Αν και θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι η κυβέρνηση έχει εισέλθει σε φάση αποσταθεροποίησης, είναι κοινός τόπος πως έχει περιέλθει σε δυσχερή θέση. Όπως μας έχει δείξει η πείρα των χρόνων του Μνημονίου, ο πόλεμος κρίνεται στο πεδίο της οικονομίας. Και σ’ αυτό το πεδίο, η αισιόδοξη ρητορική του Τσίπρα δεν έχει μεγάλη σχέση με την πραγματικότητα.
Η καταγραφόμενη αύξηση των δημοσίων εσόδων ναι μεν απομακρύνει τον κίνδυνο ενεργοποίησης του περιβόητου “κόφτη”, αλλά δεν προδιαγράφει την ανάκαμψη. Αντιθέτως, η κάλυψη των δημοσιονομικών στόχων με υπερφορολόγηση απορροφά πόρους από την πραγματική οικονομία, γεγονός που την καθηλώνει. Είναι θεμελιώδες ότι όταν η πραγματική οικονομία βρίσκεται σε τόσο άσκημη κατάσταση ούτε τα δημόσια οικονομικά, ούτε το ασφαλιστικό, ούτε το τραπεζικό σύστημα μπορούν να είναι υγιή.
Και εάν φέτος η κυβέρνηση μάλλον θα πιάσει τον μνημονιακό στόχο, θα είναι δύσκολο να συμβεί το ίδιο το 2017 και πολύ περισσότερο το 2018. Υπενθυμίζουμε ότι για φέτος η υποχρέωση είναι πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ (περίπου 900 εκατ.), ενώ για τον επόμενο χρόνο είναι 1,75% (περίπου 3.350 εκατ.) και για το 2018 και μετά 3,5% (περίπου 6.700 εκατ.).
Για να προσεγγισθούν αυτοί οι στόχοι θα πρέπει η οικονομία να τρέξει με υψηλότατο ρυθμό ανάπτυξης που με τις υφιστάμενες συνθήκες ε
ναι ανεδαφικός. Αυτό σημαίνει είτε επιβολή νέων φόρων σε μία υπερφορολογημένη οικονομία είτε ενεργοποίηση του “κόφτη”, δηλαδή οριζόντιες περικοπές στις δημόσιες δαπάνες με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο για μισθούς και συντάξεις όσο και για την απόδοση του ήδη υποχρηματοδοτημένου κρατικού μηχανισμού.
Μία τέτοια εξέλιξη θα ρίξει ακόμα περισσότερες επιχειρήσεις και νοικοκυριά στον γκρεμό, συσσωρεύοντας περαιτέρω οικονομικά και κοινωνικά ερείπια. Στο πολιτικό επίπεδο, αυτό θα παροξύνει το ήδη βαρύ κλίμα δυσαρέσκειας που επικρατεί και στους κόλπους των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ. Οι δημοσκοπήσεις είναι αποκαλυπτικές των εκλογικών διαρροών.
Ο Τσίπρας έχει εναποθέσει τις ελπίδες του σε μία απόφαση για σημαντική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, η οποία και θα ανοίξει την πόρτα για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Προϋπόθεση είναι και το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης. Αυτή, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την Αθήνα. Όπως φάνηκε και από τις διαπραγματεύσεις, το Κουαρτέτο όχι μόνο δεν βιάζεται, αλλά και προβάλλει μαξιμαλιστικές θέσεις.
Μία άμεση απόφαση για την ελάφρυνση θα είχε βαρύνουσα οικονομική σημασία, κυρίως στο επίπεδο της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων. Θα είχε, επίσης, και υψηλό πολιτικό συμβολισμό. Όλα δείχνουν, ωστόσο, ότι το σχετικό αίτημα του Τσίπρα, αν και έχει βρει σημαντικούς υποστηρικτές και στους κόλπους του ευρωιερατείου, τελικώς θα προσκρούσει στην επίμονη άρνηση του Βερολίνου.
Τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος είναι ασήμαντα και δεν μπορούν να “πουληθούν” πολιτικά από την κυβέρνηση. Εάν οι αποφάσεις για την ελάφρυνση παραπεμφθούν για μετά τις γερμανικές εκλογές (φθινόπωρο του 2017), η κυβερνητική ρητορική θα καταρρεύσει και μαζί της θα καταρρεύσουν και οι όποιες ελπίδες του Μαξίμου για πολιτικοεκλογική ανάκαμψη του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεμένη χειροπόδαρα από τα Μνημόνια, η Ελλάδα θυμίζει ισοβίτη. Προς το παρόν, στο Μαξίμου ελπίζουν ότι θα μειώσουν την ποινή και είναι ειλικρινείς όταν διαψεύδουν ότι σχεδιάζουν πρόωρες εκλογές. Αν, όμως, το επόμενο διάστημα οι ελπίδες τους αποδειχθούν φρούδες, θα τους τεθεί εκ των πραγμάτων το δίλημμα: Να παραμείνουν όσο γίνεται περισσότερο στην εξουσία, παρά την κλιμακούμενη πολιτική απομόνωση και εκλογική συρρίκνωση, ή να επιχειρήσουν μία ηρωική έξοδο, στήνοντας κάλπες και ελπίζοντας ότι θα παραμείνουν ο άλλος πόλος; Η μέχρι τώρα στάση τους οδηγεί στο συμπέρασμα πως θα επιλέξουν το πρώτο.
«Σταύρος Λυγερός»
ΠΗΓΗ
Loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis