Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Rita Mitsuko lovers

Φωτογραφία του Έλιοτ Έρβιτδιήγημα της Μαρίας Πετρίτση

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΕΛΙΟΤ ΕΡΒΙΤ

Σπίτια με καμινάδες που μυρίζουν ευκάλυπτο, βρώμικα μυαλά και καθαρά κρύσταλλα, και στους διαδρόμους χαλιά διάσπαρτα με αποκοιμισμένες λέξεις που φοράνε την ταμπέλα της καλοπέρασης και κάνουν πως προωθούν την ευθυμία.
Κορίτσια με φανελάκι «I fuck for candy» και αγόρια που δεν σε αφήνουν να τους αγγίξεις τα μαλλιά για να μην τους χαλάσεις το χτένισμα καπνίζουν χασίς και φτηνό αμερικάνικο καπνό στις νότιες γειτονιές της πόλης. Ανάβουν σιγά σιγά τα φώτα στα μπουρδέλα και στα θέατρα, πέφτει υγρασία στο δρόμο.
Θέλω να μάθω πού ψωνίζουν εσώρουχα οι ντίβες των παραθύρων και να ποζάρω στον καθρέφτη και στον εραστή μου όπως ποζάρουν κι αυτές στους περαστικούς που τις κοιτάζουν σκεπτικοί, χωρίς να τους ενδιαφέρει ο ψυχικός τους κόσμος ή τα άγχη τους, παρά μόνο οι μπούκλες των χειλιών και των μαλλιών τους.

Στη στάση του λεωφορείου περιμένουν μικρομέγαλα παιδιά με ευλύγιστη υπακοή, που μέσα τους μουρμουράνε άσεμνα τραγούδια και το βράδυ, μετά την προσευχή και τη σούπα σέλινο με φέτες φυστικοβούτυρο και μέλι, θα στείλουν υλικό στο youporn, σε έναν διαγωνισμό για νέα ταλέντα. Ένας οδοντίατρος πνίγεται στη σαπίλα ενός φρονιμίτη που αφόρμισε, μια καθαρίστρια σβήνει τα φώτα του κτιρίου που σφουγγάρισε, ένας πιανίστας λαμβάνει αρνητική απάντηση από μια οντισιόν με το ταχυδρομείο, μια μαύρη μαγείρισσα τρίβει το σκούρο δέρμα που της ξεφλούδισε στον αγκώνα. Στο αστυνομικό τμήμα ένας μπάτσος φέρνει Mc Donalds σε χάρτινη σακούλα και στο διπλανό night shop μια Μπαγκλαντεσιανή μητέρα παρακολουθεί ένα λυπηρό σήριαλ με το μωρό στην αγκαλιά της.
Η πόλη σκύβει ένοχα πάνω από τις εισόδους του μετρό και κρυφοκοιτάζει τα νωπά δευτερόλεπτα μιας ποίησης φανατικής, που φοράει σκούφο Nike και αναβλύζει από το στόμα ενός νεαρού που δείχνει να την πιστεύει. Αργότερα, ο ίδιος νεαρός θα στηθεί μπροστά στην πύλη του Ibis ή του Grecotel και θα μετρά τα βήματα των ατάλαντων πελατών που θα μπουν βιαστικά στο 304 ή στο 201 για να ζεστάνουν τα σκεπάσματα που σε λίγο θα κρύψουν την μυστική τους ερωμένη. Εγώ, αφού τα παρατηρήσω και τα καταγράψω όλα αυτά, θα επιστρέψω στην παγίδα της ομορφιάς που οι εμμονές μου μού ανταποδίδουν με περιφρόνηση, και θα συνεχίσω να αφιερώνω εγκαρδίως τις λέξεις μου σε όσους –το πήρα απόφαση πια– δεν διαβάζουν απολύτως τίποτα.

Πάει καιρός από τότε που συνέβησαν όλα αυτά, τα θυμάμαι όμως σαν να ήταν πριν μια ώρα.

Από κείνο το βράδυ που άκουσα για πρώτη φορά σε ένα μπαρ τη φωνή της Ρίτα Μιτσούκο να τραγουδάει στο ντους, άλλαξε η ζωή μου. Όλοι οι κλειστοί χώροι που επισκεπτόμουν μου προκαλούσαν ασφυξία. Έμπαινα και δεν έβλεπα τίποτα, επειδή όλα είχαν γεμίσει υδρατμούς και ερωτικές νυχιές που ξεπλένονταν κάτω από καυτό τρεχούμενο νερό. Κοίταζα στο πάτωμα κι ανάμεσα στα χαλιά έβλεπα σιφώνια να γεμίζουν με το αραιό κόκκινο ζουμί, αφρούς με άρωμα γιαπωνέζικο τριαντάφυλλο και μαύρες σγουρές τρίχες από εφηβαία ή μασχάλες άγνωστων περαστικών.

Πλησίαζα στα παράθυρα της πρόσοψης των διαμερισμάτων και άκουγα τις φωνές των γειτόνων από το φωταγωγό. Άνοιγα τις πόρτες των δωματίων κι έψαχνα τις παχιές λευκές πετσέτες των ξενοδοχείων που τυλίγουν τα κορμιά των εραστών, αφού πρώτα πλυθούν στους ενενήντα και διπλωθούν εξονυχιστικά. Διάβαινα τις εξώπορτες και με έλουζε κρύος ιδρώτας.
Η πλάτη μου κρύωνε, έτσι όπως κρυώνει μια πλάτη που βγαίνει απ’ το χαμάμ, οι παλάμες μου υγραίνονταν. Οι πατούσες μου πλατάγιζαν στο μωσαϊκό έτσι όπως πλαταγίζει μια γλώσσα που τραγουδάει στα γαλλικά ή στη γλώσσα της ζάχαρης ένα υπερβολικά παχύρρευστο τραγούδι.

Άφηνα τότε τα ζουμιά της καραμέλας να μου λούσουν τον εγκέφαλο και με τα χέρια μου σκέπαζα προστατευτικά το υπογάστριό μου. Η Ρίτα Μιτσούκο συνέχιζε να μου τραγουδά εμμονικά, κάνοντας ηλεκτρομαγνητική περμανάντ στην αφόρητα κυρτωμένη συστολή μου.

Εκείνο το βράδυ που άκουσα για πρώτη φορά το τραγούδι αυτό, γνώρισα κι εκείνον.

Δεν τραγουδούσε· ανέπνεε. Κι έτσι όπως μπαινόβγαινε η αναπνοή του σχηματίζονταν οι ήχοι που κατόπιν έφτιαχναν τραγούδια. Σκεφτόμουν την τραχεία του σαν μια μικρή ορχήστρα, και τα πνευμόνια του σαν μια μεγαλύτερη. Η μικρή και η μεγάλη μαζί, συμφωνικές, έφτιαχναν αυτά τα μικρά θαύματα που μου έπαιζε τις νύχτες, όταν απλώς ξάπλωνε δίπλα μου και κοιτούσαμε την φωτεινή επιγραφή να αναβοσβήνει έξω από το παράθυρο.

Από τότε κιόλας ήξερα πως κάποια στιγμή θα χανόμασταν. Μου το είχε πει εξάλλου: «Το ξέρεις, θα χαθούμε».

Ένα βράδυ μου διηγήθηκε μια ιστορία για μια νύχτα που θα περνούσαμε κάποτε, ίσως στο μακρινό ανύπαρκτο μέλλον, σε ένα απομακρυσμένο ξενοδοχείο μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, όπου στο κατώφλι θα τον ρωτούσα: «Μήπως ο Κύριος επιθυμεί μια καλή πουτάνα γι’ απόψε;». Εννοώντας φυσικά πως αυτό το ρόλο θα τον έπαιζα εγώ.

Είχα απορήσει με τον τρόπο που έστηνε εκ των προτέρων τη ζωή μας σε κινηματογραφικά καρέ. Κι ακόμα περισσότερο με τον τρόπο που με έβαζε να του ζητώ όσα εκείνος ήθελε από μένα.

Χαθήκαμε. Όμως, όπως είχε σαφέστατα δηλώσει πολύ καιρό πριν, ήταν βέβαιο πως δεν θα τον ξεχνούσα ποτέ μου.

Η μεγαλύτερη έκπληξη ήρθε χρόνια μετά, όταν –με εντελώς τυχαίο, σχεδόν τραγελαφικό τρόπο– έμαθα πως το ίδιο συνέβαινε και σε εκείνον. Τις εικονικές ιστορίες που πλάθαμε μαζί, για το μακρινό ανύπαρκτο μέλλον μας, τις χρησιμοποιούσε για να δελεάσει τα επόμενα θύματά του.

Επειδή όμως η τύχη αγαπά τον κλέφτη μα και το θύμα του, έτυχε κάποια από αυτές να πέσει στα χέρια μου με τον πιο παράδοξο τρόπο. Την διάβασα με έκπληξη και μια βαθιά, μαύρη χαρά, και φυσικά απέφυγα να ενημερώσω το καινούριο θήραμά του πως οι σκηνές που πρόβαλλε πάνω του είχαν κοπεί και ραφτεί στα δικά μου απόλυτα μέτρα.

Μου έφτανε που διαπίστωνα, τόσο καιρό μετά, πως ούτε αυτός είχε καταφέρει να γλιτώσει από τον εαυτό του.

Ο καλύτερος τρόπος για να μου στερέψει σήμερα κιόλας ο έρωτας είναι να με προειδοποιείς πως κάποτε θα σου τελειώσει ο δικός σου, μιας και όλοι σου οι έρωτες έτσι τελείωναν: απροειδοποίητα, ξαφνικά, και κανένας δεν κατάφερε να επιβιώσει από την τρομερή εκείνη ασθένεια που σου καίει τα αισθήματα σαν καλώδια της ΔΕΗ και στη θέση τους βάζει μόνον αποφάσεις.

Ενεργοποιείται τότε μέσα μου εκείνος ο αμυντικός μηχανισμός που, σαν δεύτερη φωνή μού ψιθυρίζει: «Τέλειωσέ το πρώτη εσύ και βγες μετά για καμιά βόλτα, για κάνα ποτό, γιατί να αφοσιώνεσαι σε κάτι προτετελεσμένο; Άκου λίγη Ρίτα Μιτσούκο, στην τελική, για να πάρεις θάρρος».

Είναι άλλο να γνωρίζει κανείς πως τίποτε δεν είναι αιώνιο και άλλο να τον προειδοποιούν πως εκείνο που τον συναρπάζει προς το παρόν δεν αναμένεται να επιβιώσει στο μέλλον, επειδή αυτός είναι ο κανόνας. Όλοι γνωρίζουμε πως οι κανόνες είναι μεγάλοι και οι εξαιρέσεις μικρές — και αυτή είναι ίσως η μόνη περίπτωση που ο άνθρωπος, έστω και ανομολόγητα, έστω και κουτά, αποζητά όχι μόνο να συμπεριληφθεί στο πλαίσιο αυτό, αλλά και να ταυτιστεί με το μικρό και όχι με το μεγάλο συστατικό της συμφωνίας.
Όταν τα σκέφτομαι αυτά, νιώθω το αίσθημά μου να τρεκλίζει. Βάφω τα μαλλιά μου αλλιώτικα, φοράω καινούρια ρούχα, αλλάζω τακτικές και ωράρια. Αλλάζω πλευρό και προτιμήσεις.

Γίνομαι η άλλη, η ανταλλακτική. Γίνομαι μια ρόδα σε ένα τρακαρισμένο αυτοκίνητο, που ξέρει πως κάποια χιλιόμετρα πρόκειται να τα διανύσει απλώς και μόνο ως ρεζέρβα. Κι έτσι δεν πολυασχολείται με το ταξίδι της, δεν την νοιάζουν ούτε οι εθνικές οδοί ούτε οι παρακάμψεις.

Γίνομαι μια νύχτα στην πόλη, μια νύχτα που σκεπάζει γλυκά την απώλεια της συστολής και την κάνει να μοιάζει με ένα παλιό, νοσταλγικό τραγούδι της Ρίτα Μιτσούκο που σου γεμίζει ασφυκτικά τα ρουθούνια με πυκνούς υδρατμούς και τα μάτια με βάναυσες εικόνες.



Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο της, το μυθιστόρημα «Ο βασιλιάς του τρακ» (Κέδρος, 2014). Διατηρεί το ιστολόγιο www.thethreewishes.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

skaleadis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...