Σχολιάζοντας την επικαιρότητα
του Αριστείδη Πανώτη, Μ. Ιερομνήμονα της Εκκλησίας, Καθηγητή-ιστορικού-συγγραφέα - στο Αmen.gr
Δημοσίευση: 12 Απρ. 17 (11:34)/ Ενημέρωση: 12 Απρ. 17
2613
Στη μνήμη των βυζαντινολόγων δασκάλων μου, Γεωργίου και Μαρίας Σωτηρίου και Ανδρέα Γκραμπάρ
Ο ιδρυτής της νέας Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ ήταν θρησκευτικά αδιάφορος. Όμως χρησιμοποίησε τη θρησκεία του Ισλάμ και συσπείρωσε τη μουσουλμανική πλειονότητα του πληθυσμού της Τουρκίας και «συναδελφώθηκε» επίσημα με τους άθεους μπολσεβίκους για να εκδιώξει τους «χριστιανούς» Συμμάχους από τη Μικρά Ασία και να ανατρέψει τη «Συνθήκη των Σεβρών». Την ίδια εποχή η γάγγραινα του Εθνικού Διχασμού των Ελλήνων επεκτάθηκε και στους αλύτρωτους Ρωμιούς που αγνόησαν την παρατεταμένη από τις αθηνοκεντρικές δολοπλοκίες χηρεία του Οικουμενικού Θρόνου και εξέλεξαν τον πρώην Αθηνών Μελέτιο Μεταξάκη Πατριάρχη! Έτσι ενώ ο Κεμάλ φρόντιζε με μηχανορραφίες να δείξει ότι έχει αξιόμαχες στρατιωτικές δυνάμεις στις διαταγές του, η κυβέρνηση των Αθηνών έπραττε το αντίθετο και βάθαινε τον εκκλησιαστικό διχασμό την ύψιστη ιστορική στιγμή που επρόκειτο να συμβεί ό,τι και το 1261 για την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως! Τελικά ο Κεμάλ επισήμανε το ποιητικό αίτιο της Καταστροφής των Ελλήνων όταν είπε πως: «Οι Έλληνες δεν νικήθηκαν, αλλά αυτονικήθηκαν»!
Όταν πλέον περιήλθε πλήρως η εξουσία στα χέρια του Κεμάλ άρχισε να ξεκαθαρίζει ότι θεωρούσε πως εμπόδιζε την πορεία της χώρας του για να συμβαδίσει με τη Δύση ώστε να καταλάβει τη θέση που δικαιούταν μεταξύ των πολιτισμένων λαών. Οι επάλληλες μεταρρυθμίσεις που επιβλήθηκαν από τους Ευρωπαίους στους σουλτάνους δεν απέδωσαν γιατί οι ουλεμάδες που επηρέαζαν τη σουλτανική εξουσία κατευθύνονταν από τον ιερό νόμο της σεριάτ που δεν επιτρέπει προσαρμογές στις εξελίξεις του Δικαίου που αναγνωρίζει τα ανθρώπινα και τα εθνικά δικαιώματα στους λαούς. Έτσι με την δόξα του νικητή, δηλαδή του σύγχρονου «Γιαβούζ», άρχισε αναταλάντευτα το ξήλωμα της οθωμανικής ισλαμικης Θεοκρατίας και των προσώπων που τότε την εκπροσωπούσαν. Πρώτο θύμα ήταν ο άπελαθείς με μία βαλίτσα ο γηραιός Σεΐχ-ουλ-ισλάμης (τουρκ. Şeyh-ül-İslam) που ήταν ο ανώτατος θρησκευτικός λειτουργός του Ισλάμ, που επιτηρούσε τη πιστή εφαρμογή των διατάξεων της ισλαμικής παραδόσεως στη λατρεία. Θεωρήθηκε ο υπεύθυνος για τον εκδοθέντα «φετβά» (Ψηλή ιερονομική γνωμοδότηση) κατά όσων εναντιώθηκαν στη σουλτανική απόφαση για την Ανακωχή του 1918.
Μετά, τη 1η Νοεμβρίου 1922 η Εθνοσυνέλευση της Αγκυρας χώρισε το Οθωμανικό Σουλτανάτο από τη Χαλιφεία. Το ύπατο αυτό αξίωμα περιήλθε στους οθωμανούς στις αρχές του 16ου αιώνα από το σουλτάνο Σελήμ Β΄ που ένωσε στο πρόσωπο του σουλτάνου τα δύο αξιώματα και μετέφερε τα κειμήλια του Μωάμεθ στὸ Ανάκτορό του Τόπ-Καπί. Ο μεν σουλτάνος Βαχιντεντίν Μωάμεθ Στ΄ εκθρονίζεται και με άκρα μυστικότητα επιβιβάζεται με την οικογένειά του στον σιδηρόδρομο που πηγαίνει στη Βουλγαρία. Ο τελευταίος απόγονος της Δυναστείας των Οσμανιδών και του Πορθητή Μωάμεθ Αβδούλ Μετζὴτ Χάν ανακηρύσσεται θρησκευτικὸς ηγέτης των μουσουλμάνων της Τουρκίας προς κατεναυσμό των αντιδράσεων των μουσουλμανικων κρατων. Αυτός ασκεί μόνον τη Χαλιφεία του Ισλάμ μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου 1924, όταν και πάλι η Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας αποφασίζει τη κατάργηση του Χαλιφάτου και στις 4 Μαρτίου 1924 και τον επιβιβάζει πάλι μυστικά γιὰ λόγους ἀσφαλείας στὸ Simplon Oriant Express απὸ το σταθμὸ του Τσατάλτζακ με το πρόχειρο διαβατήριο, που το υπέγραψε και ο Έλληνας λοχαγός Παυλίδης, πως ήταν ο «Άβδούλ Μετζήτ εφέντης άνευ επαγγέλματος» και βαδίζει εξόριστος προς την Ευρώπη στο πεπρωμένο του. Αυτό αποτέλεσε τον επίλογο της μακράς βασιλείας των 471 ετών των Οθωμανών Σουλτάνων στη Κωνσταντινούπολη από το 1453!
Όταν ο Κεμάλ αποδεσμεύθηκε από την ισλαμική τροχοπέδη υποβάθμισε το ρόλο του Ισλάμ στη χώρα του και πέτυχε σταδιακά να ενσωματώσει τους ουλεμάδες των πόλεων στις κρατικές δομές, για να ελέγχονται απόλυτα από τη «δεσποτεία» του. Το μέγιστο μέρος των χριστιανών στην οθωμανική επικράτεια το είχε ξεκληρίσει γιατί το θεωρούσεακατάλληλο για τον εκτουρκισμό και όλα πλέον τέθηκαν κάτω από τη σκεπή της νέας «Μεγάλης Ιδέας», του «κεμαλικού τουρκισμού». που έγινε η μοναδική επιτρεπτή ιδεολογία του κράτους. Έτσι νόμιζε πώς πέτυχε την πολιτική, εδαφική, γλωσσική, φυλετική και ιστορική ενότητα του λαού τους υποτιμώντας την θρησκευτική και πολιτιστική παράδοση των εθνών που πέρασαν και άφησαν τα φύτρα των γενεών που πέρασαν από αυτά τα εδάφη. Ο εγκλωβισμός σε υπερβολικές υπερτιμήσεις των εθνικών στοιχείων σε σχέση με τα εθνικά στοιχεία παλαιότερων γενεών καταλήγουν στην εκτροπή προς τον «Σοβινισμό» ο οποίος συνήθως έχει καταστροφικές συνέπειες στη πορεία ενός υπερτιμημένου αποξενωμένου από τη πραγματικότητα φορτωμένου με ιδεοληψίες και φανατισμούς λαού.
Ο Κεμάλ γνώριζε από τα γεγονότα των τελευταίων δεκαετιών πως το εθνικό και θρησκευτικό κίνητρο των Ελλήνων, των Βουλγάρων και των Ρώσων και όλων των χριστιανών της Ανατολής και της Δύσεως ήταν η λύτρωση της Κωνσταντινουπόλεως απὸ τους ετερόθρησκους λαούς της Ανατολίας, για την επαναλειτουργία του αρχαίου κάλλιστου οικοδομήματος της Εκκλησίας, της τρουλλαίας βασιλικής της του Θεού Σοφίας. Και τούτο διότι το Ιουστινιάνειο αυτό μεγαλούργημα στέκεται επί 15 αιώνες πάντοτε όρθιο επί σεισμογενούς εδάφους για να προσελκύει τα μάτια όλης της ανθρωπότητος ως η μοναδική σύλληψη και βαθιά έκφραση της ιδιότητας της Πανσοφίας του Θεού δια του σαρκωθέντος Λόγου Του, του Ιησού Χριστού που γνωρίζει τα πάντα και τα πάντα κατευθύνει στη φύση και στην Ιστορία για τη σωτηρία μας. Γύρω από τον ναό αυτό υφάνθηκε η πανορθόδοξη πολιτιστική ταυτότητα των λαών της Ανατολικής Ευρώπης και η οικουμενική συνείδηση της Ρωμιοσύνης ακόμη δε και ο Ευαγγελισμός των λαών της Βαλκανικής και του όλου Ευρωπαϊκού χώρου. Μία υπερχιλιετία έίναι το ζωντανό και έμψυχο σύμβολο ενός μεγάλου και τεράστιου πολιτισμού που θαυμάζει η Οικουμένη και καθιστά ακοίμητη τη φροντίδα κάποτε να απαλλαγή από την μικρόνοη μικροψυχία του σοβινισμού και να παραδοθεί στον ιδιοκτήτη του που είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Τα συμβάντα κατά τη περίοδο της Κατοχής της Κωνσταντινουπόλεως το 1918-1923 από τους Συμμάχους για τη μελλοντική τύχη αυτού του μνημειακού ναού, οδήγησαν τον Κεμάλ να καταλάβει ότι η διεκδίκηση επιστροφής αυτής της βασιλικής προέρχεται από τους Ορθοδόξους και από την Αγία Έδρα, δηλαδή από το μέγιστο μέρος της Χριστιανοσύνης. Η παραχώρηση εδαφών για την είσοδο τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο της Ρωσίας στο πλευρό των δυτικών «Συμμάχων» το 1914 ήταν η «Ευρωπαϊκή Τουρκία και η Κωνσταντινουπόλη»! Αυτό ήταν και το βαθύτερο αίτιο του διχασμού του τότε Βασιλέα με τον Πρωθυπουργό Βενιζέλο και γι' αυτό το 1919 στη διαμάχη για το ποίος είναι ο πραγματικός δικαιούχος της Αγίας Σοφίας παρενέβη υπέρ της Αγίας Έδρας και των ενωτικών της ο καρδινάλιος Πέτρος Γκάσπαρι, πανίσχυρος Γραμματέας του Κράτους του Βατικανού (* Αρ. Πανώτη. «Συνοδικόν» τ. Β΄ σσ. 470-472). Έτσι η κυβέρνηση της Άγκυρας αποφασίζει να απαλλοτριώσει τα γύρω πρόσθετα ξύλινα κτίσματα για να διενεργηθούν εκεί ανασκαφές για να ενοποιηθεί το ιστορικό κέντρο που κάποτε υπήρξε η καρδιά της αυτοκρατορίας τους. Με το κύρος του εθνικού Γαζή, ο ίδιος ο Κεμάλ ανέλαβε να εγκαινιάσει την έναρξη των εργασιών αυτών στη περιοχή και έφθασε από την Άγκυρα για κάποιο επετειακό εορτασμό στην Κωνσταντινούπολη, τον Σεπτέμβριο του 1926. Ειδοποιεί τον διευθυντή του αρχαιολογικού μουσείου της Πόλεως Αζίζ Ογκάν και τον βαλή-Χαϊδάρ μπέη ότι επιθυμεί να επισκεφθεί την «Ayasófya», όπως αποκαλούσαν οι Οθωμανοί, το ιερό καθίδρυμα των Ορθοδόξων. Την επομένη ημέρα συνοδευόμενος από τον υπασπιστή του έφθασε έξω από τον ναό της Αγίας Σοφίας. Εκεί τον περίμενε ο αρχαιολόγος Αζιζ Ογκάν ο οποίος ανέλαβε να τον ξεναγήσει ως ο αρμόδιος υπηρεσιακός παράγοντας του γειτνιάζοντος αρχαιολογικού Μουσείου. Αρχικά γνωρίζουμε ότι αναφέρθηκε στην ιστορική διαδρομή του ναού που έγινε τέμενος το 1453 και επισήμανε πως η «Άϊ Σόφια» έγινε πηγή εμπνεύσεως της γνωστής αρχιτεκτονικής Σχολής της σουλτανικής περιόδου μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα όταν ο σουλτάνος Αβδούλ Μετζίτ ανέθεσε την επισκευή του το 1847-49 στους Ελβετούς αρχιτέκτονες Γκάσπαρ και Ιωσήφ Φασσάτι, που είχαν φθάσει στην Πόλη το 1841 για να αναστηλώσουν τον καέντα ναό Πέτρου και Παύλου των Καθολικών. Αυτοί κλήθηκαν τότε από το σουλτάνο να μελετήσουν και τη ευστάθεια και την ανακαίνιση του κτίσματος. Κατά τις εργασίες τους διαπίστωσαν ότι κάτω από τους ασβεστομένους τοίχους με κάποιο μείγμα γύψου καλύπτονταν ψηφιδωτά μερικά των οποίων αποτελούσαν έργα μεγάλης ιστορικής και αισθητικής αξίας όπως εκείνα που ήξεραν από τη πατρίδα τους με τα οποία και ασχολήθηκαν στις σπουδές. Οι εργασίες που τότε έκαναν ήταν τόσο καλή που όταν συνέβη ο μεγάλος σεισμός, το 1894, ο ναός υπέστη ελάχιστες ζημιές, ενώ μεγάλο μέρος της Κλειστής Αγοράς και πολλά τεμένη κατέρρευσαν, με πολλά θύματα. Βέβαια το μεγαλείο του μνημείου το ζημίωναν οι εξωτερικές υποστυλώσεις και τα γύρω του πρόσθετα σουλτανικά μαυσωλεία, καθώς και οι δεκαπέντε αιώνες της ιστορίας του που πρόσεξε ο Κεμάλ.
Όταν προχώρησαν στο νάρθηκα και έφθασαν στο κατώφλι της βασιλικής πύλης της, ο Κεμάλ εντυπωσιάστηκε από το μεγαλείο του χώρου και ο Αζίζ Ογκάν του είπε πως οι Μικρασιάτες αρχιτέκτονες συνδύασαν το περίκεντρο και το κατά μήκος κτίσμα υπό ένα φωταγωγημένο από αιωρούμενο νευρώδη τρούλλο με τα 40 παράθυρα, ο οποίος επικρέμαται από ουρανό για να «αναγελά αεί η ημέρα»» κατά τον ιστορικό Προκόπιο. Αυτός ο τρούλλος υπενθύμιζε τον «θόλο» του σύμπαντος και κάλυπτε τον χώρο των προσευχόμενων που πρέπει αριθμούσαν 14.000 πιστούς. Αλλά και οι διάτρητες επιφάνειες των μαρμαρώσεων των τοίχων θύμιζαν τα παραπετάσματα που κρέμονταν και κάλυπταν το δάσος των κιονοστοιχιών! Του έδειξε και τα υπερώα με τα ψηφιδωτά που ήταν εν μέρει γνωστά σε παλαιούς περιηγητές από το 1738 και τώρα άρχισαν να εμφανίζονται μόνα τους και πάλι αφού έπεφταν τα πρόσθετα ασβεστοκονιάματα από τον γύψο! Η εντύπωση όλων αυτών ήταν συγκλονιστική για τον Κεμάλ. Σκεπτόταν πως ήταν εύλογη η γοητεία που ασκούσε στους πολιτισμένους λαούς η Αγία Σοφία και έπρεπε αυτό «να συντελέσει στην αναθεώρηση των αντιλήψεων της διεθνούς κοινής γνώμης για τη Τουρκία». Η αξιοποίηση αυτή του μνημείου επέβαλε την αρχαιολογική και καλλιτεχνική έρευνά του για την ανάδειξη του μνημείου που θαυμάζει όλη η ανθρωπότητα!
Για να περιέλθει πλήρως το κτίσμα στην αρμοδιότητα της αρχαιολογικής υπηρεσίας και να αρχίσουν και σ' αυτό μελέτες και οι εργασίες με την εντολή του Κεμάλ ευθύς παραδόθηκαν τα κλειδιά του τεμένους στον Αζίζ Ογκάν, ο οποίος με σειρά μυστικών ενεργειών απέσπασε την «Άϊ Σόφια» από το κτηματολόγιο των «εβκαφίων» και το ενέταξε σε εκείνο της αρχαιολογικής υπηρεσίας και ανέθεσε την φύλαξή του σε υπαλλήλους της υπηρεσίας του. Το τέμενος που διεξαγόταν εκεί η ισλαμική λατρεία από το 1453 έπαυσε προοδευτικά να χρησιμοποιείται. Η εντολή του Κεμάλ ήταν τότε νόμος και κανείς δεν τόλμησε από τους μουσουλμάνους να την αμφισβητίσει. Η φωνή του μουεζίνη δεν ακούστηκε μετά από λίγο καιρό. Βέβαια κατά καιρούς το αίτημα για «ναμάζι» στο χώρο αναμειγνυόταν συνήθως με τον αντικεμαλισμό η με φονταμενταλισμό μερικών φανατικών και απορριπτόταν δεδομένου ότι πλησίον υπάρχει το τέμενος Σουλτάν Αχμέτ για προσευχή.Ο Αζίζ Ογκάν απάλλαξε τις μοναδικές ορθομαρμαρώσεις των πλευρών του κεντρικού κλίτους από τους πέντε πελώριους δίσκους με επιγραφές των ιερών προσώπων του Ισλάμ που έγιναν επί Αχμέτ Γ (1703-1730) από τον καλλιγράφο Τεκνετζί ζαντέ Ιμπραήλ και παραχώρησε τα χαλιά και τα κινητά έπιπλά του σε άλλα τεμένη. Τότε άρχισαν οι μελέτες για την κατάσταση του μνημείου, ενώ οι ανασκαφικές έρευνες επεκτάθηκαν και στην περιοχή του Μιλλίου και του Ιπποδρόμου για να επισημανθεί η Ιστορία της περιοχής που έφερε στο φως τη πλατεία του Αυγουσταίου και τα θεμέλια ναών κτλ.
Τότε για την αποκάλυψη και στήριξη των ψηφιδωτών του ναού αναζητήθηκαν οι καλύτεροι τότε μελετητές των ψηφιδωτών που εξ ιδίων θα ανελάμβαναν την έρευνα στο ναό και την συντήρηση και αποκάλυψή τους. Το 1930 το έργο αυτό το ανέλαβε το Αμερικανικό Tεχνολογικό Ινστιτούτο Βυζαντινολογίας του Princeton με διευθυντή τον Θωμά Ουϊτμωρ (Thomas Whittemore † 1950) και οι δύο Ιταλοί ψηφιδογράφοι Γκρεγκορίνι και Μπενβενούτι που προσέλαβαν ως εργάτες και Ρωμιούς. Η αποκάλυψη των εντοίχιων ψηφιδωτών άρχισε τον Απρίλιο του 1932 από τον εσωνάρθηκα και προχώρησε στο ναό και στα υπερώα που συνεδρίαζε η Μεγάλη Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως - και από εκεί εισερχόσουν στον διάδρομο προσβάσεως στον «Θετταλό Τρίκλινο» της κατοικίας του Πατριάρχη, ενώ σήμερα διατηρεί αυτός αδημοσίευτα ψηφιδωτά και χρησιμεύει ως αποθήκη εικόνων - ενώ κτίσθηκε η πύλη που εισερχόσουν στα καταδαφισθέντα Πατριαρχεία. Τα καθαρισθέντα ψηφιδωτά από την τελευταία κάλυψή τους το 1786 είναι όλα της Μεταεικονομαχικής περιόδου, γιατί τα Ιουστινιάνεια που ιστορήθηκαν κατά την οικοδόμηση του ναού αποσβέστηκαν κατά την Εικονομαχία και είχαν αντικατασταθεί με γυμνούς Σταυρούς στο χρυσό φόντο! Η ποιότητα των αρχικών ψηφιδωτών ήταν ισάξιας τέχνης με τα ψηφιδωτά της Ραβέννας της ίδιας προελεύσεως και περιόδου! Αλλά και τα διασωθέντα εθεωρήθηκαν σπουδαία για την ιστορική και υψηλή ποιότητα της τέχνης τους και ευθύς απέκτησαν παγκόσμιο επιστημονικό ενδιαφέρον! (* Στεφ. Παπαδόπουλου, Αναμνήσεις από την Πόλη, Αθήναι 1978 , σσ. 117-124, 191-193).
Μόλις άρχισε με την εντολή του Κεμάλ να υλοποιείται ο κύκλος των εργασιών στο ναό και στη γύρω περιοχή, το υπουργικό συμβούλιο της Άγκυρας, στις 24 Οκτωβρίου 1934, αποφάσισε τη μετατροπή της «Ayasófya» σε μουσείο και ακολούθησε, στις 4 Νοεμβρίου 1934, η έκδοση του υπ'αρίθμ 24/1589 σχετικού Διατάγματος. Από την 1η Φεβρουαρίου 1935 άνοιξαν οι πύλες του ναού για το κοινό και τότε το επισκέπτεται επίσημα ο Μουσταφά Κεμάλ, ως πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας και αποθαυμάζει τα αποκαλυφθέντα με τη πρωτοβουλία του ψηφιδωτά και όλο το μοναδικό μεγαλείο του μνημείου.
Η βασιλική «της του Θεού Σοφίας» ήταν ο πυρήνας της Αποστολικής Καθέδρας της Νέας Ρώμης, ισάξια κανονικά και νομικά στη Οικουμένη, όπως και η Πρωτόθρονη Εκκλησία της Παλαιάς Ρώμης. Λειτουργούσε εκεί ως το θεσμικό κέντρο της κατ’ Ανατολάς Εκκλησίας και δεν μπορούν κατά το δοκούν να μεταχειρίζονται τις ιερές μνήμες του Γένους των Ορθοδόξων όσοι αγνούν τη διαχρονική λειτουργία του πολύ πρίν εμφανιστούν στην Ιστορία έθνη και κράτη. Την χριστιανική καταγωγή του δεν μπορούν να προσβάλλουν οι αδίαβαστοι και απερίσκεπτοι κουστωδοί που σήμερα την φυλάσσουν όταν τα δισεκατομμύρια χριστιανών την διεκδικούν για να τη λειτουργήσουν. Η γονυπετής προσευχή στην Αγιά Σοφιά του πάπα Παύλου ΣΤ’, την 25η Ιουλίου 1967 και οι σιωπηρές προσευχές των Ορθόδοξων Πατριαρχών, ιεραρχών και κληρικών και λαϊκων τιμούν όλους όσοι εκδηλώνουν τον σεβασμό τους στο έμψυχο αυτό δημιούργημα της ορθοδόξου πίστεώς μας. Ωστόσο αξίζει να σημειωθεί ότι ουδείς Οικουμενικός Πατριάρχης έχει επισκεφθεί την Αγία Σοφία μετά την Άλωση αλλά και τη μουσειοποιησή της επειδή ο περίλαμπρος της Χριστιανοσύνης Ναός αφενός για μια περίοδο μετετράπη σε Ισλαμικό τέμενος και αφετέρου διότι δεν είναι δυνατόν να αποδεχθούν ως διάκονοι και εκφραστές ενός αρχαιοτάτου θεσμού την ιδιότητα του απλού επισκέπτη για την είσοδό τους σε ένα «Μουσείο» ενώ πρόκειται για την καρδιά της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Βεβαια άξια σεβασμού και επαίνου είναι η συνεχιζόμενη προσκυνηματική επίσκεψή από ετεροδόξους και αλλοθρήσκους από την Οικουμένη που κατανύσσεται η καρδιά τους μέσα σ' αυτόν τον πανσεπτό χώρο που δεν μπόρεσε να μολύνει καμία ετερόθρησκη χρήση.
Γι' αυτό δεν υπάρχει καμία προκατάληψη και για τη διάθεση προς προσευχή του Τούρκου Προέδρου της Δημοκρατίας, αφού αυτή μαθαίνουμε ότι θέλει να γίνει την Μεγάλη Παρασκευή που οι άμεσοι χριστιανοί πρόγονοί του από τη Ποταμιά του Ριζαίου του Πόντου, αυτή την Αγία Ημέρα τιμούσαν επί γενεές στον Εσταυρωμένο Βασιλέα της Δόξης στους εκεί καταστραμμένους τώρα ναούς τους. Η επίσκεψη αυτή είναι φόρος τιμής στις ρίζες του και δεν πρέπει να ενοχλεί κανένα Ρωμιό όταν σκέπτεται τον ποταμό του αίματος που κυλά σήμερα στις μυριάδες όσων δεν άντεξαν τα «χαράτσια» των κυριάρχων και εξισλαμίστηκαν.-
«ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ»
Α.Π.
ΥΓ. Πλήρης έλληνική και διεθνής βιβλιογραφία μέχρι το 1983 περί της Αγίας Σοφίας και των ψηφιδωτών της βλ. στο επανεκδοθέν από τις εκδόσεις Β. Γρηγοριάδη «Συμπλήρωμα» των τριών τόμων του κλασσικού έργου του Ευγενίου Άντωνιάδη «Έκφρασις της Αγίας Σοφίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis