Ο ορισμός
Αρχικά χρειάζεται να γίνει κάποια διερεύνηση σχετικά με την προέλευση και την σημασία που υπάρχει ή που αποδίδεται με τη χρήση του όρου συνέλευση.
Η συνηθέστερη και πλέον γνωστή διατύπωση αυτού του όρου τον συνδέει με την εκ των προτέρων καθορισμένη συγκέντρωση εργαζομένων, μελών συλλόγων, κομμάτων, σωματείων κ.λπ. Δεν συνδέεται με την σύσκεψη, ούτε με κάποια συζήτηση παρ’ ότι και σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει συγκέντρωση ενός αριθμού ατόμων. Εν τούτοις, κάθε συγκέντρωση ενός ορισμένου αριθμού ατόμων μπορεί να συστήσει μία συνέλευση. Συνεπώς ο όρος είναι ευρύς αλλά και συσταλτικός, χωρά δηλαδή συσταλτική ή διασταλτική ερμηνεία και αποκτά χαρακτηριστικά που ορίζονται είτε εκ των προτέρων (π.χ. σωματείο), είτε κατά την πραγματοποίηση μιας συγκέντρωσης.
Στην πολιτική ορολογία η συνέλευση ταυτίζεται σε πολλές περιπτώσεις με την βουλή, το νομοθετικό σώμα που συνέρχεται και αποφασίζει με προσδιορισμένες πλειοψηφικές διαδικασίες και σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Η λέξη προέρχεται από το συνελεύσομαι, μέλλοντα του ρήματος συνέρχομαι (που σημαίνει έρχομαι ή πηγαίνω μαζί με άλλους σε ένα και το αυτό μέρος. Η αναφορά της λέξης βρίσκεται στον Ηρόδοτο, τον Ευριπίδη και τον Θουκυδίδη. Παρ’ ότι, λοιπόν, υπάρχει η ρηματική διατύπωση σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, το παράγωγο συνέλευση εμφανίζεται ως διατύπωση κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και χρησιμοποιείται τόσο για πρόσωπα όσο και για πράγματα. Στα πράγματα χρησιμοποιείται για να αποδώσει συνδυασμό, ένωση, συναγωγή, τοποθέτηση ομάδας πραγμάτων.
Στην αρχαία Αθήνα μπορεί μεν η εκκλησία του δήμου να είχε την έννοια ης συνέλευσης, αλλά ο όρος αυτός δεν χρησιμοποιήθηκε. Στην αρχαιότητα ο όρος εκκλησία αναφέρονταν, επίσης, στην συνάθροιση του συνόλου του στρατού προκειμένου να γίνει κάποια ανακοίνωση ή σύσκεψη. Στη συνέχεια, με τον όρο εκκλησία περιγράφεται το σύνολο των χριστιανών, μια οικειοποίηση (όπως και τόσες άλλες) της λέξης, που δεν θα πρέπει να θεωρηθεί συμπτωματική.
Ένας ευρύτατα γνωστός όρος της αρχαιότητας με τον οποίο αποδιδόταν η συγκέντρωση του λαού, ήταν η αγορά. Πρόκειται για μια λέξη που συνδέεται με το ρήμα αγείρω (=συγκεντρώνω) αλλά και με το άγω (=μεταφέρω, οδηγώ αγέλη ζώων ή σκλάβων, οδηγώ, οδηγώ στρατιώτες). Αντίθετα η συγκέντρωση των αρχόντων δηλώνεται με τους όρους «βουλή» και «θώκος», ενώ η συνάθροιση των θεών αποδίδεται με την διατύπωση «μακάρων αγορά».
Επίσης, το σύνολο των ατόμων που συμμετέχουν σε μία συγκέντρωση που έχει οριστεί σαν συνέλευση, οικειοποιείνται ή του αποδίδεται η ονομασία συνέλευση. Η συνέλευση μπορεί να ονομασθεί γενικά σαν λαϊκή. Σε πολλές περιπτώσεις αποφεύγεται το λαϊκή και της δίνεται το όνομα της περιοχής (π.χ. Συνέλευση Πετρομαγούλας), μπορεί να αφορά τα μέλη ενός σωματείου ή μιας ορισμένης κατηγοριοποίησης ατόμων και να αυτοπροσδιοριστεί ως κλειστή ή, στην αντίθετη περίπτωση, ως ανοικτή, αν και η τελευταία αυτή περίπτωση τελεί υπό αμφισβήτηση ως προς την πραγματική διάσταση της έννοιας ανοικτή, αφού συνήθως υπάρχουν, ανάλογα με την περίσταση, περιορισμοί.
Θα χρειαζόταν αρκετός χρόνος και χώρος για να αναφερθούμε στην ερμηνεία και τις διαστάσεις που προσλαμβάνει ο όρος και σε άλλες γλώσσες. Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι στους στόχους του παρόντος κειμένου.
Αυτό που θεωρούμε πως έχει σημασία, είναι να διαπιστωθεί η ελαστικότητα του όρου, κάτι που δίνει την ευχέρεια και των ανάλογων χειρισμών της από όσους προσδοκούν ή επιδιώκουν κάποια αποτελέσματα από την καθιέρωσή του και την πρακτική εφαρμογή που είναι ενδεχόμενο να ακολουθήσει.
Σημασία, όμως, έχει η διάσταση που αποκτά μέσα στον κοινωνικό χώρο τόσο σαν όρος, όσο και σαν πρακτική, καθώς και η δυνατότητα που δίνεται στον κάθε είδους τεχνικό της εξουσιαστικής επιβολής, αλλά και της παραπληροφόρησης, να χρησιμοποιεί και να ταυτίζει έννοιες σύμφωνα με το κατά πως τον συμφέρει ή νομίζει πως τον συμφέρει. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια διαρκή σύγχυση εννοιών και καταστάσεων, που προβάλλουν εμπόδια σε μια ξεκάθαρη ολική απελευθερωτική προοπτική. Για παράδειγμα η ισοπεδωτική αντιμετώπιση της Βουλής, μιας δημόσιας συζήτησης ή μιας συγκέντρωσης με την γενική ονομασία συνέλευση, για όλα αυτά.
Ένα «ασυνήθιστο» φαινόμενο
Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο προβάλλεται και τίθεται σε εφαρμογή η διαδικασία των συνελεύσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στις ονομαζόμενες λαϊκές συνελεύσεις.
Προφανώς και δεν πρόκειται για κάτι το καινούργιο. Απλά, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κάποιος πως αυτή η εξάπλωση δεν έχει σχέση με μια αυθόρμητη εκδήλωση, αλλά με την εφαρμογή μιας πολιτικής γραμμής, που σχετίζεται με την συνήθη τεχνική χειραγώγησης των όποιων παρορμητικών διαθέσεων εκδηλώνονται και με τον εγκλωβισμό των ανθρώπων που βρίσκονται σε κατάσταση διέγερσης εξ αιτίας των μέτρων που επιβάλλονται από τους κυρίαρχους. Μέτρα που αναμφισβήτητα επιδεινώνουν τις συνθήκες σκλαβιάς. Μέσα σε τέτοιες καταστάσεις φθαρμένα από το χρόνο και την απαξίωση «εργαλεία» λουστράρονται ξανά και πλασάρονται σαν καινούργιες και θαυματουργές λύσεις, που υποτίθεται πως θα βοηθήσουν να αντιμετωπιστούν ή να ξεπεραστούν τα προβλήματα με την «ενεργοποίηση των πολιτών».
Η προπαγάνδα σ’ αυτές τις περιπτώσεις ξεσαλώνει. Επιστρατεύονται διάφορα «αρνητικά» ευρήματα για να εκθειαστεί η πρόταση της κινητοποίησης. Το τετριμμένο σλόγκαν που καλεί ή επαινεί όσους «εγκαταλείψαν τους καναπέδες τους και βγήκαν στους δρόμους» δίνει και παίρνει. Η κινητικότητα στους δρόμους γίνεται πανάκεια.
Εδώ έχουμε την πεμπτουσία της αφαιρετικότητας! «Συμμετοχή!», «Δράση!». Η γνωστή, γνωστότατη συνταγή: ποντάρεις στον αυθορμητισμό πριν αυτός εκδηλωθεί (επειδή είναι βέβαιο πως θα εκδηλωθεί, ιδιαίτερα σε περιόδους όπου η εξουσία επιδεινώνει τις συνθήκες σκλαβιάς που έχει επιβάλει) για να χειραγωγήσεις, να κατευθύνεις, να αποδυναμώσεις τις διαθέσεις του κόσμου και να τον εντάξεις σε εκείνη τη διαδικασία που θα εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες και όχι την ουσία του ζητήματος. Φυσικά για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται να δοθούν εύσημα στον «ενεργό πολίτη».
Οι εξουσίες διαθέτουν πλούσια εμπειρία στο πώς να χρησιμοποιούν τα ίδια τεχνάσματα, επειδή διαθέτουν μηχανισμούς και άτομα για να τα προβάλλουν. Αυτά μπορεί να τα βρει κάποιος όχι μόνο στα μέσα ενημέρωσης που έχουν δεδομένο, πλέον, ρόλο, αλλά και μέσα στον κοινωνικό χώρο. Πρόκειται για τους διάφορους «δημεγέρτες» που χρησιμοποιούν τους κατάλληλους τρόπους δια-φήμισης (διάδοσης του προπαγανδιστικού μηνύματος), ώστε να «καπαρώσουν» την κοινωνική δράση που αναζητά ευκαιρίες να εκδηλωθεί και να υλοποιήσει την οργή του κόσμου.
Εκτός από την εμπειρία, οι εξουσιαστές διαθέτουν και μνήμη, κάτι που συστηματικά προσπαθούν να εξασθενίσουν από στον πληθυσμό. Έτσι, τα αποτελέσματα που έχουν προκύψει στο παρελθόν από τις επαναλαμβανόμενες πρακτικές συχνά οδηγούνται στη λήθη και έτσι αυτές εμφανίζονται σαν κάτι που εφαρμόζεται για πρώτη φορά.
Αλλά και στην περίπτωση που είναι δύσκολο να αδυνατίσουν τη μνήμη, τότε προβάλλουν τα «πλεονεκτήματα» της τεχνικής που εφαρμόζουν, καλλιεργώντας το ανάλογο κλίμα απάτης και αυταπάτης και διασπείροντας ελπίδες ότι αυτή τη φορά θα υπάρξουν καλύτερα αποτελέσματα από πριν.
Ας δούμε κάποια συγκεκριμένα δείγματα αυτής της μεθόδου.
Η «λαϊκή συμμετοχή» είναι προφανές πως παρ’ ότι έχει διατρέξει μια περίοδο αμνησίας τριάντα και πλέον χρόνων, συνοδευόταν και από το πρόθεμα «ΠΑΣΟΚ, ΑΛΛΑΓΗ». Ποια ήταν τα καλέσματα και ποιες οι επιδιώξεις; Η ψευδαίσθηση για μία άλλου τύπου διαχείριση των εξουσιαστικών υποθέσεων, συνοδευμένη και από τη σάλτσα της κοινωνικής αλλαγής, ενήργησε παραπλανητικά, ενσωμάτωσε ένα μεγάλο αριθμό αριστερών κουταλοφόρων στο σύστημα, έθραυσε ένα μεγάλης έντασης κύμα κοινωνικής αναταραχής, καθήλωσε κόσμο και ανέδειξε στελέχη που επάνδρωσαν επάξια τον κρατικό μηχανισμό αντικαθιστώντας τους φθαρμένους και αναξιόπιστους πολιτικά και κοινωνικά.
Αυτά ισχύουν για όλους τους «λαϊκοσυμμετέχοντες» της εποχής εκείνης και κάθε ανάλογης με αυτήν; Αναμφισβήτητα όχι. Αλλά σε κάθε περίπτωση υπάρχουν αυτοί που είτε με μερικά υλικά ψίχουλα, είτε για την σιγουριά που τους δίνει το να «ανήκουν κάπου», είτε επειδή έχουν υποκύψει κάτω από τις ιδεολογικοπολιτικές λοβιτούρες των πολιτικών, παραμένουν σταθερά στη θέση του πρόθυμου και χρήσιμου ηλίθιου που σε κάθε δύσκολη περίσταση τείνει χείρα βοηθείας και ανόρθωσης του κύρους του συστήματος, κάτι που επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά στις εκλογές της 17ης Ιουνίου.
Συσπείρωση Αναρχικών
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 118, Ιούλιος-Αύγουστος 2012
Αρχικά χρειάζεται να γίνει κάποια διερεύνηση σχετικά με την προέλευση και την σημασία που υπάρχει ή που αποδίδεται με τη χρήση του όρου συνέλευση.
Η συνηθέστερη και πλέον γνωστή διατύπωση αυτού του όρου τον συνδέει με την εκ των προτέρων καθορισμένη συγκέντρωση εργαζομένων, μελών συλλόγων, κομμάτων, σωματείων κ.λπ. Δεν συνδέεται με την σύσκεψη, ούτε με κάποια συζήτηση παρ’ ότι και σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει συγκέντρωση ενός αριθμού ατόμων. Εν τούτοις, κάθε συγκέντρωση ενός ορισμένου αριθμού ατόμων μπορεί να συστήσει μία συνέλευση. Συνεπώς ο όρος είναι ευρύς αλλά και συσταλτικός, χωρά δηλαδή συσταλτική ή διασταλτική ερμηνεία και αποκτά χαρακτηριστικά που ορίζονται είτε εκ των προτέρων (π.χ. σωματείο), είτε κατά την πραγματοποίηση μιας συγκέντρωσης.
Στην πολιτική ορολογία η συνέλευση ταυτίζεται σε πολλές περιπτώσεις με την βουλή, το νομοθετικό σώμα που συνέρχεται και αποφασίζει με προσδιορισμένες πλειοψηφικές διαδικασίες και σε τακτά χρονικά διαστήματα.
Η λέξη προέρχεται από το συνελεύσομαι, μέλλοντα του ρήματος συνέρχομαι (που σημαίνει έρχομαι ή πηγαίνω μαζί με άλλους σε ένα και το αυτό μέρος. Η αναφορά της λέξης βρίσκεται στον Ηρόδοτο, τον Ευριπίδη και τον Θουκυδίδη. Παρ’ ότι, λοιπόν, υπάρχει η ρηματική διατύπωση σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, το παράγωγο συνέλευση εμφανίζεται ως διατύπωση κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και χρησιμοποιείται τόσο για πρόσωπα όσο και για πράγματα. Στα πράγματα χρησιμοποιείται για να αποδώσει συνδυασμό, ένωση, συναγωγή, τοποθέτηση ομάδας πραγμάτων.
Στην αρχαία Αθήνα μπορεί μεν η εκκλησία του δήμου να είχε την έννοια ης συνέλευσης, αλλά ο όρος αυτός δεν χρησιμοποιήθηκε. Στην αρχαιότητα ο όρος εκκλησία αναφέρονταν, επίσης, στην συνάθροιση του συνόλου του στρατού προκειμένου να γίνει κάποια ανακοίνωση ή σύσκεψη. Στη συνέχεια, με τον όρο εκκλησία περιγράφεται το σύνολο των χριστιανών, μια οικειοποίηση (όπως και τόσες άλλες) της λέξης, που δεν θα πρέπει να θεωρηθεί συμπτωματική.
Ένας ευρύτατα γνωστός όρος της αρχαιότητας με τον οποίο αποδιδόταν η συγκέντρωση του λαού, ήταν η αγορά. Πρόκειται για μια λέξη που συνδέεται με το ρήμα αγείρω (=συγκεντρώνω) αλλά και με το άγω (=μεταφέρω, οδηγώ αγέλη ζώων ή σκλάβων, οδηγώ, οδηγώ στρατιώτες). Αντίθετα η συγκέντρωση των αρχόντων δηλώνεται με τους όρους «βουλή» και «θώκος», ενώ η συνάθροιση των θεών αποδίδεται με την διατύπωση «μακάρων αγορά».
Επίσης, το σύνολο των ατόμων που συμμετέχουν σε μία συγκέντρωση που έχει οριστεί σαν συνέλευση, οικειοποιείνται ή του αποδίδεται η ονομασία συνέλευση. Η συνέλευση μπορεί να ονομασθεί γενικά σαν λαϊκή. Σε πολλές περιπτώσεις αποφεύγεται το λαϊκή και της δίνεται το όνομα της περιοχής (π.χ. Συνέλευση Πετρομαγούλας), μπορεί να αφορά τα μέλη ενός σωματείου ή μιας ορισμένης κατηγοριοποίησης ατόμων και να αυτοπροσδιοριστεί ως κλειστή ή, στην αντίθετη περίπτωση, ως ανοικτή, αν και η τελευταία αυτή περίπτωση τελεί υπό αμφισβήτηση ως προς την πραγματική διάσταση της έννοιας ανοικτή, αφού συνήθως υπάρχουν, ανάλογα με την περίσταση, περιορισμοί.
Θα χρειαζόταν αρκετός χρόνος και χώρος για να αναφερθούμε στην ερμηνεία και τις διαστάσεις που προσλαμβάνει ο όρος και σε άλλες γλώσσες. Όμως κάτι τέτοιο δεν είναι στους στόχους του παρόντος κειμένου.
Αυτό που θεωρούμε πως έχει σημασία, είναι να διαπιστωθεί η ελαστικότητα του όρου, κάτι που δίνει την ευχέρεια και των ανάλογων χειρισμών της από όσους προσδοκούν ή επιδιώκουν κάποια αποτελέσματα από την καθιέρωσή του και την πρακτική εφαρμογή που είναι ενδεχόμενο να ακολουθήσει.
Σημασία, όμως, έχει η διάσταση που αποκτά μέσα στον κοινωνικό χώρο τόσο σαν όρος, όσο και σαν πρακτική, καθώς και η δυνατότητα που δίνεται στον κάθε είδους τεχνικό της εξουσιαστικής επιβολής, αλλά και της παραπληροφόρησης, να χρησιμοποιεί και να ταυτίζει έννοιες σύμφωνα με το κατά πως τον συμφέρει ή νομίζει πως τον συμφέρει. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια διαρκή σύγχυση εννοιών και καταστάσεων, που προβάλλουν εμπόδια σε μια ξεκάθαρη ολική απελευθερωτική προοπτική. Για παράδειγμα η ισοπεδωτική αντιμετώπιση της Βουλής, μιας δημόσιας συζήτησης ή μιας συγκέντρωσης με την γενική ονομασία συνέλευση, για όλα αυτά.
Ένα «ασυνήθιστο» φαινόμενο
Είναι γεγονός πως τα τελευταία χρόνια στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο προβάλλεται και τίθεται σε εφαρμογή η διαδικασία των συνελεύσεων, με ιδιαίτερη έμφαση στις ονομαζόμενες λαϊκές συνελεύσεις.
Προφανώς και δεν πρόκειται για κάτι το καινούργιο. Απλά, εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κάποιος πως αυτή η εξάπλωση δεν έχει σχέση με μια αυθόρμητη εκδήλωση, αλλά με την εφαρμογή μιας πολιτικής γραμμής, που σχετίζεται με την συνήθη τεχνική χειραγώγησης των όποιων παρορμητικών διαθέσεων εκδηλώνονται και με τον εγκλωβισμό των ανθρώπων που βρίσκονται σε κατάσταση διέγερσης εξ αιτίας των μέτρων που επιβάλλονται από τους κυρίαρχους. Μέτρα που αναμφισβήτητα επιδεινώνουν τις συνθήκες σκλαβιάς. Μέσα σε τέτοιες καταστάσεις φθαρμένα από το χρόνο και την απαξίωση «εργαλεία» λουστράρονται ξανά και πλασάρονται σαν καινούργιες και θαυματουργές λύσεις, που υποτίθεται πως θα βοηθήσουν να αντιμετωπιστούν ή να ξεπεραστούν τα προβλήματα με την «ενεργοποίηση των πολιτών».
Η προπαγάνδα σ’ αυτές τις περιπτώσεις ξεσαλώνει. Επιστρατεύονται διάφορα «αρνητικά» ευρήματα για να εκθειαστεί η πρόταση της κινητοποίησης. Το τετριμμένο σλόγκαν που καλεί ή επαινεί όσους «εγκαταλείψαν τους καναπέδες τους και βγήκαν στους δρόμους» δίνει και παίρνει. Η κινητικότητα στους δρόμους γίνεται πανάκεια.
Εδώ έχουμε την πεμπτουσία της αφαιρετικότητας! «Συμμετοχή!», «Δράση!». Η γνωστή, γνωστότατη συνταγή: ποντάρεις στον αυθορμητισμό πριν αυτός εκδηλωθεί (επειδή είναι βέβαιο πως θα εκδηλωθεί, ιδιαίτερα σε περιόδους όπου η εξουσία επιδεινώνει τις συνθήκες σκλαβιάς που έχει επιβάλει) για να χειραγωγήσεις, να κατευθύνεις, να αποδυναμώσεις τις διαθέσεις του κόσμου και να τον εντάξεις σε εκείνη τη διαδικασία που θα εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες και όχι την ουσία του ζητήματος. Φυσικά για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο χρειάζεται να δοθούν εύσημα στον «ενεργό πολίτη».
Οι εξουσίες διαθέτουν πλούσια εμπειρία στο πώς να χρησιμοποιούν τα ίδια τεχνάσματα, επειδή διαθέτουν μηχανισμούς και άτομα για να τα προβάλλουν. Αυτά μπορεί να τα βρει κάποιος όχι μόνο στα μέσα ενημέρωσης που έχουν δεδομένο, πλέον, ρόλο, αλλά και μέσα στον κοινωνικό χώρο. Πρόκειται για τους διάφορους «δημεγέρτες» που χρησιμοποιούν τους κατάλληλους τρόπους δια-φήμισης (διάδοσης του προπαγανδιστικού μηνύματος), ώστε να «καπαρώσουν» την κοινωνική δράση που αναζητά ευκαιρίες να εκδηλωθεί και να υλοποιήσει την οργή του κόσμου.
Εκτός από την εμπειρία, οι εξουσιαστές διαθέτουν και μνήμη, κάτι που συστηματικά προσπαθούν να εξασθενίσουν από στον πληθυσμό. Έτσι, τα αποτελέσματα που έχουν προκύψει στο παρελθόν από τις επαναλαμβανόμενες πρακτικές συχνά οδηγούνται στη λήθη και έτσι αυτές εμφανίζονται σαν κάτι που εφαρμόζεται για πρώτη φορά.
Αλλά και στην περίπτωση που είναι δύσκολο να αδυνατίσουν τη μνήμη, τότε προβάλλουν τα «πλεονεκτήματα» της τεχνικής που εφαρμόζουν, καλλιεργώντας το ανάλογο κλίμα απάτης και αυταπάτης και διασπείροντας ελπίδες ότι αυτή τη φορά θα υπάρξουν καλύτερα αποτελέσματα από πριν.
Ας δούμε κάποια συγκεκριμένα δείγματα αυτής της μεθόδου.
Η «λαϊκή συμμετοχή» είναι προφανές πως παρ’ ότι έχει διατρέξει μια περίοδο αμνησίας τριάντα και πλέον χρόνων, συνοδευόταν και από το πρόθεμα «ΠΑΣΟΚ, ΑΛΛΑΓΗ». Ποια ήταν τα καλέσματα και ποιες οι επιδιώξεις; Η ψευδαίσθηση για μία άλλου τύπου διαχείριση των εξουσιαστικών υποθέσεων, συνοδευμένη και από τη σάλτσα της κοινωνικής αλλαγής, ενήργησε παραπλανητικά, ενσωμάτωσε ένα μεγάλο αριθμό αριστερών κουταλοφόρων στο σύστημα, έθραυσε ένα μεγάλης έντασης κύμα κοινωνικής αναταραχής, καθήλωσε κόσμο και ανέδειξε στελέχη που επάνδρωσαν επάξια τον κρατικό μηχανισμό αντικαθιστώντας τους φθαρμένους και αναξιόπιστους πολιτικά και κοινωνικά.
Αυτά ισχύουν για όλους τους «λαϊκοσυμμετέχοντες» της εποχής εκείνης και κάθε ανάλογης με αυτήν; Αναμφισβήτητα όχι. Αλλά σε κάθε περίπτωση υπάρχουν αυτοί που είτε με μερικά υλικά ψίχουλα, είτε για την σιγουριά που τους δίνει το να «ανήκουν κάπου», είτε επειδή έχουν υποκύψει κάτω από τις ιδεολογικοπολιτικές λοβιτούρες των πολιτικών, παραμένουν σταθερά στη θέση του πρόθυμου και χρήσιμου ηλίθιου που σε κάθε δύσκολη περίσταση τείνει χείρα βοηθείας και ανόρθωσης του κύρους του συστήματος, κάτι που επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά στις εκλογές της 17ης Ιουνίου.
Συσπείρωση Αναρχικών
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 118, Ιούλιος-Αύγουστος 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis