Σάββατο 20 Αυγούστου 2016

Μακεδονία: γεωγραφική και ιστορική περιήγηση

Το κείμενο ετούτο, πονήθηκε
για να χρησιμεύσει ως ομιλία,
στην περίοδο των εορτών
«Δημήτρια»
της Παμμακεδονικής Ένωσης,
Σύδνεϋ, 2005
Dr Pipina Elles


Ως Ηπειρώτισσα, σκέφτηκα να αρχίσω αυτό το νοερό ταξίδι στο χώρο της Μακεδονίας, από την Δυτική της πτέρυγα, έτσι ώστε να τονίσω την φυσική σύνδεση της περιοχής με την Ήπειρο και την ως εκ τούτου ηθογραφική ή όποια άλλη συγγένειά της με αυτήν. Στη συνέχεια θα προχωρήσω στα ανατολικότερα τμήματα της Μακεδονίας.




Η σύνδεση λοιπόν των δύο ελληνικών διαμερισμάτων, πραγματοποιείται με την διαδρομή μέσω της Ηπειρωτικής κωμόπολης τηςΚόνιτσας και της Μακεδονικής Νεάπολης και είναι πιστεύω η μοναδική για την απευθείας σύνδεση της Ηπείρου με την Δ. Μακεδονία.

Η διαδρομή από την ακριτική Κόνιτσα εξελίσσεται με την αναρρίχησή της στα Δυτικά υψώματα του όρους Σμόλικα, που είναι το ψηλότερο στην οροσειρά της Πίνδου[1] και συνεχίζεται με την κάθοδό της στην πεδιάδα του θρυλικού ποταμού Σαραντάπορου.

Έτσι απαντά το Πεντάλοφο, μικρή πόλη, που οφείλει το όνομά της στους απέναντί της λοφίσκους. Χαρακτηριστικό του τόπου είναι οι κατοικίες, που κτισμένες με πέτρα και γκρίζες πλάκες στις σκεπές, ακολουθούν τον παραδοσιακό τρόπο κτισίματος και χρήσης υλικών της γείτονος Ηπείρου και δη της Κόνιτσας.

Στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποια από τα κτίρια του Πενταλόφου, χρησιμοποιήθηκαν ως βάσεις της Βρεττανικής Αποστολής, για την Ελληνική Αντίσταση.Κόνιτσα

Από το Πεντάλοφο, η προς ανατολάς διαδρομή εντυπωσιάζει, καθώς περνάει ανάμεσα από πολλαπλά στρώματα ασβεστόλιθου και βράχου. Επόμενος σταθμός είναι η Σιάτιστα, που βρίσκεται σε μία παράκαμψη του δρόμου για την Καστοριά. Η Σιάτιστα βρίσκεται στην Δυτική πλαγιά του όρους Βέλλια, που αποτελεί συνέχεια του ορους Άσκιον ή Σινιάτσικον. Πρωτοεμφανίζεται σα συνοικισμός τον 15ο αι. ύστερα από την εγκαθίδρυση της Οθωμανικής επικράτειας και την καταφυγή των Χριστιανικών πληθυσμών στις ορεινές περιοχές. Το 1600 έχει ήδη εξελιχθεί σε πόλη με σταθερή βιομηχανία. Τα προϊόντα της -γούνα και κρασί μεταξύ άλλων- φτάνουν σε πόλεις της κεντρικής Ευρώπης, την Βουδαπέστη και την Βιέννη και επί πλέον στην Βενετία και στην Ρωσσία.

Το 1697 είναι μητροπολιτική έδρα των Πρεσπών και της Οχρίδος, ενώ τους 18ο και 19ο αι. ο πλούτος της, την κάνει στόχο επιδρομών των Τουρκαλβανών. Το γεγονός ωστόσο που έβλαψε τις επιχειρήσεις της και τις οδήγησε σε πτώχευση, ύστερα από την κρίση στην Αυστρία το 1800, ήταν οι Ναπολεόντιοι πόλεμοι.

Στις αρχές του 18ου αι., οι έμποροι που ζούσαν εκτός Μακεδονίας πέτυχαν με τις δωρεές τους να κρατήσουν τα σχολεία τους ανοιχτά και να βοηθήσουν στον αγώνα για την απελευθέρωση. Υπήρξε λοιπόν η γενέτειρα σπουδαίων αντρών και αγωνιστών για τον αγώνα υπέρ της ελευθερίας τον 19ο και 20ό αι.

Η Σιάτιστα διακρίνεται για τα «αρχοντικά» της, του 18ου αι., κατοικίες των ηγετών του τόπου, της εποχής. Αυτό επιβεβαιώνει την επικράτηση του φεουδαρχισμού στην κοινωνία της, στην διάρκεια των μέσων χρόνων της διάρκειας της Τουρκικής κυριαρχίας. Τα πιο ενδιαφέροντα από τα αρχοντικά αυτά είναι των, Μανούση, Πούλικου και Νεραντζόπουλου. Η αρχιτεκτονική τους είναι η κοινή διαδεδομένη στη, Δυτική Ελλάδα, φέρουν δηλαδή δάπεδο από σκληρή πέτρα, τοίχους με σιδερόφρακτα ανοίγματα, αποθήκες και εργαστήρια. Το δεύτερο πάτωμα, είναι επίσης κατασκευασμένο από πέτρα, ενώ ένα τρίτο πάτωμα, φέρει βαμμένες γύψινες επιφάνειες, στηρίζεται με ξύλινες γωνίες, και αποτελεί είδος καλοκαιρινού χώρου και αίθουσα υποδοχής. Οι τοίχοι και τα ταβάνια του τρίτου ορόφου, συχνά, φέρουν έντεχνη ζωγραφική.

Η Σιάτιστα, πρώην κέντρο εμπορίου της γούνας, κατεργασίας δερμάτων, παραγωγής οίνου και σταθμός των εμπορικών καραβανιών ανάμεσα στη Βιέννη και τα Βαλκάνια, σταμάτησε να αναπτύσσεται και η ευημερία της υποχώρησε, ύστερα από την απελευθέρωση της Ελλάδας.Όψη Γρεβενών

Νοτιοδυτικά της Σιάτιστας βρίσκεται η περιοχή των Γρεβενών. Το όνομα υπάρχει από τον 10ο αι. Η δασώδης περιοχή των Γρεβενών προσείλκυσε πληθυσμούς μετά την Οθωμανική κατάληψη. Έτσι στις πλαγιές της Πίνδου ξεφύτρωσαν πολλά χωριά, που με το πέρασμα των χρόνων υποδέχτηκαν νέους πληθυσμούς και κυρίως Βλάχους. Αυτός ήταν και ο λόγος που η περιοχή εξελίχτηκε σε κόμπο επικοινωνίας της Μακεδονίας, της βόρειο-Δυτικής Θεσσαλίας και της Ηπείρου, όπως διαπιστώνεται από τις γέφυρες και τα απομεινάρια δρόμων.

Τον 16ο αι. η περιοχή ενεπλάκει σε επαναστατικές δραστηριότητες. Το 1537 γίνεται μία πρώτη αναφορά στο αρματολίκι[2] των Γρεβενών, όπου είχε την βάση του ο θρυλικός Καπετάν Βέργος. Η περιοχή υποβλήθηκε σε προσηλυτισμό ως προς τον μωαμεθανισμό, όταν έγινε αναφορά για πρώην χριστιανικά χωριά, ότι είχαν καθαρά μουσουλμανικό πληθυσμό. Παρά τις προσπάθειες των Αρματολών -του Γέρο-Ζιάκα για παράδειγμα- και την εισχώρηση πολλών στη Φιλική Εταιρεία, η περιοχή δε ήταν σε θέση να συμμετέχει στην επανάσταση του 1822. Αργότερα, πολλοί αγωνιστές όπως ο Θεόδωρος Ζιάκας, απομακρυνόμενοι από τα αρματολίκια τους, προσχώρησαν σε επαναστατικές ομάδες και έπαιξαν σπουδαίο ρόλο στην επανάσταση του 1854.

Το 1897 τα Γρεβενά, τόπος διενέξεων ανάμεσα σε ομάδες κλεφτών και επίσης αργότερα, κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, ελευθερώθηκε τελικά, στην διάρκεια του πρώτου από τους Βαλκανικούς Πολέμους.Κοζάνη

Ανατολικά της Σιάτιστας βρίσκεται η Κοζάνη που ιδρύθηκε από Χριστιανούς που κατέφυγαν σε ορεινότερες περιοχές με την επικράτηση των Οθωμανών. Την ίδια περίοδο, η ασφαλής θέση της, προσείλκυσε και Χριστιανούς που εκδιώχθηκαν από την Ήπειρο. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύεται ότι η πόλη καταλαμβάνει το χώρο αρχαίας πόλης.

Τον 17ο αι. παρουσιάζεται οικονομική ανάπτυξη και αστυκισμός. Στα μέσα του 17ου αι. η πόλη της Κοζάνης λεηλατείται από τους Τούρκους της γύρω περιοχής, όμως δύο μεγάλα κύματα από Ηπειρώτες μετανάστες, άλλαξαν το πρόσωπό της. Η ανάπτυξή της συνδέθηκε με τον Χαρίση Τράντα[3] -«καλός μαραγκός και κτίστης που ήρθε να κτίσει μεγαλοπρεπείς κατοικίες δύο ορόφων» λέει ένα παλιό έγγραφο- ο οποίος είχε εξασφαλίσει προνόμια για την πόλη, υπάγοντάς την στην προστασία της μητέρας του Σουλτάνου.

Το 1664 λοιπόν κτίστηκαν τα θεμέλια της μεγαλοπρεπούς εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, επίσης η αγορά που φιλοξένησε τα εργαστήρια των ντόπιων μαστόρων και τα μαγαζιά της συντεχνίας, καθώς και των Ελλήνων εμπόρων από την κεντρική Ευρώπη. Η περαιτέρω εμπορική εξέλιξη του 18ου και 19ου αι., συνέβαλαν στην ανάπτυξη της παιδείας και των τεχνών.Καστοριά

Με αφετηρία την Σιάτιστα πάλι ο δρόμος -προς βοράν- ακολουθώντας την επάνω πεδιάδα του μακρύτερου ποταμού της Ελλάδας, του Αλιάκμονα[4], δεν αργάει να συναντήσει τη λίμνη της Καστοριάς. Η συνώνυμη πολιτεία κτισμένη σε μία χερσόνησο, εντελώς φυσικά, χωρίζεται στα δύο, από την λίμνη της. Η επιβολή των Οθωμανών το 1386, οδήγησε πολλούς Χριστιανούς της Καστοριάς, να καταφύγουν στα γύρω βουνά, ενώ εκείνοι που έμειναν, περιορίστηκαν στο ανατολικό τμήμα της χερσονήσου. Η Καστοριά ένα “zeamat”[5] το 1519, και “hass”[6] μετά το 1526/1528, υπήρξε έδρα εκπροσώπου και το 1875 αρχηγείο, “kaza”. Απέβη δηλαδή διοικητική περιοχή.

Το άνοιγμα σχολείου το 1614, οι επισκέψεις ιεραποστόλων -όπως του Οσίου Διονύσιου και του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού- και οι επαφές της πόλης με την Ευρώπη, μέσω των μεταναστών, συνέβαλαν στην πνευματική ανάπτυξη της Καστοριάς. Η πόλη εμποδίστηκε ως προς την συμμετοχή της στην επανάσταση του 1822, εξαιτίας της παρουσίας των Οθωμανικών στρατευμάτων. Όμως στις αρχές του 20ού αι., απέβη χώρος πολεμικής δράσης για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Η Καστοριά βρίσκεται μεταξύ των ορέων: Γράμμος και Βίτσι και είναι μία από τις γραφικότερες πόλεις της Β. Ελλάδας. Στα Βυζαντινά χρόνια, αποτελούσε το επαρχιακό κέντρο επεξεργασίας της γούνας και τα ωφέλη αυτής της βιομηχανίας, αντικατοπτρίζονται στα παλαιά αρχοντικά της -αν και τα περισσότερα από αυτά έχουν ερειπωθεί- και στις πάμπολλες εκκλησίες της -περίπου 54ις[7]– που κτίστηκαν από πλούσιους «γουναράδες» της. Οι εκκλησίες αυτές υιοθετούν την εκλεπτυσμένη τέχνη της επαρχίας, που διαφέρει από την τέχνη των ναών της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης, που εκπροσωπεύεται από μεγαλοπρεπή, βασιλικά μωσαϊκά.

Στο Β.Α άκρο της Καστοριάς και όχι μακριά από την λίμνη της, βρίσκεται η εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, η παλαιότερη από τις εκκλησίες της. Κτίστηκε το 1018, από τον αυτοκράτορα Βασίλειο τον Β’, τον Βουλγαροκτόνο, για να γιορτάσει την νίκη του, στον πόλεμο κατά των Βουλγάρων. Χαρακτηριστικά είναι τα φρέσκος[8] των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, και των Αγίων Κοσμά και Δαμιανού στο πλάϊ τους, στην Δυτική πρόσοψη της εκκλησίας. Φρέσκος υπάρχουν επίσης και στο σκοτεινό εσωτερικό του ναού κι ανάμεσά τους, ξεχωρίζουν του Αγίου Βασιλείου και μία σκηνή της Πεντηκοστής. Για πρώτη φορά εντός του Ελλαδικού χώρου, στον ναό αυτό, απαντά η αρχιτεκτονική της Τομής των Θόλων.

Στα νότια της Καστοριάς βρίσκεται η εκκλησία της Παναγιάς Κουμπελίδικης, που ανήκει επίσης στον 11ο αι. και φέρει φρέσκος που καλύπτουν όλη την πρόσοψή της. Διαφέρει από τον ναό των Αγίων Αναργύρων για τους ασυνήθιστα ψηλούς θόλους της, σε σχήμα ταμπούρλου. Στο νότιο μέρος της πόλης –παραλιακά-, απαντά το Μοναστήρι της Μαβρότισσας.εκκλησία Αγίου Νικολάου Κασνίτζη

Η τεχνική των φρέσκος απαντά και νοτιότερα, στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου Κασνίτζη, που βασιλικού ρυθμού, είναι απλή, φέρει δηλαδή μία πτέρυγα ή διάδρομο. Νοτιότερα του Αγίου Νικολάου, βρίσκεται η εκκλησία Των Ταξιαρχών, που διακοσμείται εξωτερικά και εσωτερικά με φρέσκος. Εδώ βρίσκεται και το μνήμα του Μακεδονομάχου Ηπειρώτη Παύλου Μελά, ο οποίος σκοτώθηκε το 1904, βόρεια της Καστοριάς, στον αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων. Σημειωτέον είναι ότι ο Π. Μελάς με τον αγώνα του στην Μακεδονία, πέτυχε να αίρει το Μακεδονικό ζήτημα σε πανελλήνια υπόθεση.

Ο Μελάς ήταν γαμπρός του Ίωνα Δραγούμη, επίσης διακεκριμένου «Μακεδονομάχου», που από το Μοναστήρι της Μακεδονίας, όπου υπηρετούσε ως διπλωμάτης, δόθηκε ολόψυχα στον αγώνα για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Ο Ίων Δραγούμης, εκτός από διπλωμάτης και πολιτικός, ήταν γνωστός και ως διανοούμενος και συγγραφέας. Με τις απόψεις του στον Τύπο και με την στράτευση μέρους της λογοτεχνίας του, υπέρ του Μακεδονικού Αγώνα, είχε ταχθεί εναντίον της Κυβέρνησης της Αθήνας, για την άκρως συντηρητική της στάση, έναντι των σκλαβωμένων στους Τούρκους Ελληνικών περιοχών, της Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Κρήτης. Δολοφονήθηκε στην Αθήνα το 1920, τελικά. Η επιφανής οικογένεια «Δραγούμη», καταγόταν από το Βογάτσικο της Μακεδονίας.



Ως γνωστόν και πολλοί άλλοι Έλληνες συνέβαλαν ουσιαστικά στον Μακεδονικό αγώνα την περίοδο 1904-1908, δίπλα στον Π. Μελά. Τέτοιοι -ως αξιωματικοί του Ελληνικού στρατού- υπήρξαν: ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης-Αινιάν (1869-1949) και ο Τέλος Αγαπηνός(Καπετάν Άγρας (1880-1907), οι οπλαρχηγοί: Γεώργιος Τσόντος από την Κρήτη, ο Παναγιώτης Παπατζανετέας από την Μάνη, οΚωνσταντίνος Γαρέφης από το Πήλιο, ο Κώτας από την Φλώρινα και κοντά σ΄αυτούς πολλοί άλλοι αγωνιστές, οι οποίοι κατέφθασαν από όλες τις ελληνικές περιοχές και μαζί με πολλούς εντόπιους Έλληνες, σχημάτισαν αντάρτικες ομάδες, αφενός για την προστασία των Ελλήνων της Μακεδονίας και αφετέρου για την εδαφική ακεραιότητα της περιοχής.

Τις προσπάθειες αυτών των ανταρτικών ομάδων τις συντόνιζαν αξιωματικοί του ελληνικού στρατού, διπλωμάτες όπως ο πρόξενος Θεσσαλονίκης Λάμπρος Κορομηλάς, ο Ίων Δραγούμης προξενικός υπάλληλος στο Μοναστήρι, και επίσης ιεράρχες, όπως, ο μητροπολίτης Καστοριάς, Αμασείας και Ιωαννίνων, Γερμανός[9]. Χάριν όλων αυτών των διακεκριμένων ανδρών, ναυάγησαν οι επιδιώξεις των Βουλγάρων να αλλοιώσουν την εθνική συνείδηση των κατοίκων της Μακεδονίας, που απελευθερώθηκε τελικά από τον ελληνικό στρατό, στην διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913[10].Εστιατόριο Παλιά Πόλη Καστοριάς (φωτο Ντίνος)

Όπως στην Σιάτιστα, παρόμοια και στην Παλιά Πόλη της Καστοριάς διακρίνονται τα καλοφτιαγμένα αρχοντικά της, του 17ου και 18ου αι., με τους χαρακτηριστικά ζωγραφισμένους απάνω ορόφους, που η κατασκευή τους επιτρέπει την θέα τους και από τους κάτω ορόφους. Αν και τα περισσότερα έχουν ερειπωθεί, κάποια έχουν διατηρηθεί όπως, των Ναζίμ και Εμμανουήλ. Το τελευταίο έγινε παραδοσικό μουσείο. Η πόλη διαθέτει επιπλέον και Βυζαντινό μουσείο.



Στην Καστοριά, η ξεχωριστή τέχνη της επεξεργασίας της γούνας, εξακολουθεί και στις μέρες μας να απασχολεί εκατοντάδες μικρά εργαστήρια, καθώς αυτή συμπεριλαμβάνει διαφορετικές επί μέρους ειδικότητες. Η τέχνη της γούνας, έχει μία ιστορία πεντακοσίων χρόνων, ισάριθμα ίσως με την ύπαρξη των καστόρων, που κατοικούσαν στη λίμνη της και που η γούνα τους αποτελούσε τη πρώτιστη ύλη της. Κάποτε όμως και κυρίως λόγω έλλειψης ελέγχου, οι κάστορες εξέλιπαν και οι Καστοριανοί για να συνεχίσουν τα πατροπαράδοτα επαγγέλματα, υποχρεώθηκαν να προμηθεύονται από την Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, κομμάτια γούνας που περίσσευαν εκείνων και να τα επεξεργάζονται με τον ίδιο τρόπο[11].

Βόρεια της Καστοριάς και κατά μήκος παραποτάμου του Αλιάκμονα, είναι οι λίμνες, Μεγάλη και Μικρή Πρέσπα. Η Μικρή Πρέσπα βρίσκεται εντός της Ελλάδας, ενώ με τη Μεγάλη Πρέσπα απλά συνορεύει. Αυτές οι φημισμένες λίμνες φιλοξενούν δύο τύπους πελεκάνων, τον Δαλματικό και τον άγριο, που αιτούν την προστασία των ανθρώπων, για να επιζήσουν.Φλώρινα

Ανατολικά των λιμνών Πρέσπα, η διαδρομή γίνεται μέσω Φλώρινας. Πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού η Φλώρινα, είναι η τελευταία ελληνική πόλη που κείται στα σύνορα με την πρώην Γιουγκοσλαβία. Έχει σχήμα Μπούμερανγκ και διαρρέεται κατά μήκος, από τον ποταμόΣακούλεβα. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα διαπιστώνεται ότι η ύπαρξή της ανάγεται στην προϊστορική περίοδο και ίσως να συνδέεται με το συνοικισμό Χλωρό του Βυζαντίου.

Από το 1878 η δραστηριότητα ομάδων ανταρτών, αυξήθηκε και καθώς η Φλώρινα απέβη κέντρο-κλειδί του Μακεδονικού Αγώνα, αναφανδόν δέχτηκε σκληρά χτυπήματα. Επιπλέον η πόλη αποτέλεσε την βάση των Ελλήνων στην διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, 1912-1913. Μετά το 1912 δέχτηκε την εγκατάσταση πολλών μετοίκων από το Μοναστήρι (σήμερα Bitola), γεγονός που συνέβαλε στην πνευματική και πολιτιστική ανανέωση της πόλης[12].

Η Φλώρινα έχει να επιδείξει ένα αρχαιολογικό μουσείο, μία γκαλερί των Φλωρινιωτών καλλιτεχνών και το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης.



Σε απόσταση 70 χλμ. από τη Φλώρινα, σε μία εσοχή της Μεγάλης Πρέσπας και πριν από τα τριπλά σύνορα, υπάρχει το τελευταίο ελληνικό χωριό, οι Ψαράδες. Το χωριό ξεχωρίζει για τα παραδοσιακά πέτρινα σπίτια του που είναι διατηρητέα, τις βάρκες των κατοίκων του, που είναι φτιαγμένες από κέδρο και βαλανιδιά και τις ασυνήθιστα μικρές αγελάδες του, στον Ελλαδικό χώρο. Οι κάτοικοί του είναι ελάχιστοι, καθώς από τους λίγους που υπήρχαν αρχικά, οι περισσότεροι μετανάστευσαν στις ΗΠΑ της Αμερικής και στην Αυστραλία. Από τους ξενιτεμένους των Ψαράδων, εξακόσιοι περίπου, ζουν στην Πέρθ της Δυτικής Αυστραλίας.



Στην συνέχεια απαντά η Εγνατία οδός, που στους Ρωμαϊκούς χρόνους συνέδεε το Δυρράχιο[13] με την Κωνσταντινούπολη και υπήρξε σημαντικής στρατιωτικής και εμπορικής χρήσης. Βόρεια, το όρος Βόρας, υπήρξε το σκηνικό αριθμού Βαλκανικών μαχών. Νότια της οδού, βρίσκεται η λίμνη Βεγορίτις ή λίμνη Οστρόβου).

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι από την εποχή του Μ.Αλεξάνδρου και ως τους νεότερους χρόνους, πληθυσμοί από όλες τις κατευθύνσεις επέδραμαν για την κατάκτηση και την εκμετάλλευση αυτής της περιοχής και στις αρχές του 20ου αι., αποτέλεσε το σκηνικό του Μακεδονικού Αγώνα, όπου οι Έλληνες αγωνίστηκαν κατά των Τούρκων και των Βουλγάρων. Το πρώτο λοιπόν ήμισυ του 20ου αι., η περιοχή δοκιμάζεται από τις συνέπειες του Μακεδονικού Αγώνα, 1900-1908, από τους Βαλκανικούς πολέμους: 1912-1913, από τους Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και από τον Εμφύλιο.Έδεσσα

Η διαδρομή μας συνεχίζεται με μία στάση στην Έδεσσα, που διαφέρει από τις άλλες ελληνικές πόλεις, κυρίως για τους καταρράκτες της. Ο θόρυβος του υγρού στοιχείου των, φτάνει ακατάπαυστος στα αυτιά των περιπατητών, ακόμη και όταν αυτοί κατεβαίνουν τους συνοικιακούς δρόμους της πόλης ή όταν κάθονται στην πλατεία της. Στο βόρειο μέρος της Έδεσσας υπάρχει μία Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή γέφυρα, που άλλοτε χρησίμευε ως αρωγός της Εγνατίας οδού.

Κρεμασμένη στα υψώματα της μακεδονικής γης, η Έδεσσα, σημειώνει την άκρη της -και ταυτόχρονα την άκρη-σύνορο ολόκληρης της ελληνικής γης- και επιτρέπει στον ταξιδιώτη να ατενίσει από την τοποθεσία της, την καλλιεργημένη πεδιάδα που απλώνεται προς τη μεριά της Θεσσαλονίκης, μέχρι την θάλασσα. Πριν ανακαλυφθούν οι βασιλικοί τάφοι της Βεργίνας, επικρατούσε η αντίληψη ότι η Έδεσσα ήταν η αρχαία πόλη Αιγαί[14].



Εβδομηνταπέντε χιλιόμετρα δυτικά της Θεσσαλονίκης, στον δρόμο για την Βεργίνα, βρίσκεται η Βέροια, η πρωτεύουσα του νομού Ημαθίας. Ο τίτλος της, Μικρή Ιερουσαλήμ οφείλεται στις εβδομήντα εκκλησίες της. Σήμερα στην Βέροια υπάρχουν παλιές τουρκικές κατοικίες, καταστραμένες μεν, καταβάλλεται όμως προσπάθεια για την αναστήλωση και την διατήρησή τους.

Η Βέροια πέρα από το ότι είναι κέντρο παραγωγής ροδακινιών, είναι γνωστή για τα κρασιά της, που μαζί με εκείνα της Έδεσσας, είναι από τα καλύτερα εξαγόμενα ελληνικά. Φημίζεται επίσης για τις πηγές της, πόσιμου νερού. Το αρχαιολογικό μουσείο της, φέρει ευρήματα από τους τάφους της Βεργίνας και της αρχαίας Λευκάδειας. Είναι γνωστό ότι ο Απόστολος Παύλος επισκέφτηκε την Βέροια στο 2ο και 3οταξίδι του[15].

Επόμενη πόλη, μεταξύ Θεσσαλονίκης–Έδεσσας, είναι η Πέλλα, που βρίσκεται δίπλα στον δρόμο. Ο Αρχέλαος, βασιλιάς των Μακεδόνων[16] (413-399 π.Χ.), μετέφερε την πρωτεύουσα του βασιλείου του από τις Αιγές (Βεργίνα), στην Πέλλα. Αν και επί των ημερών μας η πόλη δεν θυμίζει την αλλοτινή της λαμπρότητα, ωστόσο δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς το γεγονός, ότι στα παλάτια της[17], τον 4ο αι. π.Χ. κατοίκησε ο Φίλιππος, ο κατόπιν αρχηγός των Ελλήνων, ότι εδώ σχεδίασε τη μέθοδο επικράτησής του μεταξύ των Ελλήνων και ακόμη, ότι εδώ γεννήθηκε ο γιος του, Αλέξανδρος, ο μετονομασθείς Μέγας. Εδώ ο Αλέξανδρος ασκήθηκε στα άρματα και διδάχτηκε από τον δάσκαλό του Αριστοτέλη, μαθήματα πειθαρχημένης στρατηγικής και μεθόδους επιβολής, με τρόπο ώστε να αποβεί ο θαυμαστός στρατηγικός Νους, ο κατακτητής της Ανατολής, εκείνος που θα απάλλασσε την Ελλάδα από τις εκστρατείες των εξ Ανατολών εχθρών της, των Περσών.

Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, δίπλα στα Ελληνιστικά και Ρωμαϊκά κατάλοιπα, εκτίθενται ευρήματα της Σίνδου και της Βεργίνας. Αναφερόμενοι στα ευρήματα της Βεργίνας, εύλογα εννοούμε τους θησαυρούς που σύμφωνα με τον Μανώλη Ανδρόνικο που επιμελήθηκε τις ανασκαφές εδώ, ανήκουν σε βασιλικό τάφο, που ανακάλυψε ο ίδιος το 1977 και που ανήκει στον Φίλιππο το Β’.

Ο Φίλιππος Β’, υπήρξε και ο ιδρυτής της πόλης των Φιλίππων, που εξελίχθει μάλλον κατά την ρωμαϊκή περίοδο και όχι επί της βασιλείας του. Στους Φιλίππους, υπάρχει επίσης καλοδιατηρημένο θέατρο, που χτίστηκε από τον Φίλιππο τον Β’.Φωτο Βικιπαιδεία – Marsyas assumed (based on copyright claims). – No machine-readable source provided. Own work assumed (based on copyright claims)., CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=44943

Στα μέσα του 1ου αι., τότε που η Ελλάδα είχε αποβεί το αμφιθέατρο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι Φίλιπποι, είχαν γίνει περιζήτητοι λόγω της θέσης τους επί της Εγνατίας οδού. Ύστερα από τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα το 44 π.Χ., από τους Βρούτο και Κάσσιο, αυτοί, οι εκτελεστές του, ανέλαβαν την εξουσία του ρωμαϊκού στρατού, που βρισκόταν στην Μακεδονία και τις περιοχές γύρω από αυτήν. Το 42 π.Χ. αντιμετώπισαν τις δυνάμεις του Μάρκου Αντωνίου, έμπειρου λοχαγού του Καίσαρα και τον 19χρονο Οκτάβιο[18], ανηψιό και διάδοχο του δολοφονηθέντος αυτοκράτορα, Ιουλίου Καίσαρα.

Στους Φιλίππους και σε διάστημα τριών εβδομάδων, διεξήχθησαν δύο σημαντικές μάχες. Αρχικά νικήθηκε ο Κάσσιος από τον Μάρκο Αντώνιο και αυτοκτόνησε από την απελπισία του, ενώ ο Βρούτος νίκησε την πτέρυγα του Οκτάβιου. Αργότερα ο Βρούτος, νικήθηκε επίσης από τον Μάρκο Αντώνιο και με την σειρά του, επέλεξε να αυτοκτονήσει, προκειμένου να παραδοθεί. Στην συνέχεια επήλθε ρήξη μεταξύ του Μάρκου Αντωνίου και του Οκταβίου που κράτησε 11 χρόνια και έληξε με την ήττα του Αντωνίου στο Άκτιο. Είναι γνωστόν ότι ύστερα από αυτή την ήττα του ο Μάρκος Αντώνιος, αυτοκτόνησε στην Αίγυπτο, αφήνοντας τον Οκτάβιο μονάρχη της Ρώμης.



Η πόλη των Φιλίππων υπήρξε η πρώτη Χριστιανική πόλη της Ευρώπης. Το 49 π.Χ., στο επίνειό της την Νεάπολη -την σημερινή Καβάλα-, κατέφθασε ο Απόστολος Παύλος για να προσηλυτίσει τους πολυθεϊστές και ειδωλολάτρες Ευρωπαίους στον Χριστιανισμό. Εδώ φυλακίστηκε και αυτό επανελήφθη και σε άλλες πολιτείες, στα χρόνια που ακολούθησαν.



Η Βεργίνα που απαντά στην διαδρομή προς την Βέροια, υπήρξε η πρωτεύουσα του Φιλίππου, πριν από την Πέλλα και παρέμεινε ο εκλεγμένος χώρος ταφής των Μακεδόνων Βασιλέων, πλην του Μ.Αλεξάνδρου. Εδώ δολοφονήθηκε ο Φίλιππος το 336 π.Χ. στον γάμο της θυγατέρας του, Κλεοπάτρας. Βασιλικοί τάφοι ανακαλύφθηκαν και στο Δίον, που βρίσκεται στους πρόποδες του Ολύμπου και διατέλεσε τόπος λατρείας του Δία εκ μέρους των Μακεδόνων Βασιλέων. Το 1937 η περιοχή απέβη το πρώτο εθνικό πάρκο της Ελλάδας.



Ο Ηρόδοτος αναφέρει ως πρώτον ιστορικό βασιλιά της Μακεδονίας και των Μακεδόνων, τον Περδίκκα Α’ (7ο αι. π.Χ.)[19]. Μεταξύ αυτού και του Αμύντα Α’ (τέλη 6ου αι.) μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα, για το οποίο δεν έχουμε πληροφορίες, ούτε για τους τέσσερις βασιλείς πριν από τον Αμύντα Α’, για τους οποίους μιλεί ο Θουκιδίδης (2.100, 2). Για τον γιο του Αμύντα Α’, τον Αλέξανδρο τον Α’, μας πληροφορεί αρκετά ο Ηρόδοτος[20]. Ακολουθεί ο υιός του Περδίκκας ο Β’, που προσείλκυσε στην πρωτεύουσα του κράτους τον διθυραμβοποιό Μελανιππίδη και τον μέγα γιατρό Ιπποκράτη. Υιός αυτού ήταν ο Αρχέλαος. Επί της βασιλείας του, η Μακεδονία προήχθη στον πολιτισμό. Η τοποθεσία Δίον στην Πιερία, στους πρόποδες του Ολύμπου, όπου κατά επικρατούσα πίστη κατοικούσαν οι Μούσες και επίσης ότι εκεί είχε ενταφιαστεί ο Ορφεύς, απέβη η νέα μακεδονική Ολυμπία. Εκεί τελούνταν μουσικοί και γυμναστικοί αγώνες κατά το πρότυπο των εορτών στην Ολυμπία.

Ο Αρχέλαος επωφελούμενος από τις ταραχές στην Θεσσαλία εξεστράτευσε εναντίον της και κατέλαβε τμήμα της. Μετά τον θάνατό του το 399[21] π.Χ., ακολουθεί μία ταραχώδης περίοδος και δολοφονίες βασιλέων για την διαδοχή του μακεδονικού θρόνου και διαρκεί μέχρι την ανάληψη της βασιλείας από τον Φίλιππο Β’. Ο Φίλιππος ο Β’ ήταν γιος του Αμύντα του Γ’[22] και ανέλαβε την κυβέρνηση της χώρας νεότατος -μόλις 23ών χρονών- αρχικά ως επίτροπος του ανηλίκου ανηψιού του, γιου του Περδίκκα, γρήγορα όμως αναδείχτηκε βασιλιάς του κράτους. Τελευταίος βασιλεύς της Μακεδονίας ήταν ο Περσέας (179-168 π.Χ.)

Β.Α της Θεσσαλονίκης, βρίσκεται το Κιλκίς και ο δρόμος που το ενώνει με αυτήν, συναντά την Κολχίδα, γνωστή από την ελληνική μυθολογία και το μύθο, Φρίξου-χρυσόμαλλου δέρατος -Ιάσωνα[23]. Πιο πάνω, από το Κιλκίς απαντά η παραλία της λίμνης Δοϊράνης, η οποία ανήκει -κατά το ήμισυ μόνο-, στην Ελλάδα.Λίμνη Δοϊράνη (φωτο Βικιπαιδεία) – Made by Konrad Zielinski, son of Julo,
with his authorisation I release it under CC-BY-SA license

Επιστρέφοντας στον ίδιο δρόμο, κατευθυνόμαστε προς την Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, που ιδρύθηκε το 315 π.Χ. από τον Μακεδόνα βασιλιά, Κάσσανδρο, γιο του στρατηγού Αντίπατρου. Το αρχαιότερο όνομα της Θεσσαλονίκης είναι Θέρμη, εξ ου και η ονομασία του κόλπου της, Θερμαϊκός. Ο ίδιος ο Κάσσανδρος την βάφτισε Θεσσαλονίκη, δίνοντάς της το όνομα της γυναίκας του, Θεσσαλονίκης, θυγατέρας του Φιλίππου του Β’, αδερφής του Μ. Αλεξάνδρου, από άλλη μητέρα. Η Θεσσαλονίκη γεννήθηκε, όταν ο Φίλιππος επιδιδόταν επιτυχώς στην επέκταση του κράτους του, στην Θεσσαλία. Επιστρέφοντας νικητής στην Πέλλα, ανήγγειλε ότι το νέο του παιδί, θα ονομαζόταν Θεσσαλονίκη που ερμηνεύεται, «Νίκη στην Θεσσαλία»!

Η Θεσσαλονίκη αποτελεί την κορωνίδα της επικράτειας της Ελλάδας, καθώς κείται βόρεια, μεταξύ του Ιονίου πελάγους Δυτικά και του Έβρου Ανατολικά. Ως δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Ελλάδας, θεωρείται η συμπρωτεύουσά της δίπλα στην Αθήνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βρίσκεται υπό την σκιά της ή την αμιλλάται. Η Νύμφη του Θερμαϊκού, έχει δικό της χαρακτήρα, ζωηρή νυχτερινή ζωή, καλά μουσεία, σκόρπια ρωμαϊκά ερείπια και σπουδαίες Βυζαντινές εκκλησίες.

Ολόκληρη η περιοχή, απλωμένη καθώς είναι ως την Μεσόγειο, προσφέρει οράματα προόδου. Για τον ίδιο λόγο, οι Αθηναίοι και οι Χαλκιδείς της Ευβοίας, αποίκησαν την γραφική Χερσόνησο της Χαλκιδικής, τον 7ο αι. π.Χ.

Με την επιβολή των Ρωμαίων το 168 π.Χ., η Θεσσαλονίκη απέβη η πρωτεύουσα της Μακεδονίας. Η θέση της επί του Θερμαϊκού, οδήγησε στην εύρεση της Εγνατίας οδού, που κατασκεύασαν οι Ρωμαίοι, για να διευκολύνεται η όποια είδους επικοινωνία από την Αδριατική ως τον Ελλήσποντο ή τα Δαρδανέλλια.

Λόγω της στρατηγικής θέσης τους, η Θεσσαλονίκη και η γύρω περιοχή, υπέστησαν τις συνεχείς επιδρομές και τις καταστροφές των σλαβικών φύλων και επίσης των Γότθων και των Γαλατών κατά τη διάρκεια της περιόδου της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας του Βυζαντίου.

Αξίζει να σημειωθούν εδώ, κάποιες σημαντικές ιστορικές περιόδους για τη Θεσσαλονίκη και επίσης η ικανότητά της, να εξασφαλίζει συχνά κάποια προνόμια ή ευνοϊκές συνθήκες με τους εκάστοτε κατακτητές της, για την διατήρηση των παραδόσεών της, όπως καταγράφονται περαιτέρω.

Αρχικά, το 904, ο Λέων ο Τριπολίτης, Άραβας ναύαρχος από την Τρίπολη της Φοινίκης, κυριεύει και λεηλατεί την Θεσσαλονίκη.

Το 1185 η Θεσσαλονίκη λεηλατείται από τους Νορμανδούς και το 1204-1207 αποβαίνει φέουδο-βασίλειο του Μαρκήσιου Βονιφάτιου του Μομφερατικού (1154-1207), ενός από τους αρχηγούς της Δ’ Σταυροφορίας.

Το 1205 ο σταυροφόρος αυτοκράτορας Βονιφάτιος, εγγυάται με επίσημα σφραγισμένο έγγραφο την φύλαξη των εθίμων του λαού της Θεσσαλονίκης και την ελευθερία της πόλης[24].

Το 1243 η Θεσσαλονίκη διαπραγματεύεται με τον αυτοκράτορα της Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη, για την επιστροφή της Θεσσαλονίκης στους κόλπους της Αυτοκρατορίας και πετυχαίνει εκ νέου μία εγγύηση για την διατήρηση των δημοτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών της[25]. Η Θεσσαλονίκη υπεισέρχεται εκ νέου, στο Βυζάντιο, το 1246.



Το 1343 η πόλη παραδίνεται στην λαίλαπα του εμφυλίου πολέμου και επικρατεί το επαναστατικό καθεστώς των «Ζηλωτών»[26].

Το 1423 ο Ανδρόνικος Παλαιολόγος παραδίνει την πόλη εξ ονόματός του και εξ ονόματος των πολιτών της, στους Βενετούς, με τον όρο –που τον αποδέχεται η Βενετία- ότι ως οι νέοι κύριοι της πόλης, θα εγγυούντο μεταξύ άλλων και την διαφύλαξη των πατροπαραδότων ηθών και εθίμων των κατοίκων[27].

Η Θεσσαλονίκη είναι σημαντικότατο κέντρο διασταυρώσεων του νότου με τον Βορά, της Δύσης με την Ανατολή. Και όταν είχε αποβεί η δεύτερη μεγαλύτερη πολιτεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Βενετοί σταυροφόροι και διάφοροι άλλοι, θαλασσοπορούσαν, πλέοντας και ακολουθώντας τις ακτές μεταξύ Θεσσαλονίκης και Κωνσταντινούπολης.

Όταν οι Οθωμανοί Τούρκοι επέδραμαν από την Ανατολή, περικύκλωσαν τα Βαλκάνια κατακτώντας τα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης, πρώτα. Η κατάκτηση της Θεσσαλονίκης από τον Μουράτ Β’, έλαβε χώρα το 1430, εικοσιτρία χρόνια ενωρίτερα της Βασιλεύουσας.

Στις μέρες μας, ο επισκέπτης που καταφθάνει από την θάλασσα και εισέρχεται στον Θερμαϊκό, εντυπωσιάζεται από το πρόσωπο της πολιτείας. Συγκροτήματα πολυκατοικιών -χαρακτηριστικό των Μεσογειακών παραθαλασσίων πόλεων- ορθώνονται κατά μήκος της παραλιακής ζώνης, της Λεωφόρου Νίκης από το λιμάνι στα δυτικά, ως το λευκό Πύργο, ανατολικά. Βορείως του Λευκού Πύργου βρίσκεται η περιοχή, όπου λαμβάνει χώραν ετησίως η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Το Πανεπιστήμιό της βρίσκεται επίσης, βόρεια. Οι άλλες σπουδαίες κεντρικές οδοί, Μητροπόλεως, Τσιμισκή και Ερμού, είναι παράλληλες της παραλιακής οδού, Νίκης.

Στις αρχές του 20ού αι. η ίδια περιοχή χαρακτηριζόταν από την παρουσία μιναρέδων που καταστράφηκαν, είτε στη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, όπου σχεδόν τρία τέταρτα της πόλης, έγιναν στάχτη, είτε από τους Έλληνες σε διαφορετικές περιπτώσεις, όταν δηλαδή δοθείσης ευκαιρίας προέβησαν σε αντεκδικήσεις για τον αφανισμό των δικών τους εκκλησιών. Στην πυρκαγιά αυτή, καταστράφηκαν 9.500 σπίτια και 70.000 κάτοικοι βρέθηκαν άστεγοι. Προς το τέλος του 1920, η πόλη επανασχεδιάστηκε και χτίστηκε με ευρείς δρόμους και μεγάλες πλατείες. Τα προβλήματα οξύνθηκαν με την εισροή Ελλήνων Χριστιανών προσφύγων από την Μ.Ασία, όταν έγινε η ανταλλαγή πληθυσμών το 1923.

Το 1977 η Θεσσαλονίκη εξελέγη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης και το 1978, δοκιμάστηκε από δυνατό σεισμό κατά τον οποίο πολλά νέα κτίρια, υπέστησαν σοβαρές ζημίες, παρόμοια και πολλές Βυζαντινές εκκλησίες, από τις οποίες οι περισσότερες, δεν έχουν ακόμη διορθωθεί.Κάστρα Θεσσαλονίκης

Το παλαιότερο τμήμα της πόλης είναι το Κάστρο. Εδώ βρίσκεται η παλιά τουρκική συνοικία, που οι στενοί δρόμοι της, στριμώχνονται γύρω από ένα Βυζαντινό φρούριο στις πλαγιές του όρους Χορτιάτη.

Είκοσι λεπτά λοιπόν από το κέντρο, και μέσα στην Ακρόπολη υπάρχουν σήμερα καλές ταβέρνες. Τον 14ο αι. ο λόφος αυτός ήταν καλυμμένος με μικρά μοναστήρια. Τον 14ο αι. η μονή των Βλαττάδων της Θεσσαλονίκης, αποβαίνει Πνευματικό κέντρο (επί της Τουρκοκρατίας). Τα μοναστήρια δεν έχουν διασωθεί, παρά μόνον κάποιες εκκλησίες: η εκκλησία του Αγίου Νικόλα του Ορφανού φέρει εξαιρετικά φρέσκος. Οι εκκλησίες του Αη Ηλιά και της Αγίας Αικατερίνης αντιπροσωπεύουν ενδιαφέρουσες εξελίξεις στην αρχιτεκτονική του σταυρωτού τρούλου, που αποκορυφώνεται στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων. Τα καλής ποιότητας μωσαϊκά των Αγίων Αποστόλων -με σκηνές από τη ζωή του Χριστού- είναι τόσο ψηλά, που για να τις δει κανείς θα πρέπει να χρησιμοποιήσει κυάλια.

Πίσω λοιπόν από την παραλιακή ζώνη των πολυκατοικιών, η παλιά Άνω Πόλη περικυκλωμένη από ρωμαϊκά και Βυζαντινά τείχη και σκορπισμένη μέσα στις κυκλοφοριακές αρτηρίες και δρομάκια που προορίζονται γιια τους πεζούς, κρατάει με ζήλο τον ιστορικό θησαυρό της σύγχρονης πολιτείας τουτέστιν, Ρωμαϊκά ερείπια, Βυζαντινές εκκλησίες και Εβραϊκούς τάφους, που χάνονται στο πράσινο των πλατειών ή τα χρωματισμένα σπίτια της.

Η Θεσσαλονίκη παρόλο που είναι γνωστή ως Βυζαντινή πόλη, παρουσιάζει ως αξιοθέατο σύμβολό της, τον γνωστό –όχι και τόσο «λευκό»- Πύργο της, που κτίστηκε τον 15ο αι. και χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή κατά την διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Εδώ το 1826, κατά τη διαταγή του Σουλτάνου Μαχμούτ του Β’, έγινε σφαγή των γενιτσάρων της φρουράς του, οι οποίοι επαναστάτησαν εναντίον του. ΟΠύργος αιματοκυλίστηκε και όταν τελικά καθαρίστηκε, ονομάστηκε Λευκός και απέβη αξιόλογο Βυζαντινό Μουσείο, που περιέχει ενδιαφέροντα φρέσκος και εικόνες. Εσωτερικά ο Πύργος έχει σκαλοπάτια που ακολουθούν το κυκλικό του σχήμα, ενώ στα τοιχεία του παρεμβαίνουν παράθυρα που επιτρέπουν την θέα τμημάτων της πόλης. Ολοκληρωμένη θέα δίνουν οι επάλξεις του Πύργου.

Τα ρωμαϊκά κατάλοιπα της πόλης, μοιράζονται κατά μήκος δύο κυρίων λεωφόρων που οδηγούν στην παραλία: της Εγνατίας και του Αγίου Δημητρίου και ανήκουν στην ρωμαϊκή Αγορά[28] και στο Ωδείο, του συγκροτήματος του Παλατιού του Γαλέριου, που βρίσκεται κατά μήκος της οδού, Δημητρίου Γούναρη. Όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε χωριστεί επίσημα σε Ανατολική και Δυτική, ο Γαλέριος κατέστησε την Θεσσαλονίκη πρωτεύουσα του Ανατολικού τμήματος. Έτσι λοιπόν η πόλη έγινε η 2η σημαντική του Βυζαντίου, και σαν τέτοια γνώρισε πνευματική και οικονομική ανάπτυξη. Ο Γαλέριος έχτισε το συγκρότημα του παλατιού τον 4ο αι., έχοντας επιλέξει την Θεσσαλονίκη ως τόπο της κατοικίας του. Τα ερείπια του παλατιού είναι σκορπισμένα στην μέση της πλατείας Ναυαρίνου. Δίπλα στα ρωμαϊκά τείχη συνυπάρχουν τα Βυζαντινά. Στα βόρεια, τα τείχη μήκους πέντε μιλίων και ύψους από 30-36 πόδια, ενώνονται με τα τείχη της Ακρόπολης. Τα τείχη ξανακτίστηκαν τον 4ο και 5ο αι. από τον Οσμίδα, ενώ επιδρομές των βαρβάρων τον 5ο αι. και 6ο αι. ανάγκαζαν τους άρχοντες να τα ενισχύουν. Η ευκολία με την οποία οι Σαρακινοί κατέλαβαν την πόλη το 904, λόγω της απροσεξίας των κατοίκων, οδήγησε στην ενίσχυσή τους και πάλι, για την αντιμετώπιση του κινδύνου εκ μέρους των Βουλγάρων.

Τον 13ο και 14ο αι. η δυναστεία των Παλαιολόγων έκανε επιδιορθωτικές εργασίες στα τείχη[29] και στο Επταπύργιον[30] (Ακρόπολη). Η αδιαφορία της Βενετίας συνέβαλε στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους, που με την σειρά τους έδωσαν μεγάλη σημασία στα τείχη της Θεσσαλονίκης!

Ερχόμενοι πίσω στον Γαλέριο, ας σημειωθεί ότι η Στοά θριάμβου ή Καμάρα (ομώνυμη του Γαλέριου), κτίστηκε το 303 μ.Χ., εις μνήμην της νίκης του κατά των Περσών, το 297. Ο Γαλέριος έγινε γνωστός για τις άδικες καταδίκες που επέβαλε στους Χριστιανούς και επίσης για το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλήτη (280-305), πολιούχου της πόλης.

Το σπουδαιότερο κτίριο στο παλατιανό σύμπλεγμα του Γαλέριου, είναι η Ροτόντα και αποτελεί υπόδειγμα της κυκλικής ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Ο Γαλέριος επιθυμούσε να χρησιμοποιήσει την Ροτόντα ως μαυσωλείο του. Σκοτώθηκε όμως σε μάχη και το σώμα του δεν επεστράφη από τους εχθρούς του, για τον ενταφιασμό του, στην Θεσσαλονίκη. Με την εγκαθίδρυση του Χριστιανισμού, η Ροτόντα μετατράπηκε σε εκκλησία από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο, τον 4ο αι. Έτσι έγινε η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου τον 4ου αι., η παλαιότερη από τις εκκλησίες που ακολούθησαν. Αργότερα στην διάρκεια της Τουρκικής κατοχής, προσετέθη στον ναό του Αγίου Γεωργίου, μιναρές, που έχει απομείνει μισός.

Στην Πάνω Πόλη, βρίσκονται επίσης διάφορες εκκλησίες, όπως του Οσίου Δαυίδ, που θεωρείται ότι κτίστηκε από την Θεοδώρα, θυγατέρα του Βαλέριου. Τα μωσαϊκά της είναι του 5ουαι. και η ομορφιά του καλλιτεχνήματος προέρχεται από το όραμα του Ιεζεκιήλ, την παράσταση του νεαρού Χριστού, τα εκλεπτυσμένα χρώματα και το συνδυασμένο συμβολισμό.

Δύο ακόμη εκκλησίες του 5ουαι. είναι:
Η Αχειροποίητος, βασιλικού ρυθμού, που σημαίνει «φτιαγμένη χωρίς χέρια»[31].
Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου[32], η μεγαλύτερη ελληνική εκκλησία και χτίστηκε στον τόπο του μαρτυρίου του Αγίου. Η κρύπτη του Αγίου Δημητρίου θεωρείται ότι έχει χτιστεί, εκεί όπου ήταν τα ρωμαϊκά λουτρά, χώρος στον οποίο μαρτύρησε ο Άγιος.

Οι δύο παραπάνω εκκλησίες, φέρουν αρχιτεκτονική που μιμείται το κλασσικό ελληνικό οικοδόμημα.

Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, εκπροσωπεύει την πρώτη απόπειρα αλλαγής του Βασιλικού ρυθμού σε αρχιτεκτονική θόλου. Ο θόλος της διακοσμείται με καλοδιατηρημένα μωσαϊκά που αναπαριστάνουν την Ανάληψη και εικονίζει τους 12 Αποστόλους σε συζήτηση, δύο Αγγέλους και την Παρθένο Μαρία, που χωρίζονται με δέντρα και θεώνται τον Παντοκράτορα, τον Παντοδύναμο Χριστό.



Η Θεσσαλονίκη δεν ήταν σπουδαία πόλη στην περίοδο των της Μακεδονικής Δυναστείας (867-1057), ιδρυτής της οποίας υπήρξε ο Βασίλειος ο Μακεδόνας (867-886). Στη διάρκεια ωστόσο της Βυζαντινής περιόδου, έζησε δύο μεγάλες θεολογικές διενέξεις:

1.Την Εικονοκλασία[33]: 8ο και 9ο αι. και

2.Τον Ησυχασμό[34], που εισηγήθηκε από τους μοναχούς του Όρους Άθως, τον 14ο αι. με κύριο εκπρόσωπό του τον Γρηγόριο Παλαμά.

Όσο για την σύγχρονη Θεσσαλονίκη, ετούτη διακρίνεται για το Πανεπιστήμιό της, που γεμίζει την πολιτεία με ζωή και κίνηση με τον φοιτητόκοσμό της, που συχνάζει στα μπαράκια και στα καφέ γύρω από τον Λευκό Πύργο.

Ανάμεσα στα μεγάλα συγκροτήματα διαμερισμάτων που χαρακτηρίζουν την πρόσοψη της Θεσσαλονίκης στον αφικνούμενο από τη θάλασσα ταξιδιώτη, διακρίνονται κάποια παλιά μέγαρα από τα οποία ξεχωρίζει εκείνο που φιλοξενεί το Δημοτικό Μουσείο Τέχνης και μαρτυρεί με τα περιεχόμενα, την ποικιλλότητα των κατοίκων της.

Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης -όπως έχει ήδη αναφερθεί- προσθέτει στην πόλη την αίγλη εμπορικού κέντρου, καθώς προσελκύει πολλούς επισκέπτες από τα λοιπά μέρη της Ελλάδας και από τα Βαλκάνια.

Στη Θεσσαλονίκη λέγεται ότι γεννήθηκε ο Κεμάλ Αταρτούκ[35] το 1880 (-1938) ο ιδρυτής του Τουρκικού κράτους. Το τούρκικο σπίτι με τον ξύλινο σκελετό όπου φέρεται ότι γεννήθηκε, στην οδό Αποστόλου Παύλου 17, έχει επισκευαστεί και σήμερα είναι μουσείο. Ο επισκέπτης οφείλει να επισκεφτεί την Τουρκική Πρεσβεία -γωνία Αγίου Δημητρίου- και να παρουσιάσει το διαβατήριό του!



Διάφοροι δρόμοι οδηγούν Ανατολικά της Θεσσαλονίκης. Β.Α. της βρίσκονται οι Σέρρες και ανατολικότερα η Δράμα. Οι δύο πόλεις υπήρξαν ιδιαίτερης σημασίας στην Βυζαντινή και στην Οθωμανική περίοδο, και εξακολουθούν να είναι εύπορες, επαρχιακές πόλεις. Ωστόσο και οι δύο δοκιμάστηκαν από τις επιδρομές των Βουλγάρων, οι οποίοι στην υποχώρησή τους το 1913, παράδωσαν τις Σέρρες στις φλόγες.

Η γη και τα χωριά που βρίσκονται στην περιοχή μεταξύ Σερρών και Δράμας, και εκείνη προς την θάλασσα, είναι κυρίως αγροτικές. Χαρακτηριστική είναι η συγκέντρωση των Σαρακατσάνηδων στα περίχωρα των Σερρών και της Δράμας, για τον εορτασμό των Αγίων, Κωνσταντίνου και Ελένης, την 21η Μαΐου. Οι πιστοί επιδίδονται σε μία ιεροτελεστία στο χωριό Λανγκαδάς, τα αναστενάρια[36], όπου κρατώντας την εικόνα των Αγίων, περπατούν ξυπόλυτοι πάνω σε μισοσβησμένα κάρβουνα. Διατηρήθηκε στην περιοχή σαν έθιμο, από τους απογόνους προσφύγων, από το χωριό Κοστί (συντομογραφία του ονόματος, Κωνσταντίνος), της ανατολικής Θράκης.



Αφήνουμε πίσω μας αυτές τις πόλεις και ερχόμαστε στην Χαλκιδική. Η χερσόνησος, που μοιάζει με ακρωτηριασμένη παλάμη, που εκτείνει τα τρία δάκτυλά της στο Αιγαίο, τα τελευταία χρόνια ελκύει πολλούς τουρίστες αλλά και κόσμο που εγκαθίσταται. Έτσι έχει δημιουργηθεί μία αξιοσημείωτη πολεοδομική και τουριστική ανάπτυξη. Δίπλα στα ξεχωριστά αρχαιολογικά, βυζαντινά, πολιτιστικά χαρακτηριστικά της, ξεχωρίζει η γνωστή σπηλιά των Πετραλώνων, όπου βρέθηκαν απολιθώματα και ένα κρανίο Νεάντερταλ 700.000 χρόνων, αποδείξεις παρουσίας συνοικισμού στην Παλαιολιθική περίοδο, από τις ενωρίτερες στην Ευρώπη. Η σπηλιά Πετράλωνα φέρει επίσης σταλακτίτες και σταλαγμίτες.

Στην κλασσική περίοδο, οι Αθηναίοι και οι Χαλκιδείς είχαν δημιουργήσει αποικίες στην Χαλκιδική. Οι αποικίες απέβησαν πεδία μαχών για τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Η Ποτίδαια ήταν εκείνη που προκάλεσε την δήλωση πολέμου της Σπάρτης, του 432 π.Χ. και η μάχη της Αμφίπολης έθεσε τέλος στην διένεξη, δέκα χρόνια αργότερα. Την περίοδο εκείνη στρατεύματα συγκρούστηκαν κατά μήκος της ελληνικής γης και στόλοι ναυμάχησαν στις ακτές της. Πολλά και ποικίλα ευρύματα φυλάσσονται στο μουσείο του Πολύγυρου. Είναι επιτακτική εδώ, η μνεία της γενέτειρας του Αριστοτέλη (-ους), Στάγιρα. Το εδώ μαρμάρινο άγαλμά του κυττάζει προς τον κόλπο της Ιερισσού.Στάγειρα Χαλκιδικής

Στον πιο Ανατολικό από τους τρεις δακτύλους της Χαλκιδικής Χερσονήσου, βρίσκεται το περίφημο όρος Άθως, από το οποίο μετονομάστηκε η περιοχή. Η φήμη του Όρους οφείλεται στα μοναστήρια στα οποία μονάζουν ερημίτες (μοναχοί), άγιοι -τρόπον τινά- άνδρες, εξ ου και το όνομα Άγιον Όρος. Τον 9ο αι. περίπου, άρχισαν να καταφεύγουν εδώ, μοναχοί και εκατό χρόνια αργότερα κτίστηκε το πρώτο μοναστήρι. Ο Άγιος Πέτρος ο Αντωνίτης, ο πιο γνωστός καλόγερος, θεωρείται ότι έζησε σε σπηλιά του όρους, πενήντα χρόνια.

Το πρώτο μοναστήρι, της Αγίας Λάβρας, ιδρύθηκε από τον Άγιο Αθανάσιο το 963 μ.Χ. Ήταν φίλος και συμβουλάτορας του πρώτου ευεργέτη του Αγίου Όρους, του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά[37]. Αργότερα πλήθυναν τα μοναστήρια, καθώς οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου υποστήριζαν την ίδρυσή τους με χρήματα, παροχή γης και θησαυρών. Με τον τρόπο αυτόν όλα τα μοναστήρια απέβησαν πλούσια. Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου μνημονεύονται ακόμα στις εκκλησίες του Αγίου Όρους και οι αυτοκρατορικοί κατάλογοι φυλάσσονται με αφοσίωση στις βιβλιοθήκες του κάθε μοναστηριού.

Οι μοναχοί του Αγίου όρους, δεν ζούνε όλοι σε ετούτα τα μοναστήρια, που αριθμούν είκοσι. Κάποιοι ζουν σε κελιά ή σκήτη. Η σκήτη είναι παράρτημα μοναστηριού, ερημητήριο μοναχού, σε διάφορα μέρη της χερσονήσου. Κάποιοι από τους μοναχούς εκλέγουν να ζουν, ακολουθώντας το παράδειγμα του Αγίου Πέτρου του Αντωνίτη, ζούνε δηλαδή φτωχικά και σπάνια εμφανίζονται δημόσια. Είναι γνωστό ότι στο Άγιον Όρος, απαγορεύεται η προσέλευση γυναικών και οι άρρενες που επιθυμούν να το επισκεφτούν, υποχρεώνονται να υποβάλουν αίτηση για την αποδοχή τους.

Προηγουμένως αναφέρθηκε η Αμφίπολις. Η παραθαλάσσια πόλη, με το συνώνυμο λιμάνι, βρίσκεται στον κόλπο Ορφανού ή Στρυμονικό και ιδρύθηκε από τους Αθηναίους τον 5ο αι. π.Χ. σε Θρακική περιοχή που ονομαζόταν «Οι εννέα Δρόμοι». Εδώ -σύμφωνα με τον Ηρόδοτο- οι Πέρσες στην εκστρατεία τους είχαν συλλάβει εννέα αγόρια και ισάριθμα κορίτσια και τα έθαψαν ζωντανά ως εξιλαστήρια θυσία για τον κατευνασμό των Θεών τους. Η ονομασία της, «γύρω από την Πόλη», οφείλεται στη θέση της, σε θηλειά του ποταμού Στρυμόνα. Η τοποθεσία της Αμφίπολης υπήρξε στρατηγική καθώς επέβλεπε την κίνηση του λιμανιού και τα ζηλευτά μεταλλεία χρυσού, στο όρος Παγγαίον. Εδώ διεξήχθει μάχη αποφασιστική για την πρώτη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στις μέρες μας, το τραπεζοειδεές σχήμα πλατώ της πόλης, είναι διάσπαρτο από μέλη σπασμένων αγαλμάτων, φέρει μωσαϊκά της ελληνιστικής περιόδου και θεμέλια Χριστιανικού ναού Βασιλικού ρυθμού.

Διασταυρώνοντας τον Στρυμόνα Ποταμό, με γέφυρα, που φυλάσσεται από τον Λέοντα της Αμφίπολης, ένα τεράστιο άγαλμα που ανακατασκευάστηκε από τα κομμάτια του 4ου και 5ου αι. π.Χ., ο δρόμος οδηγεί προς την Καβάλα. Διατρέχει την όμορφη πράσινη κοιλάδα ανάμεσα στα όρη Παγγαίον και Σύμβολον και περνά από χωριά με σπίτια που φέρουν στέγες με πλάκες μολυβένιες και έχουν πανοραμική θέα. Η Καβάλα που σε σχήμα αμφιθεατρικό, επεκτείνεται από το λιμάνι ως τους πευκοφυτευμένους λόφους της, είναι μία από τις ομορφότερες πόλεις της Ελλάδας. Στην αρχαιότητα υπήρξε κατ’ αρχήν αποικία της Θάσου με το όνομα Νεάπολις, η οποία εξελίχθηκε σε σπουδαίο λιμάνι στην περίοδο των Ρωμαϊκών και των Χριστιανικών χρόνων, καθώς επικοινωνούσε με τους Φιλίππους. Η Καβάλα ελευθερώθηκε μετά από εφτάμηνη κατοχή των Βουλγάρων και ενσωματώθηκε στην Ελλάδα την 6 Ιουνίου 1913.

Στα νεότερα χρόνια απέβη το κέντρο εξαγωγής ταμπάκου από τις γύρω περιοχές. Οι αποθήκες του ταμπάκου βρίσκονταν στην παραλιακή ζώνη της πόλης. Η εξέλιξη της πόλης και η οικονομική της ευημερία που της επέτρεψαν να απορροφήσει 25.00 πρόσφυγες από την Θράκη και την Μ.Ασία, διακόπηκε μόνο από την αναστάτωση που προκάλεσε η Βουλγαρική κατοχή στη διάρκεια των Α’ και Β’ Παγκοσμίων πολέμων. Η Καβάλα έλαβε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα, οργανώνοντας ομάδες Ελλήνων ανταρτών και αποβαίνοντας σταθμός για την μεταφορά και απονομή στρατιωτικών εφοδίων και όπλων. Η εφημερίδα Σημαία, υπήρξε η φωνή που υποστήριξε την ελευθερία της Μακεδονίας.  Μ Ν Η Μ Ε Σ

Αλησμόνητες Πατρίδες
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...