Σάββατο 30 Ιουλίου 2016

Οι πραγματικές ρίζες του λαϊκισμού


Η ανεξέλεγκτη παγκοσμιοποίηση έχει καταστρέψει τις δουλειές, έχει κάνει τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης να λιμνάσουν και έχει εμβαθύνει την ανισότητα του εισοδήματος. Ως απάντηση, οι οργισμένοι ψηφοφόροι στρέφονται σε λαϊκιστές πολιτικούς. Χωρίς μια ριζική στροφή μακριά από τις φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, ο λαϊκισμός θα γίνει ανεμπόδιστος.

Αυτή η αφήγηση είναι απλή και όλο και πιο δημοφιλής. Επίσης είναι απόλυτα λανθασμένη.

Ακριβώς επειδή ο λαϊκισμός – είτε αριστερός (Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα, Podemos στην Ισπανία) είτε δεξιός (Ντόναλντ Τραμπ στις Ηνωμένες Πολιτείες, Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία) – είναι άσχημος, απειλητικός και καταστροφικός, η αυξανόμενη ισχύς του απαιτεί μια ενδελεχή εξήγηση. Μια αδύναμη αντίληψη των αιτίων θα οδηγήσει σε μια λάθος λύση – στο οποίο σημείο ο λαϊκισμός μπορεί πραγματικά να γίνει ανεμπόδιστος.

Ένα πρόβλημα με την αναδυόμενη συμβατική θέση είναι πως αναμειγνύει τρία είδη παραγόντων που θα έπρεπε να παραμείνουν ξεχωριστά για αναλυτικούς και πολιτικούς σκοπούς. Η απορύθμιση της αγοράς προϊόντων και η μείωση των εμπορικών εμποδίων ανήκουν σε αυτό που οι ακαδημαϊκοί αποκαλούν μικροοικονομικά. Η αποσταθεροποίηση των διεθνών ροών κεφαλαίου και η αυτοκαταστροφική δημοσιονομική λιτότητα είναι μέρος των μακροοικονομικών. Τα χαμηλότερα κόστη μετακίνησης και οι νέες τεχνολογίες εξοικονόμησης εργασίας πέφτουν στην κατηγορία εξωγενής διαρθρωτική αλλαγή. Η ομαδοποίηση όλων αυτών ως παγκοσμιοποίηση δημιουργεί μόνο σύγχυση.

Αυτή η σύγχυση ήταν εμφανής πριν από δύο μήνες, όταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δημοσίευσε ένα κείμενο που έγινε δεκτό ως το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του «νεοφιλελευθερισμού» (μια κενή ταμπέλα που μπορεί να συμπεριλάβει οποιοδήποτε δεινό στο οποίο θέλει να επιτεθεί ο κριτικός τη συγκεκριμένη ημέρα). Ωστόσο, το Ταμείο έλεγε απλά αυτό που, σε αυτό το σημείο, είναι αρκετά προφανές. Οι απορυθμισμένες διεθνείς κινήσεις κεφαλαίου μπορούν να είναι αποσταθεροποιητικές. Οι μεγάλες εισροές υπερτιμούν τα νομίσματα, μειώνουν την ανταγωνιστικότητα και καταστρέφουν τις δουλειές, οι ξαφνικές εκροές κάνουν αυτά τα υπερτιμημένα νομίσματα να καταρρεύσουν, οδηγώντας σε χρεοκοπία τα τοπικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και απαιτώντας ακριβές διασώσεις σε βάρος των φορολογουμένων.

Επιπλέον, προσέθεσε το Ταμείο, η δημοσιονομική λιτότητα μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ. Η περικοπή χρήσιμων δαπανών ή η αύξηση στρεβλωτικών φόρων μειώνει την προσφορά των αγαθών. Μειώνει επίσης τη συνολική ζήτηση, το οποίο δεν είναι πρόβλημα όταν η οικονομία είναι υπερκινητική, όμως είναι καταστροφικό όταν είναι σε ύφεση και μια παγίδα ρευστότητας αποτρέπει τη νομισματική πολιτική από το να αναλάβει το μεγαλύτερο βάρος. Εάν η ανάπτυξη επιβραδύνει αρκετά, το ποσοστό του δημόσιου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ μπορεί να καταλήξει να ανεβαίνει, παρά τη λιτότητα.

Συνεπώς, τα μακροοικονομικά λάθη έχουν υψηλό κόστος – σε όρους ανάπτυξης, εργασίας και κατανομής εισοδήματος. Τα καλά νέα είναι πως τοποθετώντας έξυπνους κεφαλαιακούς ελέγχους (όπως έκανε η Χιλή στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και άλλες χώρες από τότε), μια οικονομία μπορεί να απολαμβάνει τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου σε προϊόντα και υπηρεσίες με λιγότερη αποσταθεροποιητική κίνηση κεφαλαίου. Για σχεδόν μία δεκαετία, το ΔΝΤ αναγνωρίζει πως οι έλεγχοι είναι ένα χρήσιμο πολιτικό εργαλείο.

Παρομοίως, η παραπλανημένη δημοσιονομική λιτότητα δεν είναι ούτε αναπόφευκτη ούτε και άρρητα συνδεδεμένη με την παγκοσμιοποίηση – ιδιαίτερα το έξυπνο είδος που μετριάζει τις μακροπρόθεσμες κινήσεις κεφαλαίου. Και οι κλειστές οικονομίες μπορούν να έχουν δημοσιονομικές κρίσεις, και οι ανοιχτές οικονομίες μπορούν να τις αποφύγουν εάν ακολουθήσουν τις σωστές πολιτικές.

Το κλειδί είναι η κεϋνσιανή πολιτική καθ’ όλον τον οικονομικό κύκλο: επεκτατικές πολιτικές όταν η ανάπτυξη είναι αργή, πειθαρχία για να μειωθεί το δημόσιο χρέος (και να δημιουργηθεί κατά συνέπεια χώρος για μελλοντική επέκταση) όταν η δραστηριότητα είναι ισχυρή. Οι δημοσιονομικοί κανόνες μπορούν να βοηθήσουν να γίνει αυτή η συμπεριφορά πολιτικά αποδεκτή.

Συνεπώς, δεν υπάρχει ανάγκη να πετάξουμε τη φιλελεύθερη διεθνή οικονομική τάξη μαζί με την κακή μακροοικονομική πολιτική. Οικονομίες ανοιχτές σε ξένα αγαθά και τεχνολογία μπορούν να αναπτύξουν τα εργαλεία για να μετριάσουν τη μεταβλητότητα και να υπερασπιστούν τις δουλειές. Η Ευρώπη, εργαζόμενη κάτω από ένα κοινό νόμισμα, μια απρόθυμη τραπεζική ένωση και μια αχρείαστα αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, έχει επιλέξει να εγκαταλείψει αυτά τα εργαλεία. Αυτή η επιλογή δεν ήταν ούτε προαποφασισμένη, ούτε και κάτι που ο υπόλοιπος κόσμος θα πρέπει να μιμηθεί.

Το άλλο πρόβλημα με την απλοϊκή σύνδεση της παγκοσμιοποίησης με τον λαϊκισμό από τη συμβατική γνώση είναι πως κάνει λάθος στο χρονοδιάγραμμα. Όποιοι κι αν ήταν οι λόγοι, οι μέσοι μισθοί στις ΗΠΑ υπήρξαν στάσιμοι από τη δεκαετία του 1970. Όπως έχει επισημάνει ο Ντάνιελ Γκρος, το μισθολογικό χάσμα ανάμεσα στους εξαιρετικά καταρτισμένους εργαζομένους και τους υπόλοιπους είναι ουσιαστικά σταθερό στην Ευρώπη (και μειώνεται στο Ηνωμένο Βασίλειο) την τελευταία δεκαετία. Και σε χώρες όπως το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ισπανία, το ποσοστό της ανεργίας ξεπερνούσε το 10% για μεγάλες περιόδους τις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Όμως δεν υπήρξε ξέσπασμα εθνικιστικού λαϊκισμού τότε, αλλά υπάρχει τώρα. Γιατί;

Η απάντηση σχετίζεται απόλυτα με την πολιτική. Και η πολιτική, όπως έλεγε πάντα ο Τιπ Ο’ Νιλ, είναι πάντα τοπική.

Οι ελίτ των δυτικών χωρών έχασαν την αξιοπιστία τους επιτρέποντας τις χρηματοπιστωτικές υπερβολές που συνέβαλαν στην πρόκληση της Μεγάλης Ύφεσης και όντας αργές – ιδιαίτερα στην Ευρώπη – στη διαχείριση των κοινωνικών συνεπειών. Στη συνέχεια υποτίμησαν τις συνέπειες που θα είχε η ανεμπόδιστη μετανάστευση και η αποδυνάμωση του εθνικού κράτους στο αίσθημα του «εμείς» - οι άνθρωποι με τους οποίους μοιραζόμαστε μια κοινή μοίρα και από τους οποίους ζητούμε θυσίες (μία από τις οποίες είναι η πληρωμή των φόρων).

Ο Ρικάρντο Χάουσμαν του Χάρβαρντ έχει επισημάνει πως οι βρετανοί έχουν επιλέξει να έχουν τέσσερις διαφορετικές ποδοσφαιρικές ομάδες (Αγγλία, Σκωτία, Ουαλία και Βόρεια Ιρλανδία), παρ’ ότι εάν είχαν μία ενιαία ομάδα μπορεί να μην έχαναν από τη μικροσκοπική Ισλανδία, όπως έκανε η Αγγλία στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Κύπελλο. Δεν προκαλεί έκπληξη, συνεπώς, που – βλέποντας υπό αυτό το πρίσμα την επιλογή – το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε το Brexit.

Τώρα οι δυτικές πολιτικές ελίτ πραγματοποιούν ένα ακόμη λάθος όταν – φαινομενικά φοβούμενοι τους λαϊκιστές – αποτυγχάνουν να υπερασπιστούν ευθέως τις αξίες του φιλελευθερισμού. Οι οικτρές προσπάθειες του αρχηγού του βρετανικού κόμματος των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν εκ μέρους της εκστρατείας του «Remain» πριν από το δημοψήφισμα, και η αδυναμία του (θα έλεγε κανείς απροθυμία) να απαντήσει στις πολλές αναλήθειες των Brexiteers είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα.

Τη δεκαετία του 1930, στοχαστές όπως ο Τζον Μέυναρντ Κέυνς και πολιτικοί ηγέτες όπως ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ, με γενναία και ευφραδή λόγια που αξίζει ακόμη να επαναλαμβάνουμε, παραμέρισαν τις αστόχαστες ορθοδοξίες του καπιταλισμού για να διασώσουν τη φιλελεύθερη δημοκρατική τάξη. Έναν παγκόσμιο πόλεμο και δεκάδες εκατομμυρίων θανάτων αργότερα, επέτυχαν.

Σήμερα, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες αξίες δέχονται και πάλι επίθεση, και ο δρόμος που άνοιξαν ο Κέυνς και ο Ρούσβελτ παραμένει η μόνη διέξοδος. Θα πρέπει να τον ακολουθήσουμε.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...