«Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό
σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του
τα πυρωμένα λιθάρια,
σφίγγει το φως
τις ορφανές ελιές του
και τα αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια»
(«Ρωμιοσύνη», Γιάννης Ρίτσος)
Στον τόπο μου δεν είχαμε δάση σκιερά, δεν είχαμε φυτά θαλερά, μόνον ξερόθαμνους που «χάσκανε φοβέρα». Το δάσος στον τόπο αυτόν, ήταν οι απέραντοι αγριοελαιώνες των βουνών του· που γίνηκαν ήμεροι με την προσπάθεια των ανθρώπων. Στον ορίζοντα του περίκλειστου από τ’ απότομα βουνά τόπου, κυριαρχούσε η ελιά· παντού η ματιά γέμιζε απ’ την παρουσία της. Η φύση μας ήταν οι ελαιώνες, με τα μυριάδες αγριολούλουδα την άνοιξη –ένα πέπλο ονείρου που κάλυπτε τη γη–, με την επιθυμητή –έστω και λειψή– σκιά των ελαιοδένδρων το κατακαλόκαιρο, όταν το τζιτζίκι γλυκά σε τρέλαινε με το μονότονο τραγούδι του και τα πετούμενα αναζητούσαν τη συντροφιά σου με τα επίμονα κελαϊδίσματά τους. Εκεί, η αλεπού σε προσπερνούσε ατάραχη, νοιώθοντας ασφαλής στον κόσμο της, τα σπουργίτια δεν απομακρυνόταν με τον ερχομό σου, οι σαύρες ανέμελα λιάζονταν, χωρίς να τις ενοχλεί η παρουσία σου. Τα πλάσματα της φύσης ένοιωθαν όμορφα, άνετα, τίποτα δεν τα φόβιζε, ένοιωθαν ασφάλεια μες τη μακάρια ακινησία του ελαιώνα. Το ίδιο ένοιωθε και ο άνθρωπος: ασφαλής από τα πεζά του κόσμου του, προφυλαγμένος από την κενότητα και το βάρος των ανούσιων πραγμάτων τής έξω ζωής. Είχε καλλιεργηθεί μεταξύ ανθρώπου και φύσης μια σχέση οικειότητας κι εμπιστοσύνης, μια σχέση γαλήνης και πραότητας, που έφερνε ανάταση κι ευφορία. Αυτή ήταν η όμορφη φύση της υπαίθρου, η φύση της ελιάς, ο μικρός ιδανικός κόσμος που φτιάχτηκε από τον άνθρωπο για το καλό του.
Όταν κάποτε, μικρό παιδί, εξέφρασα στον παππού το θαυμασμό μου για κείνο τον παράδεισο (έτσι τον ένοιωθε η παιδική ψυχή, και δεν είχε λαθεμένη εντύπωση θαρρώ…), μου απάντησε με διδακτικό ύφος: «Όλα που βλέπεις γύρω σου, της ελιάς τα όμορφα χαρίσματα, τα ξεχωριστά τούτα πράματα, είναι έργο ανθρώπινο, κατόρθωμα πραχτικό. Γίνηκαν σε ξερότοπο, μπολιάζοντας τη γη με θάματα. Γι’ αυτό, επειδή ως θάμα προέκυψαν, δε μας ανήκουν, δεν ανήκουν σε κανέναν· είναι ο τόπος της ελιάς, τόπος της φύσης, γι’ αυτό πανανθρώπινος. Ένα τέτοιο τόπο είναι αμάρτημα να τον καταστρέφεις». Σοφά λόγια αλήθεια, ειπωμένα μάλιστα από έναν απλοϊκό χωρικό, που δεν έμαθε γράμματα, μα διδάχτηκε από τη φύση τις αλήθειες της ζωής. Σοφό τούτο αν το κατανοήσεις και βαθιά σου το αισθανθείς: Ο άνθρωπος δεν έχει ιδιοκτησία, ο τόπος της ελιάς είναι τόπος της φύσης, της ανήκει. Ο άνθρωπος καλλιεργεί και εισπράττει τον άγιο καρπό κι απολαμβάνει τ’ αγαθά του επίγειου τούτου παραδείσου. Μόνον αυτό… Ο λαογράφος και λογοτέχνης Δημήτριος Καμπούρογλου, είπε τούτο κάπως διαφορετικά: «Ποιος τολμά να ισχυρισθεί ότι είναι κύριος μιας αιωνοβίου ελιάς: Καρπωτής ημπορεί να είναι μόνον, από την επιείκειαν των εθίμων και από την αδυναμίαν των νόμων» (Καμπούρογλου Δ., «Ο Ελαιών των Αθηνών», αναδημοσίευση από τον «Αναδρομάρη της Αττικής» (Αθήνα 1920), επίμετρο: Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς, έκδοση Εταιρείας Αρχειακών Μελετών & Εκδόσεων «Ο Μικρός Ρωμηός», Αθήνα 2007, σελ. 45).
Η στοχαστική παραπάνω κρίση του σοφού γέροντα, μ’ έκανε -από νωρίς ευτυχώς- να συνειδητοποιήσω το εξής: Ότι η μεταμόρφωση ενός τόπου είναι δυνατή χωρίς ανατροπές κι οπισθοδρομήσεις, χωρίς βία κι απολυτότητες, αρκεί ν’ ακολουθήσεις τα πατήματα της φύσης, ότι σου υποδεικνύει. Ο πρόγονος λοιπόν, δεν εισέβαλλε στο φυσικό αυτό χώρο, στοχάστηκε και τον ανέδειξε. Δεν εκχέρσωσε, καταστρέφοντας ότι βρήκε, μα σεβάστηκε το άγριο δενδρί, βάζοντάς του το ήμερο μπόλι (στην αγριελιά την ελιά, στην γκορτσιά την αχλαδιά, στην αγριοσυκιά τη συκιά κ.ά.), κάμοντας την αλλαγή χωρίς να καταστρέψει[1]. Έτσι, σιγά-σιγά, λίγο-λίγο, μετέτρεψε την άγρια γη σε ήμερη, δημιούργησε το περιβάλλον που ήθελε, χωρίς επώδυνες αλλαγές κι ολέθριες ανατροπές. Κατ’ αυτό τον τρόπο, «μπολιάστηκε η γη με θάματα», όπως ποιητικά το απέδωσε ο παππούς[2]. Έτσι καταλήξαμε στα συγκεκριμένα αγροοικοσυστήματα, τα οποία χαρακτηρίζουν την ελληνική ύπαιθρο, έχουν αισθητική χάρη, σχετική σταθερότητα και σημαντική βιοποικιλότητα. Στους ελαιώνες συναντούμε πλούσια πανίδα αρθρόποδων, μεγάλο αριθμό εντόμων –έχουν εντοπιστεί 94 έως 125 οικογένειες εντόμων–, καθώς και σημαντική χλωρίδα ποωδών φυτών –το ποσοστό αυτών ως συμμετοχή στον ελαιώνα, μπορεί να φτάσει έως και το 52% για τα θερόφυτα, ενώ σε ελαιώνα μπορεί να συναντήσουμε έως και 75 είδη ποωδών φυτών.
Μα και διαφορετικά αν το δούμε, στις περιπτώσεις που το άγριο δε θίχτηκε, που δε μπολιάστηκε γινόμενο ελαιώνας, στις περιπτώσεις που συνέχισε να υπάρχει με την ελιά ενταγμένη στον περίγυρό του, σε μωσαϊκά χρήσεων γης, διαπιστώνουμε ότι μιαν άλλη φύση, ότι ένας άλλος κόσμος είχε ως σημείο αναφοράς του την ελιά. Ο ακαλλιέργητος χώρος, με το άγριο δενδρί, την αγριελιά να τον χαρακτηρίζει, όπου ως ελιά λογίζονταν στο λογγομένο σύνολο, συνιστώντας λειτουργικό του στοιχείο, αναδεικνύει μια ξεχωριστή φύση μεγάλης οικολογικής αξίας, τη φύση της αγριελιάς –ο «λόγγος» αποτελούσε λέξη οικεία παλιά, αφού ήταν ο αγρός του χωρικού, και λάδι, το αγριέλαιο, εξάγονταν από τις αγριελιές. Τούτη η αντίληψη στην πράξη προέκυψε με τη μετάβαση στο ήμερο και την επικράτησή του, με τον εμβολιασμό των αγριών ελιών, χωρίς να θιχτεί ο τόπος με εκχερσώσεις και βίαιες ανατροπές.
Το τοπίο της ελιάς, είναι το ελληνικό τοπίο, είναι το τοπίο της Μεσογείου. Είναι το φυσικό τοπίο που φτιάχτηκε από τον άνθρωπο για νάχει συνέχεια ο τόπος, για νάχει προοπτική η ζωή. Είναι η φύση στην οποία η βιοποικιλότητα διατηρείται ψηλά. Είναι το τοπίο της ζωής, παράλληλα δε το τοπίο της αίσθησης, του κόπου και του ρόζου, μα και της αισθητικής. Οι παραδοσιακοί οικισμοί στο τοπίο αυτό, τα μονοπάτια, τα ρέματα, οι μύλοι, τα γιοφύρια, τα λιθόστρωτα κι άλλα στοιχεία του, συνδυάζονται αρμονικά με τα στοιχεία του ελαιώνα –με τις πεζούλες, τ’ αυλάκια, τους μαντρότοιχους, τα ροζιασμένα δενδρά κ.ά.–, καθώς και με τα πρόσθετα, της φύσης τα πράματα –τις φωλιές των πουλιών στα ελαιόδενδρα, τ’ αυτοφυή άγρια φυτά του ελαιώνα, τα ημερεμένα λες άγρια ζώα του κ.ά.–, δημιουργώντας το τοπίο της ελληνικής υπαίθρου, στο οποίο η ελιά έχει πρώτιστο και ουσιαστικό ρόλο, είναι το στοιχείο που δομεί και στέργει. Αυτό το τοπίο, αν και τοπίο της απλότητας, φορές του ορίου, έχει συνδυασθεί με τη θαλερότητα, με την ελπίδα, με την κραταίωση. Η προσφορά εν προκειμένω, η δομημένη τέτοια φύση, είναι της ελιάς καρπός, γι’ αυτό το δένδρο τούτο ως ιερό θεωρήθηκε και σύμβολο έγινε.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ελαιώνες οι παλιοί διέπονταν από μια θαυμαστή φυσικότητα· ο αγρότης έτρεφε έναν άγιο σεβασμό γι’ αυτούς, τους ήθελε αγνούς κι ανόθευτους, καθαρούς από χημικά και δηλητήρια, «παραδοσιακούς». Δεν τους «χαλνούσε» για να πάρει περισσότερα, δεν τους απομυζούσε. Μόνον τους όργωνε, τους κοπριζε, φορές ούτε καν τους κλάδευε, διατηρώντας τη φυσικότητά τους. Το κράτος είδε αυτή την αγροτική οικονομία ως μη αποδοτική και ζήτησε την αλλαγή της. Ζήτησε τη διαχείριση του ελαιώνα σύμφωνα με τους κανόνες της σύγχρονης γεωργίας, που επιβάλλει τη συστηματική περιποίηση των δένδρων και την εφαρμογή τεχνικών καλλιέργειας. Βλέπουμε παλαιότερα ότι η Κρητική Πολιτεία είχε εκδώσει οδηγίες για το κλάδεμα των ελαιοδένδρων και την περιποίησή τους, αλλά και το ελληνικό κράτος με το νόμο 1366 της 20ης Απριλίου του 1918 (παράγραφος 3 άρθρου 6), είχε θέσει όρους γ ια το υποχρεωτικό κλάδεμα, τον καθαρισμό και την αραίωση των ελαιοδένδρων. Με τα χρόνια η φυσικότητα των παλαιών ελαιώνων άρχισε να υποχωρεί και, από ένα σημείο και πέρα, έπαψε να υφίσταται, όταν η καλλιέργειά τους έγινε εντατική, με τη χρήση μηχανικών μέσων και χημικών, που υποκατέστησαν τις παραδοσιακές μεθόδους ελαιοκαλλιέργειας. Πολλοί από αυτούς έγιναν ποτιστικοί, ενώ ακόμη και επικλινείς ελαιώνες υπόκειντο σε μηχανική καλλιέργεια.
Η φύση της ελιάς, τα θαυμαστά εκείνα αγροοικοσυστήματα της ελληνικής υπαίθρου, περιγράφονται όμορφα από τον συγγραφέα Κώστα Πασαγιάννη με τα εξής λόγια (αναφέρεται στον Κερκυραϊκό ελαιώνα): «Μέσα στις κουφάλες των γέρικων ελιών, νιόβγαλτα πρινάρια με θυμό φυτρώνουν και σμίγουν τα μαυριδερά δροσερά τους φύλλα με της ελιάς την ασημένια πρασινάδα, σ’ ένα παράξενο συμβολικό συνταίριασμα. Ένα μεγάλο τόξο χαριτωμένο διαγράφει τη θάλασσα βαθιά μέσα στον πυκνόν ελαιώνα που χώνεται, και στα χλοερά ακρογιάλια…» (Πασαγιάννη Κ., «Εφτάνησα», εκδ. Ι. Ν. Σιδέρης, Αθήνα 1931, σελ. 53). Και ο Κωνσταντίνος Χριστομάνος αποδίδει με το δικό του τρόπο την ομορφιά της φύσης της ελιάς: «Τι υπερδύναμη ζωή μέσα σ’ αυτούς τους κορμούς, που δε στέκουν ποτές όρθιοι και αλύγιστοι όπως στα δάση του βοριά, παρά ροζωμένοι και στριφογυρισμένοι, γωνιολύγιστοι και κλαδόγερτοι ή σιωπηλά σκυμμένοι κατέμπροσθεν ή ανοίγοντας αγκαλιές, πάντα, όμως, σαν έμψυχοι δείχνουνε στα μάτια μας. Και μολονότι οι ρίζες τους στέκουν αλάργα η μία στην άλλην, οι κορφές τους σμίγουν και αφήνουνε να χυθούν η μία μέσα στην άλλη οι τραγουδίστριες φυλλοκόμες. Έτσι αναγκάζεται κανείς να συγκινηθεί σχεδόν απ’ τα αισθήματα που με τόσο πάθος φανερώνουνε, νιώθει σα μια συγγένεια μαζί τους και μαθαίνει να πιστεύει τα παραμύθια των μαγεμένων δένδρων…» (Χριστομάνου Κ., «Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ», Αθήνα 1898, σελ. 63).
Η ελιά δημιουργεί υπέροχα περιβάλλοντα, δημιουργεί φύση μοναδική, έως εκεί που το μεσογειακό κλίμα τής το επιτρέπει[3]. Οι περιοχές με ήπιο κι ελαφρώς υγρό χειμώνα, με ξηρό και θερμό καλοκαίρι, είναι οι ιδανικές της. Πιο πέρα, η παρουσία της δεν ενδείκνυται, θεωρείται αντίνομο να υπάρχει έξω από το μεσογειακό κλίμα…
Όμως σε πολλές περιπτώσεις η ελιά ξεπέρασε τα όριά της και φυτεύτηκε όπου θεωρήθηκε δυνατό να παράγει. Φυτεύτηκε σε υψόμετρα άνω των 700μ., καθώς και σε περιοχές όπου η θερμοκρασία έπεφτε κάτω από τους -5ο ή σε άλλες που υπερέβαινε τους 40ο. Τούτη η πρακτική αποτέλεσε λόγο για την απόδοση ένοχων συμπεριφορών στο δένδρο αυτό. Η δυνατότητά της ν’ αντεπεξέρχεται σε συνθήκες παγετού, καθώς και το γεγονός ότι την «αφήνει αδιάφορη» η φύση των εδαφών όπου θα φυτευτεί, δημιούργησαν την πεποίθεση ότι η «ευλογία της» είναι παντού δυνατή. Φυτεύτηκε ψηλά, εκεί όπου το μεσογειακό κλίμα δεν έφτανε. Φυτεύτηκε σε βράχους, σε τόπους όπου ακόμη και το άγριο δενδρί αδυνατούσε να βλαστήσει[4]. Φυτεύτηκε σε τόπους που τους έπρεπε η φυσική βλάστηση και δεν εννοούνταν χωρίς το φυσικό τους περίγυρο. Η ελιά έτσι, σπρώχτηκε στην «αντινομία». Κι ήταν πολλές οι περιπτώσεις που το μοιραίο δεν απεφεύχθη. Είτε διότι ο παγετός νέκρωσε το δένδρο, είτε διότι η ξηρασία το ξέρανε, είτε διότι, με την επενέργεια κάποιου άλλου (τρίτου-εξωγενή) παράγοντα, αναμενόμενου για το φυσικό οικοσύστημα, μα απροσδόκητου για το δημιουργηθέν αγροοικοσύστημα, υπήρξε ανατροπή και κατάπτωση…[5]
Με τούτα η ελιά ενοχοποιήθηκε σε πολλές περιπτώσεις για τις άστοχες πρακτικές του ανθρώπου. Διότι δημιουργεί φύση, προάγει κι αναβαθμίζει φυσικά περιβάλλοντα, αρκεί να μη λειτουργήσει κυριαρχικά και υπάρξουν βίαιες ανατροπές. Όπου η εγκατάστασή της σε τόπους έγινε ομαλά, στο μέτρο του τόπου, με την ανάπτυξη συμβατικών και κατά κανόνα όχι μεγάλης κλίμακας ελαιώνων, οπού τα ελαιόδενδρα άρμοσαν με την άγρια βλάστηση στα πλαίσια μιας σύνολης φυσικότητας («νησί, μισό πεύκο, μισό ελιά, και σε αρμονία», περιέγραφε ο Ανδρέας Έρσελμαν τη Σκιάθο, στο οδοιπορικό του σ’ αυτήν, το έτος 1953), εκεί η αλλαγή που πραγματοποιήθηκε κι αφορούσε στο φυσικό περιβάλλον, κρίθηκε ως θετική. Η εναλλαγή αγρίου (δασικού) και ήμερου (αγροτικού) φυσικού περιβάλλοντος (μωσαϊκά χρήσης γης) –όταν βέβαια αυτό διατήρησε τα στοιχεία μιας κατά παραδοχή φυσικότητας–, χάρισε ετερογένεια στο τοπίο, το αναβάθμισε με τη δημιουργία ιδιαίτερης αισθητικής κι οικολογικής αξίας οικοτόπων και με ενίσχυση της βιοποικιλότητας.
Ακόμη όμως και η δημιουργία εκτεταμένων ελαιώνων, οι οποίοι έχουν διατηρήσει τον παραδοσιακό τους χαρακτήρα και δεν έχει επέλθει μηχανοποίηση της καλλιέργειάς τους, συμβάλλει στη διαμόρφωση σημαντικής φύσης (ο πλούτος των ειδών της άγριας χλωρίδας και πανίδας που αναπτύσσονται σε τέτοια αγροοικοσυστήματα είναι μεγάλος)[6]. Τούτο βέβαια δε σημαίνει ότι ενέργειες τέτοιας μορφής ενδείκνυνται κάθε φορά, αφού οι δυναμικές και μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις στη φύση δημιουργούν ανατροπές, με αρνητικές, ίσως και μη ελέγξιμες για το φυσικό περιβάλλον επιπτώσεις. Οι ελαιώνες οι παλιοί, που δημιουργήθηκαν επί δασικών εδαφών, παρουσίασαν μιαν αξιοσημείωτη προσαρμογή στα φυσικά δεδομένα, διότι η δυναμικότητα της επέμβασης του αγρότη για τη δημιουργία τους, ήταν ήπια και μετρημένη και δεν είχε καμία σχέση με την ισχυρή και ολοκληρωτική επέμβαση που πραγματοποιείται σήμερα, με τη χρήση μηχανημάτων, δηλητηρίων και λιπασμάτων –ο αγρότης τότε μπόλιαζε την άγρια ελιά καθαρίζοντας τον γύρω τόπο και διατηρώντας τη φυσικότητά του. Βέβαια, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι και τότε δεν υπήρξε διαταραχή στο φυσικό περιβάλλον μ’ επιπτώσεις στη λειτουργία του, λόγω των αλλαγών που άξαφνα επήλθαν. Υποκαταστάθηκε η φυσική βλάστηση, με την ποικιλία των ειδών της και με την προσαρμοστικότητά της στις τοπικές κλιματοεδαφικές συνθήκες, με τεχνητή, ξένη στο περιβάλλον εγκατάστασης, η πανίδα της περιοχής διαταράχθηκε ή απαιτήθηκε προσαρμογή των ζωικών ειδών στις νέες συνθήκες, η ισορροπία των εδαφών, λόγω της δραστηριοποίησης του ανθρώπου σε αυτά, διαταράχθηκε κ.λπ. Όμως η διαταραχή ήταν η μικρότερη δυνατή που μπορούσε να συμβεί, κι έδινε στο σύστημα τη δυνατότητα της άμεσης αποκατάστασης και της συνέχισης της φυσικής πορείας<[7].
Με τα χρόνια, και με την ήπια και μετρημένη καλλιέργεια που υπήρξε κατά τη δημιουργία του αγροοικοσυστήματος, επήλθε μια φυσική ισορροπία, υπήρξε θα λέγαμε προσαρμογή κατά τα πρότυπα της φύσης, εναρμόνιση με τους φυσικούς κανόνες, έτσι που η συμπόρευση ανθρώπου-φύσης να είναι δυνατή. Ο άνθρωπος με τον τρόπο αυτό δημιούργησε φύση διότι συνετά ενήργησε. Ήταν η φύση των παραδοσιακών ελαιώνων, των συνυφασμένων με την κοινωνική, ιστορική και πολιτιστική πορεία των Ελλήνων.
Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου
-
Σημειώσεις
[1] Σημείωνε το έτος 1930 ο δασονόμος Τσοτυλίου Κων/νος Πασιαλής στη μελέτη περί δενδροκομίας που εξέδωσε, με τον τίτλο «Το μέλλον της Ανασελίτσης» (η οποία αφορούσε την περιβαλλοντική κι οικονομική ανάκαμψη της περιοχής Ανασελίτσης Τσοτυλίου στο νομό Κοζάνης, με προτεινόμενους εμβολιασμούς αγρίων δένδρων): «Τέσσαρα εκατομμύρια αγριόδενδρα εις την Ανασελίτσαν, κατάλληλα δι’ εμβολιασμόν δι’ εκλεκτών παραλλαγών, θα αποδώσωσι εντός 10ετίας 80 εκατομμύρια οκάδων πολύτιμων καρπών…» (Πασιαλής Κ., «Το μέλλον της Ανασελίτσης (μελέτη περί δενδροκομίας)», Τύποις «Βορείου Ελλάδος», Τσοτύλιον Ανασελίτσης 1930, σελ. 79, 80). Ενώ, σε σχολικό εγχειρίδιο του 1937 διαβάζουμε: «Μη σας φανεί καθόλου περίεργο πως οι δημιουργοί της γεωργίας είναι δάση. Μέσα στα δάση υπάρχουν πλήθος άγρια δεντράκια, που μεις τα ξερριζώνομε και τα μεταφέρομε στα χωράφια μας. Αγριοβυσσυνιές, αγριομηλιές, αγριοαχλαδιές, αγριοκερασιές, αγριελιές, αγριομυγδαλιές, αγριοκυδωνιές και τόσα άλλα, που τα προτιμάμε να τα παίρνομε έτσι άγρια, γιατί αντέχουν περισσότερο, είναι πιο γερά και απαλλαγμένα από κάθε αρρώστια. Όταν μπολιαστούν αυτά τα δέντρα είναι πιο αντοχής και ζουν περισσότερα χρόνια από τα άλλα» (Παράσχης Ε., «Το ελληνικό δάσος», εκδοτικός οίκος «Αθηνά», Α. Ι. Ράλλη, Αθήνα 1937, σελ. 67).
[2] Ο αγώνας του ανθρώπου να δαμάσει την άγρια φύση, δημιουργούσε αντιπαλότητες μεταξύ εκείνων που διεκδικούσαν τη διαφορετική χρήση των εδαφών. Ιδού μια τέτοια περίπτωση στη Στυλίδα (το κείμενο προέρχεται από αίτηση με ημερομηνία 3-9-1950 ομάδας αγροτών της Στυλίδας, προς τον Υπουργό Γεωργίας): «…Η θέσις Σαρακίνα περιφέρειας Στυλίδος ήτις ανήκει εις τον Δήμον Στυλίδος είναι κατάμεστος από αγριελαίας και ήμερους τοιαύτας και είναι κατάλληλος προς ελαιοκομικήν καλλιέργειαν. Η έκτασις αυτή ανέρχεται εις 1.000 περίπου στρέμματα και ουδεμίαν απόδοσις αποδίδει μέχρι σήμερον εν ω διά του εμβολιασμού των αγρίων θέλει δημιουργηθεί ένας ελαιώνας άνω των 15.000 ελαιοδένδρων και το πράγμα τούτο βεβαίως θα ωφελήσει αφ’ ενός την Εθνικήν μας οικονομίαν και αφ’ ετέρου θα αποκαταστήσει και μιαν μερίδα ακτημόνων καλλιεργητών Στυλίδος οίτινες στερούνται παντελώς ιδιοκτησίας. Επειδή η έκτασις αύτη είναι λεία των διαφόρων κτηνοτρόφων οίτινες με τον πλέον ιταμώτατον τρόπον κόβουν αυτάς και γενικώς τας καταστρέφουν διά της βοσκής των αιγών, όπου ήδη δεν υπάρχουν αίγες αλλά διά να έχουν ακόμη τα δικαιώματα της αιγοβοσκής προβαίνουν και καταστρέφουν ταύτας ίνα μειώσουν τον αριθμόν των αγριελαιών φοβούμενοι την επέμβασιν του Κράτους ίνα μη απαγορεύσει την αιγοβοσκήν προς εξημέρωσιν των αγριελαιών…»
[3] Το άγριο δενδρί της ελιάς, η αγριελιά, αποτελεί φυτό της ελληνικής χλωρίδας, ανέκαθεν φυόμενο στην Ελλάδα, όπως τεκμαίρεται από δεδομένα, σημαντικότερο των οποίων είναι τα απολιθωμένα φύλλα της, ηλικίας περίπου 60.000 ετών, που βρέθηκαν στη Σαντορίνη και προέρχονται από τη Νίσυρο. Ο ιστορικός ερευνητής Νικόλαος Λάζος όμως, διατύπωσε το έτος 1935 την άποψη ότι η άγρια ελιά δεν αυτοφύετο στην ελληνική χερσόνησο, παρά μόνον στην Κρήτη και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Ιδού τι υποστήριζε σε σύγγραμμά του: «Η ελαία εν αγρία καταστάσει ενεφανίσθη αργότερον μετά το έτος 2000 π.Χ. (στην χέρσο χώρα) μετά τον οικισμόν των παραλίων προς τον Παγασητικόν κόλπον. (…) Εάν ρίψη τις εν βλέμμα καθ’ όλας τας εκτάσεις της Ελλάδος, όπου παρατηρείται αγρία ελαία, θα ίδη ότι αύτη φύεται εκεί, όπου οι χώροι ήσαν κατωκημένοι και εις αρκετήν από τούτων πέριξ ακτίνα. Τούτο μάς φέρει εις το συμπέρασμα, ότι το δένδρον τούτο δεν ήτο αυτοφυές εν Ελλάδι, αλλά ότι ανεπτύχθη εις τας πέριξ των οικισθέντων μερών εκτάσεις εκ των απορριπτομένων σπόρων (κουκούτσια) των τρωγομένων παρ’ ανθρώπων και πτηνών ελαιών, αίτινες κατ’ αρχάς εφέροντο εκ των παραλιών της Ασίας και της Κρήτης κατά την προ Μινωϊκήν εποχήν» (Λάζου Ν., «Τα δάση Θεσσαλίας και Ηπείρου», έπαινος Ακαδημίας Αθηνών, τύποις Γ. Ρόδη, Αθήνα 1935, σελ. 11).
[4] Ξέρετε πώς αντιμετωπίζονται σήμερα τα εδάφη αυτά, των ελαιώνων των βράχων; Ως οικόπεδα, ως επιδοτούμενα ελαιοκτήματα, ως γη αξιοποιήσιμη!!! Τι επιφυλάσσει η ζωή, αλήθεια!.. Η απαξιωμένη στείρα γη, του περιθωρίου, εκεί όπου ο απελπισμένος Έλλην έσπερνε όνειρα κ’ ελπίδες πα στο σκληρό βράχο, σήμερα γίνηκε γη ανθηρή, περιζήτητη, γη που μπορεί να καλλιεργηθεί και να οικοδομηθεί! Ο σύγχρονος άνθρωπος αντιλαμβάνεται κι αντιμετωπίζει με διαφορετικά κριτήρια τη γη, σε σχέση με παρελθόν. Η αξιοποίησή της είναι σήμερα το επιδιωκόμενο, κάτι βέβαια που δε θα το χαρακτηρίζαμε θετικό. Δέστε πώς αντιλαμβάνεται τα λιοστάσια της πέτρινης γης της Μάνης ο συγγραφέας Αντρέας Καραντώνης (η εντύπωσή του προέρχεται από το έτος 1962), για να κατανοήσετε τη διαφορά αντίληψης που προαναφέρθηκε −ο συγγραφέας τα νοιώθει, σχεδόν τα ψυχογραφεί, κάτι που βρίσκεται μακριά την αντίληψη περί αξιοποίησής τους: «…Τώρα πάλι η Μάνη μένει μόνη της, απόκοσμη, με τα πέτρινα οροπέδιά της, με τις χαλικόσπαρτες άγονες πλαγιές της, με τους παρατημένους κλειστούς και άφεγγους πύργους της, με τα λιγοστά της αμπέλια και τις κοντές, λιγνές ελιές της, που λες και δε φυτρώνουν από χώμα, μα πως ξεπετιούνται, πέτρινες κι αυτές και μετάλλινες, μέσα από την άνυδρη καρδιά της πέτρας» (Καραντώνης Αντρ., «Ελληνικοί χώροι», Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1979, σελ. 583).
[5] Διαβάζουμε σχετικά στην ιστορία του Αγίου Λαυρεντίου (πηλιορείτικου χωριού από τα παραδοσιακότερα της χώρας): «Μεγάλη καταστροφή των ελαιοπαραγωγών του μεγαλύτερου μέρους του Πηλίου, έγινε το Μάρτη του 1886, το 1892, το 1894, το 1895, το 1957 και το 1961, όταν παγετοί έκαψαν τα ελαιόδεντρα. Αργότερα ήρθαν ανομβρίες και αφορίες, που έδωσαν τη χαριστική βολή στη γεωργική παραγωγή του τόπου. Συνέπεια αυτής της καταστροφής ήταν η εγκατάλειψη της γης από ένα πλήθος αγροτών, που έφυγαν με τις οικογένειές τους, άλλοι για Βόλο, άλλοι για την Αθήνα ή τη Γερμανία, όπου έγιναν βιομηχανικοί εργάτες» (Βλάχου Ελ., Κουτούπη-Δημουλά Δ., Σαράφη Ασ., «Άγιος Λαυρέντιος. Ένα πηλιορείτικο χωριό», επιμέλεια-διεύθυνση: Βασίλης Κρεμμυδάς, Γυναικείος Σύλλογος Ανάπτυξης Αγίου Λαυρεντίου, Άγιος Λαυρέντιος 2002, σελ. 67). Αναφέρεται σχετικά ότι μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές που έπληξαν στο τέλος καλοκαιριού του 2007 την Πελοπόννησο, οι οποίες αποτέφρωσαν χιλιάδες στρέμματα ελαιώνων, ήλθε η ανομβρία, που δεν άφησε τα δένδρα ν’ αναλάβουν –για όσα από αυτά το μπορούσαν. Παρατηρήθηκε ότι πολλά από τα παραπάνω δένδρα που δεν κάηκαν, οδηγήθηκαν σε ξηράνσεις, ακριβώς λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας και των οριακών συνθηκών που η πυρκαγιά επέφερε.
[6] Χαρακτηριστικό τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το Πήλιο, το οποίο κάθε άλλο παρά θίχτηκε με τη φύτευση ελαιοδένδρων στα εδάφη του και την ανάπτυξη παραδοσιακού τύπου ελαιώνων σε αυτά. Μάλιστα, θεωρήθηκε ότι ο συνδυασμός των ελαιοκαλλιεργειών, με τη φυσική βλάστησή του, συνετέλεσε στην αναβάθμιση της φύσης του. Ιδού πως ο συγγραφέας ταξιδευτής Κυριάκος Μητσοτάκης την περιγράφει: «…Κι είναι το Πήλιο ένα βουνό με χυμούς. Ένα βουνό ελιάς. Ένα απέραντο φουντωτό ειρηνικό λιόφυτο. Με βλάστηση έντονη, με νερά. Ένας παράδεισος…» (Μητσοτάκης Κ., «Ταξιδιωτικά», Ελληνικός Εκδοτικός Οργανισμός, Αθήνα 1970, σελ. 200).
[7] Σημειώνεται στην «Ιστορία της Κέρκυρας» του Σπύρου Κατσαρού (εκδόσεις Mellon, Κέρκυρα 2003), για τον Κερκυραϊκό ελαιώνα: «Ως το έτος 1623, η Βενετία, προσπαθούσε με ευεργετικές διατάξεις, να επεκτείνει όσο το δυνατόν την καλλιέργεια της ελιάς στην Κέρκυρα. Το 1923 όμως, όρισε για κάθε 100 νεοφυτεμένα ελαιόδεντρα αμοιβή 42 τσεκινιών. Φυσικό ήταν η προσφορά αυτή, να δελεάσει τους χωρικούς. Κι από τότε, αρχίζει πλέον σταθερά, η ελιά, που ήταν απλώς μια παρένθεση στις ασχολίες των χωρικών, να παίρνει την πρώτη θέση και να δημιουργείται ο περίφημος ελαιώνας της Κέρκυρας, εις βάρος βέβαια των αμπελιών και των δασών, που καλύπτανε όλες τις λοφοπλαγιές» (σελ. 267). Ειδικά για την Κέρκυρα, θα πρέπει να ειπωθεί ότι η βελανιδιά κυριαρχούσε στα περισσότερα εδάφη της (η βόρεια και η βορειονανατολική πλευρά του Παντοκράτορα, ήταν κατάφυτη από βελανιδιές), το ξύλο της οποίας χρησιμοποιείτο στη ναυπηγική (η Κέρκυρα τους αρχαίους χρόνους ήταν θαλασσοκράτειρα) και για καυσόξυλα. Επί Βενετών όμως, με την έμφαση που δόθηκε στην ελαιοκαλλιέργεια, αποψιλώθηκαν μεγάλες δασώδεις εκτάσεις του νησιού, που κατά βάσιν αποτελούνταν από βελανιδιές, για να φυτευτούν με ελαιόδενδρα. Η βελανιδιά σχεδόν εξαφανίστηκε από την Κέρκυρα κατά την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (περίοδος 1915-1918), αφού τότε πραγματοποιήθηκαν και οι τελευταίες αποψιλώσεις. Μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση καταστροφής πολύτιμων οικοσυστημάτων της ελληνικής φύσης για τη δημιουργία ελαιώνων, αποτελεί αυτή της δημιουργίας κατά τη Βενετοκρατία του περίφημου ελαιώνα της Πρέβεζας, που για την εγκατάστασή του απαιτήθηκε η εξάλειψη των σπουδαίων δασών της περιοχής, από φτελιές και δρύες. Τα εδάφη αυτά, που ήταν δασικά, ανήκαν στο Σουλτάνο, μετά όμως τη συνθήκη του Πασσάροβιτς περιήλθαν στους Βενετούς, οι οποίοι τ’ απέδωσαν έναντι ελαχίστου τιμήματος σε καλλιεργητές, για τη δημιουργία ελαιώνων.http://dasarxeio.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis