«Ο Γέρο Χρόνος αποχαιρετά τους δώδεκα γιους του», ένα εξαιρετικό διήγημα από το παλιό μου βιβλίο)
Ο Γέρο Χρόνος με τα χιονόλευκα μαλλιά και τα μακριά γένια κείτονταν στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατος.
Μέσα στα θαμπωμένα μάτια του περνούσανε, σαν σε μακρινό πανόραμα όλες οι περασμένες στιγμές της ζωής του.
Χαρές και πίκρες, γέλια και δάκρυα, τραγούδια και κλάματα ξετυλίγονταν στο κουρασμένο μυαλό του.
Έξω από την κρεβατοκάμαρα του γέρου, μέσα στην αυλή του παλατιού του περιμένανε με χτυποκάρδι δώδεκα παλληκάρι ομορφοκαμωμένα.
Γερά και συμπαθητικά, το καθένα τους με διαφορετική όψη και ξεχωριστή εμφάνιση.
-Ας περάσει πρώτος ο Γεννάρης, είπεν ο Γέρο Χρόνος με την τραχιά φωνή του.
Ένα ψηλό αθλητικό παλληκάρι, καλοκαμωμένο και γερό προχώρησε ντυμένο γιορτάσιμα και φίλησε το παγωμένο χέρι του πατέρα του.
– Σε σένα αφήνω την αρχή, είπε ο γέρος.
Είσαι ο πρώτος γιος μου κι ο δυνατότερος.
Θα’ χεις γιορτές να κάνεις, αθλητικές επιδείξεις, χορούς και γλέντια.
Του χάιδεψε το κεφάλι και του είπε:
-Στείλε μου το Φλεβάρη.
Ο δεύτερος γιος ήταν κουτσός, παρδαλοντυμένος κι είχε εύθυμο ύφος και γελαστό πρόσωπο.
-Εσύ παιδί μου, θα ‘σαι ο βασιλιάς της Αποκριάς.
Θα ‘ σαι πάντα ένας τρελός και ξένοιαστος Καρνάβαλος γεμάτος κέφι και χαρά.
Μέσα στις διασκεδάσεις θα ξεχνάς κάποτε και τα ελαττώματά σου.
Ο Φλεβάρης έκανε μια υπόκλιση με βήμα χορευτικό.
-Στείλε μου το Μάρτη, είπε ο γέρος.
Ένα γελαστό παλληκάρι σαν ανοιξιάτικο λουλούδι προχώρησε στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου.
-Αγόρι αγαπημένο, σιγομίλησε ο πατέρας, εσύ θα ‘χεις το προνόμιο να φέρνεις την καλοκαιριά, ν’ ανοίγεις τους κάμπους, να οργανώνεις εκδρομές.
Εσύ θα ετοιμάζεις τη νέα φύτρα, εσύ θα δίνεις το σύνθημα πως η κακοκαιριά πέρασε και θα λατρεύουνε όλοι.
Σαν έφυγε το ροδοκόκκινο παιδί, μπήκε με τη σειρά του μέσα στην κάμαρα ο Απρίλης, δροσερός και πεντάμορφος.
-Εσύ ψευτάκο, πλησίασε, είπεν ο πατέρας, είσαι όλο γαλιφιές κι όλο τρέλες.
Μαζί σου θα δοκιμάζει ο κόσμος το Πάσχα της χαράς, της νιότης, του κάμπου.
Εσύ θα σκορπίζεις το τραγούδι στις ψυχές και την ελπίδα στους απελπισμένους.
Φωνάχτε μου το Μάη.
Ο Μάης δεν φαινότανε πουθενά. Είχε ξαφνικά χαθεί. Έτσι στη θέση του προχώρησε ο Ιούνιος, ένα θερμό παιδί ηλιοκαμένο.
-Με τα γερά κι ηλιοκαμένα μπράτσα σου, παλληκάρι μου, θα θερίζεις το σιτάρι για τους ανθρώπους και θα ‘ σαι ο πολύτιμος και αγαπημένος φίλος τους πάντα.
Ο νέος χαμήλωσε το μελαχρινό κεφάλι για να δεχτεί την ευχή του πατέρα.
-Να περάσει ο Ιούλιος.
Μπήκε μέσα ένα παιδί με ξεγυμνωμένα μπράτσα και λαιμό, με πράσινα φύκια στο κεφάλι, και στάθηκε ευλαβικά πλάι στο κρεβάτι.
-Ιούλιε, γιε μου, είπεν ο γέρος, σου χαρίζω όλες τις ακρογιαλιές κι όλες τις απολαύσεις που δίνει η θάλασσα τις όμορφες νύχτες, σαν καθρεφτίζονται τα’ αστέρια στον ασημένιο της καθρέφτη.
Περίμενε να περάσει μέσα ο Αύγουστος, ροδοκόκκινος φορτωμένος φρούτα και σταφύλια για το γέρο του πατέρα.
-Έλα, Αύγουστε, κοντά μου.
Σου χαρίζω τ’ αμπέλια, το μούστο, τα κρασίά. Μέσα στα ρουμπίνια των σταφυλιών και στο κεχριμπάρι της ρετσίνας εσύ θα ‘ σαι κύριος κι αφέντης.
Ο Σεπτέμβρης έσκυψε πονετικά πάνω από το προσκεφάλι του πατέρα.
-Νοικοκύρη μου εσύ, του είπεν ο γέρος.
Η δικαιοδοσία σου θ’ απλώνεται σε όλες τις κτηματικές συναλλαγές, κι οι σοδιές του χειμώνα εσένα θα περιμένουν να τις περιμαζέψεις.
Ο Οκτώβρης μπήκε κατόπιν μ’ ένα βιβλίο στο χέρι.
-Εσύ θα’ σαι ο επόπτης στο άνοιγμα των σχολείων, εσύ θ’ αρχίζεις τα μαθήματα, εσύ θα χαρίζεις τα γράμματα και τη σπουδή στους μικρούς μαθητές, εσύ θ’ ανάβεις τον πυρσό της γνώσης.
Ο Νοέμβρης ήρθε τυλιγμένος μέσα στο παλτό του με μια ομπρέλα στο χέρι.
-Ευλογημένος να’ σαι, παιδί μου, είπεν ο γέρος.
Με το πότισμα της βροχής σου θα ζωογονείς τα φύτρα της γης.
Εσύ θα σπέρνεις, εσύ θα φυτεύεις, και συ θα πρωτανάβεις φωτιά στα τζάκια των ανθρώπων.
Ο Δεκέμβρης ντυμένος με γούνα στάθηκε με σεβασμό.
-Έλα κοντά μου, μελαγχολικό μου παιδί, είπεν ο γέρος, θα είσαι ο σύντροφος των ανθρώπων κοντά στο αναμμένο τζάκι.
Θα προσφέρεις ζεστά και θα λες τραγούδια και παραμύθια.
Το στόμα του γέρου στέγνωσε, τα μάτια του θάμπωσαν πιο πολύ. Είχε πλησιάσει η αγωνία των τελευταίων στιγμών του. Κι όμως τα μάτια του γυρισμένα στην πόρτα αναζητούσαν το Μάη που δεν φάνηκε.
-Πού είναι ο χαϊδεμένος μου, πού είναι ο Μάης; ρώτησε τρεμουλιαστά.
Ακόμα να φανεί; που γυρνάει;
Το κεφάλι του κουρασμένο και χλωμό έγειρε στο προσκεφάλι με θλίψη, όταν μια φωνή αρμονική, μια γλυκολαλιά σαν μουσική μελωδία ακούστηκε:
-Νάμαι, πατέρα!
Ήταν ένα ξανθό σγουρόμαλλο αγόρι με χαρούμενη έκφραση, σαν ποιητής και σαν καλλιτέχνης, φορτωμένος μυρωμένα στέφανα από ανθισμένα κρίνα, τριαντάφυλλα και βανίλιες.
Αγκαλιές από λουλούδια ξεχύθηκαν στο κρεβάτι του Χρόνου και τρελές πεταλούδες, σαν ψυχές χαρούμενες πετάρισαν πάνω από το προσκέφαλο.
-Άργησα, πατέρα, γιατί ήθελα να φέρω λουλούδια για το στερνό σου κρεβάτι.
Και λέγοντας έτσι σκόρπισε τα μυρωμένα μπουμπούκια σ’ όλο το κρεβάτι του Χρόνου.
Τα αδέλφια όλα πλησιάσανε και σκύψανε για να πάρει καθένα τους από ένα λουλούδι, να στολιστεί.
Ο γέρος χαμογέλασε με μακαριότητα και σιγοψιθύρισε ξεψυχώντας:
-Αυτά τα μυρωμένα ανθάκια να στολίζουνε πάντα τις μέρες σου αγόρι μου.
Ανθένιες να ‘ ναι οι στιγμές της ζωής σου κι από μύρων πνοές η ανάσα σου.
Και κάνοντας το σημείο του σταυρού ο Γέρο Χρόνος προσευχήθηκε:
«Νυν απολύεις τον δούλον σου …».
ΣΥΛΒΙΟΣ
Ο Γέρο Χρόνος και άλλα παιδικά διηγήματα
Εκδοτικός Οίκος «ΑΣΤΗΡ»
Αθήνα 1954.
«σπιτάκι της Μέλιας».
Διαβάστε από το ίδιο βιβλίο τα διηγήματα:
«Τα ρόδα της ευγνωμοσύνης»
Η Θυσία
Θλιμμένες γιορτές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis