Όψιμες εξομολογήσεις για δύο προσωπικές παρεξηγήσεις για το Σαββόραμα και τους Κωλοέλληνες
Του Μάκη Ανδρονόπουλου
Ξανάκουσα μετά από δεκαπέντε περίπου χρόνια το διπλόΣαββόραμα. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω στο Μέγαρο αυτή την συμφωνική υπερπαραγωγή και για να είμαι ειλικρινής με είχε τότε ξενίσει αρκετά, όχι γιατί το μουσικό αποτέλεσμα δεν ήταν καλό, κάθε άλλο, αλλά γιατί εξέλαβα την όλη παράσταση ως μία αλαζονεία του συρμού, καθώς τότε ήταν η εποχή των παχέων αγελάδων και της «λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης».
Ξανάκουσα το Σαββόραμα και συγκινήθηκα πολύ, γιατί τώρα έχω τα χρόνια να καταλάβω καλύτερα τις καλλιτεχνικές διαστάσεις και τα νοήματα του Σαββόπουλου και γιατί μου έφερε στη θύμηση απίστευτες προσωπικές μνήμες. Κατ΄ αρχήν αν κάποιος δικαιούται να ακούσει τα τραγούδια του στη μορφή που έλαβαν σε αυτό το κοντσέρτο, είναι ο Σαββόπουλος. Ήρθε τότε, το 2000, ο χρόνος και η δυνατότητα να τα ακούσει και να τα παίξει έτσι συμφωνικά. Κι αυτό, πρώτον γιατί το δικαιούται έτσι χωρίς κανένα άλλο λόγο, δεύτερον, δεν είναι παράξενο για τον Διονύση που το έκανε, γιατί από ανέκαθεν διασκευάζει συνεχώς και επικαιροποιεί ενορχηστρωτικά τα τραγούδια του. Η ευφυΐα του σε αυτό το πεδίο είναι εντυπωσιακή (Ξενοδοχείο) και ενίοτε συγκλονιστική. Μπορεί να Είναι με τα τραγούδια του σε κάθε εποχή με ένα τρόπο που υπερβαίνει την κλασικότητά τους (γιατί ο Διονύσης είναι πια κλασικός, ισάξια δίπλα στον Σκαλκώτα, τον Θοδωράκη και τον Χατζηδάκη). Είχε άλλωστε πάντα το ταλέντο να διαλέγει εμπνευσμένους μουσικούς και να τους βγάζει ότι καλύτερο έχουν μέσα τους.
Και μια ακόμη (κοινωνικοπολιτική) σκέψη για το Σαββόραμα: αντί την αλαζονεία που είχα αφουγκραστεί τότε, τώρα ακούγοντας και τα παλαμάκια στο CD, κατάλαβα τη μεγάλη ειρωνεία, το μέγα σαρκασμό του Διονύση προς το κοσμικόν κοινό του Μεγάρου. Ίσως όμως να ήταν και μια απόπειρα στενής επαφής με την χαμένη (στα ψώνια) γενιά του Πολυτεχνείου μέσω του Μεγάρου, μια επαφή αφύπνισης, μετά την υφαρπαγή της λαϊκής αποταμίευσης που αυτή μόλις είχε διαπράξει στο χρηματιστήριο.
Η αλήθεια είναι πως στην αρχή της κρίσης του 2010, έτσι ξαφνικά χωρίς κάποιο ακουστικό ερέθισμα, θυμήθηκα και Το κούρεμα που περιείχε το περιβόητο Κωλοέλληνες που με είχε στενοχωρήσει πολύ το 1989 όταν βγήκε. Χρειάστηκαν περισσότερα από είκοσι χρόνια και μια εθνική καταστροφή για να καταλάβω πως ο Σαββόπουλος ήταν ένα αιώνα μπροστά και σαν μεγάλος καλλιτέχνης είπε τα πράγματα με το όνομά τους, σκληρά, αποδομητικά, προφητικά.
Του Μάκη Ανδρονόπουλου
Ξανάκουσα μετά από δεκαπέντε περίπου χρόνια το διπλόΣαββόραμα. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω στο Μέγαρο αυτή την συμφωνική υπερπαραγωγή και για να είμαι ειλικρινής με είχε τότε ξενίσει αρκετά, όχι γιατί το μουσικό αποτέλεσμα δεν ήταν καλό, κάθε άλλο, αλλά γιατί εξέλαβα την όλη παράσταση ως μία αλαζονεία του συρμού, καθώς τότε ήταν η εποχή των παχέων αγελάδων και της «λούμπεν μεγαλοαστικής τάξης».
Ξανάκουσα το Σαββόραμα και συγκινήθηκα πολύ, γιατί τώρα έχω τα χρόνια να καταλάβω καλύτερα τις καλλιτεχνικές διαστάσεις και τα νοήματα του Σαββόπουλου και γιατί μου έφερε στη θύμηση απίστευτες προσωπικές μνήμες. Κατ΄ αρχήν αν κάποιος δικαιούται να ακούσει τα τραγούδια του στη μορφή που έλαβαν σε αυτό το κοντσέρτο, είναι ο Σαββόπουλος. Ήρθε τότε, το 2000, ο χρόνος και η δυνατότητα να τα ακούσει και να τα παίξει έτσι συμφωνικά. Κι αυτό, πρώτον γιατί το δικαιούται έτσι χωρίς κανένα άλλο λόγο, δεύτερον, δεν είναι παράξενο για τον Διονύση που το έκανε, γιατί από ανέκαθεν διασκευάζει συνεχώς και επικαιροποιεί ενορχηστρωτικά τα τραγούδια του. Η ευφυΐα του σε αυτό το πεδίο είναι εντυπωσιακή (Ξενοδοχείο) και ενίοτε συγκλονιστική. Μπορεί να Είναι με τα τραγούδια του σε κάθε εποχή με ένα τρόπο που υπερβαίνει την κλασικότητά τους (γιατί ο Διονύσης είναι πια κλασικός, ισάξια δίπλα στον Σκαλκώτα, τον Θοδωράκη και τον Χατζηδάκη). Είχε άλλωστε πάντα το ταλέντο να διαλέγει εμπνευσμένους μουσικούς και να τους βγάζει ότι καλύτερο έχουν μέσα τους.
Και μια ακόμη (κοινωνικοπολιτική) σκέψη για το Σαββόραμα: αντί την αλαζονεία που είχα αφουγκραστεί τότε, τώρα ακούγοντας και τα παλαμάκια στο CD, κατάλαβα τη μεγάλη ειρωνεία, το μέγα σαρκασμό του Διονύση προς το κοσμικόν κοινό του Μεγάρου. Ίσως όμως να ήταν και μια απόπειρα στενής επαφής με την χαμένη (στα ψώνια) γενιά του Πολυτεχνείου μέσω του Μεγάρου, μια επαφή αφύπνισης, μετά την υφαρπαγή της λαϊκής αποταμίευσης που αυτή μόλις είχε διαπράξει στο χρηματιστήριο.
Η αλήθεια είναι πως στην αρχή της κρίσης του 2010, έτσι ξαφνικά χωρίς κάποιο ακουστικό ερέθισμα, θυμήθηκα και Το κούρεμα που περιείχε το περιβόητο Κωλοέλληνες που με είχε στενοχωρήσει πολύ το 1989 όταν βγήκε. Χρειάστηκαν περισσότερα από είκοσι χρόνια και μια εθνική καταστροφή για να καταλάβω πως ο Σαββόπουλος ήταν ένα αιώνα μπροστά και σαν μεγάλος καλλιτέχνης είπε τα πράγματα με το όνομά τους, σκληρά, αποδομητικά, προφητικά.
…τσιφτετέλληνες
με γονείς ληστές
των συντρόφων τους θύτες
για αμνηστία αλήτες
τώρα διοικητές.
Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων
κωλοέλληνες…
…Τιμωρός καιρός
πέντε αιώνες δύσης
εθνικής θα ζήσεις
από δω και μπρος…
Είμαι προφανώς ακατάλληλος για να περιγράψω το μουσικό και στιχουργικό-ποιητικό μέγεθος του Σαββόπουλου, αλλά μου συνέβη κάτι πρωτοφανές, εξ ου και αυτή η εξομολόγηση. Άκουσα δύο φορές την αναδρομή των τραγουδιών του Διονύση από το 1996-2000 στο δίσκο Σαββόραμα και έκτοτε, πάνε κάποιες μέρες τώρα, εγώ που είμαι ψάρι και δεν τραγουδάω ούτε τον εθνικό ύμνο σωστά, τραγουδάω στον ύπνο μου τα τραγούδια του Σαββόπουλου. Ξυπνάω με αυτά μέσα μου, τα ακούω σα να τα τραγουδάω εγώ.
Τι έπαθα δεν ξέρω. Μπορεί να είμαι πολύ ευσυγκίνητος σε αυτή τη φάση. Θυμάμαι το ’66, ήμουνα έντεκα χρονών, που άκουγα τους Μάγους, το Βιετνάμ γιέ, γιέ και τη Συννεφούλα στο σπίτι ενός συμμαθητή μου στη Χέυδεν από το Φορτηγόπου είχε ο μεγάλος του αδελφός. Θυμάμαι που έπαιρνα στην πλάτη τον πεντάχρονο γιό μου και χορεύαμε και τραγουδούσαμε Έρμος και βαρύς στο μονοπάτι ντιλέμ ντελέ ντιλέμ, με το σακούλι άδειο κι ένα μωρό στην πλάτη ντιλέμ ντελέ ντιλέμ και κάναμε τα μαγικά μας όταν έλεγε ξανά, ξανά, ξανά και τα κρόταλα χτυπούσαν σαν τρελά. Θυμάμαι και σιγομουρμουρίζω τα τραγούδια του Διονύση και αντιλαμβάνομαι τις εγγραφές τους στο εσώτερο είναι μου…
Τι έπαθα δεν ξέρω. Μπορεί να είμαι πολύ ευσυγκίνητος σε αυτή τη φάση. Θυμάμαι το ’66, ήμουνα έντεκα χρονών, που άκουγα τους Μάγους, το Βιετνάμ γιέ, γιέ και τη Συννεφούλα στο σπίτι ενός συμμαθητή μου στη Χέυδεν από το Φορτηγόπου είχε ο μεγάλος του αδελφός. Θυμάμαι που έπαιρνα στην πλάτη τον πεντάχρονο γιό μου και χορεύαμε και τραγουδούσαμε Έρμος και βαρύς στο μονοπάτι ντιλέμ ντελέ ντιλέμ, με το σακούλι άδειο κι ένα μωρό στην πλάτη ντιλέμ ντελέ ντιλέμ και κάναμε τα μαγικά μας όταν έλεγε ξανά, ξανά, ξανά και τα κρόταλα χτυπούσαν σαν τρελά. Θυμάμαι και σιγομουρμουρίζω τα τραγούδια του Διονύση και αντιλαμβάνομαι τις εγγραφές τους στο εσώτερο είναι μου…