Τουρκαλβανοί
Τα προεπαναστατικά χρόνια
Συνεχίζοντας τη χάραξη του κύκλου του ψέματος (όπου καλείται να εγκλωβιστεί κάθε προσπάθεια λογικής ερμηνείας της ιστορίας), η κρατικοδίαιτη ιστοριογραφία θα αποδώσει την έξαρση των απελευθερωτικών αγώνων των καταπιεσμένων κατά την προεπαναστατική περίοδο στον οθωμανοκρατούμενο «ελλαδικό χώρο», στη μετεκκένωση, μέσω μιας εκπορευόμενης και επιχορηγούμενης απ’ τους αστούς, κυρίως των παροικιών, παιδευτικής διαδικασίας, των ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, και στην τόνωση ενός ουσιαστικά ανύπαρκτου εθνικού αισθήματος, στην πολυφυλετική, πολυπολιτισμική, πολυϊδιωματική και χαλαρά συνδεμένη κοινοτική ελλαδική κοινωνία.
Η αντίληψη αυτή, εκτός του ότι θέλει τους παντελώς αναλφάβητους φτωχούς ραγιάδες κοινωνούς του δημιουργούμενου ιδεολογικού πλαισίου αναδιάρθρωσης των κυριαρχικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων στον ευρωπαϊκό χώρο, επιχειρεί να διαστρεβλώσει μια ιστορικά τεκμηριωμένη αλήθεια. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η πολιτισμική ομογενοποίηση των ετερογενών ανθρώπινων πληθυσμών του «ελλαδικού χώρου», μέσω της επιβολής του ιδεολογήματος του ελληνισμού, θα κατορθωθεί με τη βία και μια μακρόχρονη εθνική εκπαίδευση, μετά την συγκρότηση του ελληνικού κράτους. Ένα μέρος, της αλλοιωμένης μέσα απ’ τα κάθε λογής ιδεολογικά φίλτρα, προεπαναστατικής κοινωνικής πραγματικότητας μας μεταφέρει με το Γραφικό Ταξίδι του στον «ελλαδικό χώρο», που εκδόθηκε στα 1782, ο Σουαζέλ Γκουφιέ, παρά τις φαντασιακές του εμμονές να ανακαλύπτει παντού έλληνες και την τάση του να αγνοεί το δυναστικό και εκμεταλλευτικό έργο των χριστιανικών ηγετικών ομάδων, λόγω της αρχαιολατρίας, της χριστιανικής πίστης και της αριστοκρατικής του καταγωγής και συνείδησης. «Και όμως», γράφει, «ας μη νομίσει κανείς ότι οι Έλληνες αποθαρρύνθηκαν. Αν δεν είναι γραφτό τους να ελευθερωθούν, χαρακτηριστικό τους, όμως, είναι να λατρεύουν πάντοτε το όνομα της ελευθερίας. Σ’ αυτό αναμφίβολα δεν υποκινούνται από το πεφωτισμένο αίσθημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αίσθημα, βέβαια, υψηλό και που προσηλώνει μιαν αρετή σε ανάγκη της ελευθερίας. Έμφυτη αποστροφή προς την καταπίεση που τρέφεται και δυναμώνει από το μίσος που εμπνέουν οι καταχρήσεις των πασάδων, είναι το κατ’ εξοχήν πάθος που κυριεύει τις καρδιές τους, πάθος αχώριστο από την ύπαρξη τους».(1)
Άλλωστε κι απ’ τα διαδραματιζόμενα γεγονότα κατά την επανάσταση στη Γαλλία (1789) και τις εξισωτικές και «απελευθερωτικές» της ιδέες, στους καταπιεσμένους του ηπειρωτικού ειδικά «ελλαδικού χώρου», δεν θα φτάσει παρά η ηχώ, και, αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη στα Επτάνησα, όχι μέσω της προπαγάνδας των γιακωβίνικων αστικών συλλόγων κι αυτής των γάλλων «απελευθερωτών», αλλά μέσα απ’ τον θούριο και τη Μασσαλιώτιδα του Ρήγα και εξ αντανακλάσεως απ’ τις κοινολογούμενες παντού καταδικαστικές, της επανάστασης και της βασιλοκτονίας, εγκυκλίους της έντρομης εκκλησίας, που όπως ήταν φυσικό προκαλούσαν το αντίθετο απ’ το σκοπούμενο αποτέλεσμα.
Πραγματικά, από τη «διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη» —απ’ την οποία οι αστοί, καταστρατηγώντας το μεγαλύτερο μέρος της, θα κρατήσουν μόνο τις διατάξεις που επικυρώνουν την ιερότητα της ατομικής ιδιοκτησίας—, οι φτωχοί ραγιάδες του «ελλαδικού χώρου», όπως και οι απανταχού καταπιεσμένοι, θα υιοθετήσουν την προμετωπίδα της, που επαγγελόταν ελευθερία-ισότητα-αδελφότητα, όπως έμμεσα παραδέχεται και ο εκπροσωπών την κληρική αντίδραση Αθανάσιος Πάριος στη Χριστιανική Απολογία του (1793), όπου κατακεραυνώνοντας τους γάλλους επειδή «…κοντά εις το κήρυγμα της ελευθερίας συνάπτουσιν και το κήρυγμα της ισότητας», ρωτώντας αποφαίνεται πως «…ο μωρός λαός και ουχί σοφός, τι άλλο πλέον αρεστόν και θελκτικόν και ερεθιστικόν προς στασιασμούς και δημεγερσίας κατά την κρειττόνων καρτερεί να ακούσει έξω από αυτά τα δύο;»(2)
Ο έστω και περιορισμένος αντικατοπτρισμός των «επαναστατικών» ιδεών, αν και ασφαλώς θα συμβάλλει στο σταδιακό ξεκαθάρισμα, κατά την προεπαναστατική περίοδο, των καλυμμένων τους προηγούμενους αιώνες κάτω απ’ τη θρησκευτική συνήθως μάσκα πραγματικών χαρακτηριστικών του ασίγαστου κοινωνικού πολέμου, δεν θα είναι φυσικά υπεύθυνος για την έξαρσή του, καθώς αυτή πηγάζει και αντανακλά τη συντελούμενη αυτούς τους χρόνους εξουσιαστική και εκμεταλλευτική αντεπίθεση κατά της ελλαδικής κοινωνίας, με την απροκάλυπτη πια αρωγή των χριστιανικών ηγετικών ομάδων.
Μια επίθεση πολυμέτωπη που διεξάγεται κάτω απ’ το φάσμα της πολιτικής και οικονομικής κατάρρευσης της αυτοκρατορίας και εκδηλώνεται με τη φεουδαλική επέκταση σε βάρος της κοινοτικής γαιοκτησίας των «ελευθεροχωριών» και την απόπειρα περαιτέρω αλλοτρίωσης των κοινοτικών σχέσεων και χαρακτηριστικών, από το κράτος και τους ανερχόμενους αστούς.
Η θεσμοποίηση της άτυπης για αιώνες κοινοτικής εξουσίας και η νομιμοποίηση της εκμεταλλευτικής δραστηριότητας των κατόχων της, θα οριστικοποιηθούν αυτή την περίοδο με τη σταδιακή καταγραφή του εθιμικού δικαίου, μετά από απαίτηση των κοτζαμπάσηδων στο Μωρηά και των οικοκυραίων-πλοιοκτητών στα νησιά και με τη βία όπου υπήρξαν αντιδράσεις.
Στην επιχείρηση μετατροπής των χριστιανικών και οθωμανικών (κονιάρικων) «ελευθεροχωριών» της ορεινής Θεσσαλίας, της Στερεάς και της Ηπείρου σε τσιφλίκια, με τη βία, το τέχνασμα και την, κάτω από τη φορολογική πίεση, εξαγορά απ’ τον Αλή πασά και τους αξιωματούχους του, οι αγρότες μετά την εξάντληση κάθε άλλου μέσου αντίδρασης «όχι σπάνια ήταν αναγκασμένοι να αντισταθούν με τα όπλα» κι όπου αυτό δεν ήταν κατορθωτό να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να καταφύγουν στην παρανομία των βουνών, αρνούμενοι να γίνουν «…άθλιοι είλωτες προσκεκολλημένοι εις το έδαφος υπό σιδηρούν ζυγόν υποχρεούμενοι να εργάζονται δι’ άλλον την ιδίαν αυτών γην», που ήταν η μοίρα, όπως μας πληροφορεί ο Ιμπραήμ Ματζούρ εφέντης,(3) όσων υπέκυπταν στα χέρια του διψασμένου για χρήμα και εξουσία Αλή Πασά.
Μια μοίρα που δίνει ανάγλυφα, περιγράφοντας τη λειτουργία του τσιφλικιού, ο Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας: «Ο κύριος, παραδείγματος χάριν, δίδει το σπόρον του γεωργού, ο οποίος, αφού δουλεύση μαζί με την συμβίαν του και τα τέκνα του δι’ όλο το χρόνο, αφού, λέγω, αφανίση τα βόδια του και καταχαλάση τα εργαλεία του, συνάζει, τέλος πάντων, τον καρπόν —και πολλάκις η φύσις δεν ανταποκρίνεται δικαίως εις τους κόπους του— τον οποίον ας υποθέσωμεν ως 10. Ευθύς ο κύριος του χωραφίου λαμβάνει τα 2/3, και μένουσι 3 1/3. Ο επιστάτης του χωρίου, ή μάλλον ειπείν ο φανερός κλέπτης, αρπάζει άλλο ένα και μένουν 2 1/3. Ο κύριος του χωραφίου λαμβάνει διά τον σπόρον 1/3 και ούτως μένουν του γεωργού μόνο 2, από τα οποία έχει να ζωοτραφή και να ενδυθή αυτός και η φαμίλια του».(4)
Χαρακτηριστικοί της απεγνωσμένης προσπάθειας των αγροτών των «ελευθεροχωριών» να αποφύγουν τη μετατροπή τους σε δουλοπάροικους, είναι οι ένοπλοι αγώνες των σουλιωτών, χορμοβιτών, χειμαριωτών κ.ά.,(5) χωρίς ωστόσο να τα καταφέρουν και ενδεικτικές της άρνησης μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού να αποδειχθούν την επιδείνωση των όρων διαβίωσης και τη συρρίκνωση της ελευθερίας τους στα όρια της ανθρώπινης αντοχής, η έξαρση της κλέφτικης δραστηριότητας (που σημαντική της καμπή θ’ αποτελέσει ο μαρτυρικός θάνατος, μετά από προδοσία προεστών και κλήρου, του Κατσαντώνη, στα 1808) και ο πολλαπλασιασμός των άτακτων μικτών ληστρικών σωμάτων που, κάτω από το φάσμα της εξαθλίωσης, επιδράμουν όχι μόνο σε μοναστήρια (π.χ. της Ελασσώνας στα 1790) και τσιφλίκια (όπως του διώκτη των κλεφτών Γιουσούφ Αράπη στα 1802), αλλά και σε μικρά ορεινά «ελευθεροχώρια».
Φυσικά, οι αντιδράσεις αυτές των ρωμηών, αλβανών, βλάχων και τούρκων καταπιεσμένων μόνο σε εθνικά κίνητρα δεν υπακούουν, όσο κι αν η επίσημη ιστορία, —αγνοώντας το πρόδηλο—, προσπαθεί να πείσει περί του αντιθέτου, όπως άλλωστε κι ο ενδοεξουσιαστικός αγώνας που διεξάγεται παράλληλα και του οποίου τις κυριότερες εκδηλώσεις θ’ αποτελέσουν στον συγκεκριμένο χώρο αυτή την περίοδο οι γαλουχημένες στην αγκαλιά της ρώσικης επεκτατικής πολιτικής εκστρατεία του Νικοτσάρα(6) στη Μακεδονία (1807) και η προδομένη (απ’ τους αρματωλούς Στουρνάρη και Δεληγιάννη), αποτυχημένη απόπειρα του Παπα-Θύμιου Βλαχάβα (1808) να ενώσει τους υποβαθμισμένους, απ’ τη συγκεντρωτική πολιτική του Αλή Πασά, αρματωλούς και τους απειλούμενους απ’ την κυριαρχική του επέκταση μπέηδες και αγάδες εναντίον του. Η σύλληψη του Βλαχάβα, μετά από μια περίοδο πειρατικής δράσης και ο μαρτυρικός του θάνατος (1809) θα σηματοδοτήσουν και την αρχή του τέλους του αρματωλισμού, καθώς, όσοι δεν περάσουν στα νησιά του Ιονίου για να συνεχίσουν τη στρατιωτική τους καριέρα στις κατασταλτικές δυνάμεις των εναλλασσόμενων κατακτητών τους (ρώσων, γάλλων, άγγλων), θα μετατραπούν σε έμμισθους διεκπεραιωτές των συμφερόντων του Αλή Πασά και σε διώκτες –μαζί με τ’ αρβανίτικα στρατεύματα– των λίγων ανυπότακτων ομολόγων τους και των κλεφτών.
Η συντριβή των κλεφτών
Η σύλληψη του Κατσαντώνη
Στο Μωρηά η διογκούμενη ακατάπαυστα τα προεπαναστατικά χρόνια κρατική φορολογία, που με τις απαιτήσεις του κλήρου και τις προσαυξήσεις των ενοικιαστών της κοτζαμπάσηδων γινόταν αβάσταχτη, θα προκαλέσει ανάλογα αποτελέσματα, αφού η αδυναμία των κοινοτήτων ν’ ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις θα οδηγήσει σε συγκέντρωση της γαιοκτησίας σε λίγα χέρια.
Η απαλλοτρίωση ιδιαίτερα μετά τα ορλωφικά της κοινοτικής γαιοκτησίας απ’ τους οθωμανούς πασάδες και τους χριστιανούς κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι, όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του ο Οικονόμου, «…εκτός των όσων αυτοί εκ προτέρου διετήρησαν, αγοράζοντες και κατοχάς απ’ τους ευάριθμους γεωργούς των ολιγανθρώπων χωρίων ή και από τούρκους πτωχεύσαντας, απέκτησαν και τινές αυτών τσιφλίκια»,(7) θα προκαλέσει, όπως και στον υπόλοιπο ηπειρωτικό «ελλαδικό χώρο», το φούντωμα του φαινομένου της κοινωνικής ληστείας.
Ο τρόμος μπροστά στην ανεξέλεγκτη κλέφτικη δραστηριότητα, θα συσπειρώσει τα αλληλοσπαρασσόμενα μικτά ταράφια (κόμματα) των οθωμανών και χριστιανών γαιοκτημόνων σε μια επιχείρηση περιορισμού της, κάτω από τη στήριξη της κεντρικής εξουσίας και με τις ευλογίες του κλήρου.
Το έναυσμα της σφοδρής ένοπλης αντιπαράθεσης, που θα κρατήσει δύο χρόνια (1804-1806) και θα καταλήξει στον αποδεκατισμό των κλεφτών, αλλά και στη διάλυση των ανταγωνιστικών, στη διαχείριση της εξουσίας του Μωρηά, συγγενικών καπετανάτων (Κολοκοτρωναίοι), θα δώσει η απαγωγή από ομάδα κλεφτών του πάμπλουτου κοτζαμπάση –και πρωτοσύγκελου Γαργαλιάνων– Ανδρουτσόπουλου, «…ενώ πήγαινε στην Τριπολιτσά, όπου τον είχε καλέσει ο Πασάς για κρατικές υποθέσεις…» (8), και η απαίτηση λύτρων για την απελευθέρωσή του.
Το σημαντικότερο ρόλο στην επιτυχή έκβαση της εξουσιαστικής επιχείρησης εξολόθρευσης των κλεφτών, θα παίξει το, υπογεγραμμένο από δώδεκα δεσποτάδες, αφοριστικό κείμενο του Πατριάρχη «Καθ’ ό κληρικοί τε και λαός έδει να τεθώσιν αμέσως και απροφασίστως εις τας διαταγάς του Μόρα-Βαλεσή»,(9) σε συνδυασμό με την τρομοκρατία που θα εξαπολύσει ο οθωμανικός στρατός. «Μέσα στη βαρυχειμωνιά του 1805-1806», περιγράφει ο Κ. Σιμόπουλος, «τουρκικές δυνάμεις πραγματοποιούν αιφνιδιαστική και συντονισμένη εκκαθαριστική επιχείρηση στις ορεινές περιοχές του κεντρικού Μωρηά για να εξοντώσουν τα ένοπλα σώματα των κλεφτών, που καταφρονούσαν την τουρκική εξουσία χτυπώντας φρουρές, ενεργώντας επιδρομές, αιχμαλωτίζοντας οθωμανούς και ΄Ελληνες αξιωματούχους και διακόπτοντας τις συγκοινωνίες. Η εκστρατεία είχε κεραυνοβόλα αποτελέσματα, επειδή στην εξόρμηση κατά των ανταρτών πήραν μέρος και οι τοπικοί πληθυσμοί ύστερα από φιρμάνι προστατευτικό της πύλης και πατριαρχικό αφορισμό, κυρίως όμως μετά την εμφάνιση φορτίων με χιλιάδες παλούκια και τους δημόσιους διοβελισμούς. Ο διοικητής των τουρκικών δυνάμεων στρατοπέδευσε στη σημερινή Μεγαλόπολη Αρκαδίας και στη Σκάλα Μεσσηνίας και έστησε σε περίοπτα σημεία τα απαίσια σύνεργα του βασανισμού και του θανάτου. Κρεμάλες και είκοσι χιλιάδες παλούκια, βαμμένα μάλιστα κόκκινα για να διακρίνονται από μακρυά, ώστε να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία για τον προορισμό τους και να σκορπίζουν τον πανικό στα χωριά».(10)
Έτσι, κάτω απ’ την, πολλές φορές στο παρελθόν πραγματοποιημένη απειλή του παλουκώματος και τον τρόμο που προκαλούσαν οι αφορισμοί στους θρησκόληπτους –παρά την απέχθεια και το μίσος για τους αξιωματούχους της εκκλησίας– φτωχούς χριστιανούς, οι τελευταίοι θα συνεργαστούν με τις αρχές στη γενικευμένη καταστολή της κλέφτικης δραστηριότητας, δυσχεραίνοντας μόνοι την ήδη οικτρή θέση τους με το να αφήσουν τους τυράννους τους να συνεχίσουν απερίσπαστοι το εκμεταλλευτικό τους έργο και τις ενδοεξουσιαστικές τους διαμάχες.
Ξεφορτωμένοι τον κλέφτικο μπελά, οι τοπικοί άρχοντες, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, θα ενωθούν ξανά προκειμένου να αντιμετωπίσουν, τούτη τη φορά, την ασύμφορη γι’ αυτούς — συγκεντρωτική άσκηση της εξουσίας απ’ τον νέο Μόρα-Βαλεσή και γιο του Αλή Πασά, Βελή. Με επιστολές στο σουλτάνο και πορείες απεσταλμένων τους στην Κωνσταντινούπολη θα επιδιώξουν την ανάκλησή του, σχεδιάζοντας παράλληλα και τη βίαιη ανατροπή του.
Ένα θαμμένο, για ευνόητους λόγους, απ’ την επίσημη ιστορία εναλλακτικό κυριαρχικό σενάριο, το οποίο επεξεργάζονταν στα 1808-9 οι χριστιανοί και οθωμανοί γαιοκτήμονες με τους καταφυγόντες στα Επτάνησα αρματωλούς και καπεταναίους υπό την υψηλή σκηνοθετική επιμέλεια των γάλλων αυτοκρατορικών που κατείχαν τότε τα νησιά, το οποίο αποδεικνύει πως το θρησκευτικό και εθνικό παραμύθι φτιάχτηκε μόνο για να αποκοιμίζει τους κυριαρχούμενους, περιγράφει ο Κολοκοτρώνης. «Και ήλθαν», γράφει στα Απομνημονεύματά του, «όλοι οι Τούρκοι και Ρωμαίοι οι σημαντικοί και ωμίλησαν εις την Ζάκυνθον να κάμουμε μια κυβέρνηση, συνθεμένη από 12 έλληνες και 12 τούρκους, να κυβερνούν το λαόν. Οι Τούρκοι επίσης να καταδικάζονται καθώς οι Ελληνες. Η σημαία μας από το ένα μέρος το φεγγάρι και από το άλλο το Σταυρό, και το σχέδιό μας ήτον, άμα επατούσαμε τον Μορέα να κάμουμε αναφορές στο Σουλτάνο και να του λέγωμεν ότι: ημείς δεν αποστατήσαμεν εναντίον σου πλην εναντίον του τυράννου τού Βελή Πασά».(11)
Όσον αφορά τις συνέπειες του αλληλοσπαραγμού των ηγετικών ομάδων του Μωρηά, όπως είναι φυσικό, θα τις πληρώσουν όπως πάντα και πάλι οι αγρότες, που αποτελούσαν την κοινωνική του ραχοκοκαλιά. Τη δεινή θέση τους στις παραμονές της επανάστασης και την απόγνωσή τους αντανακλά καθαρά η επιστολή του Βοεβόδα Χαλήλ-Αγά προς τον κοτσαμπάση Ανδρέα Λόντο, όπου μεταξύ άλλων, και αναφερόμενος στην επιχείρηση είσπραξης των κρατικών φόρων στον Καζά της Βοστίτσας, αναφέρει: «Τα χωριά μας στέκονται επί ποδός να φύγουν […] προχθές έστειλα εις την Κουνινάν ένα σεϊμένην δια 300 γρόσια και ήρθε πίσω λέγοντας ότι έφυγαν μέσα εις τον λόγκον οι Ραγιάδες…».(12)
Η κατάσταση στα νησιά
Στα νησιά του Αιγαίου, η όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού, αυτή την εποχή, θα αναγκάσει τους πλοιοκτήτες-οικοκυραίους των ναυτικών και τους κοτσαμπάσηδες-γαιοκτήμονες των αγροτικών νησιών (που κυριαρχούν στο κοινοτικό σύστημα απ’ τα τέλη του 18ου αιώνα καρπούμενοι την ανυποληψία του κλήρου),(13) να αποκαλύψουν το πραγματικό κατασταλτικό τους πρόσωπο, ενώ η διαύγεια των χαρακτηριστικών του, θα αφαιρέσει απ’ την κρατούσα ιστοριογραφία κάθε πρόσχημα να ερμηνεύσει τις αντιδράσεις των καταπιεσμένων με γνώμονα τον εθνισμό. Γιατί αυτές οι αντιδράσεις θα προκληθούν απ’ την προσπάθεια επιβολής των αστικών σχέσεων εκμετάλλευσης στα ναυτικά νησιά, διαβρώνοντας τις αυτοδιαχειριστικές πρακτικές των ενώσεων των συντροφοναυτών, και απ’ τη ληστρική συμπεριφορά των κοτσαμπάσηδων στα αγροτικά, που δεν την αμβλύνει, όπως στον ηπειρωτικό «ελλαδικό χώρο», η οθωμανική παρουσία, αφού είναι γνωστό ότι οι οθωμανοί αρκούμενοι, σε ένα φόρο υποτέλειας, είχαν αφήσει ελεύθερο το εκμεταλλευτικό πεδίο των νησιών στις «ελληνικές» ηγετικές ομάδες.
«Ότι δε εις δεινάς αταξίας καί ανωμαλίας εξετράπησαν τά μάχιμα άμα και δυσάγωγα τέκνα της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, εξάγεται εκ τούτου ότι οι πρόκριτοι των τριών εκείνων νήσων εδέησε να καταφύγωσι εις έκτακτα μέτρα και να επικαλεσθώσι μάλιστα την επέμβασιν της οσμανικής κυβερνήσεως»,(14) θα αναγκαστεί να παραδεχτεί ο εθνικός «μας» ιστορικός Παπαρρηγόπουλος.
Στην Ύδρα η κοινωνική αναταραχή των προεπαναστατικών χρόνων θα ξεκινήσει το 1797, όταν, σύμφωνα με εγκύκλιο του Πατριάρχη Γρηγορίου, «τινές κακότροποι και φιλάδικοι ιδιοποιήθηκαν κτήματα του μοναστηριού και πράγματα, αμπέλια δηλονότι, χωράφια, δένδρα και άλλα τοιαύτα, και κατακρατούσιν ασυνειδήτως, επικαρπούμενοι τα γεννήματα αυτών και τας προσόδους, και τω τρόπω τούτω ζημιούσι το ιερόν τούτο μοναστήριον, μηδόλως διανοούμενοι, ότι υποπίπτουσιν αποκριματίστως εις το δεινόν της ιεροσυλίας έγκλημα μη επιστρέφοντας τα θεώ αφιερωθέντα πράγματα, μηδέ φανερώντες τα σύνορα αυτών και οροθέσια κατά την απαίτησιν του δικαίου, και την οφειλόμενην απαίτησιν του χριστιανικού αυτών επαγγέλματος»(15) και θα φτάσει στο αποκορύφωμά της τη διετία 1800-1802.
Ο τρόμος και η αγωνία των οικοκυραίων της, για την έκρυθμη κατάσταση που είχε δημιουργήσει η ανυποταξία των καταπιεσμένων, αναβλύζουν μέσα από τις απανωτές επιστολές τους προς το διερμηνέα του οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο Καλιμάχη και τον Καπετάν-Βούλγαρη στην Κωνσταντινούπολη, στον οποίο ανέθεσαν τελικά —με την επικύρωση του Σουλτάνου— δικτατορικές αρμοδιότητες για να καταπνίξει την εξέγερση. «Και μη σας περάση από τον νουν σας», γράφουν σε μία απ’ αυτές, «ότι και άλλοτε ακολούθησαν αλλ’ εμβήκαν εις τον δρόμον, ότι πλέον ο τόπος δεν τιμωνίζεται, διατί πολλά αρσίζευσαν οι άτακτοι και δεν εμβαίνουν εις τον δρόμον πλέον. διά τούτο παρακαλούμεν θερμώς, όπου εάν δεν μας έλθη νιζάμι [βοήθεια], θε να χαθούμεν καί ημείς και τα καράβια μας, ότι αρχίνησαν να μοιράζουν και τους σερμαγέδες [κεφάλαια], και τέλος ό,τι τους φωτίση αυτό και κάμνουν και ποιος κοτεί από ημάς να μιλήση, μας ποστάρουν ακόμη και τα οσπήτιά μας και δεν κοτούμε ούτε έξω να εβγούμε, ούτε την νύκτα ούτε τήν ημέρα, αλλά καί όταν εβγαίνομε, με μεγάλην φύλαξιν».(16)
Ανάλογες «στάσεις λαού» θα εκδηλωθούν στις Σπέτσες (1800), όπου κατά τον Παπαρρηγόπουλο «αφήνιασαν οι ναυτικοί όμιλοι, μη υπακούοντες εις τους προκρίτους και ταράττοντες την κοινήν ησυχίαν και τάξιν», στα Ψαρά (1815) «κατά των δημογερόντων, αξιούντος ότι τυραννικώς διοικείται»,(17) στην Άνδρο (1819-1820) και, όπως ήδη έχουμε αναφέρει στην Κύπρο (1804), προκαλώντας μια ποικιλία ανταπαντήσεων απ’ την πλευρά της τοπικής και κεντρικής εξουσίας.
Άλλες θ’ αντιμετωπιστούν με τη χρήση της βίας απ’ τους ζαμπίτες (διοικητές με δικτατορικές αρμοδιότητες) που θα διορίσει η Πύλη μετά τις εκκλήσεις των προυχόντων (Ύδρα, Σπέτσες), άλλες με την εκτόνωση της κοινωνικής έντασης διά της καθιρέσεως των πιο μισητών κοτσαμπάσηδων απ’ την κοινοτική διοίκηση (Άνδρος) και της εισόδου σ’ αυτήν αντιπροσώπων του «κοινού λαού» (Ψαρά) και, φυσικά, όπως στην περίπτωση της Κύπρου, με την άγρια καταστολή απ’ τα στρατεύματα κατοχής.
Ακόμη και η σημαντικότερη εξέγερση των καταπιεσμένων, που θα ξεσπάσει στη Σάμο (1807), δεν θα κατορθώσει, παρά την αρχική επιτυχία της, ν’ απαγκιστρωθεί απ’ τη μέγγενη της λυσσαλέας ενδοεξουσιαστικής αντιπαράθεσης που είχε ξεκινήσει απ’ τις αρχές του αιώνα ανάμεσα στους ολιγαρχικούς γαιοκτήμονες («καλικάντζαροι») και τους δημοκρατικούς «καρμανιόλους» που αντιπροσώπευαν και τα συμφέροντα της ανερχόμενης αστικής τάξης του νησιού, για τον έλεγχο της κοινοτικής εξουσίας. Μια αντιπαράθεση που την έντασή της προσδιορίζει στα Σαμιακά του ο Σταματιάδης, σημειώνοντας ότι «…οι οπαδοί των φατριών ήταν αμείλικτοι εις τοιούτον βαθμόν, ούτως ώστε ο ηττώμενος ηναγκάζετο να εκπατρισθή διότι επίκειτο επ’ αυτού ο θάνατος. Εκπατριζόμενος δε εστερείτο πάσης της περιουσίας, ήτις ελεηλατείτο υπό των εναντίων».(18)
Έτσι η ένοπλη εισβολή των εξεγερμένων αγροτών των χωριών του νησιού (με πρωτεργάτες τους δολοφονημένους άγρια —μετά τη σύλληψή τους απ’ τους οθωμανούς, σε κάποια φάση των συγκρούσεων— Λαγό και Καψάλη)(19) στη χώρα, η πολιορκία, σύλληψη, κακοποίηση, δήμευση της περιουσίας και τελική εκδίωξη απ’ το νησί των «καλικάντζαρων» και αργότερα των οθωμανών, θα χρησιμοποιηθούν από τους «καρμανιόλους» σαν σκαλιά για το ανέβασμά τους στο βάθρο της κοινοτικής διοίκησης.
Η εφαρμογή, από μέρους τους, μιας ηπιότερης πολιτικής μέχρι τα 1813, οπότε οι «καλικάντζαροι» θα επανακάμψουν, με τη βοήθεια των οθωμανών, επιβάλλοντας σκληρότερο καθεστώς, ασφαλώς και δεν νομιμοποιεί τους, αδυνατούντες να διανοηθούν μια αυτοδιαχειριζόμενη χωρίς εξουσιαστικά όργανα κοινότητα, αριστερούς ιστορικούς να γράφουν ότι η εξέγερση είχε σαν αποτέλεσμα τη «λαοκρατία» στο νησί.
Ωστόσο, και κάτω από τη φαινομενική σταθερότητα που υποδηλώνουν η εξόντωση των κλεφτών σε Μακεδονία, Ήπειρο, Στερεά, Θεσσαλία και Μωρηά, η καταστολή των εξεγέρσεων στα νησιά και η απουσία επιθετικών, γενικευμένων και συνολικών απελευθερωτικών κοινωνικών αγώνων στις παραμονές της επανάστασης. η ρευστότητα που διαγράφει την επικείμενη αλλαγή στο σκηνικό του «ελλαδικού χώρου» είναι ορατή, καθώς ο κατακερματισμένος κυριαρχικός μηχανισμός αναζητεί τα νέα μοντέλα εξουσίας που θ’ αντικαταστήσουν τις ετοιμόρροπες απ’ το χρόνιο κοινωνικό σφυροκόπημα δομές της οθωμανικής κυριαρχίας, και οι καταπιεσμένοι, έχοντας υπονομεύσει τα θεμέλια της τελευταίας, με τη, μετουσιωμένη σε εκρηκτική ύλη, συσσωρευμένη καταπίεση αιώνων που υφαίνει κόμπο-κόμπο το φυτίλι της με την αντιθετική και εξεγερτική τους δραστηριότητα, ανασυντάσσονται, προσμένοντας την εξεγερτική σπίθα που θα τ’ ανάψει και θα προκαλέσει την έκρηξη, αλλ’ αγνοώντας ακόμα την αλήθεια των λόγων ενός εξουσιαστή αυτής της ιστορικής περιόδου (του Σαίν Ζύστ), που σαφώς προειδοποιούσε πως «όσοι κάνουν μισές επαναστάσεις απλώς σκάβουν το λάκκο τους».
——————–
Κ. Σάθα, Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, τ. δ~, σ. 126.
Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιοανατολική Ευρώπη, σ. 63.
Δ.Κ. Τσοποτού, Γη και Γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, σ. 226.
Ανωνύμου, Ελληνική Νομαρχία, σ. 96.
Περιγράφοντας την υποταγή και τη μοίρα των χειμαριωτών, ο αλβανός λαϊκός ποιητής Χατζή Σεχρέτης γράφει:
Αλή Πασάς προβόδισε ασκέρι και τους πιάνει
άνδρες, γυναίκες και παιδιά στο κούτσουρο τους βάνει […].
Προβόδισε στα Τρίκκαλα πολλά χωριά να φτιάση
να τους μοιράση στα χωριά χωράφια να δουλέψουν
όσο να ζήσουν λευθεριά ποτέ να μη γυρέψουν.
[Τσοποτού, Γη και Γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν, σ. 226].
Τα μυθεύματα, περί συνείδησης της εθνικής συνέχειας, των αρματωλών, στην κρατούσα ιστοριογραφία ανατρέπει η διήγηση του Κούμα (Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων) για τη γνωριμία του με τον Νικοτσάρα. «Ο Κούμας», γράφει, «εγνώρισε προσωπικώς τον Νίκον και τον παπα-Ευθύμιον. Θελήσας να ενθουσιάση τον πρώτον, ότι ομοιάζει τον παλαιόν Αχιλλέα ήκουσε με άγριον τόνον: ‘‘Τι Αχιλλέα λέγεις και τοιαύτα παραμύθια; εσκότωσε πολλούς το τουφέκι του Αχιλλέα;» [Βλ. Αλ. Πολίτη, Κλέφτικα, σ. ιςι~].
Μ. Οικονόμου, Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, σ. 21.
Περιγραφή του Άγγλου περιηγητή William Gell, βασισμένη σε αφήγηση του πρωτοσύγγελου Αντρουτσόπουλου.
«Ενώ πήγαινε στην Τριπολιτσά, όπου τον είχε καλέσει ο Πασάς για κρατικές υποθέσεις, τα πλούτη του προκάλεσαν τη βουλιμία μερικών καλοαρματωμένων κλεφτών, που, αφού έστησαν καρτέρι στο πιο απότομο πέρασμα της Τσιμπαρούς, τραυμάτισαν μερικούς από τους ανθρώπους του, αιχμαλώτισαν τον ίδιο και τον έκλεισαν σε μια στεγνή στέρνα. Εκεί του κατέβαζαν ψωμί και νερό, ώσπου πλήρωσε ένα υπέρογκο ποσό λύτρα στέλνοντας γραπτές οδηγίες στους Γαργαλιάνους. Αν ο ίδιος ο Πασάς μηχανεύτηκε την επίθεση εναντίον του πρωτοσύγκελου, σαν το μοναδικό μέσο να απαλλαγή ο τόπος από τους κλέφτες, ενέργειες συνηθισμένες στους Τούρκους —τον κατηγόρησαν μάλιστα μερικοί γι’ αυτό— δεν μπορώ να βεβαιώσω. Το αποτέλεσμα πάντως υπήρξε άμεσο. Η ασύνετη αιχμαλωσία του κληρικού αναστάτωσε το ιερατείο, που εξαπέλυσε τους κεραυνούς του αφορισμού εναντίον όλων εκείνων που θα έδιναν ψωμί και νερό στους κλέφτες. Έτσι οι κλέφτες, αφού δεν προστατεύονταν πια από τους Έλληνες με τη δικαιολογία πως πολεμούσαν τους Τούρκους, αντιμετώπιζαν το ξερίζωμα ή το χαλασμό τους από τους αγάδες των διάφορων περιφερειών…». (Κ. Σιμόπουλου, Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα, τ. γ~1, σ. 249).
Τ. Σταματόπουλου, Ο Εσωτερικός Αγώνας, τ. α~, σ. 40.
Κ. Σιμόπουλου, Βασανιστήρια και Εξουσία, σ. 369.
Θ. Κολοκοτρώνη, Απομνημονεύματα, σ. 64.
Τ. Σταματόπουλου, Ο Εσωτερικός Αγώνας, τ. α~, σ. 146.
«Το 1780 οι κάτοικοι της Κέας λιθοβόλησαν μέχρι θανάτου τον Παπα-Οικονόμο, ενοικιαστή των φόρων του νησιού, επειδή αρνήθηκε να λογοδοτήσει στη γενική συνέλευση. Την Κυριακή του Πάσχα, στη ‘‘δεύτερη Ανάσταση’’, τον έσυραν —με τα άμφιά του— ώς το Σκυλόρεμα και τον θανάτωσαν. Κι όταν ο Καπουδάν πασάς συγκέντρωσε τους κατοίκους και ρώτησε ποιος σκότωσε τον παπά, το πλήθος απάντησε με μια φωνή ‘‘όλοι μας’’» [Κ. Σιμόπουλου, Η Διαφθορά της Εξουσίας, σ. 87].
Α. Βαζούρα, Έθιμα και Κράτος εις την Νεωτέραν Ελλάδα, σ.386.
Αρχείον της ΚοινότητοςΎδρας 1775-1832, τ. α~, σ. 122.
Ό.π. σ. 289.
Τ. Σταματόπουλου, Ο Εσωτερικός Αγώνας, τ. α~, σ. 162.
Αλέξη Σεβαστάκη, Ιστορικά Νέου Καρλοβασιού Σάμου, σ. 56.
Εβίβα στον Παγώνδα, εβίβα στο Βαθύ
εβίβα στους Βουρλιώτες, με τους Μυτιληνοί
Πύργος και Νιχωράκι αιώνια να ζει.
Σκοτώσαν τον Καψάλη και το Λαγό μαζί
αυτούνοι οι Χωρίτες πεντ’ έξι νοματοί.
Και ο Χατζή Γιαννάκης δεν τόκαμε καλά
δεν ελυπήθη χήρες με τ’ ορφανά παιδιά.
(Λαϊκό τραγούδι της εποχής) [Γ. Κορδάτου, Η Κοινωνική Σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, σ. 125].
Από το βιβλίο Κυριαρχία και Κοινωνικοί Αγώνες στον «Ελλαδικό Χὠρο», έκδοση Αναρχική Αρχειοθήκη, σσ. 199-209.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis