττας από τον Πρωσικό στρατό, καθώς και δεν δέχεται εύκολα το γεγονός ότι ο κόσμος θα πρέπει να πληρώσει τα σπασμένα του πολέμου. Η παρισινή εθνοφρουρά παραμένει σε κατάσταση συναγερμού, έτοιμη να αποκρούσει οποιαδήποτε βίαιη εισβολή του Πρωσικού στρατού στο Παρίσι. Τα κανόνια που είχαν αφεθεί από την πολιορκία της πόλης, μεταφέρονται σε διάφορα σημεία της με σκοπό την υπεράσπισή της. Τελικά πολλές μάχες έγιναν για αυτά τα κανόνια. Όπως είπε αργότερα και ο Thiers: «…οι επιχειρηματίες και οι έμποροι πηγαινοέρχονταν επαναλαμβάνοντας διαρκώς πως οι οικονομικές δραστηριότητες δεν θα ξανάρχιζαν αν δεν αποτελείωναν αυτούς τους κακομοίρηδες (τους εξεγερμένους) και δεν εξαφανίζονταν τα κανόνια τους».
Είναι αυτή ακριβώς η προσπάθεια της κυβέρνησης το πρωινό του Σαββάτου, 18 Μάρτη 1871, να καταλάβει τα όπλα και τα κανόνια της εθνοφρουράς, που τελικά δίνει την αφορμή για να ξεσπάσει η εξέγερση. Το σχέδιο της κυβέρνησης είναι ακριβώς να καταληφθούν στρατηγικά σημεία μέσα στην πόλη, να παρθούν τα όπλα και να συλληφθούν γνωστοί επαναστάτες. Ο ίδιος ο Thiers καθώς και αρκετοί υπουργοί του μεταβαίνουν στο Παρίσι για να επιβλέπουν την επιχείρηση. Αρχικά, για την κυβέρνηση όλα πάνε «καλά». Γρήγορα όμως οι στρατιώτες γίνονται αντιληπτοί από τους Παριζιάνους, οι οποίοι τους αποδοκιμάζουν ολοένα και πιο έντονα. Η εθνοφρουρά εξοπλίζεται όχι για να υπακούσει τις εντολές της κυβέρνησης αλλά περισσότερο γιατί δεν ξέρει τί ακριβώς να κάνει. Τα τακτικά στρατεύματα ενώ περιμένουν τα μεταφορικά ώστε να φορτώσουν τα όπλα και τα κανόνια για να τα απομακρύνουν, γρήγορα βρίσκονται σε αριθμητικά μειονεκτική θέση. Τα γεγονότα εξελίσσονται ραγδαία. Στη Μονμάρτη, στρατιώτες αντί να ανοίξουν πυρ στον κόσμο, αρνούνται να υπακούσουν στις διαταγές και συλλαμβάνουν τον αξιωματικό τους, ο οποίος αργότερα εκτελείται. Σε ολόκληρη την πόλη, οι αξιωματικοί συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν να βασιστούν στους άνδρες τους και αρχίζουν να χάνουν ολοκληρωτικά τον έλεγχο. Το ίδιο απόγευμα ο Thiers αποφασίζει να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα μαζί με τους υπουργούς του, ενώ καλεί βιαστικά και το στρατό να πράξει το ίδιο και να υποχωρήσει στις Βερσαλλίες. Αυτή η υποχώρηση του στρατού είναι κυριολεκτικά χαώδης. Οι στρατιώτες αρνούνται να πειθαρχήσουν στις εντολές των αξιωματικών τους, και μόνο οι αστυνομικές δυνάμεις παραμένουν πιστές στους ανωτέρους τους και διατηρούν την πειθαρχία τους. Η υποχώρηση μπροστά στους εξεγερμένους και οργισμένους παριζιάνους είναι τόσο βιαστική, που διάφορα τμήματα στρατού «ξεχνιούνται» στο Παρίσι, ενώ αξιωματικοί «συλλαμβάνονται» από τους ανθρώπους και κρατούνται αιχμάλωτοι ώστε να δικαστούν αργότερα για τα εγκλήματά τους. Οι στρατηγοί Λεκόντ και Τομά, αυτοί οι «σφαγείς των προλετάριων» εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες. Όλοι οι κρατικοί υπάλληλοι εγκαταλείπουν την εξεγερμένη πόλη σε κατάσταση πανικού, καταφεύγοντας στις Βερσαλλίες. Στις 11.00 το ίδιο βράδυ, η Κεντρική Επιτροπή της εθνοφρουράς καταλαμβάνει το εγκαταλειμμένο Hotel de Ville, ενώ άλλοι αξιωματικοί και άντρες της εθνοφρουράς καταλαμβάνουν κρατικά κτίρια της πρωτεύουσας.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ – ΙΣΟΤΗΤΑ – ΑΔΕΛΦΟΣYΝΗ
ΚΟΜΜΟΥΝΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ
ΠΟΛΙΤΕΣ,
Ή Κομμούνα σας ιδρύθηκε.
Ή ψηφοφορία στις 26 του Μάρτη επικύρωσε τη νικηφόρα, Επανάσταση. Μια δόλια, επιθετική εξουσία σας είχε πιάσει από το λαιμό:
διώξατε, βρισκόμενοι σε νόμιμη άμυνα αυτή την κυβέρνηση που ήθελε να σας ατιμάσει επιβάλλοντάς σας ένα βασιλιά.
Σήμερα, οι εγκληματίες που εσείς ούτε καν θελήσατε να κυνηγήσετε, κάνουν κατάχρηση της μεγαλοψυχίας σας για, να οργανώσουν μπροστά ατά μάτια σας μια εστία μοναρχικής συνωμοσίας. Επικαλούνται τον εμφύλιο πόλεμο, χρησιμοποιούν κάθε είδους διαφθορά, δέχονται κάθε είδους συνένοχους, τόλμησαν να ζητιανέψουν μέχρι και την υποστήριξη του εχθρού. Επικαλούμαστε γι’ αυτές τις ελεεινές δολοπλοκίες την κρίση της Γαλλίας και του κόσμου.
ΠΟΛΙΤΕΣ.
Δημιουργήσατε ιδρύματα που αψηφούν όλες αυτές τις προσπάθειες. Είστε κύριοι της τύχης σας. Η εκπροσώπηση που σχηματίσατε, ισχυρή απ’ τη δική σας υποστήριξη, θα επανορθώσει τις καταστροφές πού οφείλονται στην έκπτωτη εξουσία: η καταστραμμένη βιομηχανία, η ανεργία, οι εμπορικές συναλλαγές, που παράλυσαν, θα δεχτούν μια δυνατή ώθηση.
Σήμερα παίρνεται ή απόφαση για τα νοίκια.
Αύριο αυτή για τις προθεσμίες σχετικά με την εξόφληση των γραμματίων.
Όλες οι δημόσιες υπηρεσίες θα αναδιοργανωθούν και θα απλοποιηθούν.
Η Εθνοφρουρά, η μοναδική οπλισμένη δύναμη της πόλης, απ’ αυτή τη στιγμή θα αναδιοργανωθεί χωρίς καθυστέρηση. Αυτά θα είναι τα πρώτα μας μέτρα.
Οι εκπρόσωποι του λαού, για να εξασφαλίσουν το θρίαμβο της Δημοκρατίας δε ζητάνε παρά την υποστήριξη και την εμπιστοσύνη του.
Οι εκπρόσωποι του λαού θα κάνουν το καθήκον τους.
Παρίσι, HOTEL DE VILLE,
29 του Μάρτη 1871
Η ΚΟΜΜΟΥΝΑ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ
Οι Μπλανκιστές είναι αυτοί που αναλαμβάνουν την πρωτοβουλία όταν ο Brunell οδηγεί τον διστακτικό Bellevois (επικεφαλής της Επιτροπής της Εθνοφρουράς) στο εγκαταλειμμένο ξενοδοχείο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η εξέγερση είναι τόσο αυθόρμητη από τους ανθρώπους του Παρισιού, που κανείς δεν έχει την παραμικρή διάθεση να ανακαταλάβει την εξουσία, ακόμα και οι διάφορες επιτροπές της εθνοφρουράς. Οι Duval, Brunell, Eudes και ολόκληρη η επιτροπή της Μονμάρτης επιθυμούν να βαδίσουν προς τις Βερσαλλίες. Ενώ σχεδόν ολόκληρο το Παρίσι βρίσκεται στα χέρια των εξεγερμένων, η κεντρική επιτροπή της Εθνοφρουράς προσπαθεί να «νομιμοποιήσει» την κατάσταση, συνδιαλεγόμενη με το μοναδικό κρατικό θεσμό που έχει απομείνει στην πόλη, τους Δημάρχους, έτσι ώστε να πραγματοποιηθούν σύντομα εκλογές. Και όπως είπε και ένας κομμουνάρος τη μέρα των εκλογών: «Τι σημαίνει η νομιμότητα την ώρα της επανάστασης;». Πολλά μέλη της Κεντρικής Επιτροπής νιώθουν πως τα ίδια τα γεγονότα τους έχουν ξεπεράσει. Τώρα είναι η ώρα που μιλούν οι εξεγερμένοι κομμουνάροι και όχι οι καλοπληρωμένοι γραφειοκράτες υπάλληλοι. Κάποιος από την κεντρική επιτροπή λέει: «…αυτό το βράδυ δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Δεν θέλαμε την κατοχή του Hotel De Ville, θέλαμε να υψώσουμε οδοφράγματα. Αισθανόμαστε αμηχανία με την «εξουσία» μας…». Ο συγγραφέας Edouard Moreau ήταν αυτός που δυστυχώς πείθει την κεντρική επιτροπή, ανάμεσα στις ζητωκραυγές «Ζήτω η Κομμούνα», να παραμείνει στο ξενοδοχείο για μερικές ημέρες μέχρι να διενεργηθούν οι δημοτικές εκλογές. Οκτώ ημέρες αργότερα οι εκλογές πραγματοποιούνται και συμμετέχουν 227.000 άνθρωποι. Αυτός ο αριθμός είναι περίπου ο μισός από όσους ήταν καταγεγραμμένοι στα εκλογικά μητρώο πριν τον πόλεμο. Όμως κατά τη διάρκεια του πολέμου, οι περισσότερο ευκατάστατοι πολίτες είχαν εγκαταλείψει το Παρίσι, και γι’ αυτό οι εργάτες είναι η συντριπτική πλειοψηφία του τωρινού εκλογικού σώματος. Η Κομμούνα «εγκαθιδρύεται» επίσημα την Τρίτη 28 Μαρτίου 1871 και διήρκεσε μέχρι τις 28 Μαΐου, όπου έπεσε και το τελευταίο οδόφραγμα στη Μπυτ Σιμόν. Πραγματώνεται στην πράξη η αυτοδιαχείριση. «Στο 4ο Διαμέρισμα του Παρισιού η εκπαίδευση αναδιοργανώνεται σε «λαϊκή» (μη εκκλησιαστική) βάση. Στο 7ο καταρτίζονται στατιστικές για να πάρουν στα χέρια τους την οικονομική ζωή, που έχει πληγεί από τον πόλεμο και την λιποταξία των υπευθύνων, που έφυγαν και πήγαν στις Βερσαλλίες. Στα θέατρα, οι τεχνικοί «διαχειρίζονται οι ίδιοι τις επιχειρήσεις τους». Οι καλλιτέχνες οργανώνονται σε Ομοσπονδία, με ψυχή τον Κουρμπέ. Η Ελισάβετ Δημητρίεφ, η φίλη του Ντοστογιέφσκι, οργανώνει την εργασία των γυναικών. Έχουν απογραφεί 34 συνδικαλιστικά επιμελητήρια, 43 συνεταιρισμοί παραγωγών, 7 εταιρίες τροφίμων κτλ».
Η Κομμούνα έγινε στις 28 Μαρτίου, ενώ στις 2 Απριλίου τα στρατεύματα του Thiers ξεκινούν τις επιθέσεις για την ανακατάληψη του Παρισιού. Οι Κομμουνάροι ξέρουν πως η εξέγερση δεν έχει εξαπλωθεί στην επαρχία, αλλά και ότι πολλοί Παριζιάνοι είναι έτοιμοι να τους προδώσουν, να περάσουν στο απέναντι στρατόπεδο. Αρχικά το συμβούλιο της Κομμούνας συναντιέται σε μυστικά μέρη, δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν ένα «πολεμικό συμβούλιο», αλλά κάτω από πιέσεις τελικά οι συνελεύσεις γίνονται δημόσια. Ακολουθώντας αυτές τις πιέσεις η Κομμούνα αποφασίζει την δημοσιοποίηση των συνεδριάσεών της στην ημερήσια εφημερίδα Journal Officiel καθώς και την άδεια να παρακολουθεί και να συμμετέχει στις συνεδριάσεις οποιοσδήποτε κάτοικος του Παρισιού.
Με μέτρα πολύ απλά αλλά αποτελεσματικά, η Κομμούνα δίνει υπόσταση στους πόθους και στους αγώνες που αναδύθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα: κατάργηση της υποχρεωτικής στρατολογίας, απαγόρευση των εξώσεων όσων καθυστερούν το ενοίκιο, ανακλητότητα των εκλεγμένων ανά πάσα στιγμή, αναστολή των πωλήσεων των κατατεθειμένων στο ενεχυροδανειστήριο αντικειμένων, αμεσοδημοκρατικότητα όλων των διαδικασιών, φεντεραλισμός κ.ά. Βασικές αρχές της Κομμούνας είναι η ισότητα, η ελευθερία και η αλληλεγγύη. Παίρνονται μέτρα κατά της ανεργίας καθώς και ενθαρρύνονται οι εργάτες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να αναλάβουν αποκλειστικά αυτοί την διαχείριση των μικρών εργοστασίων, σύμφωνα με τις δικές τους ανάγκες. Παρ’ όλα αυτά, πιο απελευθερωτικές και «ακραίες» προτάσεις όπως «όλα τα μεγάλα εργοστάσια των μονοπωλίων, πρέπει να οικειοποιηθούν από τους εργάτες» απορρίπτονται από τα πιο μετριοπαθή μέλη της Κομμούνας, όπου προσπαθούσαν να συνυπάρξουν πολλές διαφορετικές και αρκετά αντικρουόμενες τάσεις.
Ο Thiers και οι υπόλοιποι υπουργοί του στις Βερσαλλίες αναμφισβήτητα θεωρούν την Παρισινή Κομμούνα σαν ένα είδος «κοινωνικής αλλαγής» και γι’ αυτό αποφασίζουν να την τσακίσουν με έναν «εμφύλιο» πόλεμο. Για την Κυβέρνηση πρέπει με οποιονδήποτε τρόπο να απαγορευτεί η εξάπλωση της εξέγερσης σε άλλα αστικά κέντρα ή στην επαρχία, έτσι ώστε να απομονωθούν οι εξεγερμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η άποψη είναι κοινή για τους κρατιστές και εκτός Γαλλίας. Αυτό όμως δεν είναι και τόσο εύκολο, αφού το παράδειγμα του εξεγερμένου Παρισιού συγκλονίζει ολόκληρη την Ευρώπη. Οργανώσεις από πολλές χώρες στέλνουν απεσταλμένους για να μάθουν νέα ή ακόμα για να πολεμήσουν στα οδοφράγματα και να υπερασπιστούν την εξέγερση. Στις 29 Μαρτίου η εφημερίδα London Times περιγράφει την εξέγερση σαν «την υπεροχή του Προλεταριάτου απέναντι στην αστική και εύπορη τάξη, του εργάτη απέναντι στον αφέντη, της Εργασίας απέναντι στο Κεφάλαιο». Ο Ρώσος αυτοκράτορας πιέζει τη Γερμανική κυβέρνηση να μην εμποδίζει την καταστολή από μεριάς του γαλλικού κράτους ενάντια στην Κομμούνα, επειδή «η κυβέρνηση των Βερσαλλιών είναι εγγύηση και ασφάλεια τόσο για τη Γαλλία όσο και για την υπόλοιπη Ευρώπη», ενώ ο Mπίσμαρκ απείλησε να χρησιμοποιήσει τον γερμανικό στρατό αν δεν βιαστεί ο Θιέρσος.
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.11, Φεβρουάριος 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis