Μεταξύ Ευρώπης και Ασίας
Γερεβάν, Αρμενία, του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Η ιδέα μιας συνεργασίας ή και συμμαχίας Ελλάδας, Αρμενίας και Ιράν είχε αρχίσει να σχεδιάζεται και να πραγματοποιείται στη δεκαετία του 1990, με Υπουργό ‘Αμυνας τον Γεράσιμο Αρσένη. Η στρατηγική λογική της ήταν (και παραμένει!) προφανής, αν και ανομολόγητη – η γεωπολιτική πίεση προς τις τρεις χώρες εκ μέρους της Τουρκίας.
Στην πορεία η ιδέα εγκαταλείφθηκε. Για τους «εκσυγχρονιστές» του Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου, δεν υπήρχε εθνικό συμφέρον κι αν υπήρχε ήταν ένα ενοχλητικό «βάρος» από το «παρελθόν». ‘Όμως, όσο βιάζεται να απαλλαγεί από το παρελθόν, τόσο πιο πολύ αυτό εμφανίζεται μπροστά του. Στα χρόνια μας πήρε τη μορφή μιας επίθεσης άνευ προηγουμένου, με οικονομικά και επικοινωνιακά μέσα, εναντίον του ελληνικού έθνους-κράτους και του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού με τις δανειακές και τα μνημόνια, από τις ίδιες δυνάμεις στις οποίες (έλεγε ότι) απέβλεπε ο «εκσυγχρονισμός» για την πρόοδο της χώρας, μια «πρόοδο» που απεδείχθη πανηγυρικά με το σχέδιο Ανάν και με το Μνημόνιο ως ολοκλήρωση της εθνικής υποτέλειας και της κοινωνικής αποσύνθεσης.
Απομένει να δούμε τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξωτερική πολιτική, ένα θέμα που απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι, όσο ήταν στην αντιπολίτευση, με το επιχείρημα συνήθως ότι «αν συζητήσουμε εξωτερική πολιτική θα σκοτωθούμε». Η αμφισημία, αν μη τι άλλο, του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην κληρονομιά του Γιώργου Παπανδρέου και την εξωτερική του πολιτική συνιστά οπωσδήποτε λόγο σοβαρής ανησυχίας, δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι προδικάζει οριστικά τη δική του πολιτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε το αναγνωρίζει, είτε όχι, υπάρχει λόγω των αντιμνημονιακών διακηρύξεών του, ενός αιτήματος δηλαδή εθνικού, όσο και κοινωνικού. Αλλά δεν μπορείς να υπερασπίσεις μόνο στον οικονομικό ή μόνο τον γεωπολιτικό το έθνος και την κοινωνία σου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της σημερινής Ελλάδας είναι αδύνατο να υπερασπιστείς την κοινωνία χωρίς να υπερασπιστείς το έθνος, το έθνος χωρίς να υπερασπιστείς την κοινωνία.
‘Ισως λοιπόν ήρθε ο καιρός να «αναστηθεί» και η ιδέα μιας στενότερης συνεργασίας Ελλάδας, Αρμενίας και Ιράν, που καθιστά άλλωστε ευχερέστερη η σταδιακή αποκατάσταση των σχέσεων της Τεχεράνης με την Ουάσιγκτων. Αυτή είναι και η γνώμη του Αρμένιου Προέδρου Vigen Sargsyan, που, απαντώντας σε σχετική ερώτησή μας, υπογραμμίζει ότι αν υπάρξει συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα και με τη θετική προσέγγιση της νέας ελληνικής κυβέρνησης, μια τέτοια συμμαχία, «που δεν στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε τρίτου μέρους», είναι χρήσιμη και ίσως μπορεί η ιδέα της συγκρότησής της να αναγεννηθεί.
Την απάντηση μας την έδωσε στο περιθώριο μεγάλου διεθνούς συνέδρίου, με τον τίτλο «Στους πρόποδες του Αραράτ», που πραγματοποιήθηκε αυτές τις μέρες στο Γερεβάν, πρωτεύουσα της Αρμενίας. Και μπορεί κανείς όντως να αντικρίσει από εδώ το μυθικό Αραράτ τις μέρες που έχει καλοκαιρία – μόνο που το βουνό-σύμβολο των Αρμενίων, βρίσκεται από την άλλη μεριά των τουρκοαρμενικών συνόρων. ‘Ένα «κλειστό σύνορο», το τελευταίο στον κόσμο, λένε οι Αρμένιοι, χωρίζει τη χώρα τους από την Τουρκία και εντείνει τα αισθήματα απώλειας και ματαίωσης που έχει ενσταλλάξει στη συλλογική συνείδηση του αρμενικού λαού η τραγωδία της γενοκτονίας, αλλά και η απώλεια ενός μέρους της ιστορικής τους πατρίδας.
Το πάντα ανοιχτό θέμα του Ναγόρνο-Καραμπάχ, η ανάμνηση της γενοκτονίας, η περίκλειστη γεωγραφία προσδιορίζουν τη γεωπολιτική της Αρμενίας και εξηγούν την «ανασφάλεια» του Γερεβάν. «Η Δημοκρατία του Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι μια καλά εδραιωμένη πραγματικότητα και είναι αδύνατο να σπάσει η θέληση των κατοίκων του να ζήσουν ελεύθεροι», μας λέει ο Πρόεδρος της Αρμενίας SerzhSargsyan, για τον οποίο η λύση του ζητήματος αυτού «πρέπει να λάβει υπόψι της την αρχή της αυτοδιάθεσης μέσα στα πλαίσια του ΟΑΣΕ και στη βάση των τριών αρχών της συμφωνίας του Ελσίνκι».
Τμήμα της σοβιετικής δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ ήταν μια αυτόνομη δημοκρατία, κατοικούμενη κατά πλειοψηφία από Αρμενίους. Διεκδίκησε την ανεξαρτησία της από το Αζερμπαϊτζάν κατά την τελευταία περίοδο της Σοβιετικής ‘Ενωσης και την απέκτησε ντε φάκτο μετά από έναν αρμενο-αζερικό πόλεμο που στοίχισε τη ζωή 25.000 ανθρώπων. ‘Εκτοτε, τα ένοπλα μικροεπεισόδια, δεν λείπουν σχεδόν καθημερινά από τη γραμμή αντιπαράθεσης. Η διεθνής κοινότητα δεν αναγνωρίζει το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, που το θεωρεί τμήμα του Αζερμπαϊτζάν.
Στην περίπτωση του Καραμπάχ έχουμε μια τυπική σύγκρουση ανάμεσα στην αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών και στην αναγνώριση των κρατών που διαδέχθηκαν τη σοβιετική ή και τη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία στα σύνορα που αντιστοιχούν στην εσωτερική, διοικητική υποδιαίρεση της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας. Το ίδιο που συμβαίνει και στις περιπτώσεις του Κοσόβου, της ανατολικής Ουκρανίας και της Κριμαίας και πολλών άλλων εστιών κρίσης. Οι δημοκρατίες που αποτελούσαν την ΕΣΣΔ και τη Γιουγκοσλαβία δεν αντιστοιχούσαν ακριβώς στις περιοχές που πλειοψηφούσαν τα έθνη στα οποία αναφέρονταν. Σημαντικές, συμπαγείς εθνικές μειονότητες, τοπικά πλειοψηφικές ζούσαν εντός Δημοκρατιών που αναφέρονταν σε άλλους εθνότητες (Ρώσοι, πλειοψηφία στην Αν. Ουκρανία και Κριμαία, Σέρβοι στην Κράινα της Κροατίας, Αλβανοί στο Κόσοβο της Σερβίας κ.ο.κ.). Μόλις διαλύθηκαν ΕΣΣΔ και Γιουγκοσλαβία άρχισαν δέκα πόλεμοι μεταξύ εθνοτήτων που κυριαρχούσαν τοπικά και εθνοτήτων που κυριαρχούσαν σε επίπεδο Δημοκρατίας.
Για την περίκλειστη Αρμενία, σφηνωμένη στον Καύκασο, ανάμεσα στο εχθρικό Αζερμπαϊτζάν και την επίφοβη Τουρκία, χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα, το μάλλον φιλικό Ιράν προς νότο και η επαφή με τη Ρωσία μέσω της Γεωργίας προς βορρά είναι οι ζωτικές του διέξοδοι. Προσπαθούμε να εξυπηρετήσουμε, να συγκεράσουμε όλες τις μεγάλες δυνάμεις που εμπλέκονται στην περιοχή, μας λέει ο Αρμένιος Πρόεδρος.
‘Οσο τουλάχιστο δεν υπάρχει μεγάλη δύναμη με συμφέρον να αναζωπυρώσει την αρμενο-αζερική διαμάχη, η Αρμενία μάλλον το καταφέρνει αυτό. Αλλά το παράδειγμα της γειτονικής Γεωργίας, που πιθανώς σπρώχτηκε από ορισμένους δυτικούς κύκλους σε μια αυτοκτονική περιπέτεια με τη Ρωσία, για να δοκιμάσουν οι πρώτοι τις αντιστάσεις της δεύτερης, δείχνει πόσο εύκολα μπορεί η κατάσταση να εκτροχιασθεί. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί και στην απομακρυσμένη τώρα, αλλά όχι και αδύνατη περίπτωση μιας πολεμικής εμπλοκής με το Ιράν.
Ο Αρμένιος Πρόεδρος χαρακτηρίζει ως «συνιστώσα-κλειδί» της εξωτερικής πολιτικής του Γερεβάν τη «στρατηγική εταιρική σχέση», υπογραμμίζοντας όμως ταυτόχρονα την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει η χώρα του στην «ειδική σχέση» με τη Γαλλία και την «κορυφαία προτεραιότητα» που επίσης αποτελούν οι σχέσεις με τη Γεωργία και το Ιράν. Το Γερεβάν, λέει ο Vigen Sargsyan, κάνει έντονες προσπάθειες να αναπτύξει τις σχέσεις με επιμέρους ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την ΕΕ στο σύνολό της. Δεν έχει νόημα, πρόσθεσε, η αντιπαράθεση ανάμεσα στον προσανατολισμό προς την ΕΕ και αυτόν προς την Ευρασιατική ‘Ενωση. «Η προσχώρηση στην Ευρασιατική ‘Ενωση», λέει, «ποτέ δεν νοήθηκε ως υποβάθμιση ή διακοπή των σχέσεων με την ΕΕ».
Η Αρμενία σημείωσε πάντως με δυσφορία την απόφαση της Μόσχας να πουλήσει εξελιγμένα οπλικά συστήματα στο Αζερμπαϊτζάν, παρά την ρωσο-αρμενική στρατιωτική συμμαχία, συμμαχία που έχει αρνηθεί να συνάψει το Μπακού. «’Εχουμε πρόβλημα γιατί τα όπλα αυτά στοχεύουν Αρμένιους στρατιώτες. Επί 250 χρόνια Αρμένιοι και Ρώσοι πολεμάνε κοινούς εχθρούς, ποτέ δεν πολέμησαν μεταξύ τους», λέει ο κ. Sargsyan, προσθέτοντας ότι, αν το Μπακού εκτιμήσει ότι έχει συντριπτική στρατιωτική υπεροχή θα επιχειρήσει να λύσει στρατιωτικά το θέμα του Ναγκόρνο – Καραμπάχ.
Ρωτάμε τον Αρμένιο Πρόεδρο τι πιστεύει για το θέμα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, αν πρέπει να συνεχιστούν ή να διακοπούν. Θα ήθελα την ταχύτερη δυνατή άρση των κυρώσεων, την ταχύτερη δυνατή ειρήνευση στην Ουκρανία, αλλά πρέπει να βρούμε τη χρυσή τομή, είναι η ελαφρώς σιβυλλική απάντηση του κ. Sargsyan
Konstantakopoulos
Γερεβάν, Αρμενία, του Δημήτρη Κωνσταντακόπουλου
Η ιδέα μιας συνεργασίας ή και συμμαχίας Ελλάδας, Αρμενίας και Ιράν είχε αρχίσει να σχεδιάζεται και να πραγματοποιείται στη δεκαετία του 1990, με Υπουργό ‘Αμυνας τον Γεράσιμο Αρσένη. Η στρατηγική λογική της ήταν (και παραμένει!) προφανής, αν και ανομολόγητη – η γεωπολιτική πίεση προς τις τρεις χώρες εκ μέρους της Τουρκίας.
Στην πορεία η ιδέα εγκαταλείφθηκε. Για τους «εκσυγχρονιστές» του Σημίτη και του Γιώργου Παπανδρέου, δεν υπήρχε εθνικό συμφέρον κι αν υπήρχε ήταν ένα ενοχλητικό «βάρος» από το «παρελθόν». ‘Όμως, όσο βιάζεται να απαλλαγεί από το παρελθόν, τόσο πιο πολύ αυτό εμφανίζεται μπροστά του. Στα χρόνια μας πήρε τη μορφή μιας επίθεσης άνευ προηγουμένου, με οικονομικά και επικοινωνιακά μέσα, εναντίον του ελληνικού έθνους-κράτους και του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού με τις δανειακές και τα μνημόνια, από τις ίδιες δυνάμεις στις οποίες (έλεγε ότι) απέβλεπε ο «εκσυγχρονισμός» για την πρόοδο της χώρας, μια «πρόοδο» που απεδείχθη πανηγυρικά με το σχέδιο Ανάν και με το Μνημόνιο ως ολοκλήρωση της εθνικής υποτέλειας και της κοινωνικής αποσύνθεσης.
Απομένει να δούμε τι θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξωτερική πολιτική, ένα θέμα που απέφευγε όπως ο διάβολος το λιβάνι, όσο ήταν στην αντιπολίτευση, με το επιχείρημα συνήθως ότι «αν συζητήσουμε εξωτερική πολιτική θα σκοτωθούμε». Η αμφισημία, αν μη τι άλλο, του ΣΥΡΙΖΑ απέναντι στην κληρονομιά του Γιώργου Παπανδρέου και την εξωτερική του πολιτική συνιστά οπωσδήποτε λόγο σοβαρής ανησυχίας, δεν μπορεί όμως να θεωρηθεί ότι προδικάζει οριστικά τη δική του πολιτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε το αναγνωρίζει, είτε όχι, υπάρχει λόγω των αντιμνημονιακών διακηρύξεών του, ενός αιτήματος δηλαδή εθνικού, όσο και κοινωνικού. Αλλά δεν μπορείς να υπερασπίσεις μόνο στον οικονομικό ή μόνο τον γεωπολιτικό το έθνος και την κοινωνία σου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση της σημερινής Ελλάδας είναι αδύνατο να υπερασπιστείς την κοινωνία χωρίς να υπερασπιστείς το έθνος, το έθνος χωρίς να υπερασπιστείς την κοινωνία.
‘Ισως λοιπόν ήρθε ο καιρός να «αναστηθεί» και η ιδέα μιας στενότερης συνεργασίας Ελλάδας, Αρμενίας και Ιράν, που καθιστά άλλωστε ευχερέστερη η σταδιακή αποκατάσταση των σχέσεων της Τεχεράνης με την Ουάσιγκτων. Αυτή είναι και η γνώμη του Αρμένιου Προέδρου Vigen Sargsyan, που, απαντώντας σε σχετική ερώτησή μας, υπογραμμίζει ότι αν υπάρξει συμφωνία με το Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα και με τη θετική προσέγγιση της νέας ελληνικής κυβέρνησης, μια τέτοια συμμαχία, «που δεν στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε τρίτου μέρους», είναι χρήσιμη και ίσως μπορεί η ιδέα της συγκρότησής της να αναγεννηθεί.
Την απάντηση μας την έδωσε στο περιθώριο μεγάλου διεθνούς συνέδρίου, με τον τίτλο «Στους πρόποδες του Αραράτ», που πραγματοποιήθηκε αυτές τις μέρες στο Γερεβάν, πρωτεύουσα της Αρμενίας. Και μπορεί κανείς όντως να αντικρίσει από εδώ το μυθικό Αραράτ τις μέρες που έχει καλοκαιρία – μόνο που το βουνό-σύμβολο των Αρμενίων, βρίσκεται από την άλλη μεριά των τουρκοαρμενικών συνόρων. ‘Ένα «κλειστό σύνορο», το τελευταίο στον κόσμο, λένε οι Αρμένιοι, χωρίζει τη χώρα τους από την Τουρκία και εντείνει τα αισθήματα απώλειας και ματαίωσης που έχει ενσταλλάξει στη συλλογική συνείδηση του αρμενικού λαού η τραγωδία της γενοκτονίας, αλλά και η απώλεια ενός μέρους της ιστορικής τους πατρίδας.
Το πάντα ανοιχτό θέμα του Ναγόρνο-Καραμπάχ, η ανάμνηση της γενοκτονίας, η περίκλειστη γεωγραφία προσδιορίζουν τη γεωπολιτική της Αρμενίας και εξηγούν την «ανασφάλεια» του Γερεβάν. «Η Δημοκρατία του Ναγκόρνο-Καραμπάχ είναι μια καλά εδραιωμένη πραγματικότητα και είναι αδύνατο να σπάσει η θέληση των κατοίκων του να ζήσουν ελεύθεροι», μας λέει ο Πρόεδρος της Αρμενίας SerzhSargsyan, για τον οποίο η λύση του ζητήματος αυτού «πρέπει να λάβει υπόψι της την αρχή της αυτοδιάθεσης μέσα στα πλαίσια του ΟΑΣΕ και στη βάση των τριών αρχών της συμφωνίας του Ελσίνκι».
Τμήμα της σοβιετικής δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν, το Ναγκόρνο-Καραμπάχ ήταν μια αυτόνομη δημοκρατία, κατοικούμενη κατά πλειοψηφία από Αρμενίους. Διεκδίκησε την ανεξαρτησία της από το Αζερμπαϊτζάν κατά την τελευταία περίοδο της Σοβιετικής ‘Ενωσης και την απέκτησε ντε φάκτο μετά από έναν αρμενο-αζερικό πόλεμο που στοίχισε τη ζωή 25.000 ανθρώπων. ‘Εκτοτε, τα ένοπλα μικροεπεισόδια, δεν λείπουν σχεδόν καθημερινά από τη γραμμή αντιπαράθεσης. Η διεθνής κοινότητα δεν αναγνωρίζει το Ναγκόρνο-Καραμπάχ, που το θεωρεί τμήμα του Αζερμπαϊτζάν.
Στην περίπτωση του Καραμπάχ έχουμε μια τυπική σύγκρουση ανάμεσα στην αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών και στην αναγνώριση των κρατών που διαδέχθηκαν τη σοβιετική ή και τη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία στα σύνορα που αντιστοιχούν στην εσωτερική, διοικητική υποδιαίρεση της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας. Το ίδιο που συμβαίνει και στις περιπτώσεις του Κοσόβου, της ανατολικής Ουκρανίας και της Κριμαίας και πολλών άλλων εστιών κρίσης. Οι δημοκρατίες που αποτελούσαν την ΕΣΣΔ και τη Γιουγκοσλαβία δεν αντιστοιχούσαν ακριβώς στις περιοχές που πλειοψηφούσαν τα έθνη στα οποία αναφέρονταν. Σημαντικές, συμπαγείς εθνικές μειονότητες, τοπικά πλειοψηφικές ζούσαν εντός Δημοκρατιών που αναφέρονταν σε άλλους εθνότητες (Ρώσοι, πλειοψηφία στην Αν. Ουκρανία και Κριμαία, Σέρβοι στην Κράινα της Κροατίας, Αλβανοί στο Κόσοβο της Σερβίας κ.ο.κ.). Μόλις διαλύθηκαν ΕΣΣΔ και Γιουγκοσλαβία άρχισαν δέκα πόλεμοι μεταξύ εθνοτήτων που κυριαρχούσαν τοπικά και εθνοτήτων που κυριαρχούσαν σε επίπεδο Δημοκρατίας.
Για την περίκλειστη Αρμενία, σφηνωμένη στον Καύκασο, ανάμεσα στο εχθρικό Αζερμπαϊτζάν και την επίφοβη Τουρκία, χωρίς πρόσβαση στη θάλασσα, το μάλλον φιλικό Ιράν προς νότο και η επαφή με τη Ρωσία μέσω της Γεωργίας προς βορρά είναι οι ζωτικές του διέξοδοι. Προσπαθούμε να εξυπηρετήσουμε, να συγκεράσουμε όλες τις μεγάλες δυνάμεις που εμπλέκονται στην περιοχή, μας λέει ο Αρμένιος Πρόεδρος.
‘Οσο τουλάχιστο δεν υπάρχει μεγάλη δύναμη με συμφέρον να αναζωπυρώσει την αρμενο-αζερική διαμάχη, η Αρμενία μάλλον το καταφέρνει αυτό. Αλλά το παράδειγμα της γειτονικής Γεωργίας, που πιθανώς σπρώχτηκε από ορισμένους δυτικούς κύκλους σε μια αυτοκτονική περιπέτεια με τη Ρωσία, για να δοκιμάσουν οι πρώτοι τις αντιστάσεις της δεύτερης, δείχνει πόσο εύκολα μπορεί η κατάσταση να εκτροχιασθεί. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί και στην απομακρυσμένη τώρα, αλλά όχι και αδύνατη περίπτωση μιας πολεμικής εμπλοκής με το Ιράν.
Ο Αρμένιος Πρόεδρος χαρακτηρίζει ως «συνιστώσα-κλειδί» της εξωτερικής πολιτικής του Γερεβάν τη «στρατηγική εταιρική σχέση», υπογραμμίζοντας όμως ταυτόχρονα την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει η χώρα του στην «ειδική σχέση» με τη Γαλλία και την «κορυφαία προτεραιότητα» που επίσης αποτελούν οι σχέσεις με τη Γεωργία και το Ιράν. Το Γερεβάν, λέει ο Vigen Sargsyan, κάνει έντονες προσπάθειες να αναπτύξει τις σχέσεις με επιμέρους ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την ΕΕ στο σύνολό της. Δεν έχει νόημα, πρόσθεσε, η αντιπαράθεση ανάμεσα στον προσανατολισμό προς την ΕΕ και αυτόν προς την Ευρασιατική ‘Ενωση. «Η προσχώρηση στην Ευρασιατική ‘Ενωση», λέει, «ποτέ δεν νοήθηκε ως υποβάθμιση ή διακοπή των σχέσεων με την ΕΕ».
Η Αρμενία σημείωσε πάντως με δυσφορία την απόφαση της Μόσχας να πουλήσει εξελιγμένα οπλικά συστήματα στο Αζερμπαϊτζάν, παρά την ρωσο-αρμενική στρατιωτική συμμαχία, συμμαχία που έχει αρνηθεί να συνάψει το Μπακού. «’Εχουμε πρόβλημα γιατί τα όπλα αυτά στοχεύουν Αρμένιους στρατιώτες. Επί 250 χρόνια Αρμένιοι και Ρώσοι πολεμάνε κοινούς εχθρούς, ποτέ δεν πολέμησαν μεταξύ τους», λέει ο κ. Sargsyan, προσθέτοντας ότι, αν το Μπακού εκτιμήσει ότι έχει συντριπτική στρατιωτική υπεροχή θα επιχειρήσει να λύσει στρατιωτικά το θέμα του Ναγκόρνο – Καραμπάχ.
Ρωτάμε τον Αρμένιο Πρόεδρο τι πιστεύει για το θέμα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, αν πρέπει να συνεχιστούν ή να διακοπούν. Θα ήθελα την ταχύτερη δυνατή άρση των κυρώσεων, την ταχύτερη δυνατή ειρήνευση στην Ουκρανία, αλλά πρέπει να βρούμε τη χρυσή τομή, είναι η ελαφρώς σιβυλλική απάντηση του κ. Sargsyan
Konstantakopoulos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis