Του Θεόδωρου Δημοσθένους Λυμπεράκη
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Πάνω λοιπόν στο Παγγαίο μια θεϊκή μορφή, φωτεινή σαν ήλιος και ταυτόχρονα σκοτεινή σαν Αδης, πότε συσπασμένη από βακχικό οίστρο, πότε ήρεμη, όπως τα φύλλα του ιερού του φυτού, του κισσού, κυριαρχούσε ανάμεσα σε θνητούς και αθανάτους. Ο Διόνυσος, που το Ελληνικό του επίθετο Βάκχος και το Θρακικό του Σαβάζιος προέρχονται πιθανά από τελετουργικές κραυγές των πιστών του. Ένας ορφικός ύμνος αποκαλεί τον θεό “αγνό”, γιατί τα μυστήριά του είχαν για σκοπό να εξασφαλίσουν την επιβίωση του μύστη (πιστού) και μετά θάνατον, του έδιναν δηλαδή τη δυνατότητα να ξαναγεννηθεί μετά τον θάνατό του σε κάποια άλλη ύπαρξη, αιώνια. Αυτά τα μυστήρια άρχιζαν με εξαγνιστικές τελετουργίες.
Μέσα στα σκοτάδια της νύχτας, (Παυσανίας, Βιργιλίου Γεωργικά κ.λ.π.), ο πιστός έμενε γυμνός. Ο ιερέας τον έπλενε με αγιασμένο νερό, μετά τον άλειβε με πίτυρα και στο πρόσωπο τον άλειβε με γύψο κι έβαζε πάνω του νεβρίδα, δηλαδή δέρμα νεαρού ελαφιού, όπως για όλα αυτά μας λέγει ο Δημοσθένης στον Περί Στεφάνου λόγο του. Στη διάρκεια των δέκα ημερών που προηγούνταν της τελετουργίας αυτής, κατά τον Ρωμαίο Λίβιο, ο πιστός έπρεπε ν’ απέχει από κάθε σεξουαλική σχέση κι έτσι αγνός και καθαρισμένος κι από τα προσωπικά του αμαρτήματα αλλά κι από το αρχικό αμάρτημα των Τιτάνων, (που το όνομά τους προήλθε από τη λέξη τιτανός, που σήμαινε γύψος, ασβέστης), προγόνων του ανθρωπίνου γένους, όταν αυτοί είχαν κομματιάσει τον Διόνυσο Ζαγρέα, να προσέλθει στις εξαγνιστικές τελετές και να συμμετάσχει στην ακατανόητη για τους αρχαίους Έλληνες ωμοφαγία του θυσιασμένου ζώου, στο οποίο πιστευόταν ότι ενσαρκώνεται ο Θεός, μέσα από την αυθυποβολή που προκαλούσε η ιερή μανία, (έξαψη).
Τι ακριβώς όμως ήταν αυτός ο Διόνυσος Σαβάζιος των θρακών που είχε το μεγάλο μαντείο του στο Παγγαίο; Οι τελετές των παιδικών χρόνων του Βάκχου και ο μύθος του Λυκούργου μας ωθούν στο να πιστέψουμε (πράγμα που γίνεται πια σήμερα γενικά αποδεκτό) ότι ο Διόνυσος του Παγγαίου ήταν αρχικά ένας θεός του κυνηγιού και της αγροτικής ζωής, ένας θεός της φύσης και της βλάστησης, που εξασφάλιζε καλές σοδειές. Δεν ήταν όμως ποτέ ο Διόνυσος θεός του κρασιού και της κραιπάλης. Ούτε στην Ιλιάδα, ούτε στους παλιότερους ποιητές και συγγραφείς φαίνεται ο Διόνυσος νάχει τέτοια ιδιότητα. Την ιδιότητά του αυτή την προσέδωσαν οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, αιώνες μετά την αρχική του και καθαρή λατρεία από τους Θράκες, αλλά δυστυχώς με το πέρασμα των χρόνων αυτή επισκίασε τις υπόλοιπες, λιγότερο ευχάριστες αλλά πολύ περισσότερο σημαντικές ιδιότητες του μεγάλου θεού του Παγγαίου.
Ήταν λοιπόν η διονυσιακή λατρεία μια λατρεία με δύο πρόσωπα, ένα πρωταρχικό πρωτόγονο πρόσωπο κι ένα μεταγενέστερο επαναστατικό. Από τη μια βλέπουμε μια θρησκεία παραφροσύνης, ιερής μανίας, τρέλας και τρομερών τελετουργιών, (ωμοφαγία). Από την άλλη όμως βλέπουμε να υπάρχει μέσα στον βακχικό ενθουσιασμό μια άμεση εμπειρία του θείου κι επίσης ένας κανόνας εξαγνισμού και ηθικής ανύψωσης. Με τη διονυσιακή έξαρση, λέγει ο Πλάτων στον Φαίδρο του, ο άνθρωπος φθάνει στη μύηση. Αυτή τον απαλλάσσει από την άθλια κατάστασή του, τον κάνει να συμμετέχει στα προνόμια που παρέχει η θεότητα. Ο μύστης δέχεται τον θεό μέσα του, γίνεται “κατεχόμενος του θεού” όπως λέει ο ίδιος ο Πλάτων στον Ιωνα, ο ιστορικός Πορφύριος αλλά και μια επιγραφή από την Πριήνη της Μ. Ασίας.
Η μεγάλη κι εκτεταμένη σ’ όλα τα θρακικά φύλα του Παγγαίου αλλά και στους Έλληνες που ήρθαν αργότερα λατρεία του Διονύσου -Σαβαζίου οδήγησε στη δημιουργία Διονυσιακών συλλόγων, οι οποίοι, ιδιαίτερα στην περιοχή του Παγγαίου και των Φιλίππων ήταν πολυάριθμοι και είχαν νεκρική μορφή, η οποία οφειλόταν στο ότι ο ίδιος ο Βάκχος θεωρούνταν και ήταν κυρίως ένας Θεός πέραν του τάφου. Οι άμοιροι νεκροί προσδοκούσαν απ’ αυτόν την ανάσταση. Αυτός τους παρείχε τη διαβεβαίωση μιας επιβίωσης της απλής ψυχής τους, στην οποία η ιδέα του ολοσχερούς θανάτου, της παντελούς εξαφάνισης φαινόταν ανυπόφορη. Κι αυτό το αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ένα επιτύμβιο μικρού παιδιού της ρωμαϊκής εποχής που βρέθηκε στο Δοξάτο στα μέσα του 19ου αιώνα κι αντιγράφηκε από τον Γάλλο αρχαιολόγο Leon HEUZEY μέσα στην εκκλησία, (σήμερα έχει πλέον χαθεί), το οποίο περιέχει τον σπαρακτικό θρήνο του πατέρα, ο οποίος απευθυνόμενος στο νεκρό παιδί του λέει σ’ ελεύθερη μετάφραση: Παιδί μου πράο, ενώ εμείς ταλαιπωρούμαστε από τις λύπες της ζωής, εσύ, όπως ακριβώς ζούσες έτσι θα ζεις και μέσα στα Ηλύσια Πεδία (εννοεί τον Παράδεισο των Αρχαίων).
Τώρα, είτε ή στιγματισμένες χάριν του Βρωμίου (Βάκχου) νύμφες θα σε κρατούν κοντά τους μέσα σ’ ανθισμένα λιβάδια, μαζί με τους σατύρους, είτε νεράϊδες με καλάθια στο κεφάλι θα σε ζητούν να πας κοντά τους, για να σέρνεις πρώτος την γιορταστική πορεία του Διονύσου με τις τελετουργικές δάδες. Γιατί έτσι αρέσει στους θεούς, να ζει με αιώνια μορφή εκείνος που αξιώνεται να λάβει την ανώτερη θεϊκή βούληση. Κι αυτή η θεϊκή βούληση δόθηκε σε σένα, που ακολούθησες τον σωστό δρόμο στη ζωή σου. Διότι δεν είναι εύκολο να ζήσει κανείς απλά στην ζωή του, όπως θα το ήθελε ο Θεός”.
Απηχεί λοιπόν αυτή η επιγραφή των ρωμαϊκών χρόνων του Δοξάτου το βαθύ ηθικό περιεχόμενο της Διονυσιακής Θρησκείας του Παγγαίου και της περιοχής του μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια και κατ’ επέκταση απηχεί τις αντιλήψεις των “πρωτόγονων” μη ελληνικών Θρακικών φύλων, τα οποία εν τούτοις, μολονότι “βάρβαρα” για τους Έλληνες, φαίνονται να ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο από τους τελευταίους για τη μέλλουσα ζωή και νάναι βέβαια για την ύπαρξή της, μια βεβαιότητα που φαίνεται από τ’ ανάγλυφα που στόλιζαν τους τάφους των νεκρών τους, στα οποία, ενώ ποτέ σχεδόν δεν απεικονίζεται η μορφή αυτών των νεκρών, εν τούτοις πάντοτε απεικονίζονται τελετουργίες (όπως το ιερό συμπόσιο) ή μορφές (όπως ο Ήρωας Ιππέας) που έχουν σχέση με τη μέλλουσα ζωή. Είναι δηλαδή όλα τα επιτύμβια ανάγλυφα του Παγγαίου, σύμβολα ελπίδας ότι η ζωή δεν σταματά στον τάφο αλλ’ ότι επεκτείνεται πέραν αυτού και ίσως αρχίζει μετά τον τάφο.
Αυτό το πνευματικό περιεχόμενο που τόσο θυμίζει βασικές αρχές του Χριστιανισμού, αναμφίβολα δεν πρέπει να υπήρχε στην αρχαία διονυσιακή θρησκεία αλλά μόνο στη μεταγενέστερη εξελιγμένη μορφή της. Στην αρχή αυτή η θρησκεία δεν είχε άλλο σκοπό, καθώς κι όλες οι αγροτικές θρησκείες, παρά να εξασφαλίσει την ανάσταση της νεκρής κατά τον χειμώνα φυτικής και ζωϊκής ζωής. Πότε αυτή άρχισε να φροντίζει και για την ανάσταση των πιστών της; Δεν γνωρίζουμε. Όμως δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι η διονυσιακή θρησκεία περίμενε ως την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας για να μεριμνήσει για την ανάσταση των πιστών της. Αυτή πρέπει πολύ νωρίτερα ν’ ακολούθησε το παράδειγμα του Ορφισμού. Η ορφική αίρεση, γεννημένη και βγαλμένη μέσα από τους κόλπους της διονυσιακής θρησκείας άσκησε με τη σειρά της τη δική της επίδραση σ’ αυτή την τελευταία και της αποτύπωσε τις δικές της εσχατολογικές ανησυχίες.
ΟΡΦΕΑΣ
Όπως ήδη προαναφέραμε, οι Πίερες θράκες της Πιερίας κοιλάδος, πολύ πριν από τον 5ο π.Χ. αιώνα ζούσαν μέσα στα όρια του σημερινού Νομού Πιερίας. Αυτοί πρώτοι λάτρεψαν εκεί και ιδιαίτερα στην πόλη Δίον τις εννέα μούσες, οι οποίες, από το όνομα των Πιέρων θρακών δεν έπαψαν ποτέ, μέχρι το τέλος της αρχαιότητος, ν’ αποκαλούνται Πιερίδες.
Αυτή η λατρεία των μουσών ήταν άμεσα συνδεδεμένη από τους Πίερες του Ολύμπου με την λατρεία και την φιλολογία γύρω από τον Ορφέα.
Ο Ορφέας, που σύμφωνα με όλες τις αρχαίες πηγές ήταν θρακικής καταγωγής, ήταν κατά τη μυθολογία γιός του Οιάγρου, βασιλέα της Θράκης και της Καλλιόπης, της πιο γνωστής από τις 9 μούσες και ζούσε στην Πίμπλεια, πόλη της Πιερίας του Ολύμπου. Ήταν μεγάλος τραγουδιστής, μουσικός και ποιητής.
Για το θάνατο του Ορφέα υπήρχαν διάφοροι μύθοι, με κυρίαρχο αυτόν που εκθέτει ο Πλάτων στο Συμπόσιό του: Ο Ορφέας, σαν μουσικός και ποιητής ήταν λάτρης του θεού της μουσικής, του Απόλλωνα. Όταν λοιπόν ο Απόλλων ήλθε κάποτε πάνω στο Παγγαίο, το Ιερό όρος του Διονύσου, ο Ορφέας έκανε σύγκριση ανάμεσα στους δυο θεούς η οποία ταπείνωνε και υποβίβαζε τον μεγάλο Θράκα θεό. Μια τέτοια σύγκριση, γενόμενη από θνητό ήταν μεγάλη ασέβεια προς τους θεούς, τους οποίους εξόργισε και την οποία έπρεπε η Νέμεσις να τιμωρήσει σκληρά. Έτσι ο Διόνυσος με την βοήθειά της έστειλε τις Βασσαρίδες, Θράκισσες γυναίκες που ήταν μυημένες στα μυστήριά του και τελούσαν την οργιαστική λατρεία του, οι οποίες και κομμάτιασαν τον Ορφέα πάνω στο Παγγαίο. Οι 9 μούσες μετέφεραν αυτά τα κομμάτια πολύ μακριά, στο βασίλειό τους στα Λείβηθρα, (που βρισκόταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Λιτόχωρο) όπου και τα έθαψαν, μέχρι δε την εποχή του περιηγητή Παυσανία, (1ος αι. π.Χ.) οι κάτοικοι των Λειβήθρων έδειχναν τον τάφο του.
Είναι βέβαιο ότι οι Πίερες, εκδιωχθέντες από την Πιερία του Ολύμπου κι εγκατασταθέντες στην περιοχή της Πιερίας κοιλάδος, όπου, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο “ώκησαν Φάγρητα και άλλα χωρία”, μετέφεραν ασφαλώς μαζί τους στις νέες τους εστίες τη λατρεία των μουσών και του μεγάλου τους ποιητή και μύστη, του Ορφέα. Δεν υπάρχει όμως καμία απόδειξη βγαλμένη μέσα από κείμενα αρχαίων Ελλήνων ή Ρωμαίων συγγραφέων ή μέσα από αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής που να βεβαιώνει ότι είτε υπήρχε κάποιο ιερό του Ορφέα στο Παγγαίο, είτε ότι η λατρεία του είχε συνδεθεί εκεί με αυτήν του Θράκα Διονύσου. Πάντως υπάρχουν αρκετοί, παλαιοί και νεώτεροι ιστορικοί που έχουν αντίθετη γνώμη.
Ποιο τέλος ήταν το περιεχόμενο της ορφικής θρησκείας;
Η ορφική θρησκεία έχει συνειδητοποιήσει ότι οι θεότητες που υπάρχουν και λατρεύονται στα διάφορα μέρη δεν είναι τίποτε άλλο από τις ποικίλες εκδηλώσεις μιας και μοναδικής θεότητας, που κάθε φορά, ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανθρώπινες ανάγκες, βαφτίζεται κι εκδηλώνεται ανάλογα. Θέλησε έτσι αυτή τη συνείδηση να την μεταδώσει και στους ανθρώπους με τρόπο απλό και κατανοητό. Και το πέτυχε αυτό με τα μυστήρια. Ο νέος πιστός, ο μυούμενος στην Ορφική διδασκαλία, για να μπορέσει να κατανοήσει την αλήθεια για τη θεότητα, περνούσε από διάφορα μυητικά στάδια, ενώ παράλληλα ζούσε μια ζωή πλήρη εγκράτειας από υλικές απολαύσεις. Έτσι σιγά – σιγά ωρίμαζε το πνεύμα του, άνοιγε η συνείδησή του και γινόταν Μύστης, δηλαδή μυημένος πιστός.
Είναι λοιπόν προφανές ότι υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο μεγάλες πνευματικές διδασκαλίες που οι πρωτόγονοι εντός εισαγωγικών Θράκες του Παγγαίου και της ευρύτερης Θράκης πρόσφεραν στην ανθρωπότητα, μια σχέση που αποτύπωσε ιδιαίτερα παραστατικά ο σοφός P. Perdrizet, στο βιβλίο του, Λατρείες και Μύθοι του Παγγαίου:
«Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε την μιαν από την άλλη, τις δύο θρησκείες που πήρε η κυρίως Ελλάδα από την Θράκη, εφόσον θεωρηθεί (και είναι δεδομένη) η επίδραση που άσκησε ο Ορφισμός πάνω στη διονυσιακή θρησκεία. Οι μυστηριακές τελετουργίες τους και η μυστική ερμηνεία που αυτές έδιναν στους μυουμένους, φαίνεται ότι έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους. Υπήρχε και στη μια και στην άλλη μια βίαιη έξαρση προς το θείο, μια σφοδρή επιθυμία να γίνει ο μυούμενος όμοιος με τον θεό. Υπήρχαν, για την επίτευξη αυτού του “καθ’ ομοίωση”, θυσίες κοινωνίας, οι οποίες, μέσα στη διονυσιακή λατρεία διατηρούσαν τον αρχαίο άγριο χαρακτήρα τους, (ωμοφαγία), ενώ στην εκλεπτυσμένη ορφική θρησκεία είχαν περισσότερο πνευματικό χαρακτήρα. Και στις δυο και στον ορφισμό δηλ. όπως και στην πιο τραχειά λατρεία του θράκα Διονύσου, το σώμα του θεού τεμαχιζόταν, για να χρησιμεύσει για τροφή στο κοινό συμπόσιο των πιστών.
Τί ήθελαν να πετύχουν οι Ορφικοί και οι Διονυσιασταί, προσπαθώντας να μοιάσουν τον θεό τους; Ήθελαν, όπως κι εκείνος, να ξαναγεννηθούν σε μιαν άλλη ζωή. Με το πάθος του, με τον θάνατό του ο Διόνυσος είχε εξαγοράσει μια καινούργια ζωή. Καθώς το πάθος και η παλιγγενεσία του αρχαίου θεού της αιώνια αναγεννώμενης βλάστησης ανανεωνόταν περιοδικά, ο θεός αποδεικνυόταν πράγματι αθάνατος. Ο πιστός συμμορφωνόταν και μιμούνταν τον θεό, για να φτάσει κι αυτός σε μιαν αιώνια ζωή.
ΘΡΑΚΑΣ ΙΠΠΕΑΣ
Από τους υπόλοιπους θεούς που λάτρευαν οι Θράκες ο πιο αγαπητός, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, όπου η λατρεία του άφησε τα πιο πολυάριθμα ίχνη, από τον Δούναβη μέχρι τον Στρυμόνα και το Αιγαίο, ήταν ο Ήρωας Ιππέας ή αλλιώς Κύριος Ήρωας, που όπως ήδη αναφέραμε μιλώντας για τον Διόνυσο, ίσως να μην ήταν τίποτε περισσότερο από μια μορφή του ίδιου αυτού του μέγιστου Θεού των θρακών ή μια παραλλαγή της αρχικής λατρείας του αρχαίου θράκα ήρωα Ρήσου, τον οποίο ήδη μνημονεύσαμε σαν θεό θεραπευτή.
Για τους αρχαίους Θράκες και ιδίως για τους γεωργικούς πληθυσμούς ο Θράκας Ιππέας εθεωρείτο θεός θεραπευτής (γιατρός), όχι μόνο των ανθρώπων αλλ’ ακόμη και των ζώων. Ήταν δε τόσο γνωστός, ώστε δεν έκριναν απαραίτητο οι πιστοί να μνημονεύουν το όνομά του πάνω στα χιλιάδες ανάγλυφα που τον παρίσταναν και τα οποία βγαίνουν συχνά στην επιφάνεια από τα σπλάχνα της θρακικής γης. Ίσως όμως η μη αναφορά του ονόματός του να οφείλεται σε θρησκευτικό φόβο ή σεβασμό, όπως συνέβαινε με τους Εβραίους της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι ούτε πρόφεραν ούτε κι έγραφαν ποτέ το όνομα του Θεού.
Έτσι τον ονόμαζαν στα μικρά αυτά ανάγλυφά τους μόνο με τον τίτλο “Κυρίω Ηρωι”, πράγμα που έγινε κυρίως στην ύστερη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οπότε η λατρεία του γνώρισε ιδιαίτερα μεγάλη άνθιση στη Θράκη, όπου και ταυτίστηκε με τοπικούς θρακικούς θεούς αλλά και με τον Απόλλωνα, τον Ασκληπιό κ.λ.π. και ιδιαίτερα με τον Ηρακλή, από τον οποίο πήρε την κυνηγετική ιδιότητα και εμφανιζόταν πλέον και σαν θεός – κυνηγός και προστάτης των κυνηγών.
Η λέξη Κύριος ήταν συνηθισμένη δίπλα στα ονόματα των μεγάλων και αγαπητών Θεών των θρακών. Έτσι συναντούμε στις επιγραφές Κυρίω Διί, Κυρία Ηρα, Κυρίω Απόλλωνι κ.λ.π. Το πιο χαρακτηριστικό μέρος του ονόματός του συνεπώς ήταν το Ήρως, δίπλα στο οποίο πολλές φορές έβαζαν ένα επίθετο ελληνικό (λ.χ. σωτήρ) ή αργότερα λατινικό ή, συνηθέστερα, ένα θρακικό επίθετο, συνήθως σχετιζόμενο με τον τόπο της λατρείας του, (όπως Ζυμινδρηνός, Γεριηνός, Αυδήκουλος, Αυλωνείτης κ.λ.π.) Το τελευταίο αυτό επίθετο (Αυλωνείτης) έφερε ο θεός σ’ ένα μεγάλο και σημαντικό ιερό του, που πρόσφατα βρέθηκε κι ανασκάφηκε στην περιοχή των Κηπιών Καβάλας, λίγες εκατοντάδες μέτρα από την Εθνική Οδό Καβάλας -Θεσσαλονίκης.
Αυτές οι λατρείες των ντόπιων θρακικών θεών καθώς και των θεών του ελληνικού πανθέου, συνεχίστηκαν μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση της περιοχής. Τότε οι Ιταλοί και οι ρωμαίοι άποικοι που πλημμύρισαν την περιοχή γύρω από το Παγγαίο έφεραν μαζί τους τις δικές τους λατρείες και τους δικούς τους θεούς κι αυτές οι λατρείες ήλθαν σύντομα σ’ επαφή με τις τοπικές, θρακικής κυρίως προέλευσης λατρείες που ίσχυαν από παλιά, καθώς και με ανατολικές λατρείες, που ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., με την εξάπλωση του ελληνικού πνεύματος στην Ανατολή από τον Μ. Αλέξανδρο άρχισαν να μεταφέρονται στην Παγγαιική ενδοχώρα.
Η θρησκεία που έφεραν οι Ρωμαίοι άποικοι στην περιοχή του Παγγαίου, που σχεδόν ολόκληρο, πλην της αυτονόμου Αμφιπόλεως βρέθηκε μέσα στα όρια της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων, ήταν αυτή που ο Αυτοκράτορας Αύγουστος εγκαθίδρυσε στη Ρώμη, μια θρησκεία απόλυτα διαποτισμένη από την πλούσια ελληνική μυθολογία και ήδη εξ αρχής ανοιχτή στις ανατολικές λατρείες. Έτσι οι Ρωμαίοι άποικοι έφεραν και συνέχισαν να λατρεύουν στην περιοχή μας όλους τους Ολύμπιους θεούς και τη συνοδεία τους, τις θεότητες της γης και της ανθρώπινης ζωής, τις αλληγορικές θεότητες και τέλος την λατρεία του ίδιου του Αυτοκράτορα.
Σ’ όλη όμως τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατάκτησης αυτόχθονες και άποικοι λάτρευαν ιδιαίτερα στην ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων ένα θράκα θεό, με το ρωμαϊκό όνομα του Liber pater, καθώς και τη σύζυγο αυτού, την Libera. Ο θεός αυτός στην Ιταλία, πριν τον ερχομό των αποίκων, ταυτιζόταν με τον Διόνυσο κι όπως ήταν φυσικό έτυχε από τους αυτόχθονες θράκες ευμενέστατης υποδοχής, αφού επρόκειτο για τον ίδιο τον δικό τους Μέγιστο Θεό του γειτονικού Παγγαίου, του οποίου το μαντείο δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι είχε πάψει να υπάρχει. Μάλιστα την ταύτιση του ρωμαίου θεού με τον θράκα Διόνυσο δέχθηκαν ακόμη και οι μυημένοι πιστοί του Διονύσου που υπήρχαν στα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης της περιοχής γύρω από το Παγγαίο.
Οι θεότητες που λατρεύονταν στη ρωμαϊκή εποχή γύρω από το Παγγαίο λατρεύονταν όχι μόνο ατομικά από τους πιστούς αλλά κύρια από ομάδες πιστών, συνασπισμένες σε συλλόγους και θιάσους, που ήταν πολλοί. Τέτοιοι θίασοι ήταν κυρίως οι Διονυσιακοί, που υπήρχαν ήδη από αιώνες ενωρίτερα σ’ όλους πιθανόν τους οικισμούς γύρω από το Παγγαίο και είχαν έντονο μυστικιστικό χαρακτήρα, είχαν δε μέλη κυρίως θράκες αλλά ενίοτε και ρωμαίους, όπως φανερώνουν τα ονόματα των επιγραφών που τους μνημονεύουν. Έτσι, Διονυσιακό θίασο γνωρίζουμε από την περίφημη στήλη του Ποδοχωρίου που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, θίασο Μαινάδων γνωρίζουμε από επιγραφή στην περιοχή των Φιλίππων, από την Αλιστράτη Σερρών, την Καλή Βρύση Δράμας κ.λ.π.
Η λατρεία ιδιαίτερα του Διονύσου – Liber Pater στην ρωμαϊκή πλέον αποικία των Φιλίππων που είχε απόλυτα κοινό για τους αυτόχθονες θράκες και για τους ρωμαίους αποίκους περιεχόμενο, συνδέθηκε αμέσως και υποβοηθήθηκε από τις ρωμαϊκές γιορτές των νεκρών, rosalia και parentalia, που έφεραν επίσης μαζί τους οι άποικοι από την Ιταλία, οι οποίες με την σειρά τους υπέκυψαν πολλές φορές στη γοητεία παλαιών τοπικών τελετουργιών.
Είπαμε πιο μπροστά ότι για τους αυτόχθονες πιστούς του Διονύσου, ήδη από αιώνες πριν ήταν δεδομένη η βεβαιότητα για την ύπαρξη μέλλουσας ζωής και για την αθανασία της ψυχής. Αυτές οι δοξασίες όμως είχαν ήδη επεκταθεί και εκτός των ορίων της Θράκης και της κυρίως Ελλάδος και μέσω των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου και των επιγόνων του είχαν επηρεάσει την σκέψη του μέγιστου μέρους της τότε ανθρωπότητας. Έτσι από την ανατολή έφθασαν και στη Ρώμη πριν ακόμη κι από την ρωμαϊκή αποίκιση της περιοχής του Παγγαίου, κατά τρόπον ώστε όταν ήλθαν οι ρωμαίοι άποικοι, βρήκαν εδώ τελετές και δοξασίες των αυτοχθόνων θρακών συνδεόμενες με τον Παγγαιικό Διόνυσο, που τους ήταν σε γενικές γραμμές γνωστές.
Στη ρωμαϊκή λοιπόν εποχή, οι Ρωμαίοι και οι Θράκες που πέθαιναν στα όρια της αποικίας, άφηναν με διαθήκη κάποια περιουσιακά στοιχεία ή χρηματικά ποσά στους θρησκευτικούς συλλόγους τους αφιερωμένους είτε στον Διόνυσο LIber Pater, είτε στον θράκα Ιππέα, είτε στον συγγενικό θράκα θεό Σουρεγέθη, ή ακόμη άφηναν τέτοια περιουσιακά στοιχεία στους κατοίκους κάποιου οικισμού, οι οποίοι (θίασοι ή κάτοικοι οικισμών, vicani) έτσι υποχρεώνονταν να τελούν κάθε χρόνο πάνω στους τάφους των νεκρών νεκρικές τελετές, επ’ ευκαιρία μιας ρωμαϊκής γιορτής των νεκρών (Rosalia, Parentalia). Όλοι οι πιστοί του Διονύσου -Liber Pater απέκτησαν τη λατινική συνήθεια να έρχονται κάθε έτος και να στολίζουν με λουλούδια ή να καίνε τριαντάφυλλα στον τάφο του νεκρού και να τελούν δίπλα σ’ αυτόν ένα νεκρικό γεύμα κι αυτό είναι πιθανό, όπως πρότεινε ο γάλλος αρχαιολόγος L. Heuzey, να ευνοήθηκε από την τοπική παράδοση της καλλιέργειας στην περιοχή του Παγγαίου από αιώνες των φημισμένων εκατόφυλλων ρόδων του Παγγαίου, έστω κι αν δεν μπορεί ακόμη ν’ αποδειχθεί ότι αυτά τα λουλούδια ήταν από πολύ παλιά αφιερωμένα και στην λατρεία του Παγγαιικού Διονύσου.
Γίνεται συνεπώς κατανοητό από τ’ ανωτέρω ότι, από όποια πλευρά κι αν τις εξετάσει κανείς, οι λατρείες και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των ρωμαίων κατοίκων του Παγγαίου και του αυτόχθονος μακεδονοθρακικού στοιχείου αντανακλούν ακριβώς τις σχέσεις του αναμεμειγμένου πληθυσμού που τις εκτελούσε. Αναγνωρίζει σ’ αυτές κανείς τα διαφορετικά στοιχεία από τα οποία ο πληθυσμός του Παγγαίου ήταν συντεθειμένος και τις εξωτερικές επιρροές που αυτός δέχθηκε. Μέσα στα ρωμαϊκά πλαίσια που τέθηκαν με τον αποικισμό, η παλιά θρακική θρησκεία, που παρέμεινε ζωντανή, υποτάχθηκε μόνο από την άποψη του τυπικού της στην τυπολατρική λατρεία των νεοφερμένων, ενώ παράλληλα η αφοσίωση αυτών των τελευταίων στις λατρείες της πατρίδας τους δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στη γοητεία των ανατολικών λατρειών και των εσχατολογικών δογμάτων της Διονυσιακής και της Ορφικής θρησκείας, των οποίων η επιρροή ήταν τότε αυξημένη μέσα σ’ ολόκληρη την Αυτοκρατορία.
Αυτή η αλληλεπίδραση δίνει στη θρησκευτική ζωή της περιοχής κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας και ιδιαίτερα των πρώτων μ. Χ. αιώνων αυτής, όλο της το ενδιαφέρον. Κι αυτήν την αλληλεπίδραση δύο παράγοντες την ευνόησαν: από τη μια μεριά, οι περιστάσεις που είχαν οδηγήσει τόσο διαφορετικούς πληθυσμούς να ζήσουν μαζί σ’ ένα σημείο της Μακεδονικής Θράκης στο οποίο οι πιο σεβάσμιες θρησκευτικές παραδόσεις παρέμεναν αναλλοίωτες κι από την άλλη μεριά, η ιδιαίτερη θέση της περιοχής πάνω, αφενός στις χερσαίες οδούς πρόσβασης από και προς την εγγύς ευρισκόμενη Ανατολή και ιδιαίτερα της περιφημότερης απ’ αυτές τις οδούς, της Εγνατίας Οδού κι αφετέρου πάνω στην φημισμένη θαλάσσια οδό που συνέδεε τη Νεάπολη, την σημερινή Καβάλα, που βρισκόταν και πάνω στην Εγνατία Οδό, με την απέναντι μικρασιατική ακτή και ειδικότερα με την Αλεξάνδρεια της Τρωάδος.
Οι δύο αυτές οδοί επί μακρόν χρησίμευσαν σαν οχήματα της διείσδυσης των ρωμαίων αποίκων και του ρωμαϊκού πολιτισμού στην περιοχή του Παγγαίου. Αλλά καθ’ ον χρόνο έφθανε στο Παγγαίο μέσω των οδών αυτών ο ρωμαϊκός πολιτισμός, μαζί με τους ρωμαίους αποίκους που κατέφθαναν, η περιοχή δια της ιδίας οδού ερχόταν επίσης σ’ επαφή και με τις ανατολικές ιδέες και θρησκευτικές αντιλήψεις, οι οποίες κατευθύνονταν με αντίστροφη πορεία προς την Ρώμη, πάλι μέσω αυτής της λεωφόρου του πολιτισμού. Οι ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες και ιδέες μετακινούνταν πια ελεύθερα, ιδιαίτερα σε μια περιοχή όπου επί αιώνες η Διονυσιακή και η ορφική θρησκεία καλλιέργησαν τις ιδέες τους, τις τόσο συγγενικές προς αυτές της νέας θρησκείας που ανέτειλε παρήγορα στην ταραγμένη ανθρωπότητα.
Έτσι, πιστεύω, δεν είναι καθόλου τυχαίο που η περιοχή ακριβώς του Παγγαίου δέχεται πρώτη την επίσκεψη του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών, του Παύλου και γίνεται αυτή πρώτη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ο φορέας, ο αποδέκτης κι ο μεταλαμπαδευτής των νέων ιδεών του Χριστιανισμού. Και είναι βέβαια φυσικό, τουλάχιστον το Μακεδονοθρακικό υπόβαθρο του πληθυσμού του Παγγαίου, επί αιώνες γαλουχημένο σε ιδέες σχετικές με την μέλλουσα ζωή και την αθανασία της ψυχής κι επί αιώνες ερχόμενο σ’ επαφή με ανατολικής προελεύσεως θρησκείες που είχαν επηρεάσει τον Ιουδαϊσμό και είχαν επηρεαστεί απ’ αυτόν, να βρεθεί πολύ περισσότερο προετοιμασμένο να δεχτεί τον Χριστιανισμό και να τον κατανοήσει.
www.xronometro.com/
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙ ΠΑΓΓΑΙΟΥ ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ
©www.visaltis.net
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Πάνω λοιπόν στο Παγγαίο μια θεϊκή μορφή, φωτεινή σαν ήλιος και ταυτόχρονα σκοτεινή σαν Αδης, πότε συσπασμένη από βακχικό οίστρο, πότε ήρεμη, όπως τα φύλλα του ιερού του φυτού, του κισσού, κυριαρχούσε ανάμεσα σε θνητούς και αθανάτους. Ο Διόνυσος, που το Ελληνικό του επίθετο Βάκχος και το Θρακικό του Σαβάζιος προέρχονται πιθανά από τελετουργικές κραυγές των πιστών του. Ένας ορφικός ύμνος αποκαλεί τον θεό “αγνό”, γιατί τα μυστήριά του είχαν για σκοπό να εξασφαλίσουν την επιβίωση του μύστη (πιστού) και μετά θάνατον, του έδιναν δηλαδή τη δυνατότητα να ξαναγεννηθεί μετά τον θάνατό του σε κάποια άλλη ύπαρξη, αιώνια. Αυτά τα μυστήρια άρχιζαν με εξαγνιστικές τελετουργίες.
Μέσα στα σκοτάδια της νύχτας, (Παυσανίας, Βιργιλίου Γεωργικά κ.λ.π.), ο πιστός έμενε γυμνός. Ο ιερέας τον έπλενε με αγιασμένο νερό, μετά τον άλειβε με πίτυρα και στο πρόσωπο τον άλειβε με γύψο κι έβαζε πάνω του νεβρίδα, δηλαδή δέρμα νεαρού ελαφιού, όπως για όλα αυτά μας λέγει ο Δημοσθένης στον Περί Στεφάνου λόγο του. Στη διάρκεια των δέκα ημερών που προηγούνταν της τελετουργίας αυτής, κατά τον Ρωμαίο Λίβιο, ο πιστός έπρεπε ν’ απέχει από κάθε σεξουαλική σχέση κι έτσι αγνός και καθαρισμένος κι από τα προσωπικά του αμαρτήματα αλλά κι από το αρχικό αμάρτημα των Τιτάνων, (που το όνομά τους προήλθε από τη λέξη τιτανός, που σήμαινε γύψος, ασβέστης), προγόνων του ανθρωπίνου γένους, όταν αυτοί είχαν κομματιάσει τον Διόνυσο Ζαγρέα, να προσέλθει στις εξαγνιστικές τελετές και να συμμετάσχει στην ακατανόητη για τους αρχαίους Έλληνες ωμοφαγία του θυσιασμένου ζώου, στο οποίο πιστευόταν ότι ενσαρκώνεται ο Θεός, μέσα από την αυθυποβολή που προκαλούσε η ιερή μανία, (έξαψη).
Τι ακριβώς όμως ήταν αυτός ο Διόνυσος Σαβάζιος των θρακών που είχε το μεγάλο μαντείο του στο Παγγαίο; Οι τελετές των παιδικών χρόνων του Βάκχου και ο μύθος του Λυκούργου μας ωθούν στο να πιστέψουμε (πράγμα που γίνεται πια σήμερα γενικά αποδεκτό) ότι ο Διόνυσος του Παγγαίου ήταν αρχικά ένας θεός του κυνηγιού και της αγροτικής ζωής, ένας θεός της φύσης και της βλάστησης, που εξασφάλιζε καλές σοδειές. Δεν ήταν όμως ποτέ ο Διόνυσος θεός του κρασιού και της κραιπάλης. Ούτε στην Ιλιάδα, ούτε στους παλιότερους ποιητές και συγγραφείς φαίνεται ο Διόνυσος νάχει τέτοια ιδιότητα. Την ιδιότητά του αυτή την προσέδωσαν οι Έλληνες και αργότερα οι Ρωμαίοι, αιώνες μετά την αρχική του και καθαρή λατρεία από τους Θράκες, αλλά δυστυχώς με το πέρασμα των χρόνων αυτή επισκίασε τις υπόλοιπες, λιγότερο ευχάριστες αλλά πολύ περισσότερο σημαντικές ιδιότητες του μεγάλου θεού του Παγγαίου.
Ήταν λοιπόν η διονυσιακή λατρεία μια λατρεία με δύο πρόσωπα, ένα πρωταρχικό πρωτόγονο πρόσωπο κι ένα μεταγενέστερο επαναστατικό. Από τη μια βλέπουμε μια θρησκεία παραφροσύνης, ιερής μανίας, τρέλας και τρομερών τελετουργιών, (ωμοφαγία). Από την άλλη όμως βλέπουμε να υπάρχει μέσα στον βακχικό ενθουσιασμό μια άμεση εμπειρία του θείου κι επίσης ένας κανόνας εξαγνισμού και ηθικής ανύψωσης. Με τη διονυσιακή έξαρση, λέγει ο Πλάτων στον Φαίδρο του, ο άνθρωπος φθάνει στη μύηση. Αυτή τον απαλλάσσει από την άθλια κατάστασή του, τον κάνει να συμμετέχει στα προνόμια που παρέχει η θεότητα. Ο μύστης δέχεται τον θεό μέσα του, γίνεται “κατεχόμενος του θεού” όπως λέει ο ίδιος ο Πλάτων στον Ιωνα, ο ιστορικός Πορφύριος αλλά και μια επιγραφή από την Πριήνη της Μ. Ασίας.
Η μεγάλη κι εκτεταμένη σ’ όλα τα θρακικά φύλα του Παγγαίου αλλά και στους Έλληνες που ήρθαν αργότερα λατρεία του Διονύσου -Σαβαζίου οδήγησε στη δημιουργία Διονυσιακών συλλόγων, οι οποίοι, ιδιαίτερα στην περιοχή του Παγγαίου και των Φιλίππων ήταν πολυάριθμοι και είχαν νεκρική μορφή, η οποία οφειλόταν στο ότι ο ίδιος ο Βάκχος θεωρούνταν και ήταν κυρίως ένας Θεός πέραν του τάφου. Οι άμοιροι νεκροί προσδοκούσαν απ’ αυτόν την ανάσταση. Αυτός τους παρείχε τη διαβεβαίωση μιας επιβίωσης της απλής ψυχής τους, στην οποία η ιδέα του ολοσχερούς θανάτου, της παντελούς εξαφάνισης φαινόταν ανυπόφορη. Κι αυτό το αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ένα επιτύμβιο μικρού παιδιού της ρωμαϊκής εποχής που βρέθηκε στο Δοξάτο στα μέσα του 19ου αιώνα κι αντιγράφηκε από τον Γάλλο αρχαιολόγο Leon HEUZEY μέσα στην εκκλησία, (σήμερα έχει πλέον χαθεί), το οποίο περιέχει τον σπαρακτικό θρήνο του πατέρα, ο οποίος απευθυνόμενος στο νεκρό παιδί του λέει σ’ ελεύθερη μετάφραση: Παιδί μου πράο, ενώ εμείς ταλαιπωρούμαστε από τις λύπες της ζωής, εσύ, όπως ακριβώς ζούσες έτσι θα ζεις και μέσα στα Ηλύσια Πεδία (εννοεί τον Παράδεισο των Αρχαίων).
Τώρα, είτε ή στιγματισμένες χάριν του Βρωμίου (Βάκχου) νύμφες θα σε κρατούν κοντά τους μέσα σ’ ανθισμένα λιβάδια, μαζί με τους σατύρους, είτε νεράϊδες με καλάθια στο κεφάλι θα σε ζητούν να πας κοντά τους, για να σέρνεις πρώτος την γιορταστική πορεία του Διονύσου με τις τελετουργικές δάδες. Γιατί έτσι αρέσει στους θεούς, να ζει με αιώνια μορφή εκείνος που αξιώνεται να λάβει την ανώτερη θεϊκή βούληση. Κι αυτή η θεϊκή βούληση δόθηκε σε σένα, που ακολούθησες τον σωστό δρόμο στη ζωή σου. Διότι δεν είναι εύκολο να ζήσει κανείς απλά στην ζωή του, όπως θα το ήθελε ο Θεός”.
Απηχεί λοιπόν αυτή η επιγραφή των ρωμαϊκών χρόνων του Δοξάτου το βαθύ ηθικό περιεχόμενο της Διονυσιακής Θρησκείας του Παγγαίου και της περιοχής του μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια και κατ’ επέκταση απηχεί τις αντιλήψεις των “πρωτόγονων” μη ελληνικών Θρακικών φύλων, τα οποία εν τούτοις, μολονότι “βάρβαρα” για τους Έλληνες, φαίνονται να ενδιαφέρονται πολύ περισσότερο από τους τελευταίους για τη μέλλουσα ζωή και νάναι βέβαια για την ύπαρξή της, μια βεβαιότητα που φαίνεται από τ’ ανάγλυφα που στόλιζαν τους τάφους των νεκρών τους, στα οποία, ενώ ποτέ σχεδόν δεν απεικονίζεται η μορφή αυτών των νεκρών, εν τούτοις πάντοτε απεικονίζονται τελετουργίες (όπως το ιερό συμπόσιο) ή μορφές (όπως ο Ήρωας Ιππέας) που έχουν σχέση με τη μέλλουσα ζωή. Είναι δηλαδή όλα τα επιτύμβια ανάγλυφα του Παγγαίου, σύμβολα ελπίδας ότι η ζωή δεν σταματά στον τάφο αλλ’ ότι επεκτείνεται πέραν αυτού και ίσως αρχίζει μετά τον τάφο.
Αυτό το πνευματικό περιεχόμενο που τόσο θυμίζει βασικές αρχές του Χριστιανισμού, αναμφίβολα δεν πρέπει να υπήρχε στην αρχαία διονυσιακή θρησκεία αλλά μόνο στη μεταγενέστερη εξελιγμένη μορφή της. Στην αρχή αυτή η θρησκεία δεν είχε άλλο σκοπό, καθώς κι όλες οι αγροτικές θρησκείες, παρά να εξασφαλίσει την ανάσταση της νεκρής κατά τον χειμώνα φυτικής και ζωϊκής ζωής. Πότε αυτή άρχισε να φροντίζει και για την ανάσταση των πιστών της; Δεν γνωρίζουμε. Όμως δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι η διονυσιακή θρησκεία περίμενε ως την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας για να μεριμνήσει για την ανάσταση των πιστών της. Αυτή πρέπει πολύ νωρίτερα ν’ ακολούθησε το παράδειγμα του Ορφισμού. Η ορφική αίρεση, γεννημένη και βγαλμένη μέσα από τους κόλπους της διονυσιακής θρησκείας άσκησε με τη σειρά της τη δική της επίδραση σ’ αυτή την τελευταία και της αποτύπωσε τις δικές της εσχατολογικές ανησυχίες.
ΟΡΦΕΑΣ
Όπως ήδη προαναφέραμε, οι Πίερες θράκες της Πιερίας κοιλάδος, πολύ πριν από τον 5ο π.Χ. αιώνα ζούσαν μέσα στα όρια του σημερινού Νομού Πιερίας. Αυτοί πρώτοι λάτρεψαν εκεί και ιδιαίτερα στην πόλη Δίον τις εννέα μούσες, οι οποίες, από το όνομα των Πιέρων θρακών δεν έπαψαν ποτέ, μέχρι το τέλος της αρχαιότητος, ν’ αποκαλούνται Πιερίδες.
Αυτή η λατρεία των μουσών ήταν άμεσα συνδεδεμένη από τους Πίερες του Ολύμπου με την λατρεία και την φιλολογία γύρω από τον Ορφέα.
Ο Ορφέας, που σύμφωνα με όλες τις αρχαίες πηγές ήταν θρακικής καταγωγής, ήταν κατά τη μυθολογία γιός του Οιάγρου, βασιλέα της Θράκης και της Καλλιόπης, της πιο γνωστής από τις 9 μούσες και ζούσε στην Πίμπλεια, πόλη της Πιερίας του Ολύμπου. Ήταν μεγάλος τραγουδιστής, μουσικός και ποιητής.
Για το θάνατο του Ορφέα υπήρχαν διάφοροι μύθοι, με κυρίαρχο αυτόν που εκθέτει ο Πλάτων στο Συμπόσιό του: Ο Ορφέας, σαν μουσικός και ποιητής ήταν λάτρης του θεού της μουσικής, του Απόλλωνα. Όταν λοιπόν ο Απόλλων ήλθε κάποτε πάνω στο Παγγαίο, το Ιερό όρος του Διονύσου, ο Ορφέας έκανε σύγκριση ανάμεσα στους δυο θεούς η οποία ταπείνωνε και υποβίβαζε τον μεγάλο Θράκα θεό. Μια τέτοια σύγκριση, γενόμενη από θνητό ήταν μεγάλη ασέβεια προς τους θεούς, τους οποίους εξόργισε και την οποία έπρεπε η Νέμεσις να τιμωρήσει σκληρά. Έτσι ο Διόνυσος με την βοήθειά της έστειλε τις Βασσαρίδες, Θράκισσες γυναίκες που ήταν μυημένες στα μυστήριά του και τελούσαν την οργιαστική λατρεία του, οι οποίες και κομμάτιασαν τον Ορφέα πάνω στο Παγγαίο. Οι 9 μούσες μετέφεραν αυτά τα κομμάτια πολύ μακριά, στο βασίλειό τους στα Λείβηθρα, (που βρισκόταν εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Λιτόχωρο) όπου και τα έθαψαν, μέχρι δε την εποχή του περιηγητή Παυσανία, (1ος αι. π.Χ.) οι κάτοικοι των Λειβήθρων έδειχναν τον τάφο του.
Είναι βέβαιο ότι οι Πίερες, εκδιωχθέντες από την Πιερία του Ολύμπου κι εγκατασταθέντες στην περιοχή της Πιερίας κοιλάδος, όπου, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο “ώκησαν Φάγρητα και άλλα χωρία”, μετέφεραν ασφαλώς μαζί τους στις νέες τους εστίες τη λατρεία των μουσών και του μεγάλου τους ποιητή και μύστη, του Ορφέα. Δεν υπάρχει όμως καμία απόδειξη βγαλμένη μέσα από κείμενα αρχαίων Ελλήνων ή Ρωμαίων συγγραφέων ή μέσα από αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής που να βεβαιώνει ότι είτε υπήρχε κάποιο ιερό του Ορφέα στο Παγγαίο, είτε ότι η λατρεία του είχε συνδεθεί εκεί με αυτήν του Θράκα Διονύσου. Πάντως υπάρχουν αρκετοί, παλαιοί και νεώτεροι ιστορικοί που έχουν αντίθετη γνώμη.
Ποιο τέλος ήταν το περιεχόμενο της ορφικής θρησκείας;
Η ορφική θρησκεία έχει συνειδητοποιήσει ότι οι θεότητες που υπάρχουν και λατρεύονται στα διάφορα μέρη δεν είναι τίποτε άλλο από τις ποικίλες εκδηλώσεις μιας και μοναδικής θεότητας, που κάθε φορά, ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανθρώπινες ανάγκες, βαφτίζεται κι εκδηλώνεται ανάλογα. Θέλησε έτσι αυτή τη συνείδηση να την μεταδώσει και στους ανθρώπους με τρόπο απλό και κατανοητό. Και το πέτυχε αυτό με τα μυστήρια. Ο νέος πιστός, ο μυούμενος στην Ορφική διδασκαλία, για να μπορέσει να κατανοήσει την αλήθεια για τη θεότητα, περνούσε από διάφορα μυητικά στάδια, ενώ παράλληλα ζούσε μια ζωή πλήρη εγκράτειας από υλικές απολαύσεις. Έτσι σιγά – σιγά ωρίμαζε το πνεύμα του, άνοιγε η συνείδησή του και γινόταν Μύστης, δηλαδή μυημένος πιστός.
Είναι λοιπόν προφανές ότι υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο μεγάλες πνευματικές διδασκαλίες που οι πρωτόγονοι εντός εισαγωγικών Θράκες του Παγγαίου και της ευρύτερης Θράκης πρόσφεραν στην ανθρωπότητα, μια σχέση που αποτύπωσε ιδιαίτερα παραστατικά ο σοφός P. Perdrizet, στο βιβλίο του, Λατρείες και Μύθοι του Παγγαίου:
«Είναι πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουμε την μιαν από την άλλη, τις δύο θρησκείες που πήρε η κυρίως Ελλάδα από την Θράκη, εφόσον θεωρηθεί (και είναι δεδομένη) η επίδραση που άσκησε ο Ορφισμός πάνω στη διονυσιακή θρησκεία. Οι μυστηριακές τελετουργίες τους και η μυστική ερμηνεία που αυτές έδιναν στους μυουμένους, φαίνεται ότι έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους. Υπήρχε και στη μια και στην άλλη μια βίαιη έξαρση προς το θείο, μια σφοδρή επιθυμία να γίνει ο μυούμενος όμοιος με τον θεό. Υπήρχαν, για την επίτευξη αυτού του “καθ’ ομοίωση”, θυσίες κοινωνίας, οι οποίες, μέσα στη διονυσιακή λατρεία διατηρούσαν τον αρχαίο άγριο χαρακτήρα τους, (ωμοφαγία), ενώ στην εκλεπτυσμένη ορφική θρησκεία είχαν περισσότερο πνευματικό χαρακτήρα. Και στις δυο και στον ορφισμό δηλ. όπως και στην πιο τραχειά λατρεία του θράκα Διονύσου, το σώμα του θεού τεμαχιζόταν, για να χρησιμεύσει για τροφή στο κοινό συμπόσιο των πιστών.
Τί ήθελαν να πετύχουν οι Ορφικοί και οι Διονυσιασταί, προσπαθώντας να μοιάσουν τον θεό τους; Ήθελαν, όπως κι εκείνος, να ξαναγεννηθούν σε μιαν άλλη ζωή. Με το πάθος του, με τον θάνατό του ο Διόνυσος είχε εξαγοράσει μια καινούργια ζωή. Καθώς το πάθος και η παλιγγενεσία του αρχαίου θεού της αιώνια αναγεννώμενης βλάστησης ανανεωνόταν περιοδικά, ο θεός αποδεικνυόταν πράγματι αθάνατος. Ο πιστός συμμορφωνόταν και μιμούνταν τον θεό, για να φτάσει κι αυτός σε μιαν αιώνια ζωή.
ΘΡΑΚΑΣ ΙΠΠΕΑΣ
Από τους υπόλοιπους θεούς που λάτρευαν οι Θράκες ο πιο αγαπητός, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, όπου η λατρεία του άφησε τα πιο πολυάριθμα ίχνη, από τον Δούναβη μέχρι τον Στρυμόνα και το Αιγαίο, ήταν ο Ήρωας Ιππέας ή αλλιώς Κύριος Ήρωας, που όπως ήδη αναφέραμε μιλώντας για τον Διόνυσο, ίσως να μην ήταν τίποτε περισσότερο από μια μορφή του ίδιου αυτού του μέγιστου Θεού των θρακών ή μια παραλλαγή της αρχικής λατρείας του αρχαίου θράκα ήρωα Ρήσου, τον οποίο ήδη μνημονεύσαμε σαν θεό θεραπευτή.
Για τους αρχαίους Θράκες και ιδίως για τους γεωργικούς πληθυσμούς ο Θράκας Ιππέας εθεωρείτο θεός θεραπευτής (γιατρός), όχι μόνο των ανθρώπων αλλ’ ακόμη και των ζώων. Ήταν δε τόσο γνωστός, ώστε δεν έκριναν απαραίτητο οι πιστοί να μνημονεύουν το όνομά του πάνω στα χιλιάδες ανάγλυφα που τον παρίσταναν και τα οποία βγαίνουν συχνά στην επιφάνεια από τα σπλάχνα της θρακικής γης. Ίσως όμως η μη αναφορά του ονόματός του να οφείλεται σε θρησκευτικό φόβο ή σεβασμό, όπως συνέβαινε με τους Εβραίους της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι ούτε πρόφεραν ούτε κι έγραφαν ποτέ το όνομα του Θεού.
Έτσι τον ονόμαζαν στα μικρά αυτά ανάγλυφά τους μόνο με τον τίτλο “Κυρίω Ηρωι”, πράγμα που έγινε κυρίως στην ύστερη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οπότε η λατρεία του γνώρισε ιδιαίτερα μεγάλη άνθιση στη Θράκη, όπου και ταυτίστηκε με τοπικούς θρακικούς θεούς αλλά και με τον Απόλλωνα, τον Ασκληπιό κ.λ.π. και ιδιαίτερα με τον Ηρακλή, από τον οποίο πήρε την κυνηγετική ιδιότητα και εμφανιζόταν πλέον και σαν θεός – κυνηγός και προστάτης των κυνηγών.
Η λέξη Κύριος ήταν συνηθισμένη δίπλα στα ονόματα των μεγάλων και αγαπητών Θεών των θρακών. Έτσι συναντούμε στις επιγραφές Κυρίω Διί, Κυρία Ηρα, Κυρίω Απόλλωνι κ.λ.π. Το πιο χαρακτηριστικό μέρος του ονόματός του συνεπώς ήταν το Ήρως, δίπλα στο οποίο πολλές φορές έβαζαν ένα επίθετο ελληνικό (λ.χ. σωτήρ) ή αργότερα λατινικό ή, συνηθέστερα, ένα θρακικό επίθετο, συνήθως σχετιζόμενο με τον τόπο της λατρείας του, (όπως Ζυμινδρηνός, Γεριηνός, Αυδήκουλος, Αυλωνείτης κ.λ.π.) Το τελευταίο αυτό επίθετο (Αυλωνείτης) έφερε ο θεός σ’ ένα μεγάλο και σημαντικό ιερό του, που πρόσφατα βρέθηκε κι ανασκάφηκε στην περιοχή των Κηπιών Καβάλας, λίγες εκατοντάδες μέτρα από την Εθνική Οδό Καβάλας -Θεσσαλονίκης.
Αυτές οι λατρείες των ντόπιων θρακικών θεών καθώς και των θεών του ελληνικού πανθέου, συνεχίστηκαν μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση της περιοχής. Τότε οι Ιταλοί και οι ρωμαίοι άποικοι που πλημμύρισαν την περιοχή γύρω από το Παγγαίο έφεραν μαζί τους τις δικές τους λατρείες και τους δικούς τους θεούς κι αυτές οι λατρείες ήλθαν σύντομα σ’ επαφή με τις τοπικές, θρακικής κυρίως προέλευσης λατρείες που ίσχυαν από παλιά, καθώς και με ανατολικές λατρείες, που ήδη από τον 3ο αιώνα π.Χ., με την εξάπλωση του ελληνικού πνεύματος στην Ανατολή από τον Μ. Αλέξανδρο άρχισαν να μεταφέρονται στην Παγγαιική ενδοχώρα.
Η θρησκεία που έφεραν οι Ρωμαίοι άποικοι στην περιοχή του Παγγαίου, που σχεδόν ολόκληρο, πλην της αυτονόμου Αμφιπόλεως βρέθηκε μέσα στα όρια της ρωμαϊκής αποικίας των Φιλίππων, ήταν αυτή που ο Αυτοκράτορας Αύγουστος εγκαθίδρυσε στη Ρώμη, μια θρησκεία απόλυτα διαποτισμένη από την πλούσια ελληνική μυθολογία και ήδη εξ αρχής ανοιχτή στις ανατολικές λατρείες. Έτσι οι Ρωμαίοι άποικοι έφεραν και συνέχισαν να λατρεύουν στην περιοχή μας όλους τους Ολύμπιους θεούς και τη συνοδεία τους, τις θεότητες της γης και της ανθρώπινης ζωής, τις αλληγορικές θεότητες και τέλος την λατρεία του ίδιου του Αυτοκράτορα.
Σ’ όλη όμως τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατάκτησης αυτόχθονες και άποικοι λάτρευαν ιδιαίτερα στην ρωμαϊκή αποικία των Φιλίππων ένα θράκα θεό, με το ρωμαϊκό όνομα του Liber pater, καθώς και τη σύζυγο αυτού, την Libera. Ο θεός αυτός στην Ιταλία, πριν τον ερχομό των αποίκων, ταυτιζόταν με τον Διόνυσο κι όπως ήταν φυσικό έτυχε από τους αυτόχθονες θράκες ευμενέστατης υποδοχής, αφού επρόκειτο για τον ίδιο τον δικό τους Μέγιστο Θεό του γειτονικού Παγγαίου, του οποίου το μαντείο δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι είχε πάψει να υπάρχει. Μάλιστα την ταύτιση του ρωμαίου θεού με τον θράκα Διόνυσο δέχθηκαν ακόμη και οι μυημένοι πιστοί του Διονύσου που υπήρχαν στα χρόνια της ρωμαϊκής κατάκτησης της περιοχής γύρω από το Παγγαίο.
Οι θεότητες που λατρεύονταν στη ρωμαϊκή εποχή γύρω από το Παγγαίο λατρεύονταν όχι μόνο ατομικά από τους πιστούς αλλά κύρια από ομάδες πιστών, συνασπισμένες σε συλλόγους και θιάσους, που ήταν πολλοί. Τέτοιοι θίασοι ήταν κυρίως οι Διονυσιακοί, που υπήρχαν ήδη από αιώνες ενωρίτερα σ’ όλους πιθανόν τους οικισμούς γύρω από το Παγγαίο και είχαν έντονο μυστικιστικό χαρακτήρα, είχαν δε μέλη κυρίως θράκες αλλά ενίοτε και ρωμαίους, όπως φανερώνουν τα ονόματα των επιγραφών που τους μνημονεύουν. Έτσι, Διονυσιακό θίασο γνωρίζουμε από την περίφημη στήλη του Ποδοχωρίου που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, θίασο Μαινάδων γνωρίζουμε από επιγραφή στην περιοχή των Φιλίππων, από την Αλιστράτη Σερρών, την Καλή Βρύση Δράμας κ.λ.π.
Η λατρεία ιδιαίτερα του Διονύσου – Liber Pater στην ρωμαϊκή πλέον αποικία των Φιλίππων που είχε απόλυτα κοινό για τους αυτόχθονες θράκες και για τους ρωμαίους αποίκους περιεχόμενο, συνδέθηκε αμέσως και υποβοηθήθηκε από τις ρωμαϊκές γιορτές των νεκρών, rosalia και parentalia, που έφεραν επίσης μαζί τους οι άποικοι από την Ιταλία, οι οποίες με την σειρά τους υπέκυψαν πολλές φορές στη γοητεία παλαιών τοπικών τελετουργιών.
Είπαμε πιο μπροστά ότι για τους αυτόχθονες πιστούς του Διονύσου, ήδη από αιώνες πριν ήταν δεδομένη η βεβαιότητα για την ύπαρξη μέλλουσας ζωής και για την αθανασία της ψυχής. Αυτές οι δοξασίες όμως είχαν ήδη επεκταθεί και εκτός των ορίων της Θράκης και της κυρίως Ελλάδος και μέσω των κατακτήσεων του Μ. Αλεξάνδρου και των επιγόνων του είχαν επηρεάσει την σκέψη του μέγιστου μέρους της τότε ανθρωπότητας. Έτσι από την ανατολή έφθασαν και στη Ρώμη πριν ακόμη κι από την ρωμαϊκή αποίκιση της περιοχής του Παγγαίου, κατά τρόπον ώστε όταν ήλθαν οι ρωμαίοι άποικοι, βρήκαν εδώ τελετές και δοξασίες των αυτοχθόνων θρακών συνδεόμενες με τον Παγγαιικό Διόνυσο, που τους ήταν σε γενικές γραμμές γνωστές.
Στη ρωμαϊκή λοιπόν εποχή, οι Ρωμαίοι και οι Θράκες που πέθαιναν στα όρια της αποικίας, άφηναν με διαθήκη κάποια περιουσιακά στοιχεία ή χρηματικά ποσά στους θρησκευτικούς συλλόγους τους αφιερωμένους είτε στον Διόνυσο LIber Pater, είτε στον θράκα Ιππέα, είτε στον συγγενικό θράκα θεό Σουρεγέθη, ή ακόμη άφηναν τέτοια περιουσιακά στοιχεία στους κατοίκους κάποιου οικισμού, οι οποίοι (θίασοι ή κάτοικοι οικισμών, vicani) έτσι υποχρεώνονταν να τελούν κάθε χρόνο πάνω στους τάφους των νεκρών νεκρικές τελετές, επ’ ευκαιρία μιας ρωμαϊκής γιορτής των νεκρών (Rosalia, Parentalia). Όλοι οι πιστοί του Διονύσου -Liber Pater απέκτησαν τη λατινική συνήθεια να έρχονται κάθε έτος και να στολίζουν με λουλούδια ή να καίνε τριαντάφυλλα στον τάφο του νεκρού και να τελούν δίπλα σ’ αυτόν ένα νεκρικό γεύμα κι αυτό είναι πιθανό, όπως πρότεινε ο γάλλος αρχαιολόγος L. Heuzey, να ευνοήθηκε από την τοπική παράδοση της καλλιέργειας στην περιοχή του Παγγαίου από αιώνες των φημισμένων εκατόφυλλων ρόδων του Παγγαίου, έστω κι αν δεν μπορεί ακόμη ν’ αποδειχθεί ότι αυτά τα λουλούδια ήταν από πολύ παλιά αφιερωμένα και στην λατρεία του Παγγαιικού Διονύσου.
Γίνεται συνεπώς κατανοητό από τ’ ανωτέρω ότι, από όποια πλευρά κι αν τις εξετάσει κανείς, οι λατρείες και οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των ρωμαίων κατοίκων του Παγγαίου και του αυτόχθονος μακεδονοθρακικού στοιχείου αντανακλούν ακριβώς τις σχέσεις του αναμεμειγμένου πληθυσμού που τις εκτελούσε. Αναγνωρίζει σ’ αυτές κανείς τα διαφορετικά στοιχεία από τα οποία ο πληθυσμός του Παγγαίου ήταν συντεθειμένος και τις εξωτερικές επιρροές που αυτός δέχθηκε. Μέσα στα ρωμαϊκά πλαίσια που τέθηκαν με τον αποικισμό, η παλιά θρακική θρησκεία, που παρέμεινε ζωντανή, υποτάχθηκε μόνο από την άποψη του τυπικού της στην τυπολατρική λατρεία των νεοφερμένων, ενώ παράλληλα η αφοσίωση αυτών των τελευταίων στις λατρείες της πατρίδας τους δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στη γοητεία των ανατολικών λατρειών και των εσχατολογικών δογμάτων της Διονυσιακής και της Ορφικής θρησκείας, των οποίων η επιρροή ήταν τότε αυξημένη μέσα σ’ ολόκληρη την Αυτοκρατορία.
Αυτή η αλληλεπίδραση δίνει στη θρησκευτική ζωή της περιοχής κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας και ιδιαίτερα των πρώτων μ. Χ. αιώνων αυτής, όλο της το ενδιαφέρον. Κι αυτήν την αλληλεπίδραση δύο παράγοντες την ευνόησαν: από τη μια μεριά, οι περιστάσεις που είχαν οδηγήσει τόσο διαφορετικούς πληθυσμούς να ζήσουν μαζί σ’ ένα σημείο της Μακεδονικής Θράκης στο οποίο οι πιο σεβάσμιες θρησκευτικές παραδόσεις παρέμεναν αναλλοίωτες κι από την άλλη μεριά, η ιδιαίτερη θέση της περιοχής πάνω, αφενός στις χερσαίες οδούς πρόσβασης από και προς την εγγύς ευρισκόμενη Ανατολή και ιδιαίτερα της περιφημότερης απ’ αυτές τις οδούς, της Εγνατίας Οδού κι αφετέρου πάνω στην φημισμένη θαλάσσια οδό που συνέδεε τη Νεάπολη, την σημερινή Καβάλα, που βρισκόταν και πάνω στην Εγνατία Οδό, με την απέναντι μικρασιατική ακτή και ειδικότερα με την Αλεξάνδρεια της Τρωάδος.
Οι δύο αυτές οδοί επί μακρόν χρησίμευσαν σαν οχήματα της διείσδυσης των ρωμαίων αποίκων και του ρωμαϊκού πολιτισμού στην περιοχή του Παγγαίου. Αλλά καθ’ ον χρόνο έφθανε στο Παγγαίο μέσω των οδών αυτών ο ρωμαϊκός πολιτισμός, μαζί με τους ρωμαίους αποίκους που κατέφθαναν, η περιοχή δια της ιδίας οδού ερχόταν επίσης σ’ επαφή και με τις ανατολικές ιδέες και θρησκευτικές αντιλήψεις, οι οποίες κατευθύνονταν με αντίστροφη πορεία προς την Ρώμη, πάλι μέσω αυτής της λεωφόρου του πολιτισμού. Οι ανατολικές θρησκευτικές δοξασίες και ιδέες μετακινούνταν πια ελεύθερα, ιδιαίτερα σε μια περιοχή όπου επί αιώνες η Διονυσιακή και η ορφική θρησκεία καλλιέργησαν τις ιδέες τους, τις τόσο συγγενικές προς αυτές της νέας θρησκείας που ανέτειλε παρήγορα στην ταραγμένη ανθρωπότητα.
Έτσι, πιστεύω, δεν είναι καθόλου τυχαίο που η περιοχή ακριβώς του Παγγαίου δέχεται πρώτη την επίσκεψη του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών, του Παύλου και γίνεται αυτή πρώτη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ο φορέας, ο αποδέκτης κι ο μεταλαμπαδευτής των νέων ιδεών του Χριστιανισμού. Και είναι βέβαια φυσικό, τουλάχιστον το Μακεδονοθρακικό υπόβαθρο του πληθυσμού του Παγγαίου, επί αιώνες γαλουχημένο σε ιδέες σχετικές με την μέλλουσα ζωή και την αθανασία της ψυχής κι επί αιώνες ερχόμενο σ’ επαφή με ανατολικής προελεύσεως θρησκείες που είχαν επηρεάσει τον Ιουδαϊσμό και είχαν επηρεαστεί απ’ αυτόν, να βρεθεί πολύ περισσότερο προετοιμασμένο να δεχτεί τον Χριστιανισμό και να τον κατανοήσει.
www.xronometro.com/
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙ ΠΑΓΓΑΙΟΥ ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ
©www.visaltis.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis