“Χρειάζεται νά μαθαίνουμε ὅ,τι προηγήθηκε,ἄν θέλουμε νά συνεχίσουμε μέ ἦθος τόν ἴδιο πολιτισμό” Δημήτριος Σ. Λουκάτος, λαογράφος
(ένα εξαιρετικό άρθρο για τον σημαντικό ρόλο της νοικοκυράς, παλαιότερα και σήμερα, κατά τις προετοιμασίες των γιορτών)
Δέν εἶναι μόνο ἡ θρησκευτική περισυλλογή καί τά ὡραῖα ἀνθρωπιστικά λόγια τῆς Ὑμνογραφίας, πού κάνουν τίς ἡμέρες αὐτές τῶν Χριστουγέννων γαληνεμένες καί εἰρηνοποιές. Εἶναι καί ἡ ἴδια ἡ ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων, μέσα στίς δύσκολες χειμωνιάτικες ὧρες, νά ξεφύγουν ἀπό τούς φυσικούς φόβους τους. Εἶναι ὕστερα ἡ ἐπιθυμία τους, μέσα στήν τύρβη τῆς πολλαπλασιασμένης ζωῆς τους, νά ἠρεμήσουν ἀπό τήν κοσμική ταραχή, νά ξαναγυρίσουν στόν «ἑαυτό» τους καί νά ζήσουν ἀγαπημένα καί ζεστά, στήν πρώτη βιοτική ὁμάδα τους, τήν οἰκογένεια. Τό σπίτι, τίς ἡμέρες αὐτές, ὅλες τίς δώδεκα ἡμέρες, ἀπό τά Χριστούγεννα ὡς τά Φῶτα, γίνεται ἑστία καί φρούριο τῶν ἀνθρωπίνων αἰσθημάτων, φωλιά ἀγάπης καί ζεστασιᾶς, πού τήν περιμένουν μέ λαχτάρα ὅσοι ἑτοιμάζονται νά τή ζήσουν, ἀλλά καί μέ τραγική νοσταλγία ἐκεῖνοι πού θά τή στερηθοῦν.
Περίοδος ἐθίμων, πού μπορεῖ νά ξεκίνησαν ἀπό ἀνθρώπινες εὐετηριακές ἐπινοήσεις καί φόβους, πού μπορεῖ νά τά γέννησε ἡ ἀνάγκη τῆς σπιτικῆς ἀναμονῆς μπροστά στό μεγάλο φυσικό φαινόμενο τῆς ἡλιακῆς ἀλλαγῆς, ἀλλά πού καθαγιάστηκαν ἀπό τόν χριστιανικό συμβολισμό. Δέν ἔχει σημασία ὅτι ἄλλαξαν, ἀπό τά πρωτόγονα ἤ ἀπό τά παλιά παραδοσιακά χρόνια, οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς καί οἱ ἀνθρώπινες σκέψεις. Στούς τρεῖς σταθμούς τῆς πολιτιστικῆς μας ἐξέλιξης, τόν πρωτόγονο, τόν προγονικό καί τόν σύγχρονο, ἡ ἀνθρώπινη ἐθιμική συμπεριφορά παραμένει ἡ ἴδια.
Στήν Ἑλλάδα δέν εἴχαμε τούς βόρειους χειμῶνες, πού ἔδωσαν στά Χριστούγεννα ἄλλων λαῶν τήν πολύ ζεστή καί ἀποκλειστική σπιτική τους ἀτμόσφαιρα. Εἴχαμε ὅμως πάντα κι ἐμεῖς τήν οἰκογενειακή «περισυλλογή» τῶν σκορπισμένων μελῶν, μέ τούς ξενιτεμένους πού γύριζαν ἀπό τά ταξίδια, μέ τούς στρατιῶτες πού ἔρχονταν μέ τήν «ἄδεια», μέ τά παιδιά, πού ἔπαυαν τά μαθήματα στό σχολεῖο. Ἀλλά εἴχαμε καί τά χιονισμένα χωριά τῆς πολυποίκιλης γεωγραφικά χώρας μας, πού ἔνιωθαν τήν ἀνάγκη τῆς χειμωνιάτικης αὐτῆς θαλπωρῆς, εἴχαμε καί τ’ ἀπομονωμένα ἀπό τίς τρικυμίες νησιά μας, πού περίμεναν τή Βάφτιση, γιά νά δοῦν νά τούς ἀνοίγονται ξανά οἱ θαλασσινοί δρόμοι.
Τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο γέμιζε τίς ἡμέρες αὐτές μέ κοινωνική πυκνότητα τόν ἑλληνικό χῶρο. Ξανάδιναν στό σπίτι τή χαρούμενη παρουσία τους τά παιδιά τοῦ σχολείου. Τούς περίσσευε μάλιστα χρόνος γιά νά γυρίζουν καί στίς ἄλλες γειτονιές, μέ τά κάλαντα. Διαπλάτωναν πάλι οἱ ἐκκλησιές καί χτυποῦσαν οἱ καμπάνες τους, πιό πολύ γιά νά χαροῦν, παρά γιά νά καλέσουν. Δένονταν οἱ δρόμοι μέ τίς ἀλυσίδες τῶν ἑορταστῶν, πού γυρνοῦσαν καί εὔχονταν ἀπό σπίτι σέ σπίτι. Ἄς εἶναι εὐλογημένη ἡ μνήμη τῶν παλιῶν δασκάλων καί λαογράφων, πού κατάλαβαν τή σημασία τῆς ἐθνικῆς μας ζωῆς καί βάλθηκαν νά καταγράψουν ἀπό χρόνια τά παραδοσιακά ἔθιμα καί τή γλώσσα τους. Ἄς εἶναι ἐπαινετές ἰδιαίτερα κι οἱ ἑλληνίδες λαογράφοι πού, σέ ποσοστό πολύ μεγαλύτερο ἀπό κάθε ἄλλον ἐρευνητικό κλάδο, μᾶς ἔδωσαν περιγραφές γιά ἔθιμα, ντύσιμο, χορούς, τέχνη καί λόγο τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ.
Ἀπό τά ἔθιμα αὐτά μποροῦμε νά σκεφτοῦμε ἐδῶ ὅσα δείχνουν τόν θεμελιακό ρόλο τῆς Ἑλληνίδας νοικοκυρᾶς στό χριστουγεννιάτικο παραδοσιακό σπίτι.
Δέν θά παραγνωρίσουμε βέβαια καί τῆς σύγχρονης ἀστικῆς γυναίκας τίς ἔγνοιες καί τίς φροντίδες. Πολύ λίγο τό καταλαβαίνουμε ἐμεῖς οἱ ἄντρες (ἀπό τούς γέρους πού περιμένουν νά καλοφᾶνε, ὡς τά παιδιά πού ἀπαιτοῦν τά δῶρα καί τά παιχνίδια τους) πόσο βάρος πέφτει, τίς μέρες αὐτές, στή νοικοκυρά. Μπορεῖ σήμερα νά τή βοηθάει στούς ἐθιμικούς κόπους της, ἡ βιομηχανική συνεργασία καί παραγωγή. Αὐτό ὅμως δέν τήν ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ἔγνοια τῆς προετοιμασίας πού, ἀπό ἁπλή στήν ἀρχή, γίνεται σιγά σιγά ἀγχώδης, ἰδιαίτερα μέ τήν ὁμαδική παρόρμηση καί τούς ἐθιμικούς ἐξωτερικούς πειρασμούς.
Θά ἀνατρέξουμε ὅμως στά παλιότερα παραδοσιακά χρόνια (ὅπως συνεχίζονται καί σήμερα στά πιό πολλά χωριά), ὅταν ἡ νοικοκυρά τά ἑτοίμαζε ὅλα μέ τά χέρια της, ὅταν ἡ ἀνησυχία της ἦταν ἴση μέ τήν εὐθύνη καί μέ τά οἰκονομικά της προβλήματα γιά τήν προμήθεια τῶν ὑλικῶν. Συγκρίνοντας τίς διαφορές τῶν γενεῶν, δέν πρέπει μόνο νά ἐπαιρόμαστε γιά τά δικά μας ἀγαθά. Θά πρέπει νά σκεφτόμαστε καί τίς δυσκολίες τῶν παλαιότερων. Καυχόμαστε, βέβαια, ὅτι μποροῦμε μέ τόν ἠλεκτρικό φοῦρνο νά ψήνουμε τή χριστουγεννιάτικη γαλοπούλα ἤ ὄρνιθα, ὅτι μποροῦμε νά ζητήσουμε μέ τό τηλέφωνο τά μελομακάρονα τῆς γιορτῆς, ὅτι μποροῦμε νά κάνουμε σπιτική φωτοχυσία μέ τόν διακόπτη. Θά πρέπει ὅμως νά σκεφτόμαστε καί τή γιαγιά – ἔστω τήν παλιά προγιαγιά μας – πού ἔβγαινε στό λόγγο νά κόψει τά ξύλα γιά τό φοῦρνο της, πού ξενυχτοῦσε κοσκινίζοντας τ’ ἀλεύρι γιά τά χριστοκούλουρα, πού ἀναζητοῦσε τό κερί ἤ τό λιγοστό πετρέλαιο γιά τόν ἑορταστικό φωτισμό τοῦ σπιτιοῦ. Ἄς σκεφτόμαστε τίς συγκινητικές δυσκολίες τῶν προγενεστέρων μας, γιά νά χαιρόμαστε ὀργανικά τή συνέχεια τοῦ πολιτισμοῦ μας. Μόνο ἔτσι δέν θά ξιπαζόμαστε ἀπό τή βολεμένη ζωή μας. Ἡ νεολαία ἰδιαίτερα ἄς μή βλέπει τίς ἀνέσεις καί τίς δυνατότητές της σάν αὐτόματες δημιουργίες στά μέτρα της. Προηγήθηκαν μόχθοι καί ὑλικές μιζέριες, πρίν ἀπό τό ξέσπασμα τῶν σημερινῶν ἀγαθῶν. Χρειάζεται ν’ ἀναζητοῦμε καί νά μαθαίνουμε ὅ,τι προηγήθηκε, ἄν θέλουμε νά συνεχίσουμε μέ κάποιο ἦθος τόν ἴδιο πολιτισμό.
Τρία εἶναι τά θεμελιακά στοιχεῖα πού ἀπασχόλησαν καί ἀπασχολοῦν τό ἑλληνικό σπίτι καί τή νοικοκυρά του τίς μέρες αὐτές τῶν Χριστουγέννων ὡς τά Θεοφάνεια: ἡ ἑστία, τά γεύματα καί ἡ φιλοξενία.
Ἡ ἑστία, μέ τήν πλατύτερη ἔννοια τῆς σπιτικῆς συνοχῆς καί διάρκειας, μέ τήν ὑγεία, τή δύναμη, τήν εὐτεκνία καί τή χαρά, ἔπρεπε νά συντηρεῖ, ὅλο τό Δωδεκαήμερο, τήν πυρά καί τό φῶς της. Τό μεγάλο ἤ τά μεγάλα κλαριά γιά τή φωτιά (τά χριστόξυλα) κι ἡ ἀρωματική στάχτη τους ἔπρεπε νά μένουν ἀναμμένα ὡς τήν ἡμέρα τ’ Ἁγιασμοῦ. Ἐκεῖ γύρω ἀπό τήν ἑστία (τή «γωνιά» ἤ τό τζάκι τῶν ποικίλων σπιτιῶν), μαζεύονταν ὅλα τά μέλη τῆς οἰκογένειας.Περνοῦσαν ἔτσι καί τίς ἄλλες βραδιές, κουβεντιάζοντας καί τρώγοντας «εὐκαρπιακές» λιχουδιές. Ἄγρυπνος ἀνεφοδιαστής πάντα, καί τῆς φωτιᾶς καί τοῦ ποτοῦ καί τῆς λιχουδιᾶς, ἡ νοικοκυρά χαιρόταν νά βλέπει τή συγκέντρωση τῶν δικῶν της καί ν’ ἀκούει τό χαρούμενο «μιληταριό», πού, περνώντας οἱ γιορτές, θά τό ἔχανε.
Ἑστιακό ἐπίσης ἔθιμο ἦταν καί τό στόλισμα τοῦ σπιτιοῦ μέ τήν ἁπλή πρασινάδα τοῦ λόγγου (τή μυρτιά ἤ τό σκίνο, τή δάφνη καί τήν κουμαριά), μέ τά πορτοκάλια στά πιάτα καί στά παράθυρα, πού ἀντικαταστάτης τους σήμερα ἔγινε τό Χριστουγεννιάτικο Δέντρο μέ τά στολίδια του... Καί περίμενε ἡ νοικοκυρά τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, γιά νά τελέσει τό τελευταῖο ἑστιακό ἔθιμο, τό ράντισμα τοῦ σπιτιοῦ μέ τόν ἁγιασμό τοῦ «Ἰορδάνη».
Τά γεύματα ἔπειτα, πλουσιοπάροχα ὅσο γίνεται, πάντα πιό πλούσια ἀπό τίς ἄλλες μέρες καί στόν πιό φτωχό. «Ὅπως τρῶμε σήμερα, νά τρῶμε ὅλο τό χρόνο». Εἶναι μιά συγκινητική προσπάθεια τῶν ἀνθρώπων νά ἐκβιάσουν τή ζωή, νά μήν ἀφήνει πεινασμένους στό διάβα της. Ὄχι μόνο τούς σπιτικούς, ἀλλά καί τούς ἄλλους. Ἀπό ἐδῶ πηγάζουν κι οἱ κοινωνικές φροντίδες μας γιά τούς φτωχούς, ἀπό ἐδῶ καί ἡ ἐντονότερη «φιλανθρωπική» κίνηση πού χαρακτηρίζει ἀπό παλιότερα τίς Γιορτές. Ἡ ζεστασιά τῆς ἑστίας καί τό καλό φαγητό δέν μποροῦσε ν’ ἀφήσει ξεχασμένο τόν συνάνθρωπο. Τό τραπέζι στό σπίτι δέν ξεστρώνεται, γιά νά τρῶνε κι οἱ περαστικοί. Ἀκόμα καί τά ζῶα, εἴτε στόν γεωργικό κάμπο, εἴτε στό κτηνοτροφικό βουνό, πρέπει νά φᾶνε καλύτερα.Μπορεῖ νά τά ρωτήσει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἤ ὁ Ἅη – Βασίλης. (Ποιά ἑταιρία ζωοφίλων σκέφτηκε τέτοια κύρωση;).
Ὅλα τά ἔχει πάλι προβλέψει καί καλοφροντίσει ἡ νοικοκυρά. Ὅσες ἔζησαν καί ζοῦν ἀκόμη τή δύσκολη αὐτή φροντίδα τῆς ἑτοιμασίας τῶν χριστουγεννιάτικων φαγητῶν (ἀπό τά χοιρομαγειρέματα ὡς τά ψησίματα τῶν γιορτόψωμων καί τ’ ἀπανωτά γλυκούδια) μποροῦν καί νά καμαρώνουν γιά τόν παραδοσιακό αὐτό κόπο τους. Μεγάλη ἀμοιβή τους ἡ ἔκδηλη εὐχαρίστηση τῶν δικῶν τους, πού καλοτρῶνε καί καλοκάθονται στό τραπέζι. Δικαιολογημένη καταξίωση γιά τήν προσωπικότητά της κι ὁ τίτλος τῆς «ἀρχόντισσας», πού θά τῆς δώσουν τά παιδικά κάλαντα.
Ἀκολουθεῖ ἡ φιλοξενία. Ἀπό αὐτήν ξεκινᾶ ἡ μεγάλη φροντίδα γιά τά πολλά γλυκίσματα τοῦ Δωδεκαημέρου. «Πάντα γλυκασμένοι νά ’στε!». Ἁπλή εὐχή, ἀλλά τόσο ἀπαραίτητη γιά τή δύσκολη ζωή μας, μέ τά ἄγχη, τίς αὐθαιρεσίες καί τούς φανατισμούς.
Δέν θά ἤθελα νά θίξω κι ἕνα μελαγχολικό ἑρμήνευμα, πού δίνεται γιά μερικά ἀπό τά μειλίγματα τῶν ἡμερῶν αὐτῶν (τά μελομακάρονα, τή βασιλόπιτα κ.ἄ.), ὅτι ἀποτελοῦν θύμηση καί προσφορά στούς νεκρούς. Γιατί ὄχι; Χρειαζόμαστε κι ἐκείνων τή συμπαράσταση καί τήν εὐχή, γιά ὅσα μᾶς ἀνησυχοῦν ἤ ἐπιδιώκουμε στή ζωή μας.Εἶχε καί στόν τομέα αὐτό ἡ νοικοκυρά τήν πιό μεγάλη καί καλλιτεχνική, θά λέγαμε, ἁρμοδιότητα. Τά σχήματα, οἱ ποιότητες καί τά ὀνόματα τῶν ἑλληνικῶν γλυκισμάτων τοῦ Δωδεκαημέρου μποροῦν νά συνθέσουν ἐνδιαφέρον βιβλιαράκι μέ ἀποκαλυπτικό ὀνοματολόγιο. Σήμερα τή βοηθοῦν ἐπίσης, πολύμορφα καί ἐθιμικά, οἱ ἀρτοποιοί καί οἱ ζαχαροπλάστες. Ὅλα τά ἐμπορικά καί βιοτεχνικά ἐπαγγέλματα προσαρμόζονται στά ἔθιμα καί μᾶς βοηθοῦν.
Μεγέθυνση λαϊκῶν ἐθίμων εἶναι κι οἱ φανταχτεροί ἠλεκτροφωτισμοί στίς μεγαλουπόλεις, οἱ τελετές, τά φιλανθρωπικά λαχεῖα, οἱ σωματειακές βασιλόπιτες, τά πολυτελῆ δῶρα, ὅπως καί ὁ ... 13ος μισθός. Τό σπίτι ὅμως μένει στήν ἀρχική του παράδοση, μέ ἐλάχιστες ἐξελίξεις. Κρατεῖ τή χαρά τῆς συγκέντρωσης, τή ζεστασιά τῆς ἀγάπης, τήν ἀρχοντιά τῆς φιλόξενης μορφῆς τοῦ ἑορτασμοῦ. Καί στήν ἀρχοντιά αὐτή, μεγαλόπρεπη καί ἱερατική, ὅπως εἴπαμε, προβάλλει πάντα ἡ παραδοσιακή ὑπόσταση τῆς Ἑλληνίδας Νοικοκυρᾶς.
από την ιστοσελίδα Σύναξη Ορθόδοξων Ρωμηών “Φώτης Κόντογλου” (οι τονισμοί δικοί μας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis