Μετά αυτή τη σύντομη περιήγηση στο χώρο της Μακεδονίας, περνάμε σε έναν άλλο χώρο, των προσωπικοτήτων της, που προέρχονται από διάφορες πόλεις της και διακρίνονται για τα ποικίλα προσόντα τους. Σε αυτή την αναφορά τηρείται μία χρονολογική πορεία που ξεκινάει τον 5ο αι. με το Στωβαίο Ιωάννη, γραμματικό και συγγραφέα Ανθολογίας της Ελληνικής Γραμματείας.
Ακολουθούν δύο άντρες, με το όνομα: Ποσείδιππος, που έζησαν τον 4ο και 3ο αι. Ο ένας -από την Κασσάνδρεια της Χαλκιδικής- ήταν ποιητής της νέας Αττικής κωμωδίας, ο άλλος -από την Πέλλα- ήταν επιγραμματοποιός[1].
Τον 4ο αι. γεννιέται ο Αριστοτέλης, ο περίφημος Σταγειρίτης διδάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και συγγραφέας του γνωστού έργου: Αθηναίων Πολιτεία. Ο Αριστοτέλης κατέφθασε στην Αθήνα το 367, 17 χρονών. Μαθήτευσε δύο χρόνια στη Σχολή του Πλάτωνα και ύστερα από το θάνατο του διδασκάλου του, πήγε στο συγγενή του Ερμεία, ηγεμόνα του Αταρνέως στην Τρωάδα, και εκείθεν στη Μακεδονία, με πρόσκληση του Φιλίππου, για να αναλάβει την εκπαίδευση του Αλεξάνδρου.
Το έργο του Αριστοτέλη χαρακτηρίζεται για τη σαφήνειά του, την πρακτικότητα της σκέψης και τη σοφή διάταξη. Το έργο του είναι τεράστιο, καθώς κανένα πεδίο γνώσης δεν του ήταν άγνωστο. Οι επιστήμες: Αστρονομία, Μετεωρολογία, Φυσική, Ζοωλογία, Βοτανική, Λογική, Ψυχολογία, Αισθητική, Ρητορική, Ποιητική, Πολιτικά, Ηθική, υπήρξαν τα αντικείμενα έρευνας του φιλοσόφου με την καθολική διάνοια. Και ενώ ο Πλάτων με τη θεωρία των Ιδεών επιχειρεί να γεφυρώσει τα γήϊνα με τα υπεραισθητά, ο Αριστοτέλης καθιστά τη φιλοσοφία γήϊνη. Ο Πλάτων δεν αποδέχεται την ύλη, ενώ ο Αριστοτέλης έχει ως κύριο αντικείμενο της μελέτης του την ύπαρξη του αισθητού κόσμου και προσπαθεί να τον ερμηνεύσει και να τον υποτάξει με τα αισθητήριά του: τις «έννοιες»[2].“Αθηναίων Πολιτεία” Αριστοτέλους σε πάπυρο
Ο Αριστοτέλης ήταν εκείνος που έκανε την παρατήρηση για τους Έλληνες, «ότι ζώντας σε ένα κλίμα που μετέχει και από την Ασία και από την Ευρώπη, συνδυάζουν και των δύο ομάδων τα προτερήματα»[3].
Ο Αριστοτέλης είχε επίσης έναν ανηψιό, τον Καλλισθένη, από την Όλυνθο της Χαλκιδικής, που ήταν ιστοριογράφος, σύγχρονος του Μ.Αλεξάνδρου.
Από την π.Χ περίοδο περνάμε στον13ο-14οαι. περίοδο όπου έζησε ο Πανσέληνος Μανουήλ, Βυζαντινός Αγιογράφος της Μακεδονικής Σχολής.
Βλαστάρης Ματθαίος (13ος-14ος αι.) Βυζαντινός λόγιος μοναχός και κοινωνιολόγος από τη Θεσσαλονίκη.
Το 1675, ένας άλλος Μακεδόνας, ο λόγιος Γεώργιος Κονταρής, δημοσιεύει σε απλή γλώσσα μία Ιστορία για την αρχαία Αθήνα. Αφιερώνει το έργο του σε δύο πλούσιους Αθηναίους, και στην προσφώνησή του υπογραμμίζει και εξαίρει το δέσιμο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας με τη νέα όταν προσφωνει: «είμεσθεν απόγονοι τοιούτων μεγάλων και σοφών αντρών». Στο έργο του χαρακτηρίζει τους Τούρκους ως «ασεβές και βάρβαρο έθνος», και στο τέλος εκφράζει μία εκ βαθέων ευχή του, να καταστρέψει ο Θεός τους Τούρκους και να ξαναδώσει στο Γένος την ελευθερία[4].
Αντίθετα από τον λόγιο Κονταρή, ο Μανωλάκης Καστοριανός, πλούσιος έμπορας, ένας από τους γουναράδες της Καστοριάς, ανήκει στους πρώτους Έλληνες εμπόρους που δούλεψαν συστηματικά στην υπόδουλη Ελλάδα, για τη σύσταση σχολείων και την καλλιέργεια των γραμμάτων[5]. Είναι οι χρόνοι μιας εποχής, που οι Έλληνες του εξωτερικού, όχι μόνο αποκτούν πολλά χρήματα αλλά χρησιμοποιούν την ευπορία τους για την προώθηση της παιδείας στην πατρίδα τους. Παρατηρείται το φαινόμενο της ευεργεσίας έξω από τον τόπο της καταγωγής, και εν γένει για το καλό της Ελλάδας.
Από την εύπορη Καστοριά είναι και ο Θωμάς Μανδακάσης [6] γιατρός, που ζούσε και ασκούσε το επάγγελμά του στη Λειψία. Η αγάπη του για την Ελλάδα τον οδήγησε να αφιερώνει τα κέρδη του στην έκδοση ελληνικών βιβλίων. Ήταν και ο ίδιος συγγραφέας. Το 1760 εκδίδει το βιβλίο του «Περί των αοράτων δια των ορατών εννοουμένων πραγμάτων», που ο τίτλος του αν και θυμίζει τη θεωρία των «Ιδεών» του Πλάτωνα, δεν έχει καμμία σχέση μαζί της. Είναι όντως ηθικολόγος όταν γράφει: «οι άνθρωποι πολλά την σήμερον πολιτικοί είναι, και δε θέλουν κατά πρόσωπον να πτύουν υποκριτάς και ψεύστας». Και αλλού: «την σήμερον οι άνθρωποι τους πλουσίους αυτών, άρχοντας ψευδώς τους ονομάζουν». Κάποτε ο Μανδακάσης γράφει στίχους των οποίων ο σκοπός είναι καλύτερος της έκφρασης. Γράφει και δικαιολογώντας τη λόγια γλώσσα του Καισάριου Δαπόντε, τιμά την κοινή[7]:
Συ δε την γλώσσαν την απλήν, μην την καταφρονήσης,
ότι αρίστη και αυτή ως θέλει την γνωρίσης.
Και τόσας χάριτας γλυκάς και νοστιμάδας έχει,
όπου και όλων των εθνών τας γλώσσας υπερέχει.
Το 18ο αι. παρατηρείται ότι το ενδιαφέρον για την ιστορία γενικά παίζει σημαντικό ρόλο στα πράγματα της εποχής. Επεκτείνεται πέρα από την πολιτική ή την θρησκευτική ιστορία. Επικρατεί μία συγγραφική δραστηριότητα, αρκετά όμως από τα σημαντικά έργα που δημιουργούνται, μένουν ανέκδοτα. Παράδειγμα αποτελεί η εργασία του Γ. Ζαβίρα: Νέα Ελλάδα. Ο Γεώργιος Ζαβίρας (1744-1804) Μακεδόνας έμπορας έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Δύση, κυρίως στην Ουγγαρία. Αγαπούσε τα γράμματα, συνέγραψε πολλά πράγματα και επίσης μετάφρασε κείμενα. Ατυχώς σχεδόν όλα τα γραπτά του έμειναν ανέκδοτα και κατά συνέπεια πολλά από αυτά χάθηκαν. Διασώθηκε μία Περιήγησή του στη Γερμανία. Στο έργο του Νέα Ελλάδα, ο συγγραφέας καταθέτει βιογραφική αναγραφή των Ελλήνων λογίων επί της Τουρκοκρατίας. Το έργο αυτό δημοσιεύτηκε μεν το 1872, όταν όμως ήταν ακόμη χειρόγραφο, είχε χρησιμοποιηθεί από πολλούς.
Την τελευταία εικοσαετία του 18ου αι. δραστηριοποιείται συγγραφικά και ο Μακεδόνας Γεώργιος Ρουσιάδης [8], (1783-1854) που πέρα από άλλα έργα του, μετάφρασε και τον Όμηρο. Η κριτική των συγχρόνων του γι αυτή τη μετάφραση δεν υπήρξε αρκετά επιεικής.
Από τους συγγραφείς που γράφουν τον 19ο αι., πολλοί είναι Μακεδόνες, που γνωρίζονται και τιμούν αλλήλους. Ο Μιχαήλ Περδικάρης[9], ένας ακόμη από αυτούς, μολονότι κατάγεται από την Κεφαλλονιά, είναι γέννημα και θρέμμα της Κοζάνης. Παρόμοια όπως οι άλλοι της εποχής του, έγραψε αρκετά, που έμειναν όμως αδημοσίευτα. Μπόρεσε και εξέδωσε τον Ερμήλο του το 1817 ή Δημοκριθηράκλειτο [10], και τον ίδιο χρόνο ένα πεζό το: Προδιοίκησις εις τον Ερμήλον.
Ο Δημοκριθηράκλειτος είναι ποίημα σε τόμο 460 σελίδων, και παρουσιάζεται ως πρώτος τόμος. Είναι μία δυνατή σάτιρα για την κοινωνία της εποχής του ποιητή. Φαίνεται να έχει γραφτεί το 1806. Ο Περδικάρης ελέγχει τον κλήρο και την άρχουσα τάξη με τρόπο που είναι δύσκολο για κάποιον να επαναλάβει τους στίχους του. Ελέγχει τους Νεοϊδεάτες, αποκαλεί τους αρχιερείς γενίτσαρους, χτυπάει τη νηστεία και χλευάζει τις ευχές των ιερέων. Για τον Βολταίρο λέει ότι είναι: «αχρείος, σαρκολάτρης, κακόφρων και στραβός». Κατακρίνει επίσης τον Καταρτζή[11] που γεννημένος μεταξύ του 1720-1725, σταδιοδρόμησε στις Αυλές της Μολδοβλαχίας, έφτασε στο αξίωμα του Μεγάλου Λογοθέτη, και πέθανε το 1807. Φέρεται ακόμη και ενάντια στον Ρήγα γράφοντας μεγάλο βιβλίο με τον τίτλο: Κατά Ψευδοφιλελλήνων. Το θέμα του ποιήματος έχει παρθεί από τον Λούκιο (όνομα Αγίων και παπών) που μνημονεύεται στο έργο. Το περιεχόμενο του ποιήματος άρεσε και κυκλοφόρησε πολύ, ιδιαίτερα στην Μακεδονία. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, η Εκκλησία το πρόσεξε και το καταδίκασε.
Γνωστός του Περδικάρη συμπατριώτης του, γιατρός και ποιητής, ο Γεώργιος Σακελλάριος [12] (1765-1838), δεν είναι ο ηθικολόγος στιχουργός, ούτε διδακτικός, περιγραφικός ή αλληγορικός. Οι φιλοδοξίες του είναι λογοτεχνικές. Εκτός από έργα για την επιστήμη του, μία Ελληνική Αρχαιολογία, μεταφράζει τον Ανάχαρση και άλλα ιστορικά έργα. Ο Σακελλάριος έχει επίσης μία συλλογή αρχαίων νομισμάτων. Υπάρχουν πληροφορίες που υποστηρίζουν ότι το 1789, εισήγαγε στην Ελλάδα τον σαικσπηρισμό, με το έργο του Ρωμαίος και Ιουλία, τραγωδία σε πεζό, σε πέντε πράξεις.
Το ποιητικό του έργο εμπεριέχεται σε τόμο που δημοσιεύτηκε το 1817 με τον τίτλο: Ποιημάτια. Διακρίνονται για τη θλίψη του ποιητή. Αλλού επικρατεί η συγκίνηση που την προκαλεί ο ανθρώπινος πόνος και όχι η τέχνη και αλλού η πατριωτική έμπνευση. Στο έργο του Γ.Σακελλάριου διαπιστώνεται μία ποιοτική βελτίωση, συγκριτικά με την πνευματική παραγωγή των προηγουμένων ποιητικών συλλογών. Ο Σακελλάριος σχετίζεται με τον Περδικάρη, με τους: Βηλαρά και Χριστόπουλο. Θαυμάζει το Χριστόπουλο τον οποίον θεωρεί ως άλλον Ανακρέοντα, δεν εγκρίνει όμως τον τόνο του, καθώς ο ίδιος είναι αυστηρός ως προς τις πεποιθήσεις του και εστραμμένος στη μελαγχολία και τον στοχασμό στη ζωή. Στο έργο του Αντιβακχικά «κατά των Βακχικών του κυρίου Χριστόπουλου» γράφει:
Έξω έξω τα κροντήρια,
έξω πλόσκες και ποτήρια.
Στη λογοτεχνική κίνηση που παρατηρείται την περίοδο του 18ου αι. οι Μακεδόνες μετέχουν ενεργά με τη συνεισφορά τους.Αθανάσιος Χριστόπουλος (φωτο Βικιπαιδεία)
Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος [13], θεωρήθηκε ο μεγάλος ποιητής της γενιάς του. Γεννήθηκε στην Καστοριά το 1772 και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Βουκουρέστι, όπου και πέθανε το 1847. Κατάγεται από εκλεκτή Φαναριώτικη οικογένεια. Το πέρασμα των χρόνων και η διδασκαλία του Καταρτζή, οδηγούν σε μία φυσικότερη γλώσσα. Αν και αρχίζει τη σταδιοδρομία του με μία Γραμματική της Αιολοδωρικής το 1805, τον ίδιο χρόνο ακολουθεί ένα δράμα του, ο Αχιλλέας. Το πνεύμα, σύμφωνο με το πνεύμα της εποχής, θίγει τη διχόνοια που απασχολεί, και ανησυχεί την ελληνική διανόηση της εποχής.
Όταν είμεσθ’ ενωμένοι, κ’ η Ελλάς ευδοκιμεί
Και καμμία δεν την βλάφτει εχθρική επιδρομή.
Το 1811 εκδίδονται τα Λυρικά του Χριστόπουλου στα οποία πιστεύεται ότι ανήκει και μία σάτιρα για τη γλώσσσα, που τιτλοφορείται:Όνειρο και στρέφεται κατά του Κοραή. Οι άκρως Δημοτικιστές της εποχής πολεμούν τον κοραϊσμό. Από το κύμα αυτό, γεννιούνται έργα όπως το Όνειρο του Χριστόπουλου και τα Κορακίστικα, του Νερουλού. Τον ίδιο λοιπόν χρόνο, ο Χριστόπουλος εγκωμιάζει σε επιστολή του την κωμωδία του Νερουλού.
Ο Χριστόπουλος εκτός από το ποιητικό του έργο, έχει γράψει και πεζά που αποκαλύπτουν τη λογιότητά του. Έγραψε αρχαιολογικές μελέτες[14], ασχολήθηκε με θέματα της αρχαίας φιλοσοφίας, με θέματα ιστορικής φύσεως, αλλά και πολιτικά. Έκανε επίσης μεταφράσεις αποσπασμάτων από την Ιλιάδα του Ομήρου και από τον Ηρόδοτο.
Ο Χριστόπουλος μελετήθηκε και επηρέασε όπως τους: Διονύσιο Σολωμό[15], που έχει υπόψη του τα γλωσσικά βιβλία του, ή τον Βηλαρά που τον μιμείται μεν, αλλά που το ποίημά του Άνοιξη υπερτερεί της δικής του, μας λέει ο Νικόλαος Δραγούμης[16] στα απομνημονεύματά του. Ο Ηλίας Τανταλίδης, Φαναριώτης (1818-1876), ο οποίος σύμφωνα με το Δημαρά[17], μπορεί να θεωρηθεί ο τελευταίος Φαναριώτης ποιητής, στα πρώτα του ποιήματα, δέχεται επίσης την επίδραση του Χριστόπουλου, από ποιήματα για παράδειγμα, στα οποία προτιμάει την καθαρεύουσα αλλά γράφει και «χυδαϊκά».Λύσσανδρος Καυταντζόγλου (φωτο Βικιπαιδεία)
Επόμενος είναι ο Κασομούλης Νικόλαος [18] (1795-1881) ένα άλλο αξιόλογο παιδί της Μακεδονίας από την Κοζάνη, αγωνιστής του 1821 και συγγραφέας απομνημονευμάτων, που τα συγκεντρώνει σε τρεις τόμους με τον τίτλο: Στρατιωτικά Ενθυμήματα. Ο Κασομούλης αν κα με μικρή μόρφωση, έκανε μεγάλη προσπάθεια να εκλεπτύνει τη γλώσσα του. Σύμφωνα με το Δημαρά αν έγραφε πιο φυσικά «θα είταν ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας». Ο Κασομούλης[19] που μετέχει στον Αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, τον παρουσιάζει εκ των ένδον. Έχει ιστορική συνείδηση και γίνεται αυστηρός προσπαθώντας να φτάσει στην αλήθεια. Προχωρά λοιπόν στην ανίχνευση των ψυχών των ηρώων και στα κατορθώματά τους.
Ανάμεσα στους λογίους, τους εκδότες, τους ευεργέτες και άλλους επιφανείς άντρες της Μακεδονίας, διακρίνεται ο Καυτατζόγλου Λύσσανδρος (1811-1885) αρχιτέκτων της Σχολής Κλασσικισμού από τη Θεσσαλονίκη (αν και δεν είμαι βέβαια, πιστεύω ότι το Καυτατζόγλειο Στάδιο φέρει το όνομά του).
Και ερχόμαστε στον Ίωνα Δραγούμη (1878-1920)[20] που με το ψευδώνυμο Ίδας, γράφει το έργο του:Μαρτύρων και ηρώων αίμα, του οποίου η ιστορία εμπνευσμένη από το Μακεδονικό Αγώνα, κορυφώνεται με το θάνατο του Παύλου Μελά (1904). Το 1909 δίνει το έργο του: Σαμοθράκη και το 1911 το: Όσοι ζωντανοί. Τα βιβλία αυτά ακολουθούν τη γραμμή του πρώτου: χαρακτηρίζονται δηλαδή για το στενό πολιτικό προσανατολισμό τους. Παρουσιάζουν τον χαρακτήρα των Νεοελλήνων ύστερα από το 1897, την πολιτική κατάσταση που αναδύεται, και που εκφράζεται στην πολιτική του Ε.Βενιζέλου.
Στη συνέχεια θα αναφερθούν πολύ σύντομα και κάποια άλλα ονόματα:
Ο Ριάδης Αιμίλιος (1880-1935) από τη Θεσσαλονίκη, συνθέτης της Εθνικής Σχολής.
Σωτηριάδης Γεώργιος (1852-1942) αρχαιολόγος από το Σιδηρόκαστρο, πρωτεύουσα της επαρχίας Σιντικής του νομού Σερρών, ο Πρώτος Πρύτανις του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Χατζής Βασίλειος (1870-1915) Καστοριανός, γνωστός ζωγράφος-θαλασσογράφος.
Αργυρός Ουμβέρτος (1882-1963)ζωγράφος από την Καβάλα, καθηγητής ΑΣΚΤ, ακαδημαϊκός.
Σβώλος Αλέξανδρος (1892-1956) νομικός και πολιτικός από το Μοναστήρι, καθηγητής Πανεπιστημίου και Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Εφέδρων Αξιωματικών στη διάρκεια της Κατοχής.
Αχιλλέας Τζαρτζάνος (1873-1963) γνωστός φιλόλογος και γλωσσολόγος από το Τύρναβο, συγγραφέας σπουδαίων εγχειριδείων των Γυμνασιακών Σπουδών, σε σχέση με την κλασσική φιλολογία. Γνωστά το Λεξικό ανωμάλων ρημάτων του Τζαρτζάνου και το Συντακτικό του, που διδάχτηκαν στο Γυμνάσιο στη δεκαετία του 1960.
Βαφόπουλος Γεώργιος (1903) από τη Θεσσαλονίκη.
Καραμανλής Κωνσταντίνος (1907-1998), από τις Σέρρες, ο πολιτικός, δικηγόρος, πρωθυπουργός (1955-1963, 1974-1980) και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1980-1985).
Κόκκας Πάνος (1919-1963) δημοσιογράφος, εκδότης και νομικός από τη Θεσσαλονίκη.
Ταχτσής Κώστας (1927-1988) πεζογράφος και ποιητής από τη Θεσσαλονίκη. Γνωστό το έργο του Το τρίτο Στεφάνι και από τις συνέχειες στην Ελληνική τηλεόραση. Ο Κ.Ταχτσής έζησε στην Αυστραλία για ένα διάστημα, εργαζόμενος ως τραπεζοϋπάλληλος.
Από τη Θεσσαλονίκη είναι και οι ακόλουθοι:
Βουδούρης Άρης (1927-1990) γνωστός επιχειρηματίας και εκδότης.
Μπακόλας Νίκος (1927-1999), πεζογράφος κριτικός και δημοσιογράφος.
Μαρωνίτης Δημήτριος (1929) γνωστός, σύγχρονος κλασσικός φιλόλογος καθηγητής Πανεπιστημίου και κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Χριστιανόπουλος Ντίνος (1931) -ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη- ποιητής, πεζογράφος, φιλόλογος, και κριτικός.
Βασιλικός Βασίλης (1934) συγγραφέας από την Καβάλα.
Χειμωνάς Γεώργιος (1939) γνωστός πεζογράφος-ψυχίατρος, από την Καβάλλα.
Ο πρόσφατα απολιπών Μανώλης Αναγνωστάκης, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925 και υπήρξε ένας από τους αναγνωρισμένους ποιητές της μεταπολεμικής περιόδου. Ως μέτοχος στην Εθνική Αντίσταση και στον εμφύλιο, καταδικάστηκε σε θάνατο από στρατοδικείο, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στην αγγλική γαλλική και ιταλική και μελοποιήθηκαν από τους: Θεοδωράκη, Θάνο Μικρούτσικο, Αγγελική Ιωαννάτου και Μιχάλη Γρηγορίου. Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 23 Ιουνίου 2005.
Αναμφίβολα τα ονόματα της περιόδου του 20ου αι. τα οποία αναφέρθηκαν δεν είναι τα μόνα. Υπάρχουν αξιόλογοι δημιουργοί σε όλους τους χώρους της τέχνης όπως στη μουσική ο Σαβόπουλος που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από πατέρα Φαναριώτη και μητέρα πρόσφυγα από τη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας, ο Γιώργος Καφτατζής από τις Σέρρες, και άλλοι.
Και ποιος δεν γνωρίζει τη συμπαθέστατη και υπερταλαντούχα τραγουδίστρια Γλυκερία; Σίγουρα όμως πολλοί από τους θαυμαστές της δεν γνωρίζουν ότι κατάγεται από ένα χωριό των Σερρών το οποίο και άφησε μολις δέκα χρονών με την οικογένειά της για να έρθει στη Θεσσαλονίκη . Στην συμπρωτεύουσα έλαβε την εκπαίδευσή της και σε αυτήν άρχισε και την καριέρα της στο πεντάγραμμο (από την εκπομπή του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ΕΡΤ, 26/7/06, 7-8π.μ. στο Σύδνεϋ).
Η εργασία όμως αυτή οφείλει να σεβαστεί τα χρονικά όρια που της δόθηκαν. Κλείνω λοιπόν εδώ και σας ευχαριστώ που με ακούσατε.
diasporic
Σύδνεϋ, 2005
Dr Pipina Elles
Ακολουθούν δύο άντρες, με το όνομα: Ποσείδιππος, που έζησαν τον 4ο και 3ο αι. Ο ένας -από την Κασσάνδρεια της Χαλκιδικής- ήταν ποιητής της νέας Αττικής κωμωδίας, ο άλλος -από την Πέλλα- ήταν επιγραμματοποιός[1].
Τον 4ο αι. γεννιέται ο Αριστοτέλης, ο περίφημος Σταγειρίτης διδάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και συγγραφέας του γνωστού έργου: Αθηναίων Πολιτεία. Ο Αριστοτέλης κατέφθασε στην Αθήνα το 367, 17 χρονών. Μαθήτευσε δύο χρόνια στη Σχολή του Πλάτωνα και ύστερα από το θάνατο του διδασκάλου του, πήγε στο συγγενή του Ερμεία, ηγεμόνα του Αταρνέως στην Τρωάδα, και εκείθεν στη Μακεδονία, με πρόσκληση του Φιλίππου, για να αναλάβει την εκπαίδευση του Αλεξάνδρου.
Το έργο του Αριστοτέλη χαρακτηρίζεται για τη σαφήνειά του, την πρακτικότητα της σκέψης και τη σοφή διάταξη. Το έργο του είναι τεράστιο, καθώς κανένα πεδίο γνώσης δεν του ήταν άγνωστο. Οι επιστήμες: Αστρονομία, Μετεωρολογία, Φυσική, Ζοωλογία, Βοτανική, Λογική, Ψυχολογία, Αισθητική, Ρητορική, Ποιητική, Πολιτικά, Ηθική, υπήρξαν τα αντικείμενα έρευνας του φιλοσόφου με την καθολική διάνοια. Και ενώ ο Πλάτων με τη θεωρία των Ιδεών επιχειρεί να γεφυρώσει τα γήϊνα με τα υπεραισθητά, ο Αριστοτέλης καθιστά τη φιλοσοφία γήϊνη. Ο Πλάτων δεν αποδέχεται την ύλη, ενώ ο Αριστοτέλης έχει ως κύριο αντικείμενο της μελέτης του την ύπαρξη του αισθητού κόσμου και προσπαθεί να τον ερμηνεύσει και να τον υποτάξει με τα αισθητήριά του: τις «έννοιες»[2].“Αθηναίων Πολιτεία” Αριστοτέλους σε πάπυρο
Ο Αριστοτέλης ήταν εκείνος που έκανε την παρατήρηση για τους Έλληνες, «ότι ζώντας σε ένα κλίμα που μετέχει και από την Ασία και από την Ευρώπη, συνδυάζουν και των δύο ομάδων τα προτερήματα»[3].
Ο Αριστοτέλης είχε επίσης έναν ανηψιό, τον Καλλισθένη, από την Όλυνθο της Χαλκιδικής, που ήταν ιστοριογράφος, σύγχρονος του Μ.Αλεξάνδρου.
Από την π.Χ περίοδο περνάμε στον13ο-14οαι. περίοδο όπου έζησε ο Πανσέληνος Μανουήλ, Βυζαντινός Αγιογράφος της Μακεδονικής Σχολής.
Βλαστάρης Ματθαίος (13ος-14ος αι.) Βυζαντινός λόγιος μοναχός και κοινωνιολόγος από τη Θεσσαλονίκη.
Το 1675, ένας άλλος Μακεδόνας, ο λόγιος Γεώργιος Κονταρής, δημοσιεύει σε απλή γλώσσα μία Ιστορία για την αρχαία Αθήνα. Αφιερώνει το έργο του σε δύο πλούσιους Αθηναίους, και στην προσφώνησή του υπογραμμίζει και εξαίρει το δέσιμο της αρχαίας ελληνικής ιστορίας με τη νέα όταν προσφωνει: «είμεσθεν απόγονοι τοιούτων μεγάλων και σοφών αντρών». Στο έργο του χαρακτηρίζει τους Τούρκους ως «ασεβές και βάρβαρο έθνος», και στο τέλος εκφράζει μία εκ βαθέων ευχή του, να καταστρέψει ο Θεός τους Τούρκους και να ξαναδώσει στο Γένος την ελευθερία[4].
Αντίθετα από τον λόγιο Κονταρή, ο Μανωλάκης Καστοριανός, πλούσιος έμπορας, ένας από τους γουναράδες της Καστοριάς, ανήκει στους πρώτους Έλληνες εμπόρους που δούλεψαν συστηματικά στην υπόδουλη Ελλάδα, για τη σύσταση σχολείων και την καλλιέργεια των γραμμάτων[5]. Είναι οι χρόνοι μιας εποχής, που οι Έλληνες του εξωτερικού, όχι μόνο αποκτούν πολλά χρήματα αλλά χρησιμοποιούν την ευπορία τους για την προώθηση της παιδείας στην πατρίδα τους. Παρατηρείται το φαινόμενο της ευεργεσίας έξω από τον τόπο της καταγωγής, και εν γένει για το καλό της Ελλάδας.
Από την εύπορη Καστοριά είναι και ο Θωμάς Μανδακάσης [6] γιατρός, που ζούσε και ασκούσε το επάγγελμά του στη Λειψία. Η αγάπη του για την Ελλάδα τον οδήγησε να αφιερώνει τα κέρδη του στην έκδοση ελληνικών βιβλίων. Ήταν και ο ίδιος συγγραφέας. Το 1760 εκδίδει το βιβλίο του «Περί των αοράτων δια των ορατών εννοουμένων πραγμάτων», που ο τίτλος του αν και θυμίζει τη θεωρία των «Ιδεών» του Πλάτωνα, δεν έχει καμμία σχέση μαζί της. Είναι όντως ηθικολόγος όταν γράφει: «οι άνθρωποι πολλά την σήμερον πολιτικοί είναι, και δε θέλουν κατά πρόσωπον να πτύουν υποκριτάς και ψεύστας». Και αλλού: «την σήμερον οι άνθρωποι τους πλουσίους αυτών, άρχοντας ψευδώς τους ονομάζουν». Κάποτε ο Μανδακάσης γράφει στίχους των οποίων ο σκοπός είναι καλύτερος της έκφρασης. Γράφει και δικαιολογώντας τη λόγια γλώσσα του Καισάριου Δαπόντε, τιμά την κοινή[7]:
Συ δε την γλώσσαν την απλήν, μην την καταφρονήσης,
ότι αρίστη και αυτή ως θέλει την γνωρίσης.
Και τόσας χάριτας γλυκάς και νοστιμάδας έχει,
όπου και όλων των εθνών τας γλώσσας υπερέχει.
Το 18ο αι. παρατηρείται ότι το ενδιαφέρον για την ιστορία γενικά παίζει σημαντικό ρόλο στα πράγματα της εποχής. Επεκτείνεται πέρα από την πολιτική ή την θρησκευτική ιστορία. Επικρατεί μία συγγραφική δραστηριότητα, αρκετά όμως από τα σημαντικά έργα που δημιουργούνται, μένουν ανέκδοτα. Παράδειγμα αποτελεί η εργασία του Γ. Ζαβίρα: Νέα Ελλάδα. Ο Γεώργιος Ζαβίρας (1744-1804) Μακεδόνας έμπορας έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Δύση, κυρίως στην Ουγγαρία. Αγαπούσε τα γράμματα, συνέγραψε πολλά πράγματα και επίσης μετάφρασε κείμενα. Ατυχώς σχεδόν όλα τα γραπτά του έμειναν ανέκδοτα και κατά συνέπεια πολλά από αυτά χάθηκαν. Διασώθηκε μία Περιήγησή του στη Γερμανία. Στο έργο του Νέα Ελλάδα, ο συγγραφέας καταθέτει βιογραφική αναγραφή των Ελλήνων λογίων επί της Τουρκοκρατίας. Το έργο αυτό δημοσιεύτηκε μεν το 1872, όταν όμως ήταν ακόμη χειρόγραφο, είχε χρησιμοποιηθεί από πολλούς.
Την τελευταία εικοσαετία του 18ου αι. δραστηριοποιείται συγγραφικά και ο Μακεδόνας Γεώργιος Ρουσιάδης [8], (1783-1854) που πέρα από άλλα έργα του, μετάφρασε και τον Όμηρο. Η κριτική των συγχρόνων του γι αυτή τη μετάφραση δεν υπήρξε αρκετά επιεικής.
Από τους συγγραφείς που γράφουν τον 19ο αι., πολλοί είναι Μακεδόνες, που γνωρίζονται και τιμούν αλλήλους. Ο Μιχαήλ Περδικάρης[9], ένας ακόμη από αυτούς, μολονότι κατάγεται από την Κεφαλλονιά, είναι γέννημα και θρέμμα της Κοζάνης. Παρόμοια όπως οι άλλοι της εποχής του, έγραψε αρκετά, που έμειναν όμως αδημοσίευτα. Μπόρεσε και εξέδωσε τον Ερμήλο του το 1817 ή Δημοκριθηράκλειτο [10], και τον ίδιο χρόνο ένα πεζό το: Προδιοίκησις εις τον Ερμήλον.
Ο Δημοκριθηράκλειτος είναι ποίημα σε τόμο 460 σελίδων, και παρουσιάζεται ως πρώτος τόμος. Είναι μία δυνατή σάτιρα για την κοινωνία της εποχής του ποιητή. Φαίνεται να έχει γραφτεί το 1806. Ο Περδικάρης ελέγχει τον κλήρο και την άρχουσα τάξη με τρόπο που είναι δύσκολο για κάποιον να επαναλάβει τους στίχους του. Ελέγχει τους Νεοϊδεάτες, αποκαλεί τους αρχιερείς γενίτσαρους, χτυπάει τη νηστεία και χλευάζει τις ευχές των ιερέων. Για τον Βολταίρο λέει ότι είναι: «αχρείος, σαρκολάτρης, κακόφρων και στραβός». Κατακρίνει επίσης τον Καταρτζή[11] που γεννημένος μεταξύ του 1720-1725, σταδιοδρόμησε στις Αυλές της Μολδοβλαχίας, έφτασε στο αξίωμα του Μεγάλου Λογοθέτη, και πέθανε το 1807. Φέρεται ακόμη και ενάντια στον Ρήγα γράφοντας μεγάλο βιβλίο με τον τίτλο: Κατά Ψευδοφιλελλήνων. Το θέμα του ποιήματος έχει παρθεί από τον Λούκιο (όνομα Αγίων και παπών) που μνημονεύεται στο έργο. Το περιεχόμενο του ποιήματος άρεσε και κυκλοφόρησε πολύ, ιδιαίτερα στην Μακεδονία. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, η Εκκλησία το πρόσεξε και το καταδίκασε.
Γνωστός του Περδικάρη συμπατριώτης του, γιατρός και ποιητής, ο Γεώργιος Σακελλάριος [12] (1765-1838), δεν είναι ο ηθικολόγος στιχουργός, ούτε διδακτικός, περιγραφικός ή αλληγορικός. Οι φιλοδοξίες του είναι λογοτεχνικές. Εκτός από έργα για την επιστήμη του, μία Ελληνική Αρχαιολογία, μεταφράζει τον Ανάχαρση και άλλα ιστορικά έργα. Ο Σακελλάριος έχει επίσης μία συλλογή αρχαίων νομισμάτων. Υπάρχουν πληροφορίες που υποστηρίζουν ότι το 1789, εισήγαγε στην Ελλάδα τον σαικσπηρισμό, με το έργο του Ρωμαίος και Ιουλία, τραγωδία σε πεζό, σε πέντε πράξεις.
Το ποιητικό του έργο εμπεριέχεται σε τόμο που δημοσιεύτηκε το 1817 με τον τίτλο: Ποιημάτια. Διακρίνονται για τη θλίψη του ποιητή. Αλλού επικρατεί η συγκίνηση που την προκαλεί ο ανθρώπινος πόνος και όχι η τέχνη και αλλού η πατριωτική έμπνευση. Στο έργο του Γ.Σακελλάριου διαπιστώνεται μία ποιοτική βελτίωση, συγκριτικά με την πνευματική παραγωγή των προηγουμένων ποιητικών συλλογών. Ο Σακελλάριος σχετίζεται με τον Περδικάρη, με τους: Βηλαρά και Χριστόπουλο. Θαυμάζει το Χριστόπουλο τον οποίον θεωρεί ως άλλον Ανακρέοντα, δεν εγκρίνει όμως τον τόνο του, καθώς ο ίδιος είναι αυστηρός ως προς τις πεποιθήσεις του και εστραμμένος στη μελαγχολία και τον στοχασμό στη ζωή. Στο έργο του Αντιβακχικά «κατά των Βακχικών του κυρίου Χριστόπουλου» γράφει:
Έξω έξω τα κροντήρια,
έξω πλόσκες και ποτήρια.
Στη λογοτεχνική κίνηση που παρατηρείται την περίοδο του 18ου αι. οι Μακεδόνες μετέχουν ενεργά με τη συνεισφορά τους.Αθανάσιος Χριστόπουλος (φωτο Βικιπαιδεία)
Ο Αθανάσιος Χριστόπουλος [13], θεωρήθηκε ο μεγάλος ποιητής της γενιάς του. Γεννήθηκε στην Καστοριά το 1772 και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Βουκουρέστι, όπου και πέθανε το 1847. Κατάγεται από εκλεκτή Φαναριώτικη οικογένεια. Το πέρασμα των χρόνων και η διδασκαλία του Καταρτζή, οδηγούν σε μία φυσικότερη γλώσσα. Αν και αρχίζει τη σταδιοδρομία του με μία Γραμματική της Αιολοδωρικής το 1805, τον ίδιο χρόνο ακολουθεί ένα δράμα του, ο Αχιλλέας. Το πνεύμα, σύμφωνο με το πνεύμα της εποχής, θίγει τη διχόνοια που απασχολεί, και ανησυχεί την ελληνική διανόηση της εποχής.
Όταν είμεσθ’ ενωμένοι, κ’ η Ελλάς ευδοκιμεί
Και καμμία δεν την βλάφτει εχθρική επιδρομή.
Το 1811 εκδίδονται τα Λυρικά του Χριστόπουλου στα οποία πιστεύεται ότι ανήκει και μία σάτιρα για τη γλώσσσα, που τιτλοφορείται:Όνειρο και στρέφεται κατά του Κοραή. Οι άκρως Δημοτικιστές της εποχής πολεμούν τον κοραϊσμό. Από το κύμα αυτό, γεννιούνται έργα όπως το Όνειρο του Χριστόπουλου και τα Κορακίστικα, του Νερουλού. Τον ίδιο λοιπόν χρόνο, ο Χριστόπουλος εγκωμιάζει σε επιστολή του την κωμωδία του Νερουλού.
Ο Χριστόπουλος εκτός από το ποιητικό του έργο, έχει γράψει και πεζά που αποκαλύπτουν τη λογιότητά του. Έγραψε αρχαιολογικές μελέτες[14], ασχολήθηκε με θέματα της αρχαίας φιλοσοφίας, με θέματα ιστορικής φύσεως, αλλά και πολιτικά. Έκανε επίσης μεταφράσεις αποσπασμάτων από την Ιλιάδα του Ομήρου και από τον Ηρόδοτο.
Ο Χριστόπουλος μελετήθηκε και επηρέασε όπως τους: Διονύσιο Σολωμό[15], που έχει υπόψη του τα γλωσσικά βιβλία του, ή τον Βηλαρά που τον μιμείται μεν, αλλά που το ποίημά του Άνοιξη υπερτερεί της δικής του, μας λέει ο Νικόλαος Δραγούμης[16] στα απομνημονεύματά του. Ο Ηλίας Τανταλίδης, Φαναριώτης (1818-1876), ο οποίος σύμφωνα με το Δημαρά[17], μπορεί να θεωρηθεί ο τελευταίος Φαναριώτης ποιητής, στα πρώτα του ποιήματα, δέχεται επίσης την επίδραση του Χριστόπουλου, από ποιήματα για παράδειγμα, στα οποία προτιμάει την καθαρεύουσα αλλά γράφει και «χυδαϊκά».Λύσσανδρος Καυταντζόγλου (φωτο Βικιπαιδεία)
Επόμενος είναι ο Κασομούλης Νικόλαος [18] (1795-1881) ένα άλλο αξιόλογο παιδί της Μακεδονίας από την Κοζάνη, αγωνιστής του 1821 και συγγραφέας απομνημονευμάτων, που τα συγκεντρώνει σε τρεις τόμους με τον τίτλο: Στρατιωτικά Ενθυμήματα. Ο Κασομούλης αν κα με μικρή μόρφωση, έκανε μεγάλη προσπάθεια να εκλεπτύνει τη γλώσσα του. Σύμφωνα με το Δημαρά αν έγραφε πιο φυσικά «θα είταν ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας». Ο Κασομούλης[19] που μετέχει στον Αγώνα για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, τον παρουσιάζει εκ των ένδον. Έχει ιστορική συνείδηση και γίνεται αυστηρός προσπαθώντας να φτάσει στην αλήθεια. Προχωρά λοιπόν στην ανίχνευση των ψυχών των ηρώων και στα κατορθώματά τους.
Ανάμεσα στους λογίους, τους εκδότες, τους ευεργέτες και άλλους επιφανείς άντρες της Μακεδονίας, διακρίνεται ο Καυτατζόγλου Λύσσανδρος (1811-1885) αρχιτέκτων της Σχολής Κλασσικισμού από τη Θεσσαλονίκη (αν και δεν είμαι βέβαια, πιστεύω ότι το Καυτατζόγλειο Στάδιο φέρει το όνομά του).
Και ερχόμαστε στον Ίωνα Δραγούμη (1878-1920)[20] που με το ψευδώνυμο Ίδας, γράφει το έργο του:Μαρτύρων και ηρώων αίμα, του οποίου η ιστορία εμπνευσμένη από το Μακεδονικό Αγώνα, κορυφώνεται με το θάνατο του Παύλου Μελά (1904). Το 1909 δίνει το έργο του: Σαμοθράκη και το 1911 το: Όσοι ζωντανοί. Τα βιβλία αυτά ακολουθούν τη γραμμή του πρώτου: χαρακτηρίζονται δηλαδή για το στενό πολιτικό προσανατολισμό τους. Παρουσιάζουν τον χαρακτήρα των Νεοελλήνων ύστερα από το 1897, την πολιτική κατάσταση που αναδύεται, και που εκφράζεται στην πολιτική του Ε.Βενιζέλου.
Στη συνέχεια θα αναφερθούν πολύ σύντομα και κάποια άλλα ονόματα:
Ο Ριάδης Αιμίλιος (1880-1935) από τη Θεσσαλονίκη, συνθέτης της Εθνικής Σχολής.
Σωτηριάδης Γεώργιος (1852-1942) αρχαιολόγος από το Σιδηρόκαστρο, πρωτεύουσα της επαρχίας Σιντικής του νομού Σερρών, ο Πρώτος Πρύτανις του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Χατζής Βασίλειος (1870-1915) Καστοριανός, γνωστός ζωγράφος-θαλασσογράφος.
Αργυρός Ουμβέρτος (1882-1963)ζωγράφος από την Καβάλα, καθηγητής ΑΣΚΤ, ακαδημαϊκός.
Σβώλος Αλέξανδρος (1892-1956) νομικός και πολιτικός από το Μοναστήρι, καθηγητής Πανεπιστημίου και Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Εφέδρων Αξιωματικών στη διάρκεια της Κατοχής.
Αχιλλέας Τζαρτζάνος (1873-1963) γνωστός φιλόλογος και γλωσσολόγος από το Τύρναβο, συγγραφέας σπουδαίων εγχειριδείων των Γυμνασιακών Σπουδών, σε σχέση με την κλασσική φιλολογία. Γνωστά το Λεξικό ανωμάλων ρημάτων του Τζαρτζάνου και το Συντακτικό του, που διδάχτηκαν στο Γυμνάσιο στη δεκαετία του 1960.
Βαφόπουλος Γεώργιος (1903) από τη Θεσσαλονίκη.
Καραμανλής Κωνσταντίνος (1907-1998), από τις Σέρρες, ο πολιτικός, δικηγόρος, πρωθυπουργός (1955-1963, 1974-1980) και Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας (1980-1985).
Κόκκας Πάνος (1919-1963) δημοσιογράφος, εκδότης και νομικός από τη Θεσσαλονίκη.
Ταχτσής Κώστας (1927-1988) πεζογράφος και ποιητής από τη Θεσσαλονίκη. Γνωστό το έργο του Το τρίτο Στεφάνι και από τις συνέχειες στην Ελληνική τηλεόραση. Ο Κ.Ταχτσής έζησε στην Αυστραλία για ένα διάστημα, εργαζόμενος ως τραπεζοϋπάλληλος.
Από τη Θεσσαλονίκη είναι και οι ακόλουθοι:
Βουδούρης Άρης (1927-1990) γνωστός επιχειρηματίας και εκδότης.
Μπακόλας Νίκος (1927-1999), πεζογράφος κριτικός και δημοσιογράφος.
Μαρωνίτης Δημήτριος (1929) γνωστός, σύγχρονος κλασσικός φιλόλογος καθηγητής Πανεπιστημίου και κριτικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας.
Χριστιανόπουλος Ντίνος (1931) -ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη- ποιητής, πεζογράφος, φιλόλογος, και κριτικός.
Βασιλικός Βασίλης (1934) συγγραφέας από την Καβάλα.
Χειμωνάς Γεώργιος (1939) γνωστός πεζογράφος-ψυχίατρος, από την Καβάλλα.
Ο πρόσφατα απολιπών Μανώλης Αναγνωστάκης, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1925 και υπήρξε ένας από τους αναγνωρισμένους ποιητές της μεταπολεμικής περιόδου. Ως μέτοχος στην Εθνική Αντίσταση και στον εμφύλιο, καταδικάστηκε σε θάνατο από στρατοδικείο, φυλακίστηκε και εξορίστηκε στη Μακρόνησο. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στην αγγλική γαλλική και ιταλική και μελοποιήθηκαν από τους: Θεοδωράκη, Θάνο Μικρούτσικο, Αγγελική Ιωαννάτου και Μιχάλη Γρηγορίου. Πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 23 Ιουνίου 2005.
Αναμφίβολα τα ονόματα της περιόδου του 20ου αι. τα οποία αναφέρθηκαν δεν είναι τα μόνα. Υπάρχουν αξιόλογοι δημιουργοί σε όλους τους χώρους της τέχνης όπως στη μουσική ο Σαβόπουλος που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από πατέρα Φαναριώτη και μητέρα πρόσφυγα από τη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας, ο Γιώργος Καφτατζής από τις Σέρρες, και άλλοι.
Και ποιος δεν γνωρίζει τη συμπαθέστατη και υπερταλαντούχα τραγουδίστρια Γλυκερία; Σίγουρα όμως πολλοί από τους θαυμαστές της δεν γνωρίζουν ότι κατάγεται από ένα χωριό των Σερρών το οποίο και άφησε μολις δέκα χρονών με την οικογένειά της για να έρθει στη Θεσσαλονίκη . Στην συμπρωτεύουσα έλαβε την εκπαίδευσή της και σε αυτήν άρχισε και την καριέρα της στο πεντάγραμμο (από την εκπομπή του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ΕΡΤ, 26/7/06, 7-8π.μ. στο Σύδνεϋ).
Η εργασία όμως αυτή οφείλει να σεβαστεί τα χρονικά όρια που της δόθηκαν. Κλείνω λοιπόν εδώ και σας ευχαριστώ που με ακούσατε.
diasporic
Σύδνεϋ, 2005
Dr Pipina Elles