(μια όμορφη και διδακτική ιστορία για παιδιά και όχι μόνο! Όλοι μπορούν να βρεθούν στη θέση του Φάνη…)Αντέχουμε...
Φίλοι μου, γειά καί χαρά σας!
Καλοκαίρι! Μέρες ξενοιασιᾶς. Ζεστή θάλασσα, χρυσές ἀμμουδιές, καταπράσινες κορφοῦλες, καθαρός οὐρανός καί λαμπρός ἥλιος.
Ὅλη μέρα ταξιδεύω καί τραγουδάω τό ἀγαπημένο μου τραγούδι: «Πουθενά τό Καλοκαίρι δέν εἶναι ἔτσι ὄμορφο καί φωτεινό». Μοῦ τό ἔμαθε ὁ φίλος μου ὁ Φάνης, ὅταν ἔγινε καλά μετά ἀπό τήν τρομερή ἀρρώστια του..
Ἀλήθεια, τήν γνωρίζετε τήν ἱστορία τοῦ Φάνη; Ἄχ, πόσο φοβερή! Ξέρετε τί θά πεῖ νά εἶναι Καλοκαίρι κι ὁ φίλος μου νά μήν μπορεῖ νά βγεῖ οὔτε στή βεράντα; Ξέρετε τί σημαίνει νά παίζουν ὅλα τά παιδιά σέ θάλασσες καί βουνά, κι ὁ φίλος μου νά μένει καρφωμένος στόν καναπέ; Θά σᾶς πῶ πῶς ἀκριβῶς ἔγιναν τά πράγματα..
Ὅλα κυλοῦσαν ὄμορφα καί χαρούμενα καί ἥσυχα στό σπίτι τοῦ Φάνη ἐκεῖνο τό Καλοκαίρι πρίν δυό χρόνια.
Ὅλη μέρα παιχνίδια, παρέα, γέλια, ἐκδρομοῦλες, θάλασσα. Ἀπό τή μέρα πού ἔκλεισανοἱ τάξεις τοῦ σχολείου, ἄνοιξε ἡ μεγάλη αἴθουσα τῆς φύσης!
Ὅμως… μιά μέρα, ἔτσι στά ξαφνικά, ὅλα πάγωσαν… ὅταν… ὅταν… στό σπίτι τοῦ Φάνη μπῆκε τό μεγάλο κουτί, πού ἔγραφε πάνω τό ὄνομά του. Ὁ Φάνης τό ἄνοιξε προσεκτικά, μόνος, μέσα στό δωμάτιό του.
— Ἄαααααα! Φοβερή! φώναξε μέ θαυμασμό.
Ἅρπαξε τό μικρό βιβλίο μέ τά χαρακτηριστικά καί τίς ὁδηγίες χρήσεως.
— Ἴιιιι! Ἀπίθανη! ψιθύρισε μαγεμένος, ὅταν τέλειωσε τό διάβασμα.
Γονάτισε μπροστά της κι ἄρχισε νά τήν ἐπεξεργάζεται, προτοῦ ἔρθει ὁ εἰδικός καί συνδέσει τά καλώδια.
— Γιά σκέψου! μονολόγησε, ἐπίπεδη Smart TV & 3D TV τηλεόραση, 46 ἰντσῶν μέ ἀνάλυση ὀθόνης 1920x1080p. Καί μάλιστα ὀπίσθιου φωτισμοῦ γιά μεγαλύτερη ἀντίθεση καί ἐξελιγμένου τύπου γιά τίς γρήγορες φάσεις καί 40% μικρότερη κατανάλωση ἐνέργειας ἀπό τίς ἄλλες τηλεοράσεις, μέ διάρκεια ζωῆς 35 χρόνια καί θύρες γιά πάρα πολλά περιφερειακά! Καί μέ δέκτη WiFi γιά ἀσύρματη δικτύωση & πλοήγηση στό Internet! Καί συνοδευτικα γυαλιά 3D! Καί μέ ἀναγνώριση φωνῆς!!!
Ἔμεινε ἐκεῖ γονατιστός κι ἀμίλητος νά θαυμάζει τήν καινούργια τηλεόρασή του.
Ἀπό ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα ὁ Φάνης δέν ξαναφάνηκε στή γειτονιά. Τόν κατάπιε τό κουτί.
Καί μάλιστα μέρα μέ τή μέρα χειροτέρευε καί ἡ ὑγεία του.
— Φάνη, ἔλα! ἕτοιμο τό πρωινό σου, φώναζε ἡ μάνα του.
— Δέν μπορῶ νά ἔρθω, ἀπαντοῦσε, φέρʼ το ἐδῶ.
— Φάνη, χτυπᾶ τό κινητό σου.
— Δένμπορῶνάσηκωθῶ, φώναζε μισοξαπλωμένος, ἄς μοῦ τό φέρει κάποιος ἐπιτέλους!
— Φάνη, σέ φωνάζουν οἱ φίλοι σου κάτω στήν αὐλή.
— Δέν μπορῶ νά βγῶ, ἄς ἔρθουν ἐπάνω, ἄν θέλουν.
— Φάνη, τρῶμε! Ἔλαστήντραπεζαρία.
— Δέν ἔχω ὄρεξη. Θά φάω μετά.
— Φάνη, θά ἔρθεις μαζί μας στή θεία πού γιορτάζει;
— Δέν μπορῶ σήμερα, ἴσωςτοῦχρόνου.
Αὐτό ἦταν. Μέσα σέ δύο ἑβδομάδες ὁ Φάνης δέν μποροῦσε νά κουνηθεῖ, δέν μποροῦσε νά δεῖ κατάματα κανέναν, δέν μποροῦσε νά φάει. Ἡ κατάστασή του ἦταν φοβερή.
.
Οἱ δικοί του ἀνησύχησαν πολύ. Ἦταν ὅμως ἀδύνατον νά τόν ξεκολλήσουν ἀπό τήν ὀθόνη. Ἄλλοτε φωνές, καβγᾶς, χαμός. Κι ἄλλοτε παρακάλια καί «ἔλα, ἀγόριμου» καί «σήκω, παλληκάρι μου ἀπό τόν καναπέ». Τίποτε δέν ἔπιανε. Κάλεσαν τόν εἰδικό Ὀρθοπεδικό.
Τόν ἐξέτασε ἐπί τόπου, ἐνόσω ὁ Φάνης ἔπαιζε ἕνα ἠλεκτρονικό παιχνίδι συνδεδεμένο στήν ὀθόνη τῆς τηλεόρασης. Οὔτε ὁ γιατρός κατάφερε κάτι. Τό μόνο πού συμβούλεψε ἦταν νά ἀλλάξουν τό στρῶμα τοῦ καναπέ, γιατί εἶχε βαθουλώσει ἐπικίνδυνα!
— Ἀπελπισία, ψιθύρισε ὁ πατέρας του κι ἔκανε νά τραβήξει τά καλώδια πίσω ἀπό τήν ὀθόνη.
Ὁ Φάνης ἔγινε θηρίο ἀνήμερο.
— Ἀπελπισία! ψιθύρισε κι ἡ μάνα του.
— Κάτι πρέπει νά γίνει. Κάτι. Τί ὅμως;
Τί; ἀναρωτιόταν κι ἡ παρέα του.
Τό Καλοκαίρι προχωροῦσε, προχωροῦσε… Ὥσπου ἕνα βράδυ ξέσπασε μιά δυνατή Καλοκαιρινή μπόρα. Ἀστραπές, βροντές, κεραυνοί, βροχή…
Στό σπίτι τοῦ Φάνη ὅλοι κοιμήθηκαν μέ κάποια περίεργη ἐλπίδα. Μόνο ὁ Φάνης ξαγρυπνοῦσε ξαπλωμένος στόν καναπέ. Ἔπαιζε ἕνα πολύ ἐνδιαφέρον παιχνίδι «Βαφές γιά ταραντοῦλες καί τσιμπούρια».
Καί τότε… ξαφνικά… τρομερός κρότος ταρακούνησε τό σύμπαν. Λές καί γινόταν ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὅλη ἡ συνοικία βυθίστηκε στό σκοτάδι. Ὁ ἀέρας μύριζε καμένο.
Πετάχτηκαν οἱ γείτονες στά μπαλκόνια ἔξαλλοι, κατατρομαγμένοι.
— Κεραυνός! Κεραυνός!
— Κεραυνός στόν ὑποσταθμό τοῦ ἠλεκτρικοῦ!
Μόνο οἱ γονεῖς τοῦ Φάνη στάθηκαν δίπλα δίπλα στή βεράντα καί χωρίς κανείς νά τούς παρει εἴδηση, μέσα στό πηχτό σκοτάδι, στραμμένοι πρός τόν ὑποσταθμό… χαμογέλασαν μέ ἀνακούφιση.
Μπῆκαν ὕστερα ψηλαφητά στό δωμάτιο τοῦ γιοῦ. Ἀπό τή μαύρη ὀθόνη εἶχαν σβήσει ὅλα τά φωτάκια. Ὁ Φάνης πεσμένος στό πάτωμα ροχάλιζε δυνατά.
Τήν ἄλλη μέρα ξύπνησε ἀργά. Ἡ ψηφιακή τηλεόραση νεκρή. Περπάτησε ὥς τήν κουζίνα. Πεινοῦσε. «Μπά, πήραμε τοστιέρα;» ἀναρωτήθηκε. «Μά ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι»; Κατέβηκε τίς λιγοστέςσκάλες, ἔστριψε στό σαλόνι. «Μπά, πήραμε πιάνο;» μουρμούρισε. Ψυχή πουθενά. Βγῆκε στήν αὐλή. Ἕνα δυνατό φῶς τόν τύφλωσε.
«Ὁ ἥλιος» ψιθύρισε. Ἔψαξε γύρω. Κανείς. Βγῆκε στόν παραλιακό δρομάκο τους.
«Ἄααα, ἡ πραγματική θάλασσα» μονολόγησε κι ἄρχισε σιγά σιγά νά ξυπνᾶ.
Κατέβηκε τά λιγοστά πέτρινα σκαλιά.
Τί ζεστή ἡ ἄμμος! Κάπου στά δεξιά ἄκουσε γέλια καί φωνές. Περπάτησε ὥς πίσω ἀπό τό μεγάλο βράχο, πού τόν ἔλεγαν κι «αὐγό», γιά τό σχῆμα του.
Κι ἐκεῖ… ὤ, τί ἔκπληξη! Φίλοι καί γνωστοί καί συγγενεῖς τόν χαιρετοῦσαν καί τοῦ φώναζαν νά πλησιάσει. Νά κι ὁ Γιῶργος, ὁ Νίκος, ἡ Μαντώ, ἡ Γιάννα,οἱ γονεῖς του, τά ξαδέλφια του, ὁ κυρ-Παναγιώτης ὁ παγωτατζής, ὥς κι ὁΛάμπρος ὁ ναυαγοσώστης ἦταν ἐκεῖ…
Μά τί κάνουν;
— Ἆ!!! ψέλλισε μέ θαυμασμό. Μπροστά του στό κοίλωμα τοῦ βράχου ἕνα σωρό πέτρινα ραφάκια μέ βαζάκια πάνω τους καί μικρές ταμπελίτσες περίμεναν τούς καλεσμένους γιά τά ἐγκαίνια. Στήν εἴσοδο τῆς ρηχῆς σπηλιᾶς μιά μεταξωτή κορδέλα ἀπό μακριά φύκια περίμενε τόν ἐπικεφαλῆς νά τήν κόψει. Ψηλά στό δεξιό πλάι ἔξω ἀπό τή σπηλιά μιά ἐπιγραφή βοτσαλωτή «Ἔκθεση θαλάσσιου κόσμου ΦΑΝΗΣ καί ΣΙΑ».
Ὁ Μίμης τοῦ ἔδωσε ἕνα μαχαίρι ἀπό μύτη ξιφία. Ὁ Φάνης τούς κοίταξε ὅλους μέ συγκίνηση καί χαρά. Κι ὕστερα μέ ἀποφασιστικότητα… ἔδωσε μιά καί… χράπ, ἔκοψε τήν κορδέλα.
Χειροκροτήματα, γέλια, συγχαρητήρια ἔδιναν κι ἔπαιρναν. Αὔριο θά ἄρχιζαν καί οἱ ἐπιδείξεις κατάδυσης μέ πρῶτο βουτηχτή τόν Φάνη!
Ὅσο γιά τήν τηλεόραση; Τήν μεταποίησε ὁ Φάνης σέ ἐνυδρεῖο γιά κουτσουμοῦρες!!!
Φίλοι μου, σᾶς χαιρετῶ καί σᾶς τραγουδῶ:
Φίλοι μου, γειά καί χαρά σας!
Καλοκαίρι! Μέρες ξενοιασιᾶς. Ζεστή θάλασσα, χρυσές ἀμμουδιές, καταπράσινες κορφοῦλες, καθαρός οὐρανός καί λαμπρός ἥλιος.
Ὅλη μέρα ταξιδεύω καί τραγουδάω τό ἀγαπημένο μου τραγούδι: «Πουθενά τό Καλοκαίρι δέν εἶναι ἔτσι ὄμορφο καί φωτεινό». Μοῦ τό ἔμαθε ὁ φίλος μου ὁ Φάνης, ὅταν ἔγινε καλά μετά ἀπό τήν τρομερή ἀρρώστια του..
Ἀλήθεια, τήν γνωρίζετε τήν ἱστορία τοῦ Φάνη; Ἄχ, πόσο φοβερή! Ξέρετε τί θά πεῖ νά εἶναι Καλοκαίρι κι ὁ φίλος μου νά μήν μπορεῖ νά βγεῖ οὔτε στή βεράντα; Ξέρετε τί σημαίνει νά παίζουν ὅλα τά παιδιά σέ θάλασσες καί βουνά, κι ὁ φίλος μου νά μένει καρφωμένος στόν καναπέ; Θά σᾶς πῶ πῶς ἀκριβῶς ἔγιναν τά πράγματα..
Ὅλα κυλοῦσαν ὄμορφα καί χαρούμενα καί ἥσυχα στό σπίτι τοῦ Φάνη ἐκεῖνο τό Καλοκαίρι πρίν δυό χρόνια.
Ὅλη μέρα παιχνίδια, παρέα, γέλια, ἐκδρομοῦλες, θάλασσα. Ἀπό τή μέρα πού ἔκλεισανοἱ τάξεις τοῦ σχολείου, ἄνοιξε ἡ μεγάλη αἴθουσα τῆς φύσης!
Ὅμως… μιά μέρα, ἔτσι στά ξαφνικά, ὅλα πάγωσαν… ὅταν… ὅταν… στό σπίτι τοῦ Φάνη μπῆκε τό μεγάλο κουτί, πού ἔγραφε πάνω τό ὄνομά του. Ὁ Φάνης τό ἄνοιξε προσεκτικά, μόνος, μέσα στό δωμάτιό του.
— Ἄαααααα! Φοβερή! φώναξε μέ θαυμασμό.
Ἅρπαξε τό μικρό βιβλίο μέ τά χαρακτηριστικά καί τίς ὁδηγίες χρήσεως.
— Ἴιιιι! Ἀπίθανη! ψιθύρισε μαγεμένος, ὅταν τέλειωσε τό διάβασμα.
Γονάτισε μπροστά της κι ἄρχισε νά τήν ἐπεξεργάζεται, προτοῦ ἔρθει ὁ εἰδικός καί συνδέσει τά καλώδια.
— Γιά σκέψου! μονολόγησε, ἐπίπεδη Smart TV & 3D TV τηλεόραση, 46 ἰντσῶν μέ ἀνάλυση ὀθόνης 1920x1080p. Καί μάλιστα ὀπίσθιου φωτισμοῦ γιά μεγαλύτερη ἀντίθεση καί ἐξελιγμένου τύπου γιά τίς γρήγορες φάσεις καί 40% μικρότερη κατανάλωση ἐνέργειας ἀπό τίς ἄλλες τηλεοράσεις, μέ διάρκεια ζωῆς 35 χρόνια καί θύρες γιά πάρα πολλά περιφερειακά! Καί μέ δέκτη WiFi γιά ἀσύρματη δικτύωση & πλοήγηση στό Internet! Καί συνοδευτικα γυαλιά 3D! Καί μέ ἀναγνώριση φωνῆς!!!
Ἔμεινε ἐκεῖ γονατιστός κι ἀμίλητος νά θαυμάζει τήν καινούργια τηλεόρασή του.
Ἀπό ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα ὁ Φάνης δέν ξαναφάνηκε στή γειτονιά. Τόν κατάπιε τό κουτί.
Καί μάλιστα μέρα μέ τή μέρα χειροτέρευε καί ἡ ὑγεία του.
— Φάνη, ἔλα! ἕτοιμο τό πρωινό σου, φώναζε ἡ μάνα του.
— Δέν μπορῶ νά ἔρθω, ἀπαντοῦσε, φέρʼ το ἐδῶ.
— Φάνη, χτυπᾶ τό κινητό σου.
— Δένμπορῶνάσηκωθῶ, φώναζε μισοξαπλωμένος, ἄς μοῦ τό φέρει κάποιος ἐπιτέλους!
— Φάνη, σέ φωνάζουν οἱ φίλοι σου κάτω στήν αὐλή.
— Δέν μπορῶ νά βγῶ, ἄς ἔρθουν ἐπάνω, ἄν θέλουν.
— Φάνη, τρῶμε! Ἔλαστήντραπεζαρία.
— Δέν ἔχω ὄρεξη. Θά φάω μετά.
— Φάνη, θά ἔρθεις μαζί μας στή θεία πού γιορτάζει;
— Δέν μπορῶ σήμερα, ἴσωςτοῦχρόνου.
Αὐτό ἦταν. Μέσα σέ δύο ἑβδομάδες ὁ Φάνης δέν μποροῦσε νά κουνηθεῖ, δέν μποροῦσε νά δεῖ κατάματα κανέναν, δέν μποροῦσε νά φάει. Ἡ κατάστασή του ἦταν φοβερή.
.
Οἱ δικοί του ἀνησύχησαν πολύ. Ἦταν ὅμως ἀδύνατον νά τόν ξεκολλήσουν ἀπό τήν ὀθόνη. Ἄλλοτε φωνές, καβγᾶς, χαμός. Κι ἄλλοτε παρακάλια καί «ἔλα, ἀγόριμου» καί «σήκω, παλληκάρι μου ἀπό τόν καναπέ». Τίποτε δέν ἔπιανε. Κάλεσαν τόν εἰδικό Ὀρθοπεδικό.
Τόν ἐξέτασε ἐπί τόπου, ἐνόσω ὁ Φάνης ἔπαιζε ἕνα ἠλεκτρονικό παιχνίδι συνδεδεμένο στήν ὀθόνη τῆς τηλεόρασης. Οὔτε ὁ γιατρός κατάφερε κάτι. Τό μόνο πού συμβούλεψε ἦταν νά ἀλλάξουν τό στρῶμα τοῦ καναπέ, γιατί εἶχε βαθουλώσει ἐπικίνδυνα!
— Ἀπελπισία, ψιθύρισε ὁ πατέρας του κι ἔκανε νά τραβήξει τά καλώδια πίσω ἀπό τήν ὀθόνη.
Ὁ Φάνης ἔγινε θηρίο ἀνήμερο.
— Ἀπελπισία! ψιθύρισε κι ἡ μάνα του.
— Κάτι πρέπει νά γίνει. Κάτι. Τί ὅμως;
Τί; ἀναρωτιόταν κι ἡ παρέα του.
Τό Καλοκαίρι προχωροῦσε, προχωροῦσε… Ὥσπου ἕνα βράδυ ξέσπασε μιά δυνατή Καλοκαιρινή μπόρα. Ἀστραπές, βροντές, κεραυνοί, βροχή…
Στό σπίτι τοῦ Φάνη ὅλοι κοιμήθηκαν μέ κάποια περίεργη ἐλπίδα. Μόνο ὁ Φάνης ξαγρυπνοῦσε ξαπλωμένος στόν καναπέ. Ἔπαιζε ἕνα πολύ ἐνδιαφέρον παιχνίδι «Βαφές γιά ταραντοῦλες καί τσιμπούρια».
Καί τότε… ξαφνικά… τρομερός κρότος ταρακούνησε τό σύμπαν. Λές καί γινόταν ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου. Ὅλη ἡ συνοικία βυθίστηκε στό σκοτάδι. Ὁ ἀέρας μύριζε καμένο.
Πετάχτηκαν οἱ γείτονες στά μπαλκόνια ἔξαλλοι, κατατρομαγμένοι.
— Κεραυνός! Κεραυνός!
— Κεραυνός στόν ὑποσταθμό τοῦ ἠλεκτρικοῦ!
Μόνο οἱ γονεῖς τοῦ Φάνη στάθηκαν δίπλα δίπλα στή βεράντα καί χωρίς κανείς νά τούς παρει εἴδηση, μέσα στό πηχτό σκοτάδι, στραμμένοι πρός τόν ὑποσταθμό… χαμογέλασαν μέ ἀνακούφιση.
Μπῆκαν ὕστερα ψηλαφητά στό δωμάτιο τοῦ γιοῦ. Ἀπό τή μαύρη ὀθόνη εἶχαν σβήσει ὅλα τά φωτάκια. Ὁ Φάνης πεσμένος στό πάτωμα ροχάλιζε δυνατά.
Τήν ἄλλη μέρα ξύπνησε ἀργά. Ἡ ψηφιακή τηλεόραση νεκρή. Περπάτησε ὥς τήν κουζίνα. Πεινοῦσε. «Μπά, πήραμε τοστιέρα;» ἀναρωτήθηκε. «Μά ποῦ εἶναι οἱ ἄλλοι»; Κατέβηκε τίς λιγοστέςσκάλες, ἔστριψε στό σαλόνι. «Μπά, πήραμε πιάνο;» μουρμούρισε. Ψυχή πουθενά. Βγῆκε στήν αὐλή. Ἕνα δυνατό φῶς τόν τύφλωσε.
«Ὁ ἥλιος» ψιθύρισε. Ἔψαξε γύρω. Κανείς. Βγῆκε στόν παραλιακό δρομάκο τους.
«Ἄααα, ἡ πραγματική θάλασσα» μονολόγησε κι ἄρχισε σιγά σιγά νά ξυπνᾶ.
Κατέβηκε τά λιγοστά πέτρινα σκαλιά.
Τί ζεστή ἡ ἄμμος! Κάπου στά δεξιά ἄκουσε γέλια καί φωνές. Περπάτησε ὥς πίσω ἀπό τό μεγάλο βράχο, πού τόν ἔλεγαν κι «αὐγό», γιά τό σχῆμα του.
Κι ἐκεῖ… ὤ, τί ἔκπληξη! Φίλοι καί γνωστοί καί συγγενεῖς τόν χαιρετοῦσαν καί τοῦ φώναζαν νά πλησιάσει. Νά κι ὁ Γιῶργος, ὁ Νίκος, ἡ Μαντώ, ἡ Γιάννα,οἱ γονεῖς του, τά ξαδέλφια του, ὁ κυρ-Παναγιώτης ὁ παγωτατζής, ὥς κι ὁΛάμπρος ὁ ναυαγοσώστης ἦταν ἐκεῖ…
Μά τί κάνουν;
— Ἆ!!! ψέλλισε μέ θαυμασμό. Μπροστά του στό κοίλωμα τοῦ βράχου ἕνα σωρό πέτρινα ραφάκια μέ βαζάκια πάνω τους καί μικρές ταμπελίτσες περίμεναν τούς καλεσμένους γιά τά ἐγκαίνια. Στήν εἴσοδο τῆς ρηχῆς σπηλιᾶς μιά μεταξωτή κορδέλα ἀπό μακριά φύκια περίμενε τόν ἐπικεφαλῆς νά τήν κόψει. Ψηλά στό δεξιό πλάι ἔξω ἀπό τή σπηλιά μιά ἐπιγραφή βοτσαλωτή «Ἔκθεση θαλάσσιου κόσμου ΦΑΝΗΣ καί ΣΙΑ».
Ὁ Μίμης τοῦ ἔδωσε ἕνα μαχαίρι ἀπό μύτη ξιφία. Ὁ Φάνης τούς κοίταξε ὅλους μέ συγκίνηση καί χαρά. Κι ὕστερα μέ ἀποφασιστικότητα… ἔδωσε μιά καί… χράπ, ἔκοψε τήν κορδέλα.
Χειροκροτήματα, γέλια, συγχαρητήρια ἔδιναν κι ἔπαιρναν. Αὔριο θά ἄρχιζαν καί οἱ ἐπιδείξεις κατάδυσης μέ πρῶτο βουτηχτή τόν Φάνη!
Ὅσο γιά τήν τηλεόραση; Τήν μεταποίησε ὁ Φάνης σέ ἐνυδρεῖο γιά κουτσουμοῦρες!!!
Φίλοι μου, σᾶς χαιρετῶ καί σᾶς τραγουδῶ:
Πουθενά τό Καλοκαίρι
δέν εἶν’ ἔτσι φωτεινό·
ἄς τό πάρουμε εἴδηση ὅλοι
ὅσο ἔχουμε καιρό·
Σήκω ἀπό τόν καναπέ,
σβῆσε τήν ὀθόνη
καί δές! τό Καλοκαίρι σου
ἄρχισε τελειώνει!
διασκευή από το διήγημα Ο ΦΑΝΗΣ ΔΕΝ ΦΑΝΗΚΕ ΠΟΥΘΕΝΑ!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis