Ήταν το χειρότερο που μπορούσε να του συμβεί. Δεν είχε κλείσει καλά-καλά ένα μήνα στη δουλειά και να που βρισκόταν ξανά άνεργος. Και το χειρότερο ήταν πως δεν μπορούσε να κακίσει άλλον από τον εαυτό του. Ούτε που το κατάλαβε πώς έγινε. Το γεγονός όμως ήταν πως τον είχαν πιάσει στα πράσα να κοιμάται του καλού καιρού με το κεφάλι ακουμπισμένο πάνω στο γκισέ. «Το βλάκα! Το βλάκα!» ξέσπασε, και τα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα. Τι στο διάολο ήθελε και τα πήρε εκείνα τα χάπια χτες βράδυ! Αλλά βλέπεις τον είχε πιάσει μια φοβερή κρίση άγχους, που τον είχε παραλύσει.
Είχε καθίσει σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παλαντζάρει μπρος πίσω το κορμί του με τον ιδρώτα να τρέχει πάνω του ποτάμι. Τέλος, δεν άντεξε πια. Άρπαξε το κουτί με τα χάπια απ’ το τραπέζι και το άδειασε στη χούφτα του. Ούτε ήξερε πόσα είχε κατεβάσει. Ήταν επόμενο, λοιπόν, να γίνει αυτό που έγινε.
Γύρισε στην τρώγλη του σέρνοντας τα βήματά του κι έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι.
Όταν ξύπνησε ο ήλιος είχε κιόλας βασιλέψει. Ένιωθε χάλια. Τον έπιασε απόγνωση. «Τι θα κάνω, τι θα κάνω», μονολόγησε και μεμιάς ένιωσε την αγωνία να εισχωρεί μέσα του απ’ όλους τους πόρους του κορμιού του. Όχι, δεν μπορούσε να μείνει έτσι, έπρεπε κάτι να κάνει για να τη βγάλει κι απόψε. Ντύθηκε και βγήκε. Τράβηξε ίσα στα στέκια όπου ήξερε πως θα έβρισκε αυτό που ζητούσε. Θα έφτανε ως και στο να πουλήσει το αίμα του για να αποκτήσει αυτό που θα του επέτρεπε να διώξει για λίγο από πάνω του το ψυχοφθόρο άγχος.
Γύρισε στο σπίτι του με ένα τριπ και χωρίς καθυστέρηση, το κατάπιε. Δεν πέρασαν όμως λίγα λεπτά και αντιλήφθηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το ονειρικό ταξίδι στο βασίλειο της γαλήνης, μετατρεπόταν ταχύτατα σε φριχτό εφιάλτη. Σκοτεινές δυνάμεις που ως τότε αγνοούσε αναδύονταν μέσα από τα τρίσβαθα της υπόστασής του και σαν άλλοι διάβολοι της κολάσεως τον τυραννούσαν. Βογκούσε. Ένα φοβερό συναίσθημα ενοχής τον κατέλαβε. Είχε την αίσθηση πως είχε διαπράξει κάτι το φοβερό, κάτι το ανεπανόρθωτο. Κοίταξε τα χέρια του και διαπίστωσε με τρόμο πως ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Δεν είναι δυνατό, δεν είναι δυνατό, φώναζε, έκλεινε τα μάτια του, τα ξανάνοιγε, το αίμα ήταν ακόμα εκεί, σαν ζωντανή απόδειξη του αποτρόπαιου εγκλήματος που είχε διαπράξει. Και τότε αντιλήφτηκε πως είχε παγιδευτεί. Έβλεπε το εσωτερικό του δωματίου του, τα αντικείμενα που το γέμιζαν, μα δεν μπορούσε να τα πιάσει. Βρισκόταν παγιδευμένος πίσω από ένα διάφανο αλλά αδιαπέραστο παραπέτασμα που τον χώριζε για πάντα από τον κόσμο που είχε ως τότε ζήσει. Τον έπιασε απελπισία. Πάσχιζε απεγνωσμένα να περάσει από την άλλη μεριά, να ξαναβρεί τον κόσμο στον οποίο ανήκε, αλλά όλες του οι προσπάθειες απέβαιναν άκαρπες.
Και τότε ένιωσε μια επιτακτική ανάγκη να γεννιέται μέσα του. «Πρέπει να στείλω ένα μήνυμα σε αυτούς που είναι από την άλλη μεριά, να τους προειδοποιήσω να μην κάνουν το σφάλμα που έκανα εγώ», σκέφτηκε. Τον έπιασε υπερένταση. Έψαξε γύρω με το βλέμμα. Είδε πεσμένο κάτω ένα μικρό κομμάτι χαρτόνι. Πήρε ένα μολύβι και με χέρι που έτρεμε χάραξε όπως-όπως πάνω στο χαρτόνι μια μόνο φράση:
ΜΗΝ ΤΟ ΔΟΚΙΜΑΣΕΤΕ ΠΟΤΕ!
Orel
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 41, Ιούλιος-Αύγουστος 2005./anarchypress.
Είχε καθίσει σταυροπόδι πάνω στο κρεβάτι και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παλαντζάρει μπρος πίσω το κορμί του με τον ιδρώτα να τρέχει πάνω του ποτάμι. Τέλος, δεν άντεξε πια. Άρπαξε το κουτί με τα χάπια απ’ το τραπέζι και το άδειασε στη χούφτα του. Ούτε ήξερε πόσα είχε κατεβάσει. Ήταν επόμενο, λοιπόν, να γίνει αυτό που έγινε.
Γύρισε στην τρώγλη του σέρνοντας τα βήματά του κι έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι.
Όταν ξύπνησε ο ήλιος είχε κιόλας βασιλέψει. Ένιωθε χάλια. Τον έπιασε απόγνωση. «Τι θα κάνω, τι θα κάνω», μονολόγησε και μεμιάς ένιωσε την αγωνία να εισχωρεί μέσα του απ’ όλους τους πόρους του κορμιού του. Όχι, δεν μπορούσε να μείνει έτσι, έπρεπε κάτι να κάνει για να τη βγάλει κι απόψε. Ντύθηκε και βγήκε. Τράβηξε ίσα στα στέκια όπου ήξερε πως θα έβρισκε αυτό που ζητούσε. Θα έφτανε ως και στο να πουλήσει το αίμα του για να αποκτήσει αυτό που θα του επέτρεπε να διώξει για λίγο από πάνω του το ψυχοφθόρο άγχος.
Γύρισε στο σπίτι του με ένα τριπ και χωρίς καθυστέρηση, το κατάπιε. Δεν πέρασαν όμως λίγα λεπτά και αντιλήφθηκε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Το ονειρικό ταξίδι στο βασίλειο της γαλήνης, μετατρεπόταν ταχύτατα σε φριχτό εφιάλτη. Σκοτεινές δυνάμεις που ως τότε αγνοούσε αναδύονταν μέσα από τα τρίσβαθα της υπόστασής του και σαν άλλοι διάβολοι της κολάσεως τον τυραννούσαν. Βογκούσε. Ένα φοβερό συναίσθημα ενοχής τον κατέλαβε. Είχε την αίσθηση πως είχε διαπράξει κάτι το φοβερό, κάτι το ανεπανόρθωτο. Κοίταξε τα χέρια του και διαπίστωσε με τρόμο πως ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Δεν είναι δυνατό, δεν είναι δυνατό, φώναζε, έκλεινε τα μάτια του, τα ξανάνοιγε, το αίμα ήταν ακόμα εκεί, σαν ζωντανή απόδειξη του αποτρόπαιου εγκλήματος που είχε διαπράξει. Και τότε αντιλήφτηκε πως είχε παγιδευτεί. Έβλεπε το εσωτερικό του δωματίου του, τα αντικείμενα που το γέμιζαν, μα δεν μπορούσε να τα πιάσει. Βρισκόταν παγιδευμένος πίσω από ένα διάφανο αλλά αδιαπέραστο παραπέτασμα που τον χώριζε για πάντα από τον κόσμο που είχε ως τότε ζήσει. Τον έπιασε απελπισία. Πάσχιζε απεγνωσμένα να περάσει από την άλλη μεριά, να ξαναβρεί τον κόσμο στον οποίο ανήκε, αλλά όλες του οι προσπάθειες απέβαιναν άκαρπες.
Και τότε ένιωσε μια επιτακτική ανάγκη να γεννιέται μέσα του. «Πρέπει να στείλω ένα μήνυμα σε αυτούς που είναι από την άλλη μεριά, να τους προειδοποιήσω να μην κάνουν το σφάλμα που έκανα εγώ», σκέφτηκε. Τον έπιασε υπερένταση. Έψαξε γύρω με το βλέμμα. Είδε πεσμένο κάτω ένα μικρό κομμάτι χαρτόνι. Πήρε ένα μολύβι και με χέρι που έτρεμε χάραξε όπως-όπως πάνω στο χαρτόνι μια μόνο φράση:
ΜΗΝ ΤΟ ΔΟΚΙΜΑΣΕΤΕ ΠΟΤΕ!
Orel
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 41, Ιούλιος-Αύγουστος 2005./anarchypress.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis