Όλα όσα έγραφε, παρασυρμένος από την τρέλα του, ο Πορφύριοςκατά της ευσεβούς θρησκείας των Χριστιανών,
σε οποιουδήποτε τα χέρια και αν βρίσκονται, να δοθούν στην πυρά.
Δεν επιθυμούμε να φθάνουν στα αυτιά των ανθρώπων συγγράμματα
που προκαλούν την οργή του Θεού και εγκληματούν σε βάρος των ψυχών.
[Θεσπίζομεν πάντα, όσα Πορφύριος υπό της εαυτού μανίας έλαυνόμένος
κατά της ευσεβούς των Χριστιανών θρησκείας συνέγραψε,
παρ 'οίωδήποτε ευρισκόμενα πυρί παραδίδοσθαι.
πάντα γαρ τα κινούντα τον Θεόν εις όργήν συγγράμματα
και τάς ψυχάς άδικούντα ουδέ εις άκοάς ανθρώπων έλθείν βουλόμεθα.]
ΤΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ το 448′ η εφαρμογή του ξεπέρασε το γράμμα αν όχι και το πνεύμα του, ρίχτηκαν στην πυρά όχι μόνο όλα τα αντίγραφα του περιβόητου δεκαπεντάτομου έργου Κατά Χριστιανών, μα και όλα τα έργα των ίδιων των χριστιανών απολογητών που παρέθεταν αποσπάσματα του ώστε να το αντικρούσουν..
Χάθηκαν όλα πλην ενός: το 1867, βρέθηκε στην Αθήνα το -γνωστό από το Μεσαίωνα ακόμα και κατόπιν εξαφανισμένο- έργο ‘Άποκριτικός προς ‘Έλληνας’ του χριστιανού κατηχητή -ίσως και επισκόπου Μαγνησίας- Μακαρίου Μάγνητος.
Ο Άποκριτικός, γραμμένος σε διαλογική μορφή, παρέθετε την αντιχριστιανική επιχειρηματολογία ενός Έλληνα εθνικού φιλοσόφου που σήμερα θεωρείται επιστημονικά βεβαιωμένο ότι είναι ο νεοπλατωνικός Πορφύριος (βλ. εισαγωγή J. Hoffmann και αναλυτικότερα στον Επίλογο). Ο Αποκριτικός χάθηκε στην Βενετία, στα μέσα του 16ου αι. προτού ξαναβρεθεί στην Αθήνα, 3 αιώνες αργότερα.Μέσα στο πλήθος των μελετών και την διεθνή βιβλιογραφία αναφορικά με το χαμένο έργο του Πορφύριου, ξεχωρίζει το βιβλίο του καθηγητή Joseph Hoffmann (Westminster College, Oxford) Porphyry’ s Against the Christians; the Literary Remains όχι μόνο είναι το πιο πρόσφατο, αλλά προέρχεται από ένα νηφάλιο ερευνητή, ειδικευμένο στις βιβλικές μελέτες. Θεωρήσαμε τα κείμενά του που συνοδεύουν την αγγλική του μετάφραση, (εισαγωγικό σημείωμα και επίλογος) ως τα πλέον κατάλληλα για την παρούσα έκδοση.
Εδώ και 16 αιώνες, το έργο του Πορφύριου «Κατά Χριστιανών» είναι εξαφανισμένο. Ήταν μια πολεμική πραγματεία που στόχευε στην ανασκευή των χριστιανικών θεωριών και την καταπολέμηση των ιουδαϊκής έμπνευσης δογμάτων που με φανατισμό και μισαλλοδοξία στρέφονταν κατά των ελληνιστικών φιλοσοφιών και του ελληνικού τρόπου.
Ο φιλόσοφος Πορφύριος (232-305), μαθητής του Πλωτίνου, με πολλές φιλολογικές και θεολογικές πραγματείες στο ενεργητικό του, βαθύς γνώστης τόσο του Ευαγγελίου όσο και της Ιστορίας, αντλώντας επιχειρήματα από το οπλοστάσιο της νεοπλατωνικής σχολής αλλά και από την κοινή ανθρώπινη λογική, ασκεί ανελέητη κριτική:
στο πρόσωπο του Ιησού τον οποίο θεωρεί ως έναν ασήμαντο Εβραίο, στους ευαγγελιστές που τους θεωρεί αμόρφωτους παραμυθάδες, στους αποστόλους Παύλο και Πέτρο που τους θεωρεί αδίστακτους τσαρλατάνους, άλλα και στην χριστιανική αποκαλυπτική θεολογία που την θεωρεί καταφανώς εσφαλμένη.
Το έργο του Πορφύριου προσφέρει στον σύγχρονο μελετητή μια εικόνα της παγανιστικής πολεμικής του 3ου μ.κ.ε. αιώνα μιας εποχής που σημαδεύτηκε, από τους ανελέητους όσο και μάταιους διωγμούς κατά των χριστιανών, και γενικότερα από τον αγώνα επιβίωσης που έδινε η αυτοκρατορία ενάντια στους εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους της.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι θρησκευτικοί διωγμοί ως ιστορικό πλαίσιο
ΟΤΑΝ ΤΟ ΕΤΟΣ 312 Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΕΡΔΙΣΕ την επίσημη αναγνώριση του ως θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήδη είχε πίσω του τρεις αιώνες ζωής. Η χριστιανική μυθογραφία και οι βίοι των αγίων επέμεναν πως η πορεία προς τη νομιμότητα ήταν ανηφορική και επίπονη παρ’ ότι καθοδηγημένη από την θεία πρόνοια, η διαδρομή ήταν σπαρμένη με τα πτώματα των μαρτύρων, το «σπόρο» της εκκλησίας, όπως περηφανευόταν ο λατίνος Τερτυλλιανός στην Απολογία του: «Όσο μας θερίζετε σεις οι ειδωλολάτρες, τόσο εμείς θεριεύουμε». Κι όμως υπήρχε μια δυσοίωνη αλήθεια στις καυχησιολογίες του.
Στα τέλη του δεύτερου αιώνα, όταν ο Τερτυλλιανός και ο εθνικός φιλόσοφος Κέλσος επιδίδονταν στους ιδεολογικούς αγώνες τους υπέρ και κατά της εκκλησίας, ο τελευταίος έλεγε με καυστικό χιούμορ: «Αν όλοι οι άνθρωποι θελήσουν κάποτε να γίνουν χριστιανοί, οι τελευταίοι δεν θα τους δεχτούν με προθυμία». Μόλις μια δεκαετία αργότερα, ο Τερτυλλιανός ήταν σε θέση να υποστηρίξει με την ίδια σιγουριά πως η εκκλησία αυξανόταν με τέτοιους ρυθμούς που «αν ο αυτοκράτορας θελήσει να εξολοθρεύσει τη χριστιανοσύνη, θα βρεθεί χωρίς βασίλειο να κυβερνήσει».
(Η χρήση της υπερβολής για καθαρά προσηλυτιστικούς λόγους δεν εγκαινιάστηκε από τους ευαγγελιστές του 20ου αιώνα, ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της διαμάχης μεταξύ της παγανιστικής κουλτούρας και της χριστιανικής διδασκαλίας από τη στιγμή της γέννησής της, και σήμα κατατεθέν της ελληνικής και λατινικής ρητορικής μέσα από την οποία διατυπώνονταν τα επιχειρήματα).
Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν γρήγορα για τους χριστιανούς. Πράγματι, υπήρξαν μάρτυρες, όπως υπήρξαν και αναποφάσιστοι αυτοκράτορες, από τον Φίλιππο τον ‘Αραβα, μέχρι τον Αυρηλιανό και τον Διοκλητιανό άνθρωποι που δεν μπόρεσαν να τηρήσουν μια ξεκάθαρη και συνεπή στάση απέναντι στους χριστιανούς. [Ο Φίλιππος ο Άραψ (230 μ.κ.ε.) ήταν ο πρώτος φιλοχριστίανός αυτοκράτορας της Ρώμης, έναν αιώνα πριν τον Μ. Κωνσταντίνο]
Το 248, ο ιδεολογικός αντίπαλος του Κέλσου, ο Ωριγένης έγραφε: «Παρ’ όλο που μας λείπουν οι θεριστές των ψυχών, ο θερισμός είναι τόσο μεγάλος: οι άνθρωποι οδηγούνται στα αλώνια του Θεού, τις εκκλησίες, που βρίσκονται παντού»
(… μη όντων εργατών των εργαζομένων τον θερισμόν των φυγών, τοσούτον είναι θερισμόν, συγκομιζομένων και συναγομένων εις τάς πανταχού άλωνας τού θεού και εκκλησίας -Κατά Κέλσου 1.43).
Οι καυχησιολογίες, πως ένα πλήθος ανθρώπων είχε προσχωρήσει στην εκκλησία -καύχημα για τον Τερτυλλιανό, ύβρις για τον Κέλσο και τους πνευματικούς του συντρόφους, όπως αργότερα και για τον Πορφύριο-, έθεσαν σε λειτουργία ένα συναγερμό που ήχησε σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Ο τρίτος αιώνας δεν ήταν απλώς ένας αιώνας διωγμών, ήταν ο μόνος αιώνας κατά τον οποίο οι διώξεις επηρέασαν το χριστιανισμό στο σύνολο του. Η αυτοκρατορία είχε παραδοθεί στις ωδίνες της διαμάχης των εξουσιών και της κρίσης εμπιστοσύνης που ξεκίνησε με τον Δέκιο το Φεβρουάριο του 25Ο και παρατάθηκε στη διάρκεια των βασιλειών του Βαλεριανού (257-260 ) και του Διοκλητιανού (284-305).
Η προσπάθεια να αναχαιτιστεί το χριστιανικό κίνημα κράτησε, με ενδιάμεσα διαστήματα ύφεσης, από το 25Ο μέχρι το 284. Ώσπου, στις 23 Φεβρουαρίου 3Ο3, στο απόγειο της δύναμής του, ο Διοκλητιανός έθεσε εκτός νόμου το χριστιανισμό. Ακόμη και μετά την παραίτησή του το 305, οι διώξεις στην ανατολή συνεχίστηκαν σχεδόν για μια δεκαετία, επί Γαλέριου και Μαξιμίνου.
Όμως, στα χρονικά της πρώιμης εκκλησίας ο όρος «διωγμός» χρησιμοποιείται με τρόπο αναξιόπιστο. Παλαιότερες γενεές ιστορικών της εκκλησίας, έχοντας ως πηγές τα μαρτυρολόγια και κείμενα των πατέρων της εκκλησίας, πίστευαν ότι από το Νέρωνα μέχρι τον Κωνσταντίνο, μεσολάβησε μια περίοδος ακατάπαυστων σφαγών όσων πρέσβευαν τον χριστιανισμό.
Την άποψή τους αυτή αποδυναμώνει η βεβαιότητα πως οι Ρωμαίοι θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να προχωρήσουν σε μια «τελική λύση» στο πρόβλημα του χριστιανισμού από πολύ νωρίς, όπως επίσης και το γεγονός ότι εκκλησιαστικοί συγγραφείς σαν τον Ωριγένη κόμπαζαν όχι μόνο για τους μάρτυρες μα και για τους πλούσιους, τους ανώτερους αξιωματούχους, τις ευγενικής καταγωγής κυρίες και τους illuminati που προσχωρούσαν μαζικά στην εκκλησία.
Οι εθνικοί συγγραφείς προσπάθησαν να αντιστρέψουν αυτό το ρεύμα, επιμένοντας πως ο χριστιανισμός ήταν στην ουσία μια θρησκεία για τεμπέληδες, αμόρφωτους, δεισιδαίμονες και ανθρώπους ταπεινής καταγωγής -«τις γυναικούλες, τους δούλους και τα παιδάκια», σάρκαζε ο Κέλσος. Αλλά η προσπάθεια δεν έφερε αποτελέσματα.
Οι διωγμοί του Διοκλητιανού αποκάλυψαν πως ο χριστιανισμός είχε τρυπώσει στην κρεβατοκάμαρα του αυτοκράτορα: η σύζυγος του, η κόρη του, οι υπηρέτες τους, ο θησαυροφύλακάς του, ο ευνούχος Δωρόθεος, ακόμη και ο διευθυντής του εργοστασίου βαφής (πορφύρας) στην Τύρο, ήσαν χριστιανοί ή συμπαθούντες των χριστιανών.
Η εξύβριση των νεοφώτιστων δεν ανέκοψε την πορεία των προσηλυτισμών. Γι’ αυτό και η πολιτική λύση που υιοθετήθηκε τον τρίτο αιώνα ήταν μια προσπάθεια να τρομάξει ο κόσμος: το τίμημα της μεταστροφής στο χριστιανισμό έπρεπε να είναι πολύ ακριβό. Ο διωγμός ήταν η εναλλακτική λύση ισχύος στις αποτυχημένες πολεμικές προσπάθειες του Κέλσου, του Πορφύριου και του Ιεροκλή.
Ήταν μια τελευταία και απεγνωσμένη απόπειρα διάσωσης της παλαιάς θρησκευτικής τάξης από τη θολή και μπερδεμένη ηθική διδασκαλία του χριστιανισμού που στο παρελθόν τόσο επιπόλαια είχε σατιριστεί ως «βακχική φρενίτιδα». Είναι πολύ πιθανόν πώς ακόμη και από την εποχή του Κέλσου (που σχεδόν δεν κάνει λόγο για χριστιανική ανηθικότητα), κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά τέτοιου είδους φημολογίες. Στη Δαμασκό του τέταρτου αιώνα, οι χριστιανοί και οι εθνικοί γείτονές τους έκλειναν το μάτι συνωμοτικά ο ένας στον άλλον και κρυφογελούσαν όταν κάποιος δραστήριος δικαστής συλλάμβανε ομαδικά μια παρέα από πόρνες στην αγορά της πόλης και τις ανάγκαζε να ομολογήσουν πως ήταν «χριστιανές πόρνες».
Πώς διώκονταν οι χριστιανοί; Λίγο πριν τους διωγμούς, ο χριστιανός συγγραφέας Ωριγένης, έλεγε με υπερηφάνεια πως «εμείς οι χριστιανοί απολαμβάνουμε την ησυχία μας εδώ και πολύ καιρό». Αλλά ο Ωριγένης έβλεπε και σύννεφα να μαζεύονται στον ορίζοντα. Επικρατούσε πολιτική αστάθεια και η αυτοκρατορία απειλούνταν από στρατιωτική κατάρρευση, από οικονομική άποψη, οι καιροί ήταν σκληροί.
Το καθήκον {pietas) επέβαλλε στους πιστούς Ρωμαίους να υπερασπίζονται τις παραδόσεις και να τιμούν τη θρησκεία που μέχρι τότε είχε εξασφαλίσει το μεγαλείο τους, σύμφωνα με τη ρωμαϊκή διανόηση και τους ευσεβείς εθνικούς, οι δυο προηγούμενες γενιές χαρακτηρίζονταν από έκλυση ηθών και διάβρωση, πράγμα που επέφερε την αποδυνάμωση των παραδόσεων. Οι γραμμές άμυνας έπρεπε να πυκνώσουν.
Το 250 ο Δέκιος εξέδωσε ένα διάταγμα όπου ανέφερε απλώς πως οι χριστιανοί έπρεπε να θυσιάζουν στους θεούς της Ρώμης προσφέροντας κρασί και τρώγοντας το κρέας των θυσιών. Όσοι αρνούνταν θα καταδικάζονταν σε θάνατο. Για να αποφύγουν αυτήν την τιμωρία, φαίνεται πως πολλοί ευκατάστατοι χριστιανοί αποκήρυξαν τη νέα θρησκεία και έγιναν στα μάτια των πιστών «αποστάτες».
Οι αποστάτες αριθμούσαν στις γραμμές τους πολλούς επισκόπους, συμπεριλαμβανομένου και του επισκόπου της σημαντικής περιοχής της Σμύρνης, όπως και Ιουδαίους χριστιανούς που επέστρεφαν στη συναγωγή, μιας και το διάταγμα του Δέκιου δεν συμπεριλάμβανε τον ιουδαϊσμό. Αυτό είχε ως συνέπεια, η εκκλησία να βρεθεί σε μεγάλη σύγχυση ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης εκείνων των χριστιανών που ξεστράτισαν από την πίστη σε καιρούς χαλεπούς και που θέλησαν να επανακάμψουν μόλις πέρασαν τα δύσκολα -τους αποκαλούμενους lapsi.
Ακόμα και ο Αυγουστίνος, στην Αφρική του 5ου αιώνα, βρέθηκε να αντιμετωπίζει το ίδιο αυτό πρόβλημα. Τα χριστιανικά μυστήρια της βάπτισης και -ως ένα βαθμό- της ευχαριστίας, σε πολιτικές συνθήκες αποστασίας ιερέων και επισκόπων, τέθηκαν υπό επανεξέταση. Πότε ένα μυστήριο δεν ήταν μυστήριο; Όταν το είχε τελέσει ένας προδότης της πίστης, υποστήριζαν κάποιοι. Οι συνέπειες του διωγμού είχαν και ειδικές προεκτάσεις που επηρέαζαν ακόμα και δογματικούς κανόνες της εκκλησίας.
Στα χρόνια της βασιλείας του Βαλεριανού (253—260), η αιχμή του δόρατος στράφηκε από την άσκηση της χριστιανικής πίστης στην εκκλησιαστική περιουσία, ένα θέμα που ανησυχούσε τους συντηρητικούς εθνικούς που συνέδεαν πλέον άμεσα την άνοδο του χριστιανισμού με το τέλος της παλαιάς τάξης πραγμάτων. Από πληθώρα στοιχείων προκύπτει πως στα μέσα του τρίτου αιώνα οι χριστιανοί είχαν αποκτήσει μεγάλη αυτοπεποίθηση και ασκούσαν τη λατρεία τους με τρόπο επιδεικτικό.
Στη Νικομήδεια, την ανατολική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, «η εκκλησία των χριστιανών ορθωνόταν ψηλά, ορατή από τα ανάκτορα» (Λακτάντιος, Για τον θάνατο των διωκτών 12′ Κυπριανός, Επιστολή 80). Το χρήμα και η ιδιοκτησία, το ρωμαϊκό στυλ, έφερναν την αποδοχή, οι πλούσιοι χριστιανοί ακολούθησαν το παράδειγμα των παγανιστών ευεργετών, κάνοντας δωρεές στις εκκλησίες με τον ίδιο τρόπο που παλιότερα έκαναν δωρεές σε ναούς των θεών του κράτους. Με δυο λόγια, οι χριστιανοί γίνονταν αξιοσέβαστοι.
Τον Αύγουστο του 257, ο Βαλεριανός έβαλε στόχο την περιουσία του κλήρου, και το 258 τα πλούτη των διακεκριμένων κοσμικών χριστιανών. Αυτή η τακτική είχε προφανώς την πρόθεση να κάνει την ανώτερη τάξη των Ρωμαίων να το σκεφτεί καλύτερα πριν διοχετεύσει τα πλούτη της προς την κατεύθυνση των «ζητιάνων ιερέων», όπως τους αποκαλούσε ο Πορφύριος, και πριν μετατραπεί σε προστάτιδα των νεόπλουτων αρχηγών της εκκλησίας.
(Σε μια κοινωνία όπου η ευημερία και ο πλούτος δεν ήταν κάτι για το οποίο έπρεπε κανείς να ντρέπεται, η έμφαση που έδινε ο χριστιανισμός στη φτώχεια και στα βάσανα θεωρούνταν πιο πολύ ανόητη παρά ακατανόητη: μια απάτη των αξιωματούχων της εκκλησίας σε βάρος των μωρόπιστων και διψασμένων για θρησκεία honestiores).
Το διάταγμα του Βαλεριανού πρόβλεπε επίσης ότι «τα μέλη του προσωπικού του Καίσαρα που ομολόγησαν ή θα ομολογήσουν (πως είναι χριστιανοί) θα σταλούν αλυσοδεμένοι ως δούλοι να δουλέψουν στα κτήματα του Καίσαρα» (Κυπριανός, Επιστολή 80 ι), ενώ τυχόν συγκλητικοί και άλλοι αξιωματούχοι θα χάσουν πρώτα την περιουσία τους και, μόνον αν επιμείνουν, τα κεφάλια τους.
Οι διαδικασίες μπορούσαν να είναι συνοπτικές ή παρατεταμένες. Η καταγραφή της πιο συνοπτικής διαδικασίας αναφέρεται σε κάποιον Ρωμαίο κυβερνήτη της Ισπανίας που ανακρίνει έναν επίσκοπο:
— Είσαι επίσκοπος;
— Είμαι.
— Θες να πεις, ήσουν. [Πράξεις Αγίου Φρουχτουόζου 2]
Το 258 ο Κυπριανός, ο επίσκοπος της Καρχηδόνας στη Βόρεια Αφρική, εκτελέστηκε μετά από παρατεταμένη ανάκριση από τον Γαλέριο Μάξιμο. Η συγκεκριμένη υπόθεση έχει ενδιαφέρον από την άποψη των σχέσεων εθνικών και χριστιανών. Τον Κυπριανό προκαλούσε συστηματικά ένας δευτεροκλασάτος φιλόσοφος, ο Δημητριανός, που υποστήριζε -όπως πολλοί προγενέστεροι και μεταγενέστεροι του φιλόσοφοι- πως ο χριστιανισμός ήταν υπεύθυνος για τις συμφορές της αυτοκρατορίας (μια εκτίμηση που ο Τερτυλλιανός είχε ήδη διακωμωδήσει, το 198).
Εκπροσωπώντας την «ηθική πλειοψηφία» της εποχής του, ο Δημητριανός επέμενε πως μόνο εάν οι χριστιανοί εκδήλωναν τον απαιτούμενο σεβασμό στις θρησκείες του κράτους και στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, θα επέστρεφε η ειρήνη κι η ευημερία. Όταν τελικά ο Κυπριανός αναγκάστηκε να απαντήσει, η δήλωσή του ήταν ένας χρησμός ολέθρου, μια σχοινοτενής παράφραση του Λουκρήτιου [πρβ. DeRerum Natura 2.1105 κ.ε.], ένας ισχυρισμός πως ο κόσμος ζούσε την επιθανάτια αγωνία της αποσύνθεσης:
Ο αγρότης φθίνει και μαραζώνει στα χωράφια, ο ναύτης στη θάλασσα, ο στρατιώτης στη στρατώνα. Η τιμιότητα λείπει από την αγορά, η δικαιοσύνη από τα δικαστήρια, η αγάπη από τη φιλία’,το ταλέντο από τις τέχνες, η πειθαρχία από τη συμπεριφορά… Είναι η καταδίκη που επιβάλλεται στον κόσμο, είναι ο νόμος του Θεού, όπως τα πράγματα ανέρχονται, έτσι και να καταρρέουν όπως αυξάνουν, έτσι και να γερνούν… Κι όταν γίνονται μικρά κι αδύναμα, πεθαίνουν. Κυπριανός. Προς Δημητριανόν 3·
Μια τέτοια φιλοσοφικού τύπου «αποκάλυψη» κάθε άλλο παρά ευχάριστα ακουγόταν στα αυτιά των Ρωμαίων: άλλο το να παραθέτουν οι χριστιανοί εδάφια από τις δικές τους αλλόκοτες γραφές, όμως το να εφευρίσκουν και αναλογίες μεταξύ της ρωμαϊκής φιλοσοφίας και των προφητών τους -συμπεριλαμβανομένου του Ιησού- που κήρυτταν το τέλος του κόσμου, ήταν κάτι το ανυπόφορο.
Αν τα πράγματα είναι παντού τόσο άσχημα, έλεγε με πεποίθηση ο Κυπριανός, είναι γιατί ο Θεός του ουρανού και της γης, ο Θεός και πατέρας του Ιησού Χριστού τα κάνει έτσι. Η αυτοκρατορία εξασθενίζει καθώς ο χριστιανισμός δυναμώνει. Όταν αρχικά σύρθηκε μπροστά στον ανθύπατο Πατέρνο, ο Κυπριανός συμπεριφέρθηκε επιφυλακτικά και πεισματάρικα, αρνούμενος να καταδώσει τους συναδέλφους του ιερείς. Καταδικάστηκε σε εξορία λόγω της άρνησής του να αποκηρύξει το χριστιανισμό και να συμμορφωθεί με το ρωμαϊκό τυπικό.
Στη συνέχεια ανακλήθηκε από τον ανθύπατο Γαλέριο Μάξιμο (διάδοχο του Πατέρνου) για ένα δεύτερο κύκλο ανακρίσεων. Το ίδιο πεισματάρης όπως και πριν, ο γέροντας συγκρούστηκε με τον οξύθυμο Γαλέριο και καταδικάστηκε σε θάνατο δια αποκεφαλισμού. Σύμφωνα με τον Προυδέντιο που διέσωσε την ιστορία του, οι οπαδοί του Κυπριανού ικέτεψαν «με μια φωνή» να εκτελεστούν μαζί του.
Στις 31 Μαρτίου 297 επί Διοκλητιανού, η μανιχαϊστική θρησκεία τέθηκε εκτός νόμου. Όπως και ο χριστιανισμός, ο μανιχαϊσμός ήταν «εισαγόμενο προϊόν» αμφιβόλου ποιότητας. Επιπλέον είχε περσική προέλευση και η Ρώμη βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Περσία. Οι ιερείς του συλλαμβάνονταν και παραδίνονταν στην πυρά μαζί με τα ιερά τους βιβλία, χωρίς ιδιαίτερες διαδικασίες.
Όσοι ομολογούσαν πως ήσαν μανιχαϊστές καταδικάζονταν σε θάνατο χωρίς να περάσουν από δίκη. Οι πιο διακεκριμένοι Ρωμαίοι μανιχαϊστές (οι αποκαλούμενοι honestiores) γλίτωναν τη ζωή τους αλλά τους δήμευαν την περιουσία και τους έστελναν να δουλέψουν στα ορυχεία. Η αντιμετώπιση των μανιχαϊστών προμήνυε ακόμη χειρότερα προβλήματα για τους χριστιανούς.
Ο Διοκλητιανός εξέδωσε το πρώτο του διάταγμα κατά των χριστιανών τον Φεβρουάριο του 3Ο3. Ο ιστορικός της εκκλησίας Λακτάντιος (± 240-320) γράφει πως ο Διοκλητιανός έπεσε θύμα των συμβούλων του και ειδικότερα του Γαλέριου, καίσαρα της ανατολής, «ο οποίος έκαιγε ζωντανό όποιον αρνιόταν να προσφέρει θυσία».
Στην πραγματικότητα ο Διοκλητιανός αμφιταλαντευόταν. Ο Λακτάντιος λέει ότι ένα από τα τραγικά του ελαττώματα ήταν πως διεκδικούσε την αποκλειστική τιμή για τις επιτυχίες του, ισχυριζόμενος ότι είχε ενεργήσει αφ’ εαυτού, και πως χρέωνε όλες τις αποτυχίες στις πλάτες των συμβούλων του. Ο διωγμός τού 303 ήταν μια τέτοιας λογής απόφαση.
Η αρχική θέση του Διοκλητιανού ήταν ρεαλιστική και σαφής: Υπάρχουν πάρα πολλοί χριστιανοί στην αυτοκρατορία, θα χυθεί αίμα, θα ακολουθήσουν εξεγέρσεις, άλλωστε, οι περισσότεροι θα δεχτούν με χαρά το θάνατο τους, γιατί να μην κηρυχθεί παράνομη η άσκηση αυτής της ολέθριας δεισιδαιμονίας μόνο για τους αξιωματούχους της αυλής και τους στρατιώτες;
Νιώθοντας πως θα υπάρξουν αντιδράσεις σε τούτη τη λογική προσέγγιση, κάλεσε συμβούλους: δικαστές, στρατιωτικούς διοικητές και τελικά, απεγνωσμένος, ένα μάντη ο οποίος είχε σταλεί να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, ποια ήταν η θέληση των θεών μπρος σ’ ετούτη τη δυσάρεστη κατάσταση.
Η απάντηση ήταν προβλεπόμενη: ο Απόλλων συμφωνούσε απολύτως με τον Γαλέριο. Οι χριστιανοί έπρεπε να αναχαιτιστούν. Ο Λακτάντιος σημειώνει πως στις 23 Φεβρουαρίου, στη γιορτή του Terminus, του θεού των ορίων, εκδόθηκε το διάταγμα κατάργησης («terminate») της χριστιανικής θρησκείας. Ήταν ο δέκατος ένατος χρόνος της βασιλείας του Διοκλητιανού και γύρω στο Πάσχα μαθεύτηκε πως θα καταστραφούν τα χριστιανικά κτίρια, θα καούν τα ιερά βιβλία, θα συλληφθούν νοικοκυραίοι, κι οι πρεσβύτεροι θα υποχρεωθούν να θυσιάσουν στους επίσημους θεούς του κράτους.
Σε ένα διάσημο περιστατικό στην πόλη Circa (στη σημερινή Αλγερία), τον Μάιο του 303, δυο μόνο μήνες μετά την έκδοση του διατάγματος, ο δήμαρχος της πόλης, συνοδευόμενος από ένα απόσπασμα πολιτών έφτασε στο κατώφλι ενός οικήματος που οι χριστιανοί το χρησιμοποιούσαν ως τόπο συνάντησης. Παρ’ όλο που ήθελε να πάρει έναν κατάλογο με τα ονόματα όλων των «αναγνωστών» (κληρικών) της εκκλησίας, ο δήμαρχος είχε επίσης εντολές να καταγράψει τα περιουσιακά στοιχεία της εκκλησίας και να κατάσχει όλα τα αντίγραφα των γραφών. Το ζήτημα αποδείχτηκε δύσκολο.
Η στάση των ανθρώπων του επισκόπου δεν ήταν σ’ όλες τις περιπτώσεις η ίδια: κάποιοι αναγνώστες παρέδωσαν τα βιβλία χωρίς αντιρρήσεις, κάποιοι δίστασαν και άλλοι αρνήθηκαν. Αν το περιστατικό της Cirta είναι ενδεικτικό των διαδικασιών έρευνας και κατάσχεσης που απαιτούσε το διάταγμα, τότε η έρευνα θα πρέπει να ήταν εξονυχιστική και αμείλικτη.
Το απόσπασμα γύριζε από σπίτι σε σπίτι, με την πεποίθηση πως οι χαμηλόβαθμοι κληρικοί ήταν πιο ευάλωτοι και άρα πιο εύκολοι στο να κατονομάσουν συγκεκριμένα πρόσωπα. Βρήκε βιβλία κρυμμένα σε ιδιωτικές κατοικίες, όπου τα είχαν καταχωνιάσει οι αναγνώστες για να τα σώσουν, καθώς πίστευαν πως η εκκλησία δεν ήταν ασφαλής χώρος για τη φύλαξη των ευαγγελίων και των επιστολών.
Ο Διοκλητιανός είχε ελπίσει πως θα εξάρθρωνε το κίνημα, όμως οι τακτικές επιβίωσης του κινήματος έκαναν πολύ δύσκολο το έργο της αστυνόμευσης. Οι χριστιανοί είχαν γίνει πανούργοι. Τον ενθουσιασμό για το μαρτύριο τώρα συναγωνίζονταν οι διφορούμενες αποκρίσεις:
Δήμαρχος: Υπόδειξε μας τους αναγνώστες ή κάλεσέ τους εδώ.
Επίσκοπος: Ξέρετε ήδη ποιοι είναι.
Δήμαρχος: Φέρτε τα βιβλία σας.
Διάκοι: Ό,τι είχαμε εδώ [μέσα στην εκκλησία] το πετάξαμε.
Οι εκτελέσεις πήραν διαστάσεις, ιδιαίτερα όταν έφτασαν φήμες στα αυτιά του Γαλέριου ότι χριστιανικοί κύκλοι υποδαύλιζαν συνωμοσίες εναντίον του θρόνου. Νέα διατάγματα εκδίδονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, το ένα πιο αυστηρό από το άλλο. Το τέταρτο διάταγμα (3Ο4) όριζε πως «σύσσωμος» ο πληθυσμός της κάθε πόλης πρέπει να θυσιάσει και να προσφέρει σπονδές στους θεούς, μαζί και οι χριστιανοί.
Ο Διοκλητιανός παραιτήθηκε για λόγους υγείας το 305′ ο Γαλέριος, αυτοκράτορας πλέον, και ο Μαξιμίνος, νέος καίσαρας της ανατολής, συνέχισαν να πιέζουν αμείλικτα μέχρι τον Απρίλιο του 311, οπότε ο Γαλέριος -μια εβδομάδα πριν τον θάνατο του— εξέδωσε ένα διάταγμα ανοχής.
Στη δύση, ο Μαξιμιανός και ο Κωνστάντιος (πατέρας του Μ. Κωνσταντίνου) είχαν χάσει το ζήλο και την πίστη τους στη συγκεκριμένη πολιτική και περιορίζονταν σε σποραδικά χτυπήματα ενάντια σε κάποιες εκκλησίες αλλά τίποτε περισσότερο. Στις επαρχίες, και ιδιαίτερα στη Β. Αφρική, οι διωγμοί ήσαν πιο αυστηροί. Ο βαθμός αυστηρότητάς τους είναι, βέβαια, προς συζήτηση.
Ο ιστορικός της εκκλησίας Ευσέβιος (±200 – ±339) αφηγείται πώς οι πιστοί των Θηβών αποζητούσαν το μαρτύριο καθώς έσφιγγε γύρω τους ο κλοιός’ αλλά στην Οξύρυγχο, στις κάτω περιοχές του Νείλου, οι χριστιανοί που σύρονταν μπροστά στον δικαστή και διατάσσονταν να θυσιάσουν, είχαν το δικαίωμα να εξουσιοδοτήσουν ένα τρίτο πρόσωπο, συχνά έναν συγγενή τους εθνικό, να τελέσει το τυπικό για λογαριασμό τους έτσι ώστε να αποφύγουν οι ίδιοι το μίασμα που θα επέφερε η πράξη αν την τελούσαν αυτοπροσώπως.
Μέχρι και το 311 ή το 312 οι κάτοικοι πόλεων όπως η Γύρος, η Αντιόχεια, η Νικομήδεια και η Παμφυλία της Λυκίας έστελναν αναφορές κατά των χριστιανών στον Μαξιμίνο, που είχε θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αναμόρφωσης με στόχο να επαναφέρει τους μετανοημένους χριστιανούς στην εθνική τους κληρονομιά.
Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική καταπίεσης σε βάρος των χριστιανών έχανε κάθε δυναμισμό. Οι παγανιστές πολέμιοι τους δεν επέτυχαν να αναχαιτίσουν τη δημοτικότητα του κινήματος και οι «διώκτες» αυτοκράτορες (εκτός ίσως από τον ίδιο τον Διοκλητιανό) είχαν πέσει έξω στους υπολογισμούς τους ως προς τον αριθμό και την αποφασιστικότητα των πιστών. Το κίνημα αποδείχτηκε το Βιετνάμ της Ρώμης: ένας αργόσυρτος πόλεμος φθοράς ενάντια σ’ έναν πολύμορφο εχθρό. Οι διωγμοί, ακόμη και στο απόγειο τους, επί Διοκλητιανού, υπήρξαν επιλεκτικοί και βραχύβιοι. Και, όπως ήδη από τον 170 αιώνα έχει γίνει γνωστό, ο αριθμός των μαρτύρων δεν ήταν μεγάλος.
Μια από τις επιτυχίες των χριστιανών απολογητών είναι το ότι έπεισαν τους διώκτες τους ότι απολάμβαναν τις διώξεις, ότι ο θάνατος τούς άρεσε περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο: πεθαίνοντας για τον Ιησού Χριστό, εξασφάλιζαν το στέμμα της ουράνιας δόξας. Με σπάνιες εξαιρέσεις, οι πολίτες της αυτοκρατορίας δεν φάνηκαν πρόθυμοι να συνεργαστούν στους διωγμούς: η ρωμαϊκή κοινωνία ήταν ανέκαθεν ανεξίθρησκη και η ανεκτικότητά της συνοψιζόταν στο αξίωμα «ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν».
Πολύ σύντομα οι πολίτες της κατάλαβαν την ανάγκη των αρχόντων τους να επωφεληθούν πολιτικά από την ύπαρξη ενός εσωτερικού εχθρού. Το τέταρτο διάταγμα κατά των χριστιανών, το 3Ο4, είχε ουσιαστικά ως στόχο να εξαναγκάσει τους πολίτες στην υπακοή λαομίσητων ηγετών, και το 308 ο ιδιαίτερα μισητός Μαξιμίνος δοκίμασε να εφαρμόσει την ίδια τακτική. (Ευσέβιος, Περί των εν Παλαιστίνη μαρτύρων 9-1-3)·
«Επέβαλε την γρήγορη ανοικοδόμηση των γκρεμισμένων ειδωλολατρικών ναών και ανάγκασε τους πάντες, άντρες και γυναίκες με βυζανιάρικα παιδιά και δούλους να προσφέρουν θυσίες και κρασί»,
(…το βασιλικό ν πρόσταγμα, κελεΰον ώς αν μετά σπουδής πάσης των μεν είδωλείων ά- νοικοδομοϊεν τα πεπτωκότα, πανδημει δε πάντας, άνδρας άμα γυναιςιν και οίκέταις, αύτοις υπομαζίοις παισί, θύειν καϊ σπένδειν…).
Η τακτική ήταν, όπως λέει ο Ευσέβιος, αναποτελεσματική γιατί ακόμη και εκείνοι που έπρεπε να την υλοποιήσουν είχαν μειωμένο ζήλο και δεν επέβαλλαν ποινές ώστε να στηρίξουν τη «βιομηχανία θυσιών» που επιχειρούσε να στήσει ο Μαξιμίνος.
Δυσαρεστημένος με την αποτυχία του, χρηματοδότησε μια «φιλολογική» επίθεση, κυκλοφορώντας παραποιημένα ευαγγέλια και απομνημονεύματα που περιείχαν γνωστές και τετριμμένες συκοφαντίες εναντίον του Ιησού. Τα τοιχοκολλούσαν σε τόπους δημοσίων συγκεντρώσεων και επέβαλλαν στους δασκάλους να διαβάζουν στα παιδιά αποσπάσματα ως μάθημα (Ευσέβιος, Περί των εν Παλαιστίνη μαρτύρων 9-4-2.-5-2).
Για να στηρίξει τις κατηγορίες περί ανηθικότητας των χριστιανών, ο Μαξιμίνος προσέλαβε πράκτορες (duces) να συλλάβουν μαζικά πόρνες από την αγορά της Δαμασκού.
Αφού τις βασάνισαν μέχρι να ομολογήσουν πως είναι χριστιανές, στη συνέχεια τις έβαλαν να υπογράφουν δηλώσεις πως οι εκκλησίες ασκούσαν τελετουργικά την πορνεία και ζητούσαν από τα μέλη τους να μετέχουν σε διεστραμμένες σεξουαλικά πράξεις. Αυτές οι δηλώσεις μοιράστηκαν στις πόλεις για δημόσια επίδειξη. Απεγνωσμένες εποχές, απεγνωσμένοι άνθρωποι, απεγνωσμένα μέτρα.
Μέχρι τις 30 Απριλίου του -ημερομηνία που εκδόθηκε από τον Γαλέριο το διάταγμα ανοχής-, οι χριστιανοί είχαν αντιμετωπίσει επιτυχώς τρία μεγάλα κύματα επίθεσης: (α) την ασταθή και αναποφάσιστη πολιτική των αυτοκρατόρων από τον Νέρωνα μέχρι τον Μάρκο Αυρήλιο, (β) τις ιδεολογικές και φιλοσοφικές επιθέσεις, που γίνονταν με υποστήριξη αυτοκρατορική, και (γ) τους αμείλικτους διωγμούς του τρίτου αιώνα που έληξαν το 311. Ο παγανισμός ψυχορραγούσε. Το σχέδιο του Μαξιμίνου να «αναμορφώσει» τους χριστιανούς στη θρησκεία των προγόνων τους είχε αποτύχει.
Μετά τη μεταστροφή του Μ. Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό -ασχέτως του περιεχομένου της και των λόγων που την υπαγόρευσαν-, μονάχα ο ανιψιός του Ιουλιανός (332-363), απέμεινε για να πάρει τη σκυτάλη και να υπερασπιστεί την παγανιστική υπόθεση. Ο Ιουλιανός έκανε ό,τι μπορούσε για να επαναφέρει την παλιά τάξη πραγμάτων.
Αναδιοργάνωσε τα ιερά και τους ναούς απαγόρεψε τη διδασκαλία του χριστιανικού δόγματος στα σχολεία, κατάργησε τα νομικά και οικονομικά προνόμια που είχαν συσσωρεύσει οι χριστιανοί από τις αρχές του τέταρτου αιώνα, έγραψε ο ίδιος πολεμικούς λόγους κατά των χριστιανών και -με μια έξυπνη πολιτική κίνηση- επέτρεψε στους εξόριστους επισκόπους να επανέλθουν στις έδρες τους, για να υποδαυλίσει τη μάχη εξουσίας και τη διχόνοια στους κόλπους των χριστιανών.
Όπως ήταν φυσικό, οι χριστιανοί τον μίσησαν. (Ανάμεσά τους και ο διακεκριμένος θεολόγος Γρηγόριος Ναζιανζηνός ήταν συμμαθητής του Ιουλιανού στην Αθήνα όπου και οι δυο έμαθαν να αγαπούν τους κλασικούς συγγραφείς, αλλά μόνο ο Ιουλιανός μεταστράφηκε στον ελληνικό ανθρωπισμό).
Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (ο γνωστός δολοφόνος) έγραφε ένα μακροσκελή αντίλογο στο έργο του Ιουλιανού Κατά χριστιανών, τμήματα του οποίου απηχούν τον ΓΙορφύριο και τον Ιεροκλή. Το παγανιστικό ιντερλούδιο -που δεν έφτασε ποτέ να γίνει αναγέννηση- κράτησε συνολικά τρία χρόνια, μέχρι το θάνατο του Ιουλιανού, τον Ιούνιο του 363. Και παρ’ ότι δεν είναι του Ιουλιανού η επιθανάτια φράση που του αποδίδεται («Νενίκηκάς με, Γαλιλαίε»), θα μπορούσε κάλλιστα να είναι.
Στα μέσα της ιστορικής περιόδου που περιγράψαμε, ξεχωρίζει η φυσιογνωμία του Πορφύριου της Τύρου, που ονομάστηκε έτσι (το αρχικό του όνομα ήταν Μάλχος) ίσως επειδή η γενέθλια πόλη του ήταν κέντρο παραγωγής του χρώματος βαφής της βασιλικής πορφύρας. Γεννημένος το 232, ο Πορφύριος ήταν δεκαοκτώ χρονών όταν ξέσπασε ο διωγμός επί αυτοκράτορα Δέκιου. Δώδεκα χρόνια αργότερα, η αντιπάθειά του προς το χριστιανισμό είχε πλέον εδραιωθεί.
Ο Πορφύριος είχε ακούσει τον Ωριγένη να διδάσκει, είχε μελετήσει τις εβραϊκές γραφές, ιδιαίτερα τους προφήτες και τα χριστιανικά ευαγγέλια, και θεωρούσε πως τους έλειπε η φιλολογική ποιότητα και η φιλοσοφική εμβρίθεια. Γύρω στο 202, εντάχθηκε σε μια σχολή της Ρώμης την οποία διηύθυνε ο διάσημος νεοπλατωνικός δάσκαλος Πλωτίνος. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 270 περίπου. Και στη Σικελία όπου βρέθηκε μετά το θάνατο του Πλωτίνου, και στη Ρώμη όπου αργότερα επέστρεφε, ο Πορφύριος εκδήλωνε μιαν έντονη αντιπάθεια για τη λαϊκή θρησκεία ή δεισιδαιμονία —superstitione, όπως προτιμούσαν να την αποκαλούν οι Ρωμαίοι διανοούμενοι του κύκλου του-, και θεωρούσε το χριστιανισμό ως την πλέον ολέθρια μορφή της νόσου που είχε προσβάλει την αυτοκρατορία.
Σε μια επιστολή του (Πορφυρίου προς ‘Ανέβω επιστολή), υπογράμμιζε τα μειονεκτήματα των θρησκειών. Στη συνέχεια, επιτέθηκε στη χριστιανική διδασκαλία γράφοντας ένα δεκαπεντάτομο έργο, που αργότερα έγινε γνωστό ως το “Κατά Χριστιανών” Μέχρι την εποχή του διαγγέλματος του Γαλέριου (311), το έργο ήταν πολύ δημοφιλές και από την πρώτη στιγμή μπήκε στο στόχαστρο της αυτοκρατορικής πλέον εκκλησίας, η οποία το 448 καταδίκασε στην πυρά όλα τα υπάρχοντα αντίγραφα.
Ό,τι πληροφορίες έχουμε για το βιβλίο προέρχονται από αποσπάσματα που διατηρήθηκαν μέσα στα πλαίσια του αντίλογου χριστιανών δασκάλων όπως ο Ευσέβιος, ο Απολλινάριος και ο Αυγουστίνος, που έτρεφε θαυμασμό για τον Πορφύριο όπως και ο Ιερώνυμος, που έγραφε ένα μεγάλο σχολιαστικό υπόμνημα για το Βιβλίο του Δανιήλ, σε μια προσπάθεια να εξουδετερώσει τις καυστικές και οξυδερκείς παρατηρήσεις του Πορφύριου για τη φύση των βιβλικών προφητειών.
Θα ήταν κοινοτυπία να πούμε πως ο Πορφύριος ήταν ο πλέον «καταρτισμένος» των επικριτών του χριστιανισμού. Θα πρέπει, όμως, εν συνεχεία να σημειώσουμε ότι οι επικριτές του χριστιανισμού δεν ήταν στις καλύτερές τους στιγμές όταν έγραφαν πολεμική. Έχει ειπωθεί, λόγου χάρη, πως τα αποσπάσματα του Πορφύριου όπως διατηρήθηκαν από τον κατηχητή Μακάριο Μάγνητα (4ος-5ος αι.), δεν μπορούν να ανήκουν στον Πορφύριο, γιατί προέρχονται από το έργο μιας κατώτερης διάνοιας. Δεν επιδέχεται αντίρρηση το ότι ο Πορφύριος ήταν ένας πρώτης τάξης διανοητής όμως μια διαμάχη με θέμα τον χριστιανισμό δεν ήταν υπόθεση ιδιαίτερα απαιτητική.
Σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς, ο χριστιανισμός ήταν αξιοκαταφρόνητος γιατί ήταν πολύ απλοϊκός. Εξ ου και οι απλοί συλλογισμοί ή τα στερεότυπα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν εναντίον του: τα ευαγγέλια ήσαν έργο τσαρλατάνων, ενώ ο ίδιος ο Ιησούς ήταν εγκληματίας και αποτυχημένος, ακόμη και με τα ιουδαϊκά μέτρα. Οι οπαδοί του τον είχαν προδώσει και ο αρχηγός τους (ο Πέτρος), ο πιο δειλός απ’ όλους, είχε τεθεί επικεφαλής της εκκλησίας του. Ακόμη και ως θαυματοποιός, ο Ιησούς ήταν υποδεέστερος.
Η διδασκαλία των χριστιανών είναι αντιφατική: εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο τέλος του κόσμου αλλά ό,τι πραγματικά θέλουν είναι ο έλεγχος της αυτοκρατορίας. Το να λατρεύεις τον Ιησού ως θεό αποτελεί ύβρη προς οποιονδήποτε θεό αξίζει αυτό το όνομα. Οι απόψεις που εξέφραζε ο Πορφύριος ήταν συντριπτικές γιατί προέρχονταν από κάποιον που είχε βαθιά γνώση των ιερών βιβλίων των χριστιανών και του δόγματος τους.
Επιπλέον, στην πολεμική του ο Πορφύριος αρνιόταν στους χριστιανούς το αγαπημένο τους καταφύγιο: την αλληγορία. Ο Πορφύριος αποδίδει στα κείμενα την κυριολεκτική σημασία τους. Καθώς υπήρξε μαθητής του Λογγίνου, κατείχε τέλεια την αλληγορική ερμηνεία και γνώριζε καλά τα μυστικά του επαγγέλματος. Είτε μιλούσε για τις προφητείες του Δανιήλ είτε για την αποκαλυπτική διδασκαλία της εκκλησίας, αρνιόταν να δεχτεί ότι μια καταφανής αντίφαση αποτελεί «μυστήριο», ή τις εσφαλμένες περιγραφές αντικειμενικών γεγονότων ως «παράδοξο».
Οι συγγραφείς των ευαγγελίων δεν ήσαν Όμηροι. Τα ελληνικά τους, σε γενικές γραμμές, ήταν χαμηλού επιπέδου. Τους έλειπε όχι τόσο η εντιμότητα όσο η επιδεξιότητα, γιατί αν ήταν ανέντιμοι θα είχαν προσπαθήσει να αποκρύψουν τις αποτυχίες του Ιησού ή τις ελλείψεις των αποστόλων. Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν άξιζαν το σεβασμό με τον οποίο τους περιέβαλλαν ολοένα και περισσότεροι Ρωμαίοι.
Στις ακόλουθες σελίδες αναπαράγονται τα κείμενα του Πορφύριου όπως καταγράφηκαν στον “Άποκριτικό” του Μακάριου Μάγνητος, τα κείμενα ξεπερνούν κατά πολύ το ήμισυ των αποσπασμάτων που απέδωσε στον Πορφύριο ο Adolf von Harnack. Από τότε που εκδόθηκε η συλλογή του Harnack, GtfgeTz die Christen, το 1916, έχει δημοσιευτεί ένα πλήθος μελετών που υπερασπίζονται ή καταδικάζουν τα συμπεράσματα του Γερμανού ιστορικού. Υπάρχει λοιπόν διχογνωμία ως προς το αν ο παγανιστής που παρουσιάζεται στο διάλογο του Μακάριου είναι όντως ο Πορφύριος, ένας μεταγραφέας του Πορφύριου (όπως ήταν ο ΓΙορφύριος του Πλωτίνου) ή κάποιος άλλος.
Αυτή η διαμάχη φαίνεται πως θα συνεχιστεί για αρκετό διάστημα καθώς περιστασιακά καινούριες φράσεις ή προτάσεις προστίθενται στο κυρίως σώμα του χαμένου έργου του Πορφύριου. Η δική μου θέση, όπως διαγράφεται καθαρά και στον Επίλογο που ακολουθεί, είναι πως ο Harnack σε γενικές γραμμές έχει δίκιο: Ο Μακάριος απαντούσε στον Πορφύριο και απόκρυβε την ταυτότητα του αντιπάλου του, είτε για λόγους στρατηγικής είτε διότι -πράγμα λιγότερο πιθανό- είχε μόνο τα αποσπάσματα στη διάθεση του και δεν γνώριζε την πηγή τους.
Το ύφος, τα θέματα, η προσέγγιση και τα συμπεράσματα ανήκουν ολοκληρωτικά —αν και όχι κατ’ ανάγκη ευθέως- στον μεγάλο εθνικό δάσκαλο. Δεν χωρά αμφιβολία ότι τα λόγια του έχουν παραφραστεί, παραμορφωθεί και κάποιες φορές κατακρεουργηθεί από τον όχι και τόσο ευφραδή αντίπαλο του.
Είναι κρίμα, από τη σκοπιά της ιστορίας της θεολογίας και της φιλοσοφίας, που ο Πορφύριος δεν είχε την τύχη να αναμετρηθεί μαζί του ένας Ωριγένης ή ένας Κύριλλος Αλεξανδρείας.
Παρ’ όλα αυτά, νιώθει κανείς πως εν μέρει έχει διατηρηθεί η καυστικότητα της γλώσσας του Πορφύριου, όπως επίσης και μια αίσθηση επιτακτικότητας, καθώς και η βαθιά ριζωμένη έχθρα και καχυποψία με τις οποίες αντιμετώπιζε το χριστιανικό δόγμα.
Είχε γράψει αυτό το έργο για να επικρίνει την έλλειψη πατριωτισμού από πλευράς των χριστιανών -ένα θέμα που αναδύεται από την πρώτη στιγμή που ο Μακάριος αρχίζει να παραθέτει τον αντίπαλο του. Συνεχίζει με μιαν «ορθολογική» αποτίμηση των σημαινόντων προσωπικοτήτων, δοξασιών, βιβλικών επεισοδίων και δογμάτων.
Εάν, όπως είπα, ο φιλόσοφος εμφανίζεται περισσότερο επικριτικός και όχι τόσο εμβριθής, είναι γιατί η διαμάχη μεταξύ φιλοσοφίας και εκκλησίας είχε πλέον τυποποιηθεί στα τέλη του τρίτου αιώνα. Οι εθνικοί είχαν μεν να παραθέσουν μια υψηλής ποιότητας επιχειρηματολογία, όμως ποτέ η λαϊκή θρησκεία —την οποία, σημειωτέον, ο Πορφύριος αντιπαθούσε ιδιαιτέρως- δεν αφέθηκε να καθοδηγηθεί ή να βελτιωθεί από επιχειρηματολογίες υψηλής ποιότητας.
Κι ίσως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές της αντιπαράθεσης μεταξύ του Μακάριου και του εθνικού φιλοσόφου είναι ότι ο δεύτερος πατά γερά και με τα δυο του πόδια στη γη, σε όλη τη διάρκεια της αναμέτρησης. Ο Μακάριος, αντίθετα, αφήνει τη φιλοσοφική του φαντασία να πετάξει και συνήθως καταλήγει σε ανώμαλες προσγειώσεις.
Ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί τη βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος για περαιτέρω μελέτη. Επέλεξα να παρουσιάσω τις μακροσκελείς παρατηρήσεις μου σε έναν εκτενή Επίλογο και όχι στην αρχή του έργου. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους:
Πρώτον, ως φοιτητής, αντιδρούσα συχνά στις εισαγωγές των φιλοσοφικών ανθολογιών, των ελληνικών τραγωδιών ή των έργων του Σαίξπηρ. Το ομολογώ με ντροπή καθώς τώρα γνωρίζω πόση δουλειά προϋποθέτει το γράψιμο μιας εισαγωγής. Όμως οι χειρότερες από δαύτες έλεγαν υπερβολικά πολλά -για τη ζωή, την εποχή, τους φίλους και τις πηγές του συγγραφέα- και οι καλύτερες υπερβολικά λίγα.
Σήμερα θυμάμαι λιγότερα πράγματα από τον Χαμένο Παράδεισο απ ό,τι για τον ίδιο τον Μίλτον. Όταν το ενδιαφέρον μου μετατοπίστηκε από τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία στις βιβλικές σπουδές, δεν άργησα να ανακαλύψω τη σοφία του φονταμενταλιστικού αποφθέγματος: μια καλή Βίβλος μπορεί να φορτίσει διεξοδικά τα σχόλια.
Μπορώ να πω ότι κάτι παρόμοιο ισχύει και σε τούτη την περίπτωση. Πάντως, όποιος ενδιαφέρεται να εντρυφήσει μ’ έναν πληρέστερο τρόπο στην εποχή που πλαισιώνει το χαμένο έργο του Πορφύριου, μπορεί να ξεκινήσει διαβάζοντας τον Επίλογο.
Κατά δεύτερο λόγο, πιστεύω πως το χρωστάμε στον ΓΙορφύριο και τους «ερμηνευτές» του, ν’ αφήσουμε να μας μιλήσουν απευθείας οι ίδιοι. Καθώς τα έργα του θάφτηκαν —λίγο πολύ με επιτυχία- από το 448, θα πρέπει να τα αφήσουμε ν’ ανασάνουν επιτέλους ελεύθερα. Άλλωστε, μια τέτοια πρακτική ευνοείται σήμερα στις κλασικές ή πατερικές σπουδές.
Το δεύτερο μέρος του Επιλόγου παρουσιάζει μια πιο αναλυτική μελέτη του κειμένου ακολουθεί μια σχετική βιβλιογραφία αρχαίων και συγχρόνων συγγραφέων. Αν ο Επίλογος (τον οποίο, με κάποια δόση ελευθεριότητας, τιτλοφόρησα «Από τη Βαβυλώνα στη Ρώμη» δείχνει φιλόδοξος, αυτό συμβαίνει γιατί πιστεύω πως μια πιο ολοκληρωμένη μελέτη της δόμησης του ιδεολογικού οπλοστασίου των εθνικών κατά των χριστιανών, είναι σημαντική προϋπόθεση για να καταλάβουμε την ουσία της ίδιας της διαμάχης.
Η διένεξη εθνικών και χριστιανών αποτέλεσε τη συνέχεια της διαμάχης ανάμεσα στον ιουδαϊσμό και στους εχθρούς του και ανάμεσα στη συναγωγή και στην εκκλησία. Μια τέτοια προσέγγιση καταλαβαίνω πως είναι πιο χρήσιμη για τον «μέσο» αναγνώστη παρά για τον ειδικό.
Όπως και να «χει όμως, η διαμάχη μεταξύ Αθήνας και Ιερουσαλήμ (δηλαδή μεταξύ της κουλτούρας των εθνικών και της εκκλησίας) δεν ξεκινά τον πρώτο ή τον τρίτο αιώνα μετά Χριστόν, αλλά στις απαρχές της βιβλικής ιστορίας. Αρχέτυπο της είναι η σχέση μεταξύ Ιερουσαλήμ και Βαβυλώνας ή μεταξύ μακκαβαίων και ελληνικού πολιτισμού μεταγενέστερη χονδροειδής εκδοχή της θα είναι η διαμάχη μεταξύ εκκλησίας και κράτους σε επίπεδο κοσμικών αξιών. Ο Επίλογος έχει σχεδιαστεί για εκείνους που επιθυμούν να διερευνήσουν πιο ολοκληρωμένα αυτή τη διαμάχη.
Φωτογραφίες από έργα τέχνης του Βρετανού ζωγράφου
John William Godward (1861-1992)
Μια σημείωση για το κείμενο και τη διένεξη
Η μερική αποκατάσταση του αρχαίου κειμένου που ακολουθεί (των «αντιρρήσεων» που περιέχονται στον Αποκριτικό του Μακαρίου Μάγνητος βασίζεται στην έκδοση του C. Blondel, Macarii Magnetis quae super sunt, ex inedito codice edidit (Klincksieck, Παρίσι 1876). Έχω κάνει εκτεταμένη χρήση του φιλολογικού υλικού, των επιλογών και σχολιασμών του Harnack (Porphyrins «Gegen die Christen, 15 Biichen Zeugnisse undReferate, Abhandlung der Preuss. Akademie der Wissenschaft, Βερολίνο 1916).
Περιστασιακές αναφορές γίνονται στο έργο του T.W. Crafer, The Apocriticus of Μαcarius Magnes: Greek Texts, Series, Macmillan, Λονδίνο και Ν. Υόρκη 1919)·
Η βεβαιότητα του Harnack ότι ο Άποκριτικος αναμφίβολα καθρεφτίζει τη φιλοσοφία του Πορφύριου έχει αμφισβητηθεί επανειλημμένα, πριν και μετά το 1916, αλλά με σοβαρότητα από τον T.D. Barnes, («Porphyry against the Christians: Date and the Attribution of Fragment Journal of theological studies 24, σ. 424-42. 1973).
Με τη σειρά του ο Barnes συνάντησε έναν αυξανόμενο σκεπτικισμό και αμφισβήτηση της χρονολόγησης του υλικού του και της θέσης του σχετικά με την πατρότητα των αποσπασμάτων, ιδιαίτερα από τον Robert Waelkens (βλ. εργασία του, «L’Economie, theme, apologetique et principe hermeneutique dans Γ apocritique de Macarios Magnes», Recueilde Travaux d’Histoire et de Philologie, Louvain, 1974).
Όποιος ενδιαφέρεται να διερευνήσει το ιστορικό των εικασιών αναφορικά με την απόδοση των αποσπασμάτων, μπορεί να ξεκινήσει από τις δύο αυτές μελέτες.
Η πεποίθησή μου είναι πως η επίπονη δουλειά του Harnack δεν έχει ξεπεραστεί και πως οι τεκμηριωμένες εικασίες του είναι επί της ουσίας σωστές: Η φωνή που ακούγεται στον Άποκριτικό του Μακαρίου δεν είναι άλλη από εκείνη του Πορφύριου. Τόσο ο Harnack όσο και ο Crafer γνώριζαν την πολυκύμαντη ιστορία του κειμένου του Άποκριτικού, μεταξύ του ένατου και του δέκατου έκτου αιώνα όπως επίσης και το πόσο δύσκολο ήταν να αναγνωριστεί η ταυτότητα του συγγραφέα Μακαρίου Μάγνητος.
Όταν ο ιησουίτης Turianus τον 16ο αιώνα, στον αγώνα του κατά των διαμαρτυρομένων παρέθετε αποσπάσματα από το βιβλίο, υποστήριξε πως το βιβλίο το είχε γράψει ένας κάποιος «Μαγνήτης» γύρω στο 150 μ.κ.ε. -πράγμα που απέκλειε τον Πορφύριο. Τον 19ο αιώνα, όταν οι Blondel και Duchesne ξεκίνησαν την εκδοτική επιμέλεια του κειμένου, η «μέση» αποδεκτή χρονολογία τοποθετήθηκε κάπου στον 4ο αιώνα —μεταξύ του 300 και του 350- και ως τόπος συγγραφής θεωρήθηκε η Μαγνησία ή η Έδεσσα.
Καθώς οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αποδεχτούν την πρωτοκαθεδρία της γαλλικής καθολικής διανόησης, υποστήριξαν πως το έργο χρονολογείται από τον πέμπτο αιώνα και πως συγγραφέας του ήταν ο επίσκοπος της Μαγνησίας (ο οποίος σε μια σύνοδο του 4Ο3 κατηγόρησε τον Ηρακλείδη τον Εφέσιο ότι επαναλάμβανε τα λάθη του Ωριγένη).
Η θεωρία ότι ο εθνικός φιλόσοφος που παρατίθεται στο έργο είναι ο Πορφύριος υποστηρίζεται ήδη από τον ι6ο αιώνα -αν και κατά καιρούς είχε υποδειχθεί ως πηγή ένας μαθητής του Πορφύριου, ο Ιεροκλής, ένας από τους τρεις εθνικούς που θυμόνταν οι χριστιανοί ως «υποκινητές του διωγμού». Ο χαρακτηρισμός «υποκινητές» προέκυψε από την πεποίθηση πως η γραπτή πολεμική τους είχε προτρέψει τους διαδόχους του Αυρηλιανού να συνεχίσουν τη μάχη ενάντια στην εξάπλωση της χριστιανικής διδασκαλίας.
Οι αβεβαιότητες σχετικά με τη χρονολογία συγγραφής του έργου, τον συγγραφέα του Άποκριτικού και την ταυτότητα του παγανιστή αντιπάλου επιτείνονταν από το γεγονός ότι η πορεία του ίδιου του χειρογράφου ήταν τεθλασμένη: ο Άποκριτικός χάθηκε τον δέκατο έκτο αιώνα κάπου κοντά στη Βενετία και ανακαλύφθηκε στην Αθήνα το 1867.
Το 1911 πήρε μέρος στη διαμάχη ο μεγάλος Βερολινέζος ιστορικός της εκκλησίας Adolf von Harnack. Παρ’ όλο που τα συμπεράσματά του έχουν αμφισβητηθεί από κάποιους σύγχρονους διανοητές, υποστήριξε με επιχειρήματα πως ο παγανιστής αντίπαλος στον Άποκριτικό είναι ο Πορφύριος και πως το έργο περιείχε υλικό για την έκδοση της χαμένης του πραγματείας Κατά Χριστιανών Texte und Untersuchungen 37, Λειψία 1911).
Πιστεύω, για λόγους που εξέθεσα παραπάνω, πως ο Harnack κακώς υποστήριξε ότι ο Μακάριος δεν ήξερε πως τα αποσπάσματα ήταν του Πορφύριου, και ότι του έγιναν γνωστά μέσω κάποιου μεταγενέστερου (ανώνυμου) συγγραφέα. (Ο Harnack οδηγήθηκε στο συμπέρασμα αυτό από το γεγονός ότι σε κάποιο σημείο του Άποκριτικοΰ ο Μακάριος παραπέμπει τον παγανιστή αντίπαλο του στην πραγματεία του Πορφύριου Περί αποχής έμψύχων).
Ο Crafcr (1919) επιχείρησε κάποιες τροποποιήσεις των θέσεων του Harnack, υποστηρίζοντας πως το έργο αντανακλά «την εξέχουσα διάνοια του Πορφύριου» αλλά στην πραγματικότητα ανήκει στον φιλόσοφο Ιεροκλή. Ο Crafer έδωσε μεγάλη βαρύτητα στη δυσμενή για τον Ιησού σύγκριση που είχε κάνει ο Ιεροκλής μεταξύ Ιησού και Απολλώνιου Τυανέα (του οποίου τα θαύματα και ανδραγαθήματα θεωρούνταν πολύ σπουδαιότερα). Ο παγανιστής στον Άποκριτικό κάνει επίσης την ίδια σύγκριση. Όμως τούτη η σύγκριση ήταν φυσικό να γίνεται -την είχε χρησιμοποιήσει και ο Κέλσος, τον δεύτερο αιώνα- και δεν υπάρχει λόγος να υποθέτουμε πως ο ΓΙορφύριος δεν θα ήθελε να αναφερθεί στην ιστορία του Απολλώνιου.
Μια σύγκριση των λεγόμενων του εθνικού φιλόσοφου με τις «έμμεσες» μαρτυρίες που παρέχουν τα πατερικά παραθέματα καθώς και οι χαρακτηρισμοί τού Κατά Χριστιανών, ενισχύει τη βεβαιότητα ότι ο ΓΙορφύριος είναι, το λιγότερο, ο εμπνευστής του παγανιστή φιλόσοφου στον Άποκριτικό και ότι σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις η φωνή που ακούγεται είναι πράγματι η δική του.
Από αυτήν μπορούμε να σχηματίσουμε μιαν επαρκή, αν όχι ακριβή εικόνα της παγανιστικής αντιρρητικής μπρος στην αυξανόμενη επιτυχία της εκκλησίας στα τέλη του τρίτου αιώνα. Όσον αφορά στη θεματολογία, στο φιλοσοφικό προσανατολισμό, στο ύφος και στη φιλολογική προσέγγιση, τα στοιχεία μάς υποδεικνύουν άμεσα τον Πορφύριο και όχι κάποιον άλλον, λιγότερο φωτισμένο διανοούμενο.
R. JOSEPH HOFFMANN
Oxford University
ΚΑΤΑ ΧΡIΣΤIAΝΩΝ
Κριτική των Ευαγγελίων και των συγγραφέων τους
II,12. Οι ευαγγελιστές δεν μεταφέρουν μαρτυρίες, απλώς επινόησαν τα όσα συνέβησαν στον Ιησού. Ο καθένας τους, βλέπετε, έγραψε για τα πάθη του πράγματα που δεν συμφωνούν με των άλλων. Γιατί ο ένας εξιστορεί ότι στον εσταυρωμένο προσέφερε κάποιος ένα σφουγγάρι που το ‘χε γεμίσει ξύδι… (αυτό λέει ο Μάρκος). Άλλος τα λέει διαφορετικά: όταν έφτασαν στον τόπο που λεγόταν Γολγοθάς, του έδωσαν να πιεί κρασί ανακατωμένο με χολή. [εδώ ας μην ξεχνάμε πως ο Ιησούς ήταν εφεύρημα, δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, διάβασε επίσης Η Ρωμαϊκή Συνομωσία για την Εφεύρεση του Ιησού]
Το γεύτηκε και δεν θέλησε να το πιεί. Κι λίγο παρακάτω’ την ένατη ώρα έβγαλε φωνή μεγάλη ο Ιησούς: ελωείμ, λεωείμ, λεμά σαβαχθανεί, που θα πει, ‘θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Αυτά είναι του Ματθαίου.
Άλλος ισχυρίζεται, βρισκόταν καταγής ένα αγγείο γεμάτο ξύδι. Αυτό το γεμάτο ξύδι σκεύος μαζί με ύσσωπο δεμένο τού το έφεραν στο στόμα και μόλις ήπιε το ξύδι ο Ιησούς, είπε, «τετέλεσται» έγειρε το κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα. Ετούτο είναι του Ιωάννη.
Άλλος λέει: και βγάζοντας φωνή μεγάλη είπε, «πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου». Αυτό τυχαίνει να είναι του Λουκά. Εξιστορήσεις από δεύτερο χέρι, διαφορετικές μεταξύ τους, θαρρείς και τα ‘παθαν πολλοί και όχι ένας! Γιατί αν ο ένας γράφει, «εις χεΐράς σου παραθήσομαί το πνεύμα μου» κι ο άλλος γράφει «τετέλεσται», κι ο τρίτος «θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;», κι ο τέταρτος λέει «ό θεός, θεός μου, εις τί ώνείδισάς με;»,
…είναι ολοφάνερο ότι η μυθοπλασία παρουσιάζει ασυμφωνίες, είτε εμφανίζει περισσότερους από έναν εσταυρωμένους ή κάποιον που ενώ είχε κακό τέλος, δεν άφησε σε όσους βρίσκονταν εκεί μια ανεξίτηλη εικόνα του πάθους του. Αν ετούτοι (οι ευαγγελιστές), επειδή δεν ήξεραν να μας πουν πώς πέθανε στ’ αλήθεια, έκοψαν κι έραψαν την όλη ιστορία, έπεται ότι και τα υπόλοιπα δεν μας τα διηγούνται με καθαρότητα.
II, ΐ3· Σε άλλο κεφάλαιο θα δειχτεί ότι ολόκληρη η ιστορία του θανάτου του ήταν αποκύημα φαντασίας. Γράφει ο Ιωάννης: «Μα όταν ήλθαν στον Ιησού, βλέποντας πως ήταν ήδη νεκρός, δεν συνέτριψαν τα σκέλη του* μόνο ένας από τους στρατιώτες εκέντησε με τη λόγχη τα πλευρά του κι αμέσως βγήκε αίμα και νερό.» [Ιωάννης,19.33].
Μόνο ο Ιωάννης το είπε αυτό. Κανείς από τους άλλους. Να γιατί θέλει να καταθέσει και την εξής μαρτυρία για να στηρίξει τα λεγόμενά του: «Κι εκείνος που τα είδε έχει δώσει μαρτυρία γι» αυτά, κι είναι αληθινή η μαρτυρία του.» [Ιωάννης, 19.35J· Αυτή τη δήλωση, νομίζω, μόνο ένας ανόητος θα την έκανε. ΓΙώς θα μπορούσε να 'ναι αληθινή μια μαρτυρία, όταν δεν αφορά σε πραγματικό συμβάν θανάτου; Οι μαρτυρίες δίνονται για πράγματα υπαρκτά. Για τα ανύπαρκτα τι μαρτυρία να δοθεί;
II, 14. Υπάρχει ακόμα ένα επιχείρημα σχετικά με την πολυθρύλητη ανάσταση του, που αναιρεί τη σαθρή αυτή δοξασία. Για ποιο λόγο ο Ιησούς, μετά από τα πάθη του, καθώς ισχυρίζεστε, και την ανάστασή του, δεν εμφανίζεται στον Πιλάτο που τον είχε τιμωρήσει ενώ έλεγε πως ο Ιησούς δεν διέπραξε αδίκημα που να επισύρει την θανατική καταδίκη, ή στον Ηρώδη το βασιλιά των Ιουδαίων, ή στον αρχιερέα της ιουδαϊκής φυλής, ή σε πολλούς μαζί και αξιόπιστους ανθρώπους, και πρώτα-πρώτα στη βουλή και το λαό της Ρώμης, ώστε να τον θαυμάσουν και να μην καταδικάζουν ομόθυμα σε θάνατο τους οπαδούς του ως ασεβείς;
Παρά εμφανίζεται στη Μαρία Μαγδαληνή, μια γυναίκα χαμηλής υποστάθμης από ένα άθλιο χωριουδάκι, γυναίκα που κάποτε κυριεύτηκε από «επτά δαίμονες» και εμφανίζεται και σε άλλη Μαρία (άλλη, πάλι, γυναικούλα, μια χωριάτισσα που δεν την ήξερε κανείς) και σε δυο τρεις άλλους, όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτους ανθρώπους, παρ' όλο που από τα πριν στον αρχιερέα των Ιουδαίων είχε πει ακριβώς τα εξής: «όψεσθε τον υιόν του άνθρωπου καθήμενον εν δεξιά της δυνάμεως και ερχόμενον μετά των νεφελών», όπως ισχυρίζεται ο Ματθαίος.
Γιατί αν εμφανιζόταν μπρος σε διακεκριμένους άνδρες, μέσω αυτών θα πίστευαν οι πάντες, και κανένας δικαστής δεν θα τιμωρούσε τους οπαδούς του ως ψεύτες που επινοούν αλλόκοτους μύθους. Κανένας θεός —όπως και κανένας συνετός άνθρωπος— δεν αρέσκεται να βλέπει να τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών τόσος κόσμος για χάρη του.2
II, 15· Κι αν διαβάσει κανείς με προσοχή εκείνα τα παραπλανητικά στο ευαγγέλιο θα καταλάβει για τα καλά ότι πρόκειται για τερατολογίες: νυν κρίσις εστί του κόσμου, νυν ό άρχων του κόσμου τούτου βληθήσεται έξω. Μα πες μου, για το θεό, ποια είναι αυτή η «Κρίση» που έγινε τότε; Και ποιος άρχων του κόσμου πετάχτηκε έξω;
Γιατί αν πείτε «ο αυτοκράτωρ», θ' απαντήσω ότι ο αυτοκράτορας δεν είναι ο μόνος άρχων, αλλά ούτε και πετάχτηκε έξω. Βλέπετε, είναι πολλοί οι άρχοντες του κόσμου. Αν εννοείτε κάποιον νοητό άρχοντα χωρίς σάρκα και οστά, τότε αυτός δεν είναι δυνατό να «πεταχτεί έξω». Πού να εκσφενδονιστεί, όντας άρχοντας σε τούτο τον κόσμο;
Αν εννοείτε ότι κάπου υπάρχει κάποιος άλλος κόσμος όπου θα ριχτεί ο άρχων, υποθέτω ότι θα κατέχετε κάποιες αξιόπιστες πληροφορίες για το ζήτημα αυτό. Αν όμως δεν υπάρχει άλλος κόσμος, εφ' όσον δεχόμαστε ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχουν δύο κόσμοι, πού θα εκσφενδονιστεί ο άρχων αν όχι μες στον κόσμο όπου τυχαίνει να ζει;
Πώς γίνεται τότε, να εκσφενδονίζεται κάποιος και να παραμένει στον ίδιο τόπο; Ή μήπως έχουμε εδώ κάτι παρόμοιο με το πήλινο αγγείο, που όταν συντριβεί χύνεται έξω το περιεχόμενο του, όχι βέβαια στην ανυπαρξία, αλλά πάνω σε άλλο σώμα, στερεό ή αέριο ή άλλης λογής, όπως τύχει;
Αν συμβαίνει κάτι παρόμοιο, πράγμα αδύνατον, με το που θα συντριβεί ο κόσμος, όποιος βρίσκεται εντός του θα πεταχτεί έξω, πού έξω όμως, σε ποιον χώρο; Τι χαρακτηριστικά έχει ο χώρος αυτός, πόσο ή τι ύψος έχει, τι βάθος, τι πλάτος και μήκος; Γιατί εφ' όσον έχει τέτοιες ιδιότητες, τότε πρόκειται για έναν κόσμο. Και ποια η αιτία που ρίχτηκε ο άρχοντας ως ξένος έξω απ τον κόσμο; Και πώς έγινε και υπήρξε άρχων, όντας ξένος; Και πώς διώχνεται; Οικειοθελώς ή με το ζόρι; Προφανώς με το ζόρι. Το λέει κι η λέξη. Όταν διώχνεται κάτι, διώχνεται χωρίς τη θέλησή του.
Όμως το αδίκημα το διαπράττει αυτός που ασκεί βία, όχι αυτός που την υφίσταται. Όσο για τη θολούρα των ευαγγελίων, καλά θα κάναμε να θεωρήσουμε ότι προορίζεται για γυναικούλες κι όχι για άντρες. Γιατί αν θέλαμε να ερευνήσουμε τα ζητήματα αυτά με ακρίβεια, θα βρίσκαμε μυριάδες ασαφείς διηγήσεις στερημένες από κάθε λογικό υπόβαθρο.
ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΙΙ, 16. Ας ακούσουμε και κείνη την θεατρινίστικη κουβέντα που είπε ο Ιησούς στους Ιουδαίους, κι έχει ως εξής: «Δεν μπορείτε», λέει, «να ακούσετε τα λόγια μου, γιατί σεις κατάγεστε από τον πατέρα σας τον διάβολο*, και θέλετε να εκπληρώνετε του πατέρα σας τις επιθυμίες.» [Ιωάν. 8.43-44]
Ξεκαθάρισέ μας, λοιπόν, ποιος είναι αυτός ο διάβολος, ο πατέρας των Ιουδαίων. Γιατί όσοι κάνουν το θέλημα του πατέρα τους, καλώς κάνουν και τιμούν τον πατέρα, υποχωρώντας μπρος στη γνώμη του. Κι αν ο πατέρας είναι κακός, δεν είναι σωστό να κατηγορήσεις τα παιδιά του γ’ αυτήν του την κακία. Ποιος λοιπόν είναι εκείνος ο πατέρας, που ικανοποιώντας οι Ιουδαίοι την επιθυμία του δεν άκουγαν τον Χριστό; Εφ’ όσον οι Ιουδαίοι λένε «ένα πατέρα έχουμε, τον θεό», ετούτος καταργεί τη θέση τους αυτή, καθώς ισχυρίζεται: «Εσείς κατάγεστε από τον πατέρα του διαβόλου»*, τουτέστιν από τον διάβολο.
Μα ποιος είναι αυτός ο διάβολος και πού τριγυρνάει, και ποιον διέβαλε, ώστε να του κολλήσουν αυτό το παρατσούκλι; Γιατί φαίνεται πως δεν είναι το κανονικό του όνομα αυτό, αλλά το οφείλει σε κάποιο συμβάν, που αν το πληροφορηθούμε σωστά, τότε πια θα ξέρουμε. Αν ονομάζεται διάβολος εξ αιτίας κάποιας διαβολής, ανάμεσα σε ποιους ανθρώπους εμφανίστηκε και διέπραξε την απαγορευμένη πράξη;
Γιατί θα φανεί εδώ ότι αυτός που δίνει πίστη στις διαβολές φέρει την ευθύνη διότι είναι εύπιστος, ενώ τη μεγαλύτερη αδικία την υφίσταται το θύμα της διαβολής. Και θα φανεί ότι την αδικία δεν τη διαπράττει ο ίδιος ο διάβολος μα εκείνος που έμμεσα του δίνει αυτή τη δυνατότητα. Όπως δεν φταίει εκείνος που σκοντάφτει νύχτα πάνω σ’ ένα παλούκι, μα εκείνος που έμπηξε το παλούκι στο δρόμο, έτσι και στην περίπτωση της διαβολής το μεγαλύτερο αδίκημα το διαπράττει εκείνος που παρέχει τη δυνατότητα της διαβολής, όχι εκείνος που τη χρησιμοποιεί ή την υφίσταται.
Πες μου όμως αυτός ο διάβολος διακατέχεται από πάθη, ή όχι; Αν δεν διακατέχεται από πάθη, δεν θα διέβαλλε ποτέ. Αν όμως είναι εμπαθής, δικαιούται τη συγγνώμη μας, ακριβώς όπως δεν κατηγορούμε ως άδικο κάποιον που υποφέρει από φυσική αρρώστια, αλλά πάνω απ’ όλα τον οικτίρουμε για τα βάσανά του.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
III, 1. Για ποιο λόγο ο Χριστός, ούτε στον αρχιερέα όπου τον οδήγησαν ούτε στον κυβερνήτη δεν είπε ένα λόγο άξιο σοφού και θείου ανθρώπου, ένα λόγο ικανό να τους ανοίξει τα μάτια και να τους κάνει καλύτερους, το δικαστή και τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους; Παρά ανεχόταν να τον χτυπούν μ’ ένα καλάμι, να τον φτύνουν και να του φορέσουν ακάνθινο στεφάνι, σε αντίθεση με τον Απολλώνιο Τυανέα3 που αφού πρώτα τα ‘ψάλε του αυτοκράτορα Δομητιανού, αμέσως μετά έγινε άφαντος από τα ανάκτορα κι ύστερα από μερικές ώρες εμφανίστηκε στην πόλη Δικαιάρχεια —τους σημερινούς Ποτιόλους— μπρος σε όλο τον κόσμο.
Μα ακόμα κι αν ήταν θεϊκή εντολή να υποστεί τα πάθη, ο Χριστός όφειλε μεν να υπομείνει την τιμωρία, όχι όμως και να τα υποστεί όλα βουβός χωρίς να μιλήσει διόλου, θα έπρεπε να μιλήσει δυνατά και να πει λόγια σπουδαία και σοφά στον Πιλάτο το δικαστή κι όχι ν’ αφήνει να τον εξευτελίζουν σαν κανένα τιποτένιο του δρόμου.4
III, 2. Μα και κείνα τα λόγια του Ιησού προς τους μαθητές, γεμάτα ασάφεια και αμορφωσιά: «Μη φοβηθείτε», λέει, «εκείνους που θανατώνουν το κορμί»* κι ο ίδιος αγωνιά και μένει ξάγρυπνος προσμένοντας τα δεινά, και προσεύχεται παρακαλώντας να μη τον βρει το κακό, και λέει στους δικούς του: «μείνετε ξυπνητοί και προσευχηθείτε, για να σας φύγει ο πειρασμός». Αυτά δεν είναι κουβέντες άξιες ενός υιού του θεού, μα ούτε καν ανθρώπου σοφού που περιφρονεί το θάνατο’.
III, 3. Κι ακόμη, μου φαίνεται τελείως ανόητο εκείνο που είπε, «Αν πιστεύατε στο Μωυσή, θα πιστεύατε και μένα, διότι ο Μωυσής για μένα έγραψε» Όμως δεν σώζεται κανένα γραπτό του Μωυσή. Λένε πως όλα τα συγγράμματά του κάηκαν μαζί με το Ναό. Όσα γράφτηκαν αργότερα επ’ ονόματι του Μωυσή, χίλια εκατόν ογδόντα χρόνια μετά το θάνατο του, τα συνέγραψαν ανακριβώς ο Έσδρα και οι άνθρωποι του. Μα ακόμα και να δεχτεί κανείς ότι ο γραπτός Νόμος είναι του Μωυσή, δεν μπορεί να υποδείξει κανένα σημείο όπου να αναφέρεται ο Χριστός ως θεός ή λόγος του θεού ή δημιουργός. Και τελοσπάντων, από ποιον είχε ειπωθεί πως ο Χριστός θα σταυρωνόταν;
III, 4· Κι αν θα ήθελε κανείς να μιλήσει και για κείνη την ιστορία, θα φαινόταν ότι πραγματικά πρόκειται για φλυαρίες εκ του πονηρού, λέει ο Ματθαίος [8.31] ότι ο Ιησούς συναπαντήθηκε με δύο δαίμονες που ζούσαν ανάμεσα σε τάφους, κι ότι εκείνοι φοβήθηκαν και μπήκαν σε κάτι γουρούνια, πολλά από τα οποία σκοτώθηκαν. Ο Μάρκος, μάλιστα, δεν δίστασε να επινοήσει έναν υπερβολικό αριθμό χοίρων [5.1], και να τι ισχυρίζεται:
«Του έλεγε (ο Ιησούς): «Ακάθαρτο πνεύμα, βγες από το σώμα ετούτου του ανθρώπου»‘, και τον ερώτησε, «ποιο είναι τ» όνομα σου; Και αποκρίθηκε, Λεγεών, γιατί είμαστε πολλοί», και του ζητούσε να μην τον πετάξει έξω απ* τη χώρα». Εκεί κοντά έβοσκε μια αγέλη γουρουνιών. Και τα δαιμόνια τον παρακαλούσαν να τους αφήσει να μπουν μέσα στα γουρούνια. Και μόλις μπήκαν στα γουρούνια, έτρεξαν αυτά κι έπεσαν από το γκρεμό μες στη θάλασσα —γύρω στα δυο χιλιάδες γουρούνια— και πνίγηκαν κι οι χοιροβοσκοί το ‘βαλαν στα πόδια.
Τι παραμύθι, τι παραμιλητό, τι γέλιο ασταμάτητο! Ένα πλήθος δυο χιλιάδων γουρουνιών να βουτάνε στη θάλασσα, να πνίγονται και να ψοφάνε! Και πώς, ακούγοντας κανείς ότι οι δαίμονες τον παρακάλεσαν να μην τους ρίξει στην άβυσσο κι ότι ο Χριστός, μπρος στα παρακάλια τους, αντί γι’ αυτό τους ξαπόστειλε στα γουρούνια, πώς να μην πει: αχ! τι αμορφωσιά, τι κωμική πλάνη! Πνεύματα φονικά, υποτίθεται, που απεργάζονται μεγάλο κακό σε βάρος της ανθρωπότητας κι εκείνος δέχεται την αξίωσή τους και τους επιτρέπει να κάνουν αυτό που επιθυμούν.
Οι δαίμονες ήθελαν να χορεύουν ανάμεσα στους ζωντανούς, και να κάνουν τον κόσμο παιγνίδι τους, να ανακατώσουν θάλασσα και στεριά, να καταντήσουν την οικουμένη θέαμα θλιβερό, να ξυπνήσουν τα στοιχεία της φύσης και να βυθίσουν την υφήλιο μέσα στο χάος. Θα ‘πρεπε λοιπόν ο άνθρωπος ετούτα τα πονηρά όντα, τους αρχηγέτες του κακού, να τους πετάξει ακριβώς εκεί όπου δεν ήθελαν, κι όχι να δείξει αδυναμία μπρος στα παρακάλια τους, επιτρέποντάς τους έτσι να προκαλέσουν άλλη μία συμφορά.
Αν η ιστορία είναι αληθινή και όχι μύθευμα, —όπως το λέω ξεκάθαρα πως είναι-, τότε μας βεβαιώνει για την ανικανότητα του Χριστού, που έδιωξε τους δαίμονες μέσα από έναν άνθρωπο και τους ξαπόστειλε μέσα σε χοίρους δίχως λογικό, και επιπλέον, κατατρομοκράτησε τους χοιροβοσκούς και τους έκανε να το βάλουν στα πόδια γεμάτοι ταραχή και να ξεσηκώσουν μια ολόκληρη πόλη. [Μάρκος 5.8-15j. Δεν θα ήταν δίκαιο να θεράπευε από το κακό, όχι μόνο έναν και δυο ή τρεις και δεκατρείς, μα όλους τους ανθρώπους; πολύ περισσότερο που φημίζεται ότι γι' αυτό ακριβώς φροντίζει.
Το να ελευθερώσει ένα άτομο από τα αόρατα δεσμά του, μεταφέροντας τα δεσμά αλλού με τρόπο αφανέρωτο, και κάποιους να τους ελευθερώνει από τους φόβους αισίως, ενώ άλλους να τους περιβάλλει με φόβο, χωρίς κανένα λόγο, αυτό δεν είναι κατόρθωμα και δεν θα χαμε άδικο να του καταλογίσουμε δολιότητα.
Επιπλέον, δεχόμενος την αξίωση των εχθρών να πάνε να λεηλατήσουν άλλη περιοχή, δε διαφέρει από ένα βασιλιά που καταστρέφει τους υπηκόους του, κάποιον που μη μπορώντας να πετάξει τους βαρβάρους έξω απ' όλη τη χώρα, τους στέλνει να μείνουν από τον έναν τόπο στον άλλον, διώχνοντας το κακό από έναν τόπο και παραδίνοντάς άλλον τόπο στο κακό.
Αν λοιπόν και ο Χριστός κατά τον ίδιο τρόπο ξαπόστειλε τότε τον δαίμονα σε μια αγέλη γουρουνιών, επειδή αδυνατούσε να τον διώξει ολοκληρωτικά από την περιοχή του, τότε η ενέργειά του είναι όντως αξιοπερίεργη και ικανή να μολύνει την ακοή, και μας βάζει σε κακές σκέψεις. Ένας μυαλωμένος άνθρωπος με το που θα ακούσει αυτή την αφήγηση, αυτομάτως 0α εκφράσει την ανάλογη θέση: Αφού δεν ελευθερώνει ολόκληρη την υφήλιο από το κακό, παρά διώχνει τους δράστες του κακού από ένα μέρος για να πάνε σε άλλο και αφού άλλους ανθρώπους τους φροντίζει κι άλλους τους παραμελεί, το να καταφύγεις σ" αυτόν για να σωθείς δεν είναι διόλου ασφαλές.
Γιατί ένας που έχει σωθεί, στενοχωρεί έναν μη σωσμένο, χώρια που ο δεύτερος αρχίζει να κατηγορεί τον πρώτο. Σύμφωνα με την κρίση μου, η ιστορία αυτή είναι πλαστή. Κι αν δεν είναι πλαστή και συγγενεύει με την αλήθεια, είναι αρκετή για να διακόψει τα χασμουρητά κάποιου και να τον κάνει να βάλει τα γέλια.
Ας αποσαφηνίσουμε εδώ και το εξής: πώς ήταν δυνατό να βόσκει ένα τόσο μεγάλο πλήθος γουρουνιών στην Ιουδαία, όπου από πολύ παλιά οι Ιουδαίοι τα θεωρούν βρωμερά και τα απεχθάνονται; Και πώς πνίγηκαν όλα μαζί τα γουρούνια εκείνα, αφού δεν υπήρχε εκεί καμιά θάλασσα βαθειά να ριχτούν παρά μόνο μια λίμνη; Αλλά αυτό ας αφήσουμε να το κρίνουν τα νήπια.
III, 5. Ας εξετάσουμε μία φράση ακόμα πιο σκοτεινή απ’ ό,τι οι προηγούμενες, στην οποία ισχυρίζεται: «Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελόνα, παρά πλούσιος να κερδίσει τη βασιλεία των ουρανών.» [Ματθ. 19.24]- Αν ένας πλούσιος που δεν διαπράττει κανένα αδίκημα (φόνο, κλοπή, μοιχεία, δηλητηρίαση, ψευδορκία, τυμβωρυχία, ιεροσυλία) δεν πρόκειται να οδηγηθεί στη λεγόμενη «βασιλεία των ουρανών», τότε ποιο το όφελος να κάνουν δίκαιες πράξεις οι δίκαιοι, αν τυχαίνει να «ναι πλούσιοι;
Και τι έχουν να χάσουν οι φτωχοί, αν διαπράττουν κάθε είδους κακούργημα; Αφού δεν είναι η αρετή που ανεβάζει τον άνθρωπο στους ουρανούς, αλλά η πενία και η ένδεια. Γιατί εφ’ όσον ο πλούτος είναι που αποκλείει τον πλούσιο από τους ουρανούς, κατ’ αντίφαση, η φτώχεια ανοίγει το δρόμο στους πτωχούς. Όποιος το πληροφορηθεί αυτό, με το δίκιο του δεν θα ασχολείται διόλου με το μάθημα της αρετής και τίποτα δεν θα τον εμποδίζει να κάνει τα μεγαλύτερα αίσχη, μιας και η πενία είναι που σώζει τον πένητα ενώ ο πλούτος αποκλείει τον πλούσιο από τα αμόλυντα ουράνια δώματα.
Από αυτό συμπεραίνω ότι δεν ήταν λόγια του Χριστού αυτά -αν δεχτούμε πως ο Χριστός παρέδιδε «τον κανόνα της αληθείας»— αλλά κάποιων φτωχών που ήθελαν, με τέτοιες αερολογίες, να φάνε από τις περιουσίες των πλουσίων. Μα μόλις χθες -κι όχι στο μακρινό παρελθόν—, γι’ άλλη μια φορά, αυτά ακριβώς απάγγειλαν σε κάποιες ευκατάστατες γυναίκες: «Πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε στους πτωχούς και θα κερδίσεις το θησαυρό του ουρανού», και τις έπεισαν να μοιράσουν όλη τους την περιουσία στους φτωχούς.
Κι οι γυναίκες έπεσαν σε τέτοια φτώχια που το ‘ριξαν στη ζητιανιά, κι από ελεύθερες που ήταν, κατάντησαν να ζητάνε πίσω τα χαμένα με τρόπο αισχρό και όψη ελεεινή ώσπου τέλος αναγκάστηκαν να βγουν στη γύρα και να χτυπούν τις πόρτες των πλουσίων. Η έσχατη ατίμωση και το χειρότερο πάθημα: στο όνομα της ευσέβειας, να ξεπέσεις και να χάσεις το βιός σου και μετά, επειδή σε σφίγγει η ανάγκη, να λαχταράς τα ξένα αγαθά. Από κάτι τέτοια, έχω την εντύπωση ότι το ρητό ανήκει σε κάποια ταλαίπωρη γυναίκα (και όχι στον Ιησού).
III, 6. Ας μιλήσουμε τώρα πιο αναλυτικά για κείνη την ιστορία στο ευαγγέλιο, που ο τρόπος γραφής της είναι μεν γελοίος και διόλου πειστικός, μα ακόμα πιο γελοία είναι η ίδια η υπόθεσή της: τότε που ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές του να διαπλεύσουν τη θάλασσα μετά από ένα δείπνο, κι ο ίδιος πήγε να τους συναντήσει αργότερα, την ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας. Και τους βρήκε εξαντλημένους από την κακοκαιρία, καθώς όλη τη νύχτα πάλευαν με τα άγρια κύματα (όλη νύχτα, διότι η ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας είναι η δέκατη νυχτερινή ώρα, μετά την οποία υπολοίπονται άλλες τρεις ώρες). [Ματθ.14.25' Μαρκ. 6.48].
Όσοι περιγράφουν την περιοχή, βεβαιώνουν πως δεν υπάρχει καμία θάλασσα εκεί, μόνο μια λιμνούλα, κοντά στην πόλη Τιβεριάδα, που τη σχηματίζουν τα νερά ενός ποταμού που κατεβαίνει από το βουνό και χύνεται στη Γαλιλαία. Μια λιμνούλα που εύκολα μπορεί να την διαπλεύσει ακόμα και ένα μικρό μονόξυλο, το πολύ σε δυο ώρες, και που δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να σηκώνει κύμα και σε περίπτωση κακοκαιρίας να υπάρχει θαλασσοταραχή.
Ο Μάρκος λοιπόν, αφού ξεμάκρυνε αρκετά από την αλήθεια, κάθισε και σκάρωσε ετούτο το παραμύθι με τον πιο γελοίο τρόπο, λέγοντας ότι αφού πέρασαν εννέα ώρες, τη δέκατη κατέφθασε ο Ιησούς (δηλαδή, την ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας), και βρήκε τους μαθητές να ταξιδεύουν ακόμα μες στη λιμνούλα!
Και την αναφέρει ως θάλασσα και όχι απλώς θάλασσα, μα και ταραγμένη και άγρια, με κύματα αφρισμένα, ώστε αμέσως μετά να μας παρουσιάσει τον Χριστό ως μέγα θαυματοποιό που σταμάτησε τη φοβερή κακοκαιρία κι έσωσε τους μαθητές που λίγο ακόμα και θα πνίγονταν στο βυθό του πελάγους!6
Από κάτι τέτοια παιδικά παραμύθια καταλάβαμε ότι το ευαγγέλιο δεν είναι παρά μια καλοστημένη σκηνοθεσία. Και απ’ το καθένα απ’ αυτά τα παραμύθια είναι που ψάχνουμε να βγάλουμε άκρη.
ΤΑ ΡΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΎ
III, 7. Τώρα δα, ανακαλύπτοντας ακόμα μία ανακολουθία σε μια φρασούλα του Χριστού προς τους μαθητές, σκέφτηκα να μην την αποσιωπήσω ούτε κι αυτήν. Λέει: «τους πτωχούς πάντοτε, εμέ δε ού πάντοτε εχετε» [Ματθ. 26.11]. Αφορμή για το θέμα αυτό ήταν το εξής: μια γυναίκα που κρατούσε άρωμα μέσα σε αλάβαστρο, του το ‘χύνε πάνω στο κεφάλι. Στους άλλους που την έβλεπαν και σχολίαζαν ότι η πράξη της ήταν ανάρμοστη, είπε: «Τι την ταλαιπωρείτε τη γυναίκα. Καλό μου έκανε. Τους φτωχούς πάντα θα τους έχετε, εμένα όμως δεν θα μ’ έχετε πάντα.»
Γιατί τους είχε κακοφανεί πολύ, που δεν ακριβοπουλήθηκε το άρωμα για να μοιραστούν τα λεφτά στους πεινασμένους φτωχούς. Και απ’ αφορμή την άκαιρη εκείνη αντίδρασή τους, ξεστόμισε ο Ιησούς την ανόητη ετούτη κουβέντα, λέγοντας πως δεν θα βρισκόταν πάντοτε μαζί τους, εκείνος που σε άλλες περιστάσεις τους διαβεβαίωνε, εσομαι μεθ’ υμών εως της συντελείας του αιώνος, συγχίστηκε με το περιστατικό του αρώματος και τους αρνήθηκε ότι θα βρισκόταν πάντοτε μαζί τους.
III, 15. Περιβόητη κι εκείνη η ρήση του διδασκάλου, όπου λέγει, «εάν δεν φάτε τη σάρκα μου και δεν πιείτε το αίμα μου, δεν έχετε ζωή μέσα σας.» [Ιωάν. 6.54] Αυτό δεν είναι απλώς θηριώδες ή άτοπο.[2] Ξεπερνά κάθε ατόπημα και κάθε θηριωδία, άνθρωπος να γευτεί ανθρώπινες σάρκες και να πιεί το αίμα ομοφύλου και συγγενή του, και μάλιστα με σκοπό να κερδίσει την αιώνια ζωή!
Πες μου, ύστερα απ’ αυτή την ωμότητα, τι άλλες υπερβάσεις σκοπεύετε να εισαγάγετε στη ζωή μας; Ποιαν άλλη κακότητα θα εφεύρετε, βρωμερότερη από τούτην εδώ; Τέτοια πράγματα δεν αντέχει κανείς ούτε να τ’ ακούει -και δεν εννοώ την ίδια την πράξη, μα ακόμα και το να γίνεται λόγος γι’ αυτά τα ξενόφερτα, καινοφανή ανοσιουργήματα. Τέτοιο μήνυμα δεν έχουν δώσει τα φαντάσματα των Ερινύων ούτε στους πιο εκκεντρικούς ανθρώπους’ ούτε οι Ποτιδαιάτες7 θα ξέπεφταν σε κείνη την πράξη αν δεν τους θέριζε η απάνθρωπη πείνα, το Θυέστειο8 γεύμα έγινε εξ αιτίας της στενοχώριας μεταξύ δυο αδελφών, ο Τηρέας ο Θρακιώτης με το ζόρι αναγκάστηκε να δεχτεί τέτοια τροφή, ο Άρπαγος εξαπατήθηκε από τον Αστυάγη κι έφαγε από τις σάρκες αγαπημένου του προσώπου, όλοι τους δίχως να το θέλουν υπέκυψαν σ’ ετούτο το βδέλυγμα.
Υπό συνθήκες ειρηνικές, τέτοιο γεύμα δεν ετοίμασε ποτέ κανένας άνθρωπος και κανένας δεν άκουσε ποτέ από δάσκαλο τέτοιο σιχαμερό μάθημα. Ακόμα και τα όσα εξιστορούνται για τους Σκύθες αν μελετήσεις, κι αν εξετάσεις τις συνήθειες των Μακρόβιων Αιθιόπων, κι αν κάνεις το γύρο του ωκεανού, θα βρεις ανθρώπους να τρων ψείρες και ρίζες, θ’ ακούσεις για Ερπετοφάγους και Ποντικοφάγους κανείς τους όμως δεν τρώει ανθρώπινες σάρκες.
Λοιπόν, τι νόημα έχει ετούτη η κουβέντα του Ιησού; Ακόμα κι αν πρόκειται για αλληγορία που κρύβει κάποιο ωφέλιμο νόημα, η ίδια η μυρωδιά της φράσης κακοποιεί την ψυχή ταράζοντάς την με την σιχασιά που προκαλούν οι λέξεις στο άκουσμά τους κι έχει καταστρέψει ολόκληρο το κρυμμένο νόημα, γιατί τέτοια συφοριασμένα λόγια φέρνουν ζαλάδα στον άνθρωπο. Ως και τα ζώα που δεν έχουν λογικό, ακόμα κι αν γνωρίσουν πείνα σκληρή και αφόρητη, δεν υποκύπτουν ποτέ: σκύλος δεν θα φάει σάρκες σκύλου και κανένα άλλο ζώο δεν πρόκειται να γευτεί τη σάρκα ομοειδούς ζώου.
Υπάρχουν ένα σωρό δάσκαλοι που εισάγουν ξενόφερτες καινοτομίες, όμως μεγαλύτερη καινοτομία από ετούτη την τραγωδία δεν έχει επινοήσει κανένας ιστοριογράφος ή φιλόσοφος, είτε Βάρβαρος είτε Έλληνας της αρχαιότητας. Βλέπετε τι έχετε πάθει και προτρέπετε και τους αφελείς, μαζί μ’ εσάς να πειστούν κι αυτοί; Βλέπετε τι κακό έχει ενσκήψει, όχι μόνο στα χωριά μα και στις πόλεις;
Αυτός, νομίζω, ήταν και ο λόγος που ούτε ο Μάρκος ούτε ο Λουκάς δεν τα έγραψαν ετούτα, μήτε καν ο Ματθαίος, καθώς θα έκριναν ότι η ρήση (του Ιησού) δεν έχει καμία λεπτότητα, παρά είναι αλλότρια και ανάρμοστη και απέχει πολύ από τις αρχές του πολιτισμένου βίου.
III, 16. Ας δώσουμε λίγη προσοχή σ’ εκείνο το εδάφιο όπου λέει ο Ιησούς: «εκείνους που θα πιστέψουν, θα τους ακολουθούν τα εξής σημάδια: θα ακουμπούν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και κείνοι θα βρίσκουν την υγεία τους, εκείνοι που θα πιστέψουν, αν τύχει και πιούν θανατηφόρο δηλητήριο, δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα.» [Μαρκ. ι6.ι8].
Θα πρέπει, το λιγότερο, οι εκλεκτοί ιερείς τους, και μάλιστα όσοι έχουν βλέψεις να γίνουν επίσκοποι, δηλαδή προκαθήμενοι της εκκλησίας, να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μέθοδο για να κριθούν: να πάρουν το θανατηφόρο δηλητήριο ώστε αυτός που δεν θα πάθει τίποτα να προκριθεί. Αν δεν έχουν το θάρρος να αποδεχτούν τον τρόπο αυτό, ομολογούν ότι δεν πιστεύουν τα λόγια του Ιησού. Γιατί αν είναι μέρος της χριστιανικής πίστης το ότι μπορεί ένας άνθρωπος να κατανικά το δηλητήριο ή τους πόνους ενός αρρώστου, τότε ο πιστός που δεν μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα είτε δεν είναι γνήσιος πιστός είτε είναι μεν γνήσιος πιστός αλλά αυτό στο οποίο πιστεύει δεν στέκει καλά.
III, 17. Βλέπε κι ένα παρόμοιο ρητό: «Αλήθεια σας λέω, εάν έχετε πίστη όση ένας σπόρος σιναπιού, θα πείτε στο βουνό αυτό: «Μετατοπίσου και πέσε μες στη θάλασσα», και θα μετακινηθεί και τίποτα δεν θα σας είναι αδύνατον.» [Ματθ. 17.20].
Απ’ ό,τι φαίνεται, όποιος δεν μπορεί να μετακινήσει βουνό με ένα πρόσταγμά του, δεν είναι άξιος να συγκαταλέγεται στην αδελφότητα των Πιστών. Οπότε αυτοαναιρείσθε φανερά, καθώς όχι μόνο οι κοινοί Χριστιανοί δεν συμπεριλαμβάνονται στους Πιστούς, αλλά ούτε καν οι επίσκοποι κι οι πρεσβύτεροι είναι άξιοι να φέρουν τον τίτλο του πιστού.
III, 18. Ας μιλήσουμε και για τούτην εδώ τη φράση του: για ποιο λόγο ο Ιησούς, όταν τον έβαζε ο διάβολος σε δοκιμασία και του ‘λεγε «πέσε από τη στέγη του ναού», όχι μόνο δεν έπεσε μα του είπε, «δεν θα βάλεις σε δοκιμασία τον κύριο τον θεό σου»; [Ματθ. 4.6].
Εμένα μου φαίνεται πως το είπε αυτό επειδή φοβήθηκε την πτώση. Αν, όπως λέτε, έκανε τόσα και τόσα θαύματα —και μάλιστα ανάστησε και νεκρούς μ ένα του λόγο – θα ‘πρεπε χωρίς δισταγμό να αποδείξει ότι ήταν ικανός να σώζει τον κόσμο από τους κινδύνους και να ριχτεί από το ύφος της στέγης χωρίς να πάθει το παραμικρό πόσο μάλλον, που ο διάβολος του υπενθύμιζε πως υπήρχε στις γραφές ένα χωρίο που έλεγε, «και θα σε σηκώσουν [οι άγγελοι] στα χέρια για να μη χτυπηθεί το πόδι σου πάνω σε πέτρα». Οπότε, το σωστό θα ήταν να δείξει σ’ όσους βρίσκονταν εκεί στο ναό ότι ήταν υιός θεού κι είχε τη δύναμη να γλιτώνει από τον κίνδυνο τον εαυτό του και τους δικούς του.
ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ
III, 19. Είναι ευνόητο να προκαλεί τη δυσφορία όλος ετούτος ο κυκεώνας ασυναρτησιών, όπου οι ίδιες οι φράσεις έχουν κηρύξει τον πόλεμο η μία στην άλλη, πώς 0α μπορούσε κανείς, έστω και μιλώντας σε απλοϊκούς ανθρώπους του δρόμου, να αφηγηθεί τα λόγια του Ιησού στον Πέτρο: «’Υπάγε οπίσω μου, Σατανά, με βάζεις σε πειρασμό, διότι δεν φρονείς τα του θεού αλλά τα των ανθρώπων» [Ματθ. 16.23] και αλλού: «Εσύ είσαι Πέτρος και πάνω στην πέτρα αυτή θα οικοδομήσω την εκκλησία μου και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών.» [Ματθ. 16.18].
Αν καταδίκασε έτσι τον Πέτρο επειδή δεν είχε αποκτήσει θείον φρόνημα —τόσο ώστε να αποκαλέσει τον Πέτρο πειρασμό και Σατανά που η θέση του δεν είναι να στέκεται εμπρός του- κι αν τον εξαπόστειλε με τέτοιο τρόπο επειδή είχε πέσει σε επικίνδυνο σφάλμα, τόσο που ούτε να τον βλέπει πια δεν ήθελε, παρά τον πέταξε πίσω του μες στο συρφετό των ασήμαντων και των αποδιωγμένων, πώς θα πρέπει εμείς να την εκλάβουμε αυτήν την καταδίκη του κορυφαίου και πρώτου των μαθητών;
Αν τα σκεφτεί και τα ξανασκεφτεί κανείς νηφάλια, και κατόπιν ακούσει το Χριστό -που θαρρείς και ξέχασε τις φωνές που ‘βαλε στον Πέτρο— να του λέει, «εσύ είσαι Πέτρος και πάνω στην πέτρα αυτή θα οικοδομήσω την εκκλησία μου και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών», δεν θα ξεκαρδιστεί στα γέλια; Δεν θα σαρκάσει, σαν να βρισκόταν μέσα σε θέατρο, δεν θα προγκίξει τους ηθοποιούς, δεν θα σφυρίξει μ» όλη του τη δύναμη, δεν θα στραφεί στους άλλους θεατές να πει δυνατά: «Ή πιωμένος ήταν και πάνω στο μεθύσι τού κακομίλησε του Πέτρου και τον είπε Σατανά ή ονομάζοντάς τον κλειδοκράτορα της βασιλείας, ζωγράφιζε όνειρα που είδε στον ύπνο του»
Ποιος Πέτρος ήταν ικανός να στηρίξει τα θεμέλια της εκκλησίας; Εκείνος που το φρόνημά του κλονίστηκε τόσες και τόσες φορές με το παραμικρό; Πότε φάνηκε να ‘χει ένα σταθερό λογισμό και πότε είχε να επιδείξει ακλόνητο φρόνημα; Αυτός που εξ αιτίας μιας ελεεινής υπηρετριούλας, με το που άκουσε τη λεξούλα «Ιησούς», τρέμοντας από φόβο, τρεις φορές ορκίστηκε ψέματα, χωρίς να τον ζορίζει καμιά σοβαρή ανάγκη; [Μαρκ. 14.69].
Αν είχε δίκιο να τον πει Σατανά, προλαβαίνοντας το ότι ο Πέτρος στο πιο σημαντικό θέμα, της ευσέβειας, θα ‘πεφτε σε τέτοιο ατόπημα, τότε είναι παράλογο να τον τοποθετεί και στην κορυφή της εξουσίας, σα να μην είχε ιδέα για τις πράξεις του Πέτρου.
III, 20. Το ότι ο Πέτρος είχε υποπέσει σε πολλά αμαρτήματα, φαίνεται και στο χωρίο εκείνο όπου του λέει ο Ιησούς: «Όχι επτά φορές, μα εβδομήντα επί επτά φορές θα επιτρέψεις να αμαρτήσει ο αμαρτωλός.» [Ματθ. 18.22]. Κι ο Πέτρος, παρ’ ότι είχε λάβει αυτή την εντολή, όρμηξε στου αρχιερέα το δούλο, που δεν είχε κάνει απολύτως καμιά αμαρτία, και με βαναυσότητα του ‘κόψε το αυτί. [Ιωαν. 18.10|. Σε τι αμάρτησε αυτός, αν το αφεντικό του τον διέταξε να πάρει μέρος στη σύλληψη του Ιησού;
III, 21. Ετούτος ο Πέτρος και σ' άλλες περιπτώσεις έχει διαπράξει εγκλήματα. Έναν άνδρα που τον έλεγαν Ανανία και τη γυναίκα του, ονόματι Σάπφειρα, επειδή δεν του κατέβαλαν ολόκληρο το χρηματικό ποσό από την πώληση του χωραφιού τους και ξεχώρισαν ένα μέρος για τις ανάγκες τους, τους θανάτωσε, ενώ δεν είχαν βλάψει κανένα. (Πράξεις Αποστόλων 5.1-11].
Αν δεν θέλησαν να χαρίσουν ολόκληρη την περιουσία τους, πού είναι το έγκλημα τους; Κι αν νόμιζε ότι έκαναν αδίκημα, θα έπρεπε να θυμηθεί τις εντολές του Ιησού που του δίδαξε να υπομείνει μέχρι και τετρακόσια ενενήντα αδικήματα, και να συγχωρέσει εκείνο το ένα -αν βέβαια υπήρχε αμάρτημα στην πράξη τους εκείνη. Και θα ‘πρεπε ο Πέτρος, ανάμεσα στ’ άλλα, να ‘χει πάντα κατά νου ότι όταν ο ίδιος ορκιζόταν ότι δεν ήξερε τον Ιησού, όχι απλώς ψευδόταν μα και ως επίορκος έδειξε πόσο δεν μετρούσε γι’ αυτόν η μέλλουσα κρίση και ανάσταση.
III, 22. Αυτός που κατείχε θέση αρχηγού ανάμεσα στους μαθητές, και που διδάχτηκε από το θεό να περιφρονεί το θάνατο, αυτός, όταν πιάστηκε από τον Ηρώδη, δραπέτευσε και στάθηκε η αιτία να εκτελεστούν οι φρουροί του. Νύχτα δραπέτευσε, και την επομένη αναστατώθηκαν οι στρατιώτες κι αναρωτιόνταν πώς διέφυγε ο Πέτρος. Μη μπορώντας να τον βρει ο Ηρώδης, έκανε ανακρίσεις και διέταξε να συλληφθούν οι φύλακες, τουτέστιν να αποκεφαλιστούν. [Πράξεις 12.1-11].
Είναι ν’ απορεί κανείς, πώς έδωσε ο Ιησούς τα κλειδιά των ουρανών σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο. Πώς είπε «βόσκε τα αρνιά μου», [Ιωαν. 21.15], σ’ αυτόν που με το παραμικρό τα έχανε και καταβαλλόταν από το φόβο -αν υποθέσουμε ότι τα πρόβατα είναι οι πιστοί που προόδευσαν κι έφθασαν στον υψηλότερο βαθμό του μυστηρίου, ενώ τα αρνιά είναι όσοι βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της κατήχησης και τρέφονται με το γάλα της διδασκαλίας.
Όμως η ιστορία λέει ότι ο Πέτρος, αφού βόσκησε τα πρόβατα λίγους μόνο μήνες, μετά σταυρώθηκε, παρ’ όλο που του χε πει ο Ιησούς ότι αυτόν δεν θα τον νικούσαν οι πύλες του Άδη.9
Ως και ο Παύλος είχε καταδικάσει τον Πέτρο, λέγοντας: «Του εναντιώθηκα κατά πρόσωπο, γιατί ήταν αξιοκατάκριτος. Διότι πριν καταφθάσουν οι άνθρωποι του Ιακώβου, ο Πέτρος συνέτρωγε με εθνικούς. Μόλις όμως ήρθαν εκείνοι, ο Πέτρος αποτραβήχτηκε γιατί φοβήθηκε μη τον δουν οι Εβραίοι. Και τον ακολούθησαν σ’ αυτή του την υποκρισία πολλοί άλλοι Ιουδαίοι» [Προς Γαλάτας 2.12].
Πόσο αξιοκατάκριτο, ένας άντρας που έχει αναγορευτεί σε ερμηνευτή του θείου λόγου να ζει μες στην υποκρισία και να συμπεριφέρεται έτσι ώστε να γίνεται αρεστός στον κόσμο, κι επιπλέον να σέρνει μαζί του και μια γυναίκα, όπως λέει πάλι ο Παύλος: «Μήπως δεν έχουμε την εξουσία να σέρνουμε μαζί μας μια αδελφή γυναίκα, όπως κάνουν οι άλλοι απόστολοι και ο Πέτρος;» Λέει επίσης ο Παύλος: «Τέτοιοι άνθρωποι είναι ψευδαπόστολοι κι εργάζονται με δολιότητα». [Προς Κορινθ. Β' 11.13].
Αν λοιπόν έχει κυλιστεί ο Πέτρος μέσα σε τόσα κακά, όπως μαθαίνουμε, πώς να μην ανατριχιάσεις με την ιδέα ότι αυτός κρατά τα κλειδιά του ουρανού, αυτός λύνει και δένει, όντας ο ίδιος μπλεγμένος μέσα σε μυριάδες ατοπήματα!
ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
III, 30. Τι εννοεί ο Παύλος όταν λέει, «αν και ελεύθερος, υποδούλωσα τον εαυτό μου σε όλους για να τους κερδίσω όλους»; [Προς Κορινθ. A' 9.19] Και πώς γίνεται, από τη μια να λέει την περιτομή ακρωτηριασμό της σάρκας κι από την άλλη να περιτέμνει ο ίδιος κάποιον, ονόματι Τιμόθεο, στην πόλη Λύστρα, όπως μας αφηγούνται οι «Πράξεις των Αποστόλων»; [Πράξεις 16.3]
Για ετούτες τις βλακείες τού αξίζει ένα εύγε: στο θέατρο τέτοιου είδους απαγγελίες, κατάλληλα σκηνοθετημένες, προκαλούν το γέλιο. Με τέτοια τεχνάσματα δίνουν παραστάσεις οι ταχυδακτυλουργοί. Πώς μπορεί να είναι ελεύθερος κάποιος που υποδουλώνεται στους πάντες; Και πώς είναι δυνατό να κερδίζει τους πάντες με το μέρος του κάποιος που ικετεύει όλους το ίδιο;
Αν, όπως λέει κι ο ίδιος, είναι άνομος όταν βρίσκεται μαζί με ανόμους, και Ιουδαίος με τους Ιουδαίους και γενικώς με τον ίδιο τρόπο προσεγγίζει τους πάντες, τότε δεν είναι παρά δούλος της κακότητας και της πανουργίας του και ξένος προς την Ελευθερία: ένας επιφανής υπηρέτης της κακίας των άλλων, που διακονεί με ζήλο υποθέσεις αισχρές, κάποιος που συγχρωτίζεται με ανθρώπους που δεν έχουν νόμο και ενστερνίζεται κατά περίπτωση τις πράξεις τους.
Τέτοιες διδασκαλίες δεν μπορεί να είναι έκφραση ελεύθερης σκέψης και δεν μπορεί να προέρχονται από άνθρωπο ψυχικά υγιή. Αντίθετα, η βάση των συλλογισμών του δείχνει άνθρωπο θερμοκέφαλο με αρρωστημένο μυαλό. Γιατί αν συμβιώνει με παρανόμους και ταυτόχρονα αποδέχεται τον ιουδαϊσμό με τη μεγαλύτερη προθυμία και μετέχει και στα δύο, τότε έχει μπερδευτεί και με τα δύο και συγκαταλέγεται και στα δύο’ και τέτοια σφάλματα δεν συνηθίζονται από ανθρώπους καλλιεργημένους. Γιατί όταν κανείς απορρίπτει την περιτομή θεωρώντας ότι εκείνοι που την κάνουν θέλουν να εξυψωθούν πάνω από τους υπολοίπους, κι από την άλλη περιτέμνει ο ίδιος, τότε ο ίδιος επιρρίπτει στον εαυτό του βαριά κατηγορία: Αν ξαναχτίζω αυτά που εγώ ο ίδιος γκρέμισα, γίνομαι παραβάτης του εαυτού μου.
III, 31.Ο ίδιος ετούτος, ο περίφημος ρήτοράς σας, θαρρείς και ξέχασε τα προηγούμενα λόγια του, λέει στον χιλίαρχο ότι δεν είναι Ιουδαίος αλλά Ρωμαίος, ενώ πριν απ» αυτό είχε πει: «εγώ είμαι Ιουδαίος γεννήθηκα μεν στην Ταρσό της Κιλικίας μα ανατράφηκα πλάι στον Γαμαλιήλ και έμαθα επακριβώς τον νόμο των πατέρων μας» [Πράξεις 22.3]. Λέγοντας λοιπόν κάποιος, «είμαι Ιουδαίος» και «είμαι Ρωμαίος», δεν είναι ούτε το ‘να ούτε τ’ άλλο, επιθυμώντας να είναι και τα δυο.
Όταν κάποιος υποκρίνεται και παριστάνει ότι είναι κάτι άλλο απ» αυτό που είναι, τότε οι πράξεις του ενέχουν δόλο’ φορώντας μάσκα εξαπατά, κλέβει την αλήθεια και παγιδεύει το φρόνημα της ψυχής χρησιμοποιώντας ποικίλες μεθόδους εξαπάτησης, για να υποτάξει τους εύπιστους.
Άνθρωπος που ασπάζεται τέτοιες αρχές στη ζωή του, δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν άσπονδο και σκληρό εχθρό, που υποκρινόμενος ότι πιστεύει σε ξένες γνώμες, αιχμαλωτίζει τους πάντες και τους καθιστά δούλους με τρόπο απάνθρωπο. Αν ο Παύλος παριστάνει πότε τον Ιουδαίο, πότε τον Ρωμαίο, πότε τον παράνομο, πότε τον Έλληνα, και όποτε θέλει εμφανίζεται κατά περίσταση ως ξένος και εχθρικός προς κάποιο απ’ αυτά, τότε, μπαίνοντας μέσα σ’ όλα τα εκμηδενίζει όλα, διότι χαϊδεύοντας τα, υποκλέπτει τις αρχές που τα στηρίζουν.
Είναι λοιπόν ψεύτης δεν το κρύβει ότι είναι σύντροφος της ψευτιάς και περιττεύει η φράση του, «Την αλήθεια λέγω ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι». Γιατί αν προχτές προσποιόταν ότι πίστευε στον ιουδαϊκό νόμο και σήμερα ότι πιστεύει στο ευαγγέλιο, δικαίως θα θεωρήσουμε ότι ο βίος κι η πολιτεία ενός τέτοιου ανθρώπου είχαν χαρακτήρα ύπουλο και κακό.
III, 32. Από τα λεγόμενά του είναι φανερό πως η ματαιοδοξία τον σπρώχνει να παραστήσει ότι ακολουθεί το ευαγγέλιο κι η πλεονεξία ότι ακολουθεί το Νόμο: «Ποιος υπηρετεί στο στρατό με δικά του έξοδα; Ποιος βόσκει ποίμνη και δεν τρώει από το γάλα της ποίμνης;» [Προς Κορινθίους Α' 9.7]. Και για να ενισχύσει τα επιχειρήματα του, βάζει για συνήγορο της πλεονεξίας του τον νόμο: «Ή μήπως δεν τα λέγει αυτά και ο νόμος; Είναι γραμμένο στο νόμο του Μωυσή: «Δεν θα βουλώσεις το στόμα του βοδιού που αλωνίζει” Συνεχίζοντας, προσθέτει κάτι ασαφή και φλύαρα επιχειρήματα, προκειμένου να εμφανίσει τα ζώα στερημένα από την χάρη της θείας πρόνοιας: «Σάμπως νοιάζεται ο θεός για τα βόδια; Δεν μιλά αποκλειστικά για μάς; Διότι για μάς είναι γραμμένο.» [Προς Κορινθίους Α' 9.10].
Μου φαίνεται ότι λέγοντάς τα αυτά προσβάλλει τη σοφία του κτίστη, που δήθεν δεν προνόησε για τα πλάσματα που δημιούργησε από παλιά, διότι αν ο θεός δεν νοιάζεται για τα βόδια, τότε γιατί να είναι γραμμένο το, Όλα τα έθεσες κάτω από τους ορισμούς σου, πρόβατα και βόδια και κτήνη και ψάρια; Αν κάνει λόγο για τα ψάρια, πολύ περισσότερο θα πρέπει να ενδιαφέρεται για τα βόδια που οργώνουν και κοπιάζουν. Αυτά με κάνουν να θαυμάζω τον αγύρτη, που σπρωγμένος από την απληστία του μεταχειρίζεται το νόμο με τέτοιο σεβασμό, έχοντας κιόλας να λαβαίνει κάμποσες εισφορές από κείνους που τον υπάκουγαν.
III, 33· Στη συνέχεια, σα να τινάχτηκε απότομα ξυπνώντας από όνειρο, λέει: «Εγώ ο Παύλος καταθέτω ότι αν κάποιος εφαρμόσει έστω και ένα μέρος του νόμου, οφείλει να εφαρμόσει ολόκληρο το νόμο», αντί να πει ότι γενικά δεν είναι ανάγκη να τηρούμε τα όσα ορίζει ο νόμος. Αυτός ο καλύτερος των ανθρώπων, ο εχέφρων, ο συνετός, δασκαλεμένος με το νόμο των πατέρων του στην εντέλεια, αυτός που τόσες και τόσες φορές μνημονεύει ευνοϊκά τον Μωυσή, τώρα, θαρρείς και μέθυσε από το πολύ κρασί, αναιρεί το πρόσταγμα του νόμου, και μιλώντας στους Γαλάτες, «ΓΙοιος σας έχει βασκάνει», λέει, «και δεν υπακούτε στην αλήθεια;» —εννοώντας το ευαγγέλιο. [Προς Γαλάτας 3·1].
Και παρακάτω, χρησιμοποιώντας τρομακτική έκφραση και παρουσιάζοντας ως φρικτό πράγμα το να υπακούει κανείς στο νόμο, λέει: «Είναι καταραμένοι όσοι βασίζονται στα έργα του νόμου». Ο ίδιος, που γράφει στους Ρωμαίους, «Ο νόμος είναι πνευματικός», και αλλού πάλι, «Ο νόμος είναι άγιος και η εντολή του αγία και δίκαιη», όσους υπακούν στον άγιο νόμο τούς λέει καταραμένους! Τα κάνει άνω κάτω και συγχέει τα πάντα και τα συσκοτίζει τόσο, που όποιος τον ακούει σχεδόν ζαλίζεται, και σα να βαδίζει μες στη νύχτα συγκρούεται και με τα δυο, τη μια τσακίζεται πάνω στο νόμο, την άλλη πάνω στο ευαγγέλιο, μπερδεμένος εξ αιτίας της αμάθειας του καθοδηγητή του.10
ΙΙΙ, 34· ΓΙαρακολούθα τώρα τα λεγόμενα του σοφού. Ύστερα από τις μύριες αναφορές που έκανε στον ιουδαϊκό νόμο για να στηρίξει τα λόγια του, ακυρώνει τις θέσεις του λέγοντας: «Ο νόμος παρεισέφρυσε ώστε να πλεονάσουν τα παραπτώματα» [Προς Ρωμαίους 5·20], και πριν απ» αυτό: «Το κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία, και δύναμη της αμαρτίας είναι ο νόμος» [Προς Κορινθ. Λ' 16.56]. Με γλώσσα ακονισμένη σα μαχαίρι, ανελέητος, μέσα σε μια νύχτα κάνει το νόμο κομματάκια, αυτός που τόσες και τόσες φορές προέτρεπε τον κόσμο να πειθαρχεί στις εντολές του νόμου και ισχυριζόταν πως είναι αξιέπαινο το να ζει κανείς σύμφωνα με το νόμο. Και υιοθετώντας, από συνήθεια θαρρείς, τούτη την απαίδευτη γνώμη, ανατρέπει όλες τις θέσεις του.
III, 35. Όντως, ενώ απαγορεύει στους πιστούς να τρώνε κρέας θυσιασμένου ζώου, κατόπιν τους δασκαλεύει να μη νοιάζονται και να μην το ψάχνουν, αλλά να τρώνε, λέει, ακόμα και θυσιασμένα ζώα, αρκεί να μην τους το ‘χει πει κανείς από τα πριν! [Προς Κορινθ. Α' 10.28] [...] όπου ο Παύλος παρουσιάζεται να λέει: «Ό,τι θυσιάζουν, για τους δαίμονες το θυσιάζουν. Και δεν θέλω να γίνεστε εσείς σύντροφοι των δαιμόνων». [Προς Κορινθ. Α' 10.20] Κι ενώ τα λέει αυτά, πάλι, αδιαφορώντας για το αν θα φάνε, γράφει: «Ξέρουμε πως εκτός από τον ένα θεό κανένα είδωλο και κανένας θεός δεν υπάρχει στην πραγματικότητα», και λίγο παρακάτω, «Δεν είναι το φαγητό εκείνο που θα σας φέρει πλάι στο θεό: δεν θα υστερήσουμε αν δεν φάμε, ούτε θα ‘χουμε κανένα πλεονέκτημα αν φάμε». [Προς Κορινθ. Α' 8.8].
Τέλος, μετά από τόσα φλύαρα τεχνάσματα του λόγου, ξαπλωμένος θαρρείς στο κρεβάτι, μηρυκάζει: «Ό,τι πουλιέται στο χασάπικο να το τρώτε, χωρίς να εξετάζετε τίποτα κινούμενοι από λόγους συνειδήσεως. Γιατί του Κυρίου είναι η γη και όλα όσα βρίσκονται πάνω της».
Ω, τι θέατρο για το τίποτα! Ω, τι γλώσσα αλλόκοτη και αντιφατική! Τι φράσεις, που τραβούν μαχαίρι και αλληλομαχαιρώνονται! Τι καινοφανής τοξοβολία, που βάζει στόχο και χτυπά τον ίδιο τον τοξότη!
III, 36. Κάτι παρόμοιο με τα παραπάνω βρήκα και μες στις επιστολές του, όπου ο Παύλος, ενώ επαινεί την παρθενία, πάλι τα γυρίζει, και γράφει: «Στους μετέπειτα καιρούς, κάποιοι θα αποστατήσουν από την πίστη, διότι θα δίνουν προσοχή σε πνεύματα που θα τους παραπλανούν, θα τους εμποδίζουν να νυμφεύονται και θα επιβάλουν αποχή από κάποιες τροφές». [Προς Τιμόθεον Α' 4· 1] Και στην προς Κορινθίους επιστολή λέει: «Όσο για την παρθενία, δεν έχω εντολή από τον Κύριο».[7.25]
Επομένως, όποιοι μένουν παρθένοι ή δεν νυμφεύονται, δεν κάνουν καλά, γιατί πειθαρχούν σε οδηγίες κακόβουλων ανθρώπων, τη στιγμή που δεν έχουν λάβει από τον Ιησού πρόσταγμα να μείνουν παρθένοι. Πώς γίνεται, τώρα, κάποιες να παινεύονται για την παρθενιά τους, θαρρείς και πρόκειται για τίποτα σπουδαίο, και να λένε πως το μέσα τους, όμοια μ εκείνη που γέννησε τον Ιησού, είναι γεμάτο από άγιο πνεύμα;
ΚΑΤΑΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ
IV, 1. Τι εννοεί ο Παύλος λέγοντας ότι «παρέρχεται η μορφή του κόσμου τούτου»; Και πώς είναι δυνατό, «οι έχοντες να είναι ωσάν να μην έχουν» και οι «χαίροντες ωσάν να μην χαίρουν», [Προς Κορινθ. Α' 7.30], και όλες οι υπόλοιπες μωρολογίες του να γίνουν πιστευτές; Γιατί, πώς μπορεί ο έχων να γίνει ως μη έχων; Και πώς να γίνει πιστευτός ο χαίρων που θα συμπεριφέρεται ως μη χαίρων; Κι ακόμα, πώς είναι δυνατό να παρέλθει η μορφή του κόσμου ετούτου;
Ποιος θα τον μεταβάλει και για ποιο λόγο; Αν τον μετέβαλλε ο Δημιουργός, θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι διαταράσσει μια σταθερή και ασφαλή τάξη. Αν, πάλι, μεταβάλει το σχήμα του κόσμου προς το καλύτερο, κατηγορείται ότι δεν γνώριζε ποιο ήταν το κατάλληλο και πρέπον σχήμα του κόσμου όταν τον δημιουργούσε, και ότι του ‘λείπε η ανώτερη σκέψη, με αποτέλεσμα να φτιάξει έναν κόσμο γεμάτο ατέλειες.
Πώς, λοιπόν, μπορούμε να ξέρουμε ότι η φύση του κόσμου θα καταλήξει στο καλό, χάρη σε μετατροπές εκ των υστέρων; Και ποια θα είναι η ωφέλεια, αν μεταβληθεί η φυσική τάξη; Γιατί αν ο ορατός κόσμος είναι θλιβερός και αιτία για να λυπόμαστε, θα του τα ψάλλουμε για τα καλά του Δημιουργού και θα τον ζαλίσουμε με τις εύλογες επικρίσεις μας, ότι έχτισε ένα θλιβερό κόσμο που διαταράσσει τη λογική φυσική τάξη, και κατόπιν μετάνιωσε κι αποφάσισε να αλλάξει τα πάντα.
Μπας κι είναι αυτός ο λόγος που ο Παύλος δασκαλεύει τους έχοντες να σκέφτονται ως μη έχοντες, αφού και ο Δημιουργός του κόσμου, ενώ τον έχει, είναι σα να μην τον έχει και γι’ αυτό πάει να του αλλάξει τη μορφή; Κι όποιον χαίρεται, του λέει να μη χαίρεται, γιατί ο Δημιουργός δεν χαίρεται βλέποντας το κομψό και λαμπρό δημιούργημά του, πόσο μάλλον που επειδή στεναχωριέται πολύ, πήρε απόφαση να το αλλάξει και να το μετατρέψει ολωσδιόλου. Ας της χαρίσουμε λοιπόν ένα συγκρατημένο γέλιο ετούτης της φρασούλας του Παύλου.
IV, 2. Ας δούμε άλλο ένα ανόητο και γεμάτο πλάνες σόφισμα (του Παύλου), όπου ισχυρίζεται ότι, «εμείς που θα βρισκόμαστε ακόμα ζωντανοί κατά την έλευση του Κυρίου, δεν θα προηγηθούμε των νεκρών, διότι ο ίδιος ο Κύριος με παράγγελμα, με φωνή αρχαγγέλου και υπό τον ήχο σάλπιγγας Θεού, θα κατέβει από τον ουρανό και οι νεκροί εν Χριστώ θα αναστηθούν πρώτοι. Στη συνέχεια, εμείς οι ζώντες, ταυτόχρονα με τους νεκρούς θα αρπαχτούμε μέσα σ’ ένα σύννεφο, ώστε να συναντηθούμε με τον Κύριο στον αέρα, έτσι θα βρεθούμε πλάι στον Κύριο για πάντα.» [Προς Θεσσαλονικείς 4.15-17].
Αυτό το κυριολεκτικά ουρανομήκες, ψηλοκρεμαστό και υπερμεγέθες ψεύδος, ξεπερνά σε μπόι κάθε άλλο. Ακόμα και σε ζώο να το ξεφουρνίσεις, αυτό σε απάντηση θ’ αρχίσει να βελάζει και να κράζει δυνατά, άπαξ και καταλάβει ότι γίνεται λόγος για ανθρώπους με σάρκα και οστά ιπτάμενους σαν τα πουλιά ή πιασμένους από ένα σύννεφο!
Πόση ματαιοδοξία κρύβει όλος αυτός ο θόρυβος, για ζωντανά πλάσματα που μ’ όλο το βάρος του σώματος τους αποκτούν φυσικές ιδιότητες πουλιών με φτερά και διασχίζουν τον αέρα θαρρείς και ταξιδεύουν σε θάλασσα, έχοντας για όχημα τα σύννεφα! Μα και να μπορούσε να γίνει αυτό, θα ήταν τερατώδες και ξένο προς τους νόμους της φύσης.
Γιατί η δημιουργός φύση από την αρχή ακόμα όρισε για τα πλάσματα της χώρους που να τους αρμόζουν και κατάλληλους τόπους διαμονής, τη θάλασσα για κείνα που ζουν μες στο νερό, τη στεριά για τα χερσαία, τον αέρα για τα πτηνά και τον αιθέρα για τα ουράνια σώματα. Ένα απ» αυτά αν βγάλεις από τον τόπο διαμονής του, θα αφανιστεί μόλις βρεθεί σε ξένο χώρο. Ένα πλάσμα του νερού αν θελήσεις να το βάλεις με το ζόρι να ζήσει στη στεριά, το δίχως άλλο θα ψοφήσει, ένα στεριανό ζώο αν το βουτήξεις μες στο νερό θα πνιγεί και το πουλί δεν θα αντέξει αν του στερήσεις τον αέρα κι ένα ουράνιο σώμα δεν μπορείς να το μετατρέψεις σε γήινο.
Ποτέ μέχρι τώρα η ενεργός δράση του Θείου Λόγου δεν το διέπραξε ούτε και πρόκειται να το πράξει, παρ’ όλο που ο Θείος Λόγος έχει τη δύναμη να αλλάζει τη μοίρα των πλασμάτων. Γιατί οι πράξεις κι η θέλησή του δεν καθορίζονται από το τι μπορεί, αλλά είναι σύμφωνες με τη διατήρηση της αρμονίας και τη διαφύλαξη της φυσικής τάξης του κόσμου.
Ούτε, λοιπόν, τη στεριά, δεν θα την κάμει πλόιμη, αν βέβαια δεχτούμε ότι το μπορεί κάτι τέτοιο, ούτε τη θάλασσα τέτοια που να οργώνεται και να καλλιεργείται, ούτε την αρετή, όσο και να μπορεί, δεν πρόκειται να τη μετατρέψει σε κακία και αντιστρόφως, ούτε στον άνθρωπο πρόκειται να σώσει τα μέσα να γίνει πτηνό, ούτε θα φέρει τον ουρανό με τ άστρα και τη γη τα πάνω κάτω. Είναι λοιπόν ανόητο το να λες ότι οι άνθρωποι θα αρπαχτούν στον αέρα.
Μα εκεί που το ψέμα του Παύλου γίνεται καταφανές, είναι όταν λέει, «Εμείς οι ζωντανοί». Πέρασαν τριακόσια χρόνια από τότε που το είπε, και κανείς πουθενά, ούτε ο Παύλος ούτε κανείς άλλος δεν αναλήφθηκε στους ουρανούς. Αλλά ας αφήσουμε να τις σκεπάσει η σιωπή τούτες τις ανόητες κουβέντες του Παύλου.
IV, 3· Αξίζει να μνημονεύσουμε εκείνο που είπε ο Ματθαίος -θαρρείς και ζούσε πίσω από τον κόσμο, κλειδαμπαρωμένος μέσα σε κανένα μύλο: «Και θα κηρυχθεί», είπε, «το ευαγγέλιο της βασιλείας σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και τότε θα έρθει το τέλος.» [Ματθ. 24.14]. Να όμως που το ευαγγέλιο έχει ακουστεί ως και στο τελευταίο σοκάκι της οικουμένης, και οι πάντες, στα πέρατα του κόσμου έχουν λάβει γνώση, όμως δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, ούτε και θα έρθει ποτέ.
IV, 4· Ας δούμε κι εκείνα που ειπώθηκαν (από το θεό) στον Παύλο. «Ο κύριος παρουσιάστηκε νύχτα στον Παύλο μέσα από ένα όραμα και του είπε: «Μη φοβάσαι, μίλα ελεύθερα γιατί είμαι εγώ στο πλευρό σου, και κανείς δεν πρόκειται να σου επιτεθεί και να σε βλάψει».» Και μόλις συλλαμβάνεται στη Ρώμη, αποκεφαλίζεται ο πνευματώδης αυτός άνθρωπος, που έλεγε ότι «θα κρίνουμε τους αγγέλους»…
Μα και ο Πέτρος, που είχε αναλάβει την εξουσία να βόσκει τα αρνιά, [Ιωαν. 21. 17], καρφώθηκε πάνω στο σταυρό και ανασκολοπίστηκε. Κι άλλοι ομοϊδεάτες τους είτε κάηκαν είτε καταδικάστηκαν και έχασαν τη ζωή τους. Όμως αυτά δεν είναι άξια να θεωρούνται θέλημα του θεού, ούτε καν ενός ανθρώπου ευσεβούς, το να τιμωρείται απάνθρωπα ένα τέτοιο πλήθος για χάρη του και για την πίστη σ’ αυτόν, και να μην φανερώνεται αναστημένος όπως τον προσδοκούν.
IV, 5· Μπορεί κανείς να εντοπίσει κι άλλη μία ασαφή φράση του Ιησού, εκεί όπου λέει, «Προσέξτε μη σας παραπλανήσει κανείς. Γιατί πολλοί θα παρουσιαστούν μιλώντας επ’ ονόματι μου και θα πουν «εγώ είμαι ο Χριστός», και θα παραπλανήσουν πολλούς». |Ματθ.24-4-5]·
Ιδού: πέρασαν τριακόσια τόσα χρόνια και πουθενά δεν φάνηκε κανείς. Μήπως θα ισχυριστείτε ότι μιλούσε για τον Απολλώνιο Τυανέα, τον άνθρωπο εκείνο που είχε για κόσμημά του τη φιλοσοφία; Γιατί άλλον δεν έχει να βρείτε. Μόνο που ο Ιησούς δεν μιλά για έναν αλλά για πολλούς: «Θα εμφανιστούν πολλοί ψευδοπροφήτες και θα παραπλανήσουν πολύ κόσμο». [Ματθ. 24.11].
IV, 6. Χάριν αφθονίας, ας αναφερθεί και κείνο που έχει πει ο Πέτρος στην Αποκάλυψή τον.11 Περιγράφει πώς θα κριθεί και ο ουρανός ταυτόχρονα με τη γη: «Την ημέρα της κρίσεως», λέει, «η γη θα παρουσιάσει τους πάντες (ζώντες και νεκρούς) στο Θεό, και θα κριθεί μαζί με τον ουρανό που την περιέχει».
Κανείς δεν είναι τόσο αγράμματος και ανόητος ώστε να μην ξέρει πως τα γήινα πράγματα υπόκεινται σε αναστατώσεις κι ότι δεν είναι στη φύση τους η διατήρηση της ευταξίας αλλά τα διακρίνει η αστάθεια, αντιθέτως, στα ουράνια επικρατεί αιώνια τάξη που δεν μεταβάλλεται ποτέ ούτε κατά το ελάχιστο, ούτε και πρόκειται ποτέ να μεταβληθεί, γιατί η τάξη ετούτη είναι ένα τέλειο δημιούργημα του θεού. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να αποσυντεθούν οι δυνάμεις που συνέχουν τα μέρη εκείνα του σύμπαντος που αξιώθηκαν ένα ανώτερο πεπρωμένο, και που τα στεριώνουν νόμοι θεϊκοί και αμόλυντοι.
Άλλωστε, για ποιο λόγο να κριθεί ο ουρανός; Ποιαν αμαρτία έκανε που κάποτε θα φανερωθεί, ο ουρανός που εξ αρχής διατηρεί την τάξη που όρισε ως κατάλληλη ο θεός και αιωνίως παραμένει αμετάβλητος; Ως προς τι θα μπορούσε κανείς να διαβάλει τον ουρανό, ρητορεύοντας προς τον δημιουργό, ότι πρέπει κι ο ουρανός να περάσει από κρίση – θαρρείς και θα τις ανεχτεί ο κριτής τις αλλόκοτες αιτιάσεις ενάντια στο θαυμαστό και μέγα έργο του.
IV, 7· Και αμέσως παρακάτω, με περισσή ασέβεια ισχυρίζεται: «Και θα λιώσει η δύναμη του ουρανού και θα τυλιχθεί ο ουρανός σαν βιβλίο,* κι όλα τα άστρα θα πέσουν όπως πέφτουν τα αμπελόφυλλα και τα φύλλα της συκιάς».
Μα και του Ιησού η καυχησιολογία είναι αλλόκοτα αλαζονική και τερατωδώς ψευδολογική: «Ο ουρανός κι η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου όμως δεν θα παρέλθουν». Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι θα βρίσκαν τόπο να σταθούν οι λόγοι του Ιησού, αν δεν υπήρχαν πια η γη κι ο ουρανός; Κι έπειτα, αν ο Ιησούς έκανε τον ουρανό να καταπέσει, δεν θα διέφερε από τον χειρότερο βέβηλο που σκοτώνει τα ίδια του τα παιδιά το ομολογεί κι ο ίδιος ο «υιός» ότι ο θεός είναι πατέρας του ουρανού και της γης: «Πατέρα, κύριε του ουρανού και της γης». [Ματθ 11. 25].
Αλλά κι ο Ιωάννης ο βαπτιστής εξυμνεί τον ουρανό από αυτόν, λέει, μας έρχονται τα θεία χαρίσματα: «Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα, αν δεν του έχει δοθεί εξ ουρανού» [Ιωαν. 3-27] Οι προφήτες λέγουν ότι ο ουρανός είναι η άγια κατοικία του θεού: «Από την άγια κατοικία σου, στρέψε το βλέμμα σου και ευλόγησε τον λαό σου τον Ισραήλ» [Δευτερονόμιο 26.15]. Αν λοιπόν, «παρέλθει»ο ουρανός, που μας τον αναφέρουν για τόσο σπουδαίο και μέγα, πού θα βρίσκεται στο εξής ο θρόνος του κυβερνήτη του; Αφού, όπως λέει, «θρόνος μου είναι ο ουρανός και υποπόδιον των ποδιών μου η γη» και αν χαθεί κι η γη, τι θα ‘χει για υποπόδιο;
Αυτά όσον αφορά στην «παρέλευση» του ουρανού και της γης…
Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΚΑΙ Η ΑΣΑΦΕΙΑ
ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
IV, 8. Ψηλαφώντας τώρα μες στα σκοτάδια θαρρείς, ας εξετάσουμε άλλο ένα δόγμα, ακόμα πιο μυθώδες, που διατυπώνεται με τις παρακάτω φράσεις: «η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με σπόρο σιναπιού» κι ακόμα: «η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με προζύμι» και πάλι: «Μοιάζει με έμπορο που ψάχνει για ωραία μαργαριτάρια». [Ματθ.13.31-33,45-40]·
Τέτοια παραμυθάκια δεν λέγονται, όχι από άνδρες μα ούτε καν από ονειροπαρμένες γυναικούλες. Ναι μεν, όταν μιλά κανείς για μεγάλα και θεϊκά πράγματα, οφείλει να χρησιμοποιεί κοινά και ανθρώπινα παραδείγματα για να γίνεται πιο κατανοητός -όχι όμως τέτοια φτηνά και ανόητα παραδείγματα εκτός από ανάρμοστα και ρηχά εν σχέσει με τη σπουδαιότητα του πράγματος, δεν έχουν κανένα ξεκάθαρο και ευφυές νόημα. Κι όμως, θα έπρεπε να είναι απολύτως σαφή, αφού γράφτηκαν για νήπια και όχι για σοφούς ή γνωστικούς ανθρώπους.
IV, 9. Εδώ 0α πρέπει βέβαια να ξαναφέρουμε στο νου κι εκείνη την πληροφορία, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς λέει: «Σε εξυμνώ πατέρα, κύριε του ουρανού και της γης, διότι τα έκρυψες αυτά από τους σοφούς και τους ευφυείς και τα φανέρωσες στα νήπια», [Ματθ. 11. 25]‘ αλλά και στο Δευτερονόμιο υπάρχει γραμμένη η φράση: «Τα κρυμμένα για τον κύριο τον θεό μας και φανερά για εμάς».
Θα ‘πρεπε λοιπόν όσα έχουν γραφτεί για τα νήπια και τους ανόητους να είναι πράγματα ξεκάθαρα και διόλου αινιγματικά. Κι αν τα μυστήρια αποκρύπτονται από τους σοφούς ενώ αντιθέτως προσφέρονται με απλοχεριά στα νήπια και στα βρέφη που θηλάζουν, τότε καλύτερα να γίνουμε ζηλωτές της αμάθειας και του παραλογισμού. Αυτό ήταν το μέγα καθήκον του σοφού που κατέβηκε στη γη; Να κρύψει το φως της γνώσης από τους σοφούς και να το φανερώσει στους χαζούς και στα βρέφη;
IV, 10. Για να ‘μαστε δίκαιοι όμως, θα πρέπει από τα λεγόμενα του Ιησού να μελετήσουμε και κάτι πιο σοφό (και το λέω έτσι κατ’ ευφημισμόν): «Δεν έχουν», λέει, «ανάγκη από γιατρό οι υγιείς αλλά οι άρρωστοι». [Ματθ. 9. 12].
Τέτοιες απαγγελίες έκανε στα πλήθη ο Ιησούς εξηγώντας τον ερχομό του στον κόσμο. Αν λοιπόν στάθηκε αντιμέτωπος με την αμαρτία για χάρη των ανθρώπων που υποφέρουν απ’ αυτήν, όπως είπε, άραγε οι πατεράδες μας που είχαν ζήσει πριν απ’ αυτόν δεν υπέφεραν από αμαρτίες; Οι προγονοί μας δεν είχαν ανάγκη νοσηλείας; Αν πράγματι οι υγιείς δεν έχουν ανάγκη από γιατρό, κι αν ο Ιησούς δεν ήρθε να καλέσει τους δίκαιους αλλά τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν
-κι όπως λέει κι ο Παύλος, «ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς, που πρώτος ανάμεσά τους είμαι εγώ»-, αν έτσι έχουν τα πράγματα και καλείται ο παραστρατημένος και ο άδικος και θεραπεύεται ο άρρωστος, ενώ αντιθέτως δεν καλείται ο δίκαιος, τότε όσοι δεν κλήθηκαν ποτέ κι όσοι δεν χρειάστηκαν χριστιανική θεραπεία, θα ήσαν άνθρωποι δίκαιοι που δεν είχαν παραστρατήσει. Ακριβώς, λοιπόν, όποιος δεν χρειάζεται γιατριά γυρνά την πλάτη του στα κηρύγματα που απευθύνονται στους πιστούς και όσο περισσότερο τούς γυρνά την πλάτη τόσο πιο δίκαιος θα είναι και υγιής και διόλου παραστρατημένος.
IV, 19· Ήταν λογικό, ο Όμηρος να βάζει κάποιο φραγμό στην αντρειωσύνη των Ελλήνων -καθώς η ανδρεία τους ήταν μέρος της παιδεία τους-, και να τους υποχρεώνει να ησυχάζουν, ενώ παρουσιάζει τον Έκτορα να εκφράζει την αβάσιμη γνώμη του προς τους Έλληνες, σε έμμετρο λόγο: «Κρατηθείτε, Αργείοι, και σεις αγόρια της Αχαΐας, μη χτυπάτε, ένα λόγο έχει να σας πει ο Έκτορας με την αστραφτερή περικεφαλαία».
Έτσι τώρα κι εμείς καθόμαστε όλοι ήσυχα, γιατί ο διδάσκαλος των χριστιανικών δογμάτων υποσχέθηκε και διαβεβαίωσε ότι θα μας εξηγήσει τα σκοτεινά μέρη των γραφών. Λέγε, λοιπόν, φίλε, σ’ εμάς που σε παρακολουθούμε με προσοχή, τι εννοεί ο απόστολος Παύλος λέγοντας, «Τέτοιοι είσασταν μερικοί από σας» (πόρνοι, ειδωλολάτρες, μοιχοί, θηλυπρεπείς, αρσενοκοίται, κλέφτες, πλεονέκτες, μέθυσοι, υβριστές και άρπαγες),* «αλλά ελουσθήκατε, αγιασθήκατε και ελάβατε δικαίωση δια του ονόματος του κυρίου Ιησού Χριστού και δια του πνεύματος του θεού μας».
Πραγματικά απορούμε και αναρωτιόμαστε, πώς είναι δυνατόν, ένας άνθρωπος ύστερα από τόσα μολύσματα και τόση βρωμιά, με ένα λούσιμο να εμφανιστεί ξαφνικά καθαρός! Παρ’ ότι η ζωή του έχει κηλιδωθεί από την τόση βλακεία, κι από την πορνεία, τη μοιχεία, το πιοτό, την κλεψιά, την αρσενοκοιτία, τα φαρμακώματα και ένα σωρό φαύλα και βρωμερά πράγματα, και μόνο που θα βαπτιστεί και θα επικαλεστεί το όνομα του Χριστού, ελευθερώνεται και απαλλάσσεται απ’ το μίασμα με την ίδια ευκολία που το φίδι βγάζει το πουκάμισο.
Αν είναι έτσι, τότε ποιος δεν θα αποτολμήσει τα ακατονόμαστα, ποιος δεν θα κάνει πράγματα που με λόγια δεν περιγράφονται και στην πράξη δεν υποφέρονται, όταν ξέρει πως θα πάρει απαλλαγή για τα ολοφάνερα εγκλήματά του και μόνο που θα πιστέψει και θα βαφτιστεί, κι όταν περιμένει, παρ’ όλες τις πράξεις του, να τον συγχωρέσει εκείνος που θα κρίνει ζώντες και νεκρούς;
Με τον τρόπο αυτό, ενθαρρύνεται ο ακροατής να αμαρτήσει, δασκαλεύεται να κάνει άνομες πράξεις, μαθαίνει να απορρίπτει τη νομική παιδεία και να θεωρεί ότι η ίδια η δικαιοσύνη δεν έχει καμιάν ισχύ πάνω σε όσους αδικούν, έτσι εισάγεται στον κόσμο η ανομία και διδάσκεται ο άνθρωπος να μη φοβάται διόλου την ασέβεια, καθώς μ’ ένα του βάπτισμα βάζει κατά μέρος μυριάδες αδικήματα. Να ποιο είναι το αποτέλεσμα της πνευματώδους διδασκαλίας του Παύλου.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ
IV, 20. Ας εξετάσουμε με σαφήνεια το θέμα της «μοναρχίας του ενός και μόνου θεού» και της πολυαρχίας των θεών που εμείς λατρεύουμε -σα να μην ξέρεις το νόημα της λέξης μοναρχία. Γιατί μονάρχης δεν είναι ο μόνος υπάρχων, αλλά ο μόνος άρχων. Και προφανώς άρχει μεταξύ ομοφύλων ή ομοίων του. Ο βασιλιάς Αδριανός, λόγου χάρη, υπήρξε μονάρχης -όχι επειδή ήταν μόνος του, ούτε επειδή εξουσίαζε πρόβατα και βόδια, που άρχοντές τους είναι οι βοσκοί κι οι αγελαδάρηδες, υπήρξε μονάρχης επειδή βασίλευσε ανάμεσα σε ανθρώπους του ίδιου γένους. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένα θεό δεν θα ‘ταν σωστό να τον λέγαμε μονάρχη αν δεν ήταν ο άρχων των θεών. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να τιμήσει το θεϊκό και ουράνιο μεγαλείο όπως του αξίζει.
IV, 20. Κι αν εσείς ισχυρίζεστε ότι οι άγγελοι παραστέκουν το θεό κι είναι δίχως ανθρώπινα πάθη, άτρωτοι και αθάνατοι, οι άγγελοι τους οποίους εμείς ονομάζουμε θεούς επειδή βρίσκονται τόσο κοντά στη θεότητα, τότε γιατί να φιλονικούμε για το όνομα, αντί να θεωρούμε ότι η μόνη διαφορά βρίσκεται στο πώς τους αποκαλούμε; Τη θεά που οι Έλληνες καλούν Αθηνά οι Ρωμαίοι τη λένε Μινέρβα, ενώ οι Αιγύπτιοι κι οι Σύροι κι οι Θράκες τη λένε αλλιώς. Και φυσικά, το ότι διαφέρουν τα ονόματα δεν σημαίνει ότι αλλοιώνεται ή χάνεται η θεϊκή της ιδιότητα.
Είτε λοιπόν τους ονομάζει κανείς θεούς είτε αγγέλους, η διαφορά είναι ασήμαντη διότι, όπως μαρτυρείται, η φύση τους είναι θεϊκή. Ο Ματθαίος έγραφε: «Και σε απάντηση είπε ο Ιησούς: «είστε γελασμένοι, επειδή δεν γνωρίζετε τις γραφές ούτε την δύναμη του θεού. Διότι κατά την ανάσταση οι άνθρωποι ούτε νυμφεύονται ούτε παντρεύονται, αλλά είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό».» [Ματθ. 22. 30].
Είμαστε λοιπόν σύμφωνοι ότι οι άγγελοι μετέχουν της θείας φύσεως και βέβαια, όσοι αποδίδουν την πρέπουσα λατρεία στους θεούς, δεν πιστεύουν ότι ο θεός βρίσκεται μέσα στο ξύλο ή στην πέτρα ή στο χαλκό με τα οποία φτιάχνεται ένα ξόανο, κι ούτε θεωρούν ότι αν ακρωτηριαστεί ένα μέρος του αγάλματος μειώνεται η δύναμη του θεού. Οι πρόγονοι μας έφτιαξαν αγάλματα και ναούς για να τους υπενθυμίζουν την ύπαρξη των θεών και για να αφιερώνουν από το χρόνο τους όσοι επισκέπτονται τους ναούς και να στοχάζονται τον θεό με καθαρή την καρδιά, ή να προσέρχονται για να προσευχηθούν και να παρακαλέσουν τον θεό, ο καθένας για τις ανάγκες του.
Φτιάχνοντας κανείς την εικόνα ενός φίλου, δεν πιστεύει ότι ο φίλος βρίσκεται μες στην εικόνα ούτε ότι τα μέλη του σώματος του έχουν κλειστεί μες στη ζωγραφιά απλώς θεωρεί ότι μέσω της εικόνας δείχνει πόσο τιμά τον φίλο του. Κι όσο για τις θυσίες που προσφέρονται στους θεούς, ετούτες περισσότερο είναι μια εκδήλωση ευγνωμοσύνης από πλευράς των θρησκευόμενων παρά ένας τρόπος να τιμηθούν οι θεοί. Κι είναι πολύ φυσικό, τα αγάλματα τους να έχουν ανθρώπινη μορφή, μιας και ο άνθρωπος θεωρείται το ωραιότερο από όλα τα ζωντανά πλάσματα και εικόνα του θεού.
Χώρια που αυτό το δόγμα (της ανθρωπομορφίας) ενισχύεται και από άλλες περιγραφές (της Βίβλου) που μας διαβεβαιώνουν ότι ο θεός έχει και δάχτυλα, με τα οποία γράφει λέει η Βίβλος: «Και έδωσε στο Μωυσή δύο πλάκες γραμμένες με το δάχτυλο του θεού». Αλλά κι οι χριστιανοί, μιμούμενοι την αρχιτεκτονική των ναών μας, χτίζουν τεράστιους οίκους όπου μαζεύονται να προσευχηθούν, παρ’ όλο που τίποτα δεν τους εμποδίζει να το κάνουν αυτό μες στα σπίτια τους, αφού ο Κύριος τούς ακούει όπου και να βρίσκονται.
IV, 22. Μα κι αν ακόμα υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες άνθρωπος τόσο ελαφρόμυαλος που να νομίζει ότι οι θεοί ζουν μέσα στα αγάλματα, αυτή του η ιδέα θα ήταν πολύ πιο υγιής από εκείνου που πιστεύει ότι ο θεός χώθηκε μες στην κοιλιά της παρθένας Μαρίας, έγινε έμβρυο και μόλις γεννήθηκε τον φασκιώσανε, γεμάτο αίματα του πλακούντα και χολή, κι άλλα πολύ περισσότερο άτοπα.
IV, 23. Θα μπορούσα ακόμα να σου δείξω πως η τιμημένη λέξη «θεοί», υπάρχει και μέσα στο Νόμο του Μωυσή, που φωνάζει και γεμάτος σεβασμό νουθετεί τον ακροατή: «Μην κακολογήσεις τους θεούς, και μη μιλήσεις άσχημα για τον άρχοντα του λαού σου». Και βέβαια, δεν εννοεί άλλους θεούς, παρά τους δικούς μας και το καταλαβαίνουμε από την παρακάτω εντολή: «Δεν θα πορευτείς πίσω από τους θεούς». [Ιερεμ 7.6]. Και πάλι: «Εάν πορευτείτε και λατρεύσετε άλλους θεούς…» [Δευτερονόμιο 11.28]. Όχι μόνο ο Μωυσής αλλά και ο διάδοχος του ο Ιησούς (του Ναυή), μιλώντας για θεούς εννοεί αυτούς που τιμούμε εμείς δεν εννοεί τίποτα ανθρώπους.
Λέει στο λαό: «Και τώρα, φοβηθείτε Αυτόν και λατρέψτε μόνον Αυτόν και απαλλαγείτε από τους θεούς που λάτρεψαν οι πατέρες σας». Και ο Παύλος δεν κάνει λόγο για ανθρώπους μα για ασώματες υπάρξεις: «Κι αν ακόμα υπάρχουν οι λεγόμενοι θεοί και υπάρχει πολυαρχία θεών, είτε επί γης είτε στον ουρανό, για εμάς ένας είναι ο θεός και πατέρας από τον οποίο προέρχονται τα πάντα»’[Προς Κορινθ. Α' 8.5]
Να γιατί κάνετε μεγάλο σφάλμα που πιστεύετε ότι εξοργίζεται ο υπέρτατος θεός αν κάποιος άλλος επίσης αποκαλείται θεός, τη στιγμή που άνθρωποι που άρχουν και διαφεντεύουν υπηκόους και δούλους δεν νιώθουν φθόνο όταν αποκαλείται άρχοντας και κάποιος άλλος. Δεν είναι λοιπόν σωστό να νομίζετε ότι ο θεός είναι πιο μικρόψυχος από τους ανθρώπους.
‘Όμως αρκετά είπαμε για την ύπαρξη θεών και για τις τιμές που τους πρέπουν.
ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ
IV, 24. Ας μιλήσουμε πάλι για την ανάσταση των νεκρών. Για ποιο λόγο να κάνει τέτοιο πράγμα ο θεός; Γιατί να ακυρώσει με τόση ευκολία τους νόμους του που ορίζουν την αλληλοδιαδοχή των όντων και τη διατήρηση και μη εξαφάνιση των ειδών, και να θέσει εξ αρχής και να διατυπώσει άλλους νόμους; Άπαξ και αποφάσισε κάποια πράγματα ο θεός και τα διατήρησε επί τόσους αιώνες, είναι φυσικό αυτά να είναι αιώνια και να μην καταδικάζονται από το δημιουργό τους ούτε να καταστρέφονται -θαρρείς και τα ‘χει φτιάξει κανένας άνθρωπος κι είναι θνητά κατασκευάσματα κάποιου θνητού.
Συνεπώς θα ήταν παράλογο να επακολουθήσει η ανάσταση γενεών ολόκληρων που ‘χουν πεθάνει’ και μαζί με κάποιον που πέθανε πριν τρία χρόνια να αναστήσει και τον Πρίαμο και το Νέστορα που πέθαναν πριν χίλια χρόνια, και τους άλλους που έχουν πεθάνει ακόμα πιο πριν, από καταβολής του ανθρώπινου γένους. Κι αν καλοεξετάσει κανείς και το παρακάτω, θα βρει ολωσδιόλου ανόητη την ιδέα της αναστάσεως: πολλοί άνθρωποι, βέβαια, έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα και τα κορμιά τους φαγώθηκαν από τα ψάρια κι άλλοι τόσοι έχουν καταβροχθιστεί από θηρία και όρνεα.
Πώς είναι δυνατόν να επανέλθουν τα σώματα τους; Ας το ελέγξουμε αυτό πιο λεπτομερώς: κάποιος ναυαγεί, στη συνέχεια τον τρώνε τα μπαρμπούνια, κι οι ψαράδες που έπιασαν κι έφαγαν τα μπαρμπούνια κατόπιν σκοτώθηκαν και στη συνέχεια φαγώθηκαν από τα σκυλιά, και τα σκυλιά σαν ψόφησαν φαγώθηκαν εξ ολοκλήρου από κόρακες και γύπες. Πώς λοιπόν θα ξανασυντεθεί το σώμα του ναυαγού που αφανίστηκε περνώντας μέσα από τόσα ζώα;
Και πάλι, ένα νεκρό σώμα που κάηκε στη φωτιά κι ένα άλλο που κατέληξε να φαγωθεί από τα σκουλήκια, πώς είναι δυνατόν να ανασυσταθούν και να επανέλθουν στην αρχική τους μορφή; Μα θα μου πεις, ο θεός είναι δυνατό να το κάνει αυτό, πράγμα που δεν είναι αλήθεια. Δεν τα μπορεί όλα ο θεός. Δεν μπορεί να κάνει ώστε να μην έχει γεννηθεί ο ποιητής Όμηρος και να μην έχει γίνει η άλωση της Τροίας. Δεν θα μπορούσε, το δύο διπλασιαζόμενο να το κάνει πέντε ενώ είναι τέσσερα, ακόμα και να το ‘θελε.
Ούτε θα μπορούσε να γίνει ποτέ κακός ο θεός, ακόμα και να το ήθελε. Ούτε θα μπορούσε ποτέ να πέσει σε σφάλμα, διότι είναι αγαθός. Και δεν είναι από αδυναμία του που δεν μπορεί να γίνει κακός ή να πέσει σε σφάλμα. Διότι όσοι είναι από τη φύση τους προετοιμασμένοι και ικανοί για κάτι μα εμποδίζονται να το πράξουν, είναι φανερό ότι εμποδίζονται επειδή είναι αδύναμοι. Όμως ο θεός είναι εκ φύσεως αγαθός και όχι επειδή κάτι τον εμποδίζει να είναι κακός μα και χωρίς να εμποδίζεται, πάλι δεν μπορεί να γίνει κακός.
Ας σκεφτούμε και πόσο παραλογισμό κρύβει ετούτη η υπόθεση: τον ουρανό, που η θεσπέσια ομορφιά του ξεπερνά κάθε άλλη σύλληψη του νου, να τον αφήσει ο Δημιουργός να λιώσει και τα άστρα να πέσουν και τη γη να χαθεί και συγχρόνως να αναστήσει τα σαπισμένα και κατεστραμμένα κορμιά των ανθρώπων —ίσως αξιόλογων ανθρώπων μερικά—, κι άλλα που ακόμα και πριν το θάνατο τους ήσαν άχαρα, δύσμορφα και με φάτσες σιχαμερές. Μα ακόμα κι αν του ήταν εύκολο να τα αναστήσει ευπρεπισμένα, θα ήταν αδύνατο να χωρέσει η γη αναστημένους όλους όσους έχουν πεθάνει από καταβολής κόσμου.
ΣΚΟΡΠΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Ευσέβιος, Ευαγγελική προπαρασκευή VI, ι g·4:
Άκου λοιπόν τι ισχυρίζεται ο ΓΙορφύριος, κατά λέξη:
«Κάποιοι, αντί να κρατηθούν σε απόσταση από την αθλιότητα των ιουδαϊκών γραφών, προθυμοποιήθηκαν να προσφέρουν λύσεις, και κατέφυγαν σε ερμηνείες ασυνάρτητες και αταίριαστες με τα κείμενα, ερμηνείες από τις οποίες αυτό που τελικά βγαίνει δεν είναι τόσο μια σοβαρή απολογία υπέρ των ξενόφερτων δοξασιών, όσο η παραδοχή και ο έπαινος των δικών μας. Επικαλούμενοι τα θεία, καυχήθηκαν ότι τα λόγια που είπε ο Μωυσής με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ήσαν, λέει, αινίγματα και χρησμοί γεμάτοι κρυφά μυστήρια και αφού με την κενοδοξία τους κατάφεραν να εξαπατήσουν το κριτικό μέρος της ψυχής, από πάνω προσθέτουν και ερμηνείες.»
Στη συνέχεια, λέει κι άλλα:
«Ας κάνω λόγο για τον ανόητο τρόπο ενός ανθρώπου τον οποίο έτυχε να γνωρίσω όταν ήμουν ακόμα πολύ νέος, ενός ανθρώπου που και τότε ξεχώριζε πολύ αλλά και τώρα ακόμα ξεχωρίζει, χάρη στα συγγράμματα που άφησε πίσω του. Λέω για τον Ωριγένη, που η δόξα του έχει απλωθεί στους κύκλους των δασκάλων τούτων των θεωριών.
Όταν έγινε μαθητής του Αμμωνίου, που στα χρόνια τα δικά μας πρόσφερε πάρα πολλά στο χώρο της φιλοσοφίας, ο Ωριγένης απέκτησε μεν εμπειρία στα γράμματα επωφελούμενος σε μεγάλο βαθμό από το δάσκαλο του, από την άλλη όμως, ως προς τον τρόπο ζωής ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Αμμώνιος -χριστιανός μεγαλωμένος από γονείς χριστιανούς-, όταν άρχισε να σκέφτεται και καταπιάστηκε με τη φιλοσοφία, αμέσως άλλαξε και ακολούθησε ένα τρόπο ζωής σύμφωνο με τους νόμους, αντίθετα ο Ωριγένης, παρ’ ότι Έλληνας διαπαιδαγωγημένος με τις αρχές της ελληνικής παιδείας, εξώκειλε στο βαρβαρικό εγχείρημα’και στηρίζοντάς το ξεπούλησε και τον εαυτό του και το ταλέντο του.
Στον τρόπο ζωής ήταν χριστιανός και ζούσε παράνομα αλλά ως προς τις δοξασίες περί κόσμου και περί θεού, υποδύθηκε τον Έλληνα και έδωσε ελληνική χροιά σε ξένους μύθους. Δεν έπαψε να μελετά τον Πλάτωνα όπως και τα συγγράμματα του Νουμηνιου, του Κρόνιου, του Απολλοφάνους, του Λογγίνου, του Μοδεράτου, του Νικομάχου και των αξιόλογων πυθαγόρειων, χρησιμοποίησε και τα βιβλία του στωικού Χαιρήμονα καθώς και του Κορνούτου, και μαθαίνοντας τον τρόπο μετάληψης των ελληνικών μυστηρίων, επιχείρησε να τον ταιριάξει με τις ιουδαϊκές γραφές».
Αυτά έχει πει ο Πορφύριος στο τρίτο βιβλίο του έργου του κατά των χριστιανών…
Άποκριτικος II, 10:
Σε τι είχαν φταίξει ένα πλήθος άνθρωποι, ώστε να ακούσουν τον Ιησού να λέει, «Ως πότε θα ‘μαι μαζί σας, άπιστη γενιά; Ως πότε θα σας ανέχομαι;» [Ματθ. 17,17.2' Μαρκ. 9,19.2’’ Λουκ. 9,41.2], τη στιγμή που ένας μόνο τού ζήτησε μια χάρη, έστω κι αν έκανε λάθος που του τη ζήτησε; Για ποιο λόγο, τη στιγμή που ένας αξιοθρήνητος πατέρας έχει πέσει στα γόνατα ζητώντας του να θεραπεύσει το γιο του, ο Ιησούς αποκρίνεται επιτιμητικά όχι μόνο στον πατέρα μα και σ’ ολόκληρο το πλήθος; Δεν θα ‘πρεπε να δεχτεί ευνοϊκά το αίτημα κάποιου που συμπάσχει με το θύμα; Αντίθετα, ο Ιησούς βάζει τις φωνές στους ικέτες που τον παρακαλούν και εμφανίζεται να εκτοξεύει στο λαό προσβολές με τρόπο φανερά παράλογο.
Σεβεριανός: Λένε πολλοί, ιδιαίτερα εκείνοι που ακολούθησαν τον θεομίσητο Πορφύριο που έγραψε κατά των χριστιανών και απομάκρυνε πολλούς από το θείο δόγμα, λένε, λοιπόν: «Γιατί απαγόρεψε ο θεός την γνώση του καλού και του κακού; Έστω, απαγόρεψε το κακό. Γιατί όμως και το καλό; Γιατί λέγοντας «μη φάτε από το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού», θα τον εμποδίσει, λέει, να γνωρίσει το κακό. Γιατί όμως να τον εμποδίσει να γνωρίσει και το αγαθό;»
Quaestiones XIV et XV Gentilium ad Christianos; Harnack, Texte u. Unters. Bd. XXI, 4 [1901]:
Αν το δημιούργημα του θεού πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, εξ αιτίας της κακίας τίνος συμβαίνει αυτό; Του δημιουργού, του δημιουργήματος ή μήπως κάποιου αντιπάλου του πλάστη; Ό,τι και να υποθέσουμε, είναι προφανές ότι η κακία είναι του δημιουργού: αν το δημιούργημα οφείλει να καταστραφεί εξ αιτίας κάποιου εγγενούς ελαττώματος του, υπαίτιος είναι ο δημιουργός, που το έφτιαξε τέτοιο ώστε να απομένει εντός του κάτι κακό.
Αν υπάρχει κάποια εξωτερική δύναμη που εναντιώνεται στον δημιουργό, πάλι φταίχτης είναι ο δημιουργός, που αδυνατεί να υπερισχύσει πάνω στους αντιπάλους του. Αν πάλι αυτό οφείλεται σε κακία δική του, είναι φανερό ότι ο κακός είναι αυτός.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Πορφύριος και η εποχή του
Το 270 ο χριστιανισμός και η παραδοσιακή ρωμαϊκή θρησκεία βρίσκονταν σε πορεία σύγκρουσης. Πενήντα μόλις χρόνια αργότερα, ο χριστιανισμός θα έβγαινε νικητής από την αναμέτρηση -αλλαγμένος, οπωσδήποτε, αλλά αναμφισβήτητα πιο ισχυρός από κάθε άλλη επίσημα αναγνωρισμένη θρησκεία.
Οι στρατιωτικές επιτυχίες στην ανατολή γύρω στο 272 αποδόθηκαν από τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό στο θεό Ήλιο και στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ο Αυρηλιανός καθιέρωσε το συγκεκριμένο θεό (τον Αήττητο Ήλιο —Sol Invictus) ως Κύριο της αυτοκρατορίας: έχτισε ένα ναό προς τιμήν του, έκοψε νομίσματα που έφεραν την εικόνα του αυτοκράτορα να δέχεται τη βασιλική σφαίρα απευθείας από τον Δία και δημιούργησε μια νέα τάξη συγκλητικών-ιερέων αφιερωμένων στη λατρεία του.
Η εικόνα του Αήττητου Ήλιου χαράχτηκε από κει και πέρα στη θρησκευτική συνείδηση. Όπως αναφέρουν οι ιστορικοί της εκκλησίας Ευσέβιος [3] και Λακτάντιος, ο Μ. Κωνσταντίνος, πριν τη χη της Μουλβίας γέφυρας το 312, είδε σε ένα όραμα τα διασταυρωμένα ελληνικά γράμματα Χι και Ρω και ένα σταυρό πάνω στον δίσκο του ήλιου. Όπως περιγράφει ο Ευσέβιος, ο μελλοντικός αυτοκράτορας είχε διαβάσει τις λέξεις «in hoc [signo] vinces» («τούτω [σημείω] νίκα», όπου το σημείο-σύμβολο ήταν ο χριστιανικός σταυρός).
Όπως και ο Αυρηλιανός πριν από αυτόν, ο Κωνσταντίνος απέδωσε τον οιωνό στο Θείο Ον -που στην προκειμένη περίπτωση ήταν μια σύνθεση του Αήττητου Ήλιου και του χριστιανικού Θεού. Η αλληλογραφία του Κωνσταντίνου αποκαλύπτει πως δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα η διάκριση ανάμεσα στα δύο: τα νομίσματά του δήλωναν την αφοσίωσή του στο θεό Ήλιο, ωστόσο ο ίδιος δεν επανέλαβε τις διώξεις κατά των χριστιανών κι έτσι οι τελευταίοι τον θυμούνται ως ελευθερωτή τους.
Ωστόσο, η συμβολική δύναμη του ήλιου φαίνεται από το γεγονός ότι το 325, που βασίλευε ακόμα ο Κωνσταντίνος, οι χριστιανοί επίσκοποι στη Νίκαια ορίζουν τη δύναμη του Χριστού και τη σχέση του με το πατέρα θεό ως «φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού». Ακόμη πιο παραστατικά, ένα από τα πρώτα μωσαϊκά (του 300 μ.κ.ε. περίπου) γνωστό ως ο «Χριστός Ήλιος» στο μαυσωλείο κάτω από τον Άγιο Πέτρο στη Ρώμη δείχνει έναν ένδοξο Χριστό που έχει αφομοιώσει τα χαρακτηριστικά του θεού Ήλιου, στο αριστερό του χέρι κρατά μια σφαίρα και, όπως ο Απόλλωνας, οδηγεί μια άμαξα που τη σέρνουν άλογα, κλήματα περιβάλλουν την κεντρική μορφή -μια αναφορά στο ζωοδότη οίνο του Διόνυσου αλλά επίσης και στον Χριστό, την αληθή άμπελο. του οποίου τη «ζωή» κοινωνούν οι πιστοί στην ευχαριστία.
Επιστρέφουμε για λίγο στον Αυρηλιανό: ο αυτοκράτορας πιεζόταν στα τέλη της βασιλείας του να εξαπολύσει επίθεση κατά των χριστιανών και να επιβάλει τη λατρεία του θεού Ήλιου σε όλη την αυτοκρατορία.Φαινομενικά, επρόκειτο για μια εποχή όπου ανανεωνόταν η εμπιστοσύνη στη Ρώμη και στους θεσμούς της. Τα νομίσματα του Ιλλυριού στρατιώτη-αυτοκράτορα Πρόβου (276-282) προαναγγέλλουν την ένδοξη εποχή μιας αιώνιας Ρώμης και του προστάτη της, του Αήττητου Ήλιου. Σπάνια στο παρελθόν ήταν τόσο έντονη η επίκληση της βοήθειας των θεών για την εξασφάλιση μιας νέας αυγουστιανής εποχής ασφάλειας και ειρήνης.
Αυτή η ασφάλεια εδραιωνόταν εν μέρει από τις στρατιωτικές επιτυχίες του αυτοκράτορα, όμως η «αιώνια Ρώμη» χρειαζόταν και την υπεράσπιση των φιλοσόφων. Αυτή βρέθηκε στο πρόσωπο δυο μαθητών του νεοπλατωνιστή φιλόσοφου Πλωτίνου: του Πορφύριου από την Τύρο και του Αμέλιου, του παλαιότερου μαθητή στη σχολή του Πλωτίνου. (Ο Αμέλιος έδρασε από το 246 ως το 270 περίπου).
Ήδη μέσα από τα γραπτά του χριστιανού κατηχητή Ωριγένη από την Αλεξάνδρεια (και ιδιαίτερα το έργο του Κατά Κέλσου), ο νεοπλατωνισμός αναδυόταν ως ο συνδετικός κρίκος μεταξύ χριστιανισμού και εθνικής θρησκείας: Τα δυο «συστήματα» είχαν κοινά πιστεύω, αναμείγνυαν φιλοσοφικές αρχές με θρησκευτικά ιδεώδη, πίστευαν σε ένα σύμπαν καθοδηγημένο από τη θεία πρόνοια του υπέρτατου όντος (και από υποδεέστερους θεούς και ημίθεους, σύμφωνα με τους παγανιστές φιλοσόφους), αναγνώριζαν εξίσου τη δυνατότητα της ένωσης με το θείον ή τη μυστικιστική «εξύψωση» προς αυτό, και επίσης δέχονταν τη δύναμη της ενόρασης και της θεουργίας -της θεόσταλτης μαγικής δύναμης που επέτρεπε σε προφήτες και μάντεις να μιλούν με κύρος για πράγματα που κανείς ποτέ δεν έβλεπε.
Ο χριστιανισμός είχε εμποτιστεί με αυτές τις ιδέες από δυο πλευρές: (α) από τη διαμάχη με τους πλατωνίζοντες γνωστικούς[4] -κατά το δεύτερο και τρίτο αιώνα- και (β) από τον συνεχιζόμενο αγώνα του να αναπτύξει ένα φιλοσοφικό λεξιλόγιο κατάλληλο για την εποχή.
Από τον Κλήμη Αλεξανδρείας μέχρι και τον Αθανάσιο, το φιλοσοφικό εργαστήρι παραγωγής του λεξιλογίου αυτού ήταν η χριστιανική «ακαδημία» της Αλεξάνδρειας, που επεξεργαζόταν και χρησιμοποιούσε ένα αμάλγαμα ιδεών δανεισμένων από τον Πλάτωνα, τους στωικούς, τον Πυθαγόρα και άλλα μικρότερης εμβέλειας φιλοσοφικά συστήματα και λατρείες.
Όμως, παρ’ όλα τα κοινά σημεία, οι διαφορές μεταξύ της «επίσημης» φιλοσοφίας και των χριστιανών θεολόγων ήταν σημαντικές. Ανέκαθεν, οι χριστιανοί είχαν την τάση —όπως διατείνονταν και οι επικριτές τους— να ξεκινούν από «γεγονότα εξ αποκαλύψεως», και να χρησιμοποιούν τη φιλοσοφία όπου αυτό ήταν αναγκαίο ή βολικό.Πράγμα που σήμαινε ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός υπηρετούσε τα ιερά κείμενα, υπήρξαν φυσικά εκείνοι, και πάνω από όλους ο Ωριγένης, που αφιέρωσαν πολύ χρόνο στην προσπάθειά τους να συμφιλιώσουν το νόημα της αποκάλυψης με την άσκηση της φιλοσοφίας.
Τελικά όμως, στην προσπάθειά του να σώσει τη Βίβλο από τους ιστορικούς και φιλολογικούς περιορισμούς της, ο Ωριγένης έχασε το δρόμο κάπου ανάμεσα στους Γνωστικούς και τον Πλωτίνο. Τα προβλήματα που αναφύονταν από τα απλά νοήματα και την -βασιζόμενη στην κυριολεκτική σημασία των κειμένων- ερμηνεία της Βίβλου, έφερναν σε δύσκολη θέση κάθε χριστιανό με φιλοσοφικές διαθέσεις. («Πώς ήταν δυνατόν να ανυψωθεί ο Χριστός σε ένα βουνό τόσο ψηλό που να μπορεί να δει όλα τα βασίλεια του κόσμου; Δεν υπάρχει τέτοιο βουνό!»).
(σ.τ.μ. Ο όρος Γνωστικοί δηλώνει ένα πλήθος πρώιμων χριστιανικών κινήσεων κυρίως του 2ου αιώνα μ.κ.ε που αναμίγνυαν εσωτεριστικές δοξασίες με την βίβλο. Η εκκλησία τους καταδίκαζε ως αιρετικούς)
Σε τέτοιες στιγμές, ο Ωριγένης σχεδόν θυμίζει τους παγανιστές αντιπάλους του. Όμως για εκείνον, το δόγμα της Θείας Έμπνευσης καθιστά τη Βίβλο άτρωτη από τις «πραγματικές» της αντιφάσεις και πλάνες. Η Βίβλος είναι μια τεράστια αλληγορία, μια σειρά θείων παραδόξων, ένα βιβλίο γεμάτο μυστηριώδεις σημασίες. ΓΙώς αλλιώς θα μπορούσε να εκφραστεί το θεϊκό μυστήριο αν όχι με παραβολές και σύμβολα, που κάποιες φορές αποκλείουν την λογική εξήγηση; Η Βίβλος αποκάλυψε τα μηνύματά της στη χριστιανική ψυχή -που επίσης αποτελεί ένα μεγάλο μυστήριο-, η οποία ψυχή μπορεί να βοηθηθεί από τη φιλοσοφία έτσι ώστε να προετοιμαστεί να δεχτεί τη φώτιση.
Ο Ωριγένης προσπάθησε και απέτυχε να κάνει για το χριστιανισμό αυτό που οι πλατωνιστές (μεταξύ αυτών και ο Πορφύριος) είχαν κάνει με τον Όμηρο, δηλαδή, να μετατρέψει ένα πολυσχιδές λογοτεχνικό έργο σ’ ένα είδος θρησκευτικής αλήθειας. Μετά το θάνατο του οι προσπάθειές του καταδικάστηκαν ως αιρετικές.
Αποτέλεσμα της αποτυχίας του Ωριγένη να σφυρηλατήσει μια φιλοσοφική ασπίδα που θα κάλυπτε την πίστη των αποστόλων, ήταν να φτάσει σε επίπεδα οξείας εμπάθειας η διαμάχη μεταξύ «Αθήνας και Ιερουσαλήμ» -όπως είχε συνοπτικά ονοματίσει ο Τερτυλλιανός την αντιπαράθεση φιλοσοφίας και χριστιανικής διδασκαλίας. Για τους Ρωμαίους, ο χαρακτηρισμός της θρησκείας τους ως ειδωλολατρικής από τους χριστιανούς ήταν εξίσου προσβλητικός με την κατηγορία της αθεΐας που επέρριπταν οι εθνικοί στους χριστιανούς.
Αλληλοκατηγορίες για «θυέστεια γεύματα», αιμομιξίες και αχαλίνωτη ανηθικότητα εξαπολύονταν κι από τις δυο αντίπαλες πλευρές, ενώ συγχρόνως οι χριστιανοί κατηγορούνταν σε μόνιμη βάση για την έλλειψη pietas —υπακοής στη Ρώμη και στους θεσμούς της— και την αδιαφορία τους για τα πολιτικά τους καθήκοντα. Οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι όπως ο Αμέλιος (γύρω στο 270) επέκριναν τα ευαγγέλια για τη βαρβαρική τους προέλευση. Και παρά τους ισχυρισμούς του Ευσέβιου ότι ο Αμέλιος αξιολογούσε θετικά το χριστιανικό δόγμα του Λόγου όπως το εξέφρασε ο Ιωάννης (ι.ι-ι8: Έν αρχή ήν ο λόγος, και ό λόγος ήν προς τον θεόν, και θεός ήν ό λόγος…), ο ίδιος ο Αμέλιος δείχνει να το θεωρεί ως κλοπιμαίο από τη στωική διδασκαλία.
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
Τον Αμέλιο ως άγρυπνο «επιτηρητή» του χριστιανικού κινήματος διαδέχτηκε κάποιος που αναγνωρίστηκε ακόμα κι από τον χριστιανό Αυγουστίνο ως ο ικανότερος φιλόσοφος όλων: ο Πορφύριος από την Τύρο της εξελληνισμένης Φοινίκης, που αρχικά ονομαζόταν Μάλχος.
Οι αφηγήσεις για την καταγωγή του Πορφύριου είναι ιδιαίτερα συγκεχυμένες κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο μέρος στις χριστιανικές παραδόσεις που αφορούν στη ζωή του. Δύο συγγραφείς του 5ου αιώνα και ένας διακεκριμένος ιστορικός των αρχών του 20ου αιώνα (ο Γερμανός Harnack) πίστευαν πως ήταν αρχικά χριστιανός. Το συμπέρασμα εξαρτάται από το αν θα αναγνώσουμε στην αντιχριστιανική του πολεμική το ξεπούλημα ενός «αποστάτη του χριστιανισμού» είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να εξηγήσουμε τις εντυπωσιακές του γνώσεις των εβραϊκών και χριστιανικών πηγών.
Οι πατέρες της εκκλησίας από τον Ευσέβιο έως και τον Αυγουστίνο τρόμαζαν από τις προκλήσεις και τα επιχειρήματα του Πορφύριου -ο δε Μακάριος Μάγνης, ο πιο αξιόλογος αντίπαλος του, δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερη ευφράδεια κι είναι, θα λέγαμε, εντελώς ανίκανος να παίξει το ρόλο του Ωριγένη απέναντι στον Κέλσο του. Ο Κωνσταντίνος τον 4ο αιώνα και ο Θεοδόσιος τον 5ο, αποφάσισαν πως ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουν τις αντιρρήσεις του Πορφύριου ήταν να κάψουν τα βιβλία του. Κατά συνέπεια, η έκταση των γραπτών του κατά του χριστιανισμού παραμένει άγνωστη. Ό,τι γνωρίζουμε (βλέπε βιβλιογραφία που ακολουθεί) έχει σταχυολογηθεί από σκόρπιες αναφορές, παραθέσεις και παραφράσεις μέσα από τα κείμενα μιας στρατιάς εκκλησιαστικών συγγραφέων από τον 4ο αιώνα και μετά.
Όποια και να ήταν η καταγωγή του Πορφύριου (ο αρχαίος βιογράφος του, ο Ευνάπιος, τοποθετεί τη γέννησή του στην Τύρο το 233), ο φιλόσοφος στα νιάτα του γνώρισε την Παλαιστίνη, τη Συρία και την Αλεξάνδρεια. Οι γεωγραφικές γνώσεις του για την περιοχή τού επιτρέπουν να αμφισβητεί την περιγραφή ορισμένων σκηνών στα ευαγγέλια -για παράδειγμα, την ιστορία των Γαδαρηνών δαιμονισμένων-, που διαδραματίζονται σε περιοχές τις οποίες οι ίδιοι οι ευαγγελιστές ελάχιστα γνώριζαν.
Ήδη από την εποχή των διωγμών του αυτοκράτορα Δέκιου (γύρω στο 250), ο Πορφύριος ήταν άσπονδος εχθρός της νεαρής θρησκείας. Ο Ευσέβιος μάς λέει πως ο Πορφύριος είχε παρακολουθήσει τις ομιλίες του Ωριγένη στην Καισάρεια και είχε απογοητευτεί οικτρά από τις απόπειρες του διάσημου χριστιανού φιλοσόφου να συμφιλιώσει τις πλατωνικές αρχές με το χριστιανικό δόγμα: «Ενώ ήταν Έλληνας διαπαιδαγωγημένος με την ελληνική παιδεία, ο Ωριγένης εξώκειλε στο βαρβαρικό εγχείρημα. Και υποστηρίζοντας το ξεπούλησε τον εαυτό του και το ταλέντο του. Στον τρόπο ζωής ήταν χριστιανός και ζούσε παράνομα, αλλά ως προς τις ιδέες για τον κόσμο και τον θεό υποδύθηκε τον Έλληνα και έδωσε ελληνική χροιά σε ξένους μύθους»…
(Ώριγένης δε Έλλην εν ‘Έλλησιν παιδευθείς λόγοις, προς τό βάρβαρον εξώκειλεν τόλμημα ω δη φέρων αυτόν τε και την εν τοις λόγοις έξιν εκαπήλευσεν, κατά μεν τον βίον Χριστιανώς ζών και παρανόμως, κατά δε τάς περί των πραγμάτων και του θείου δόξας ελληνίζων τε και τα Ελλήνων τοις όθνείοις υποβαλλόμενος μύθοις. – Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία 6.19).
Ο Πορφύριος σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα πλάι στον Λογγίνο, για έξι χρόνια. Εκεί, όπως πολλοί λάτρεις της φιλοσοφίας πριν και μετά απ’ αυτόν, φλερτάρισε με διάφορες σχολές προτού στραφεί αποκλειστικά στο νεοπλατωνισμό. Στην Αθήνα εξέδωσε ένα έργο φιλολογικής κριτικής που πρόδιδε τις σοβαρές του ικανότητες στην ανάλυση κειμένων, τα λεγόμενα Ομηρικά Ζητήματα.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λογγίνος άλλαξε το όνομα του μαθητή του, κι από συριακό (Μάλκος = πρίγκηπας) το έκανε ελληνικό (Πορφύριος, από την πορφύρα, το πριγκηπικό χρώμα). Το 262 ή 263, γύρω στα τριάντα, κι αφού συνάντησε τον Πλωτίνο στη Ρώμη όταν ο Δάσκαλος ήταν εξήντα χρονών, ο ΓΙορφύριος αφοσιώθηκε στο νεοπλατωνισμό. Γύρω από το Δάσκαλο είχε σχηματιστεί ένας κύκλος πλουσίων, μορφωμένων και περιέργων -και των δυο φύλων- από τη Ρώμη αλλά και από τα πέρατα της αυτοκρατορίας. Όταν έφτασε στη Ρώμη, προς επίδειξη του πρόωρου φιλοσοφικού του ταμπεραμέντου, ο Πορφύριος κάθισε και έγραψε μια διατριβή κατά τον Πλωτίνου. Αφού την διάβασε, ο Πλωτίνος ανέθεσε το έργο της ανασκευής της στο μαθητή του Αμέλιο. Η περιγραφή αυτής της νεανικής «κόντρας» από τον ίδιο τον ΓΙορφύριο, μας βοηθά να κατανοήσουμε το ύφος της φιλοσοφικής επιχειρηματολογίας με την οποία, αργότερα και ανεπιτυχώς, οι χριστιανοί δάσκαλοι θα προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τα γραπτά του:
«Και εγώ, ο ΓΙορφύριος, του παρουσίασα μια γραπτή ανασκευή, όπου επιχειρούσα να αποδείξω ότι το νοητικό αντικείμενο έχει υπόσταση έξω από το νου. Εκείνος έβαλε τον Αμέλιο να τη διαβάσει και, αφού τη διάβασε, του είπε χαμογελαστός: «Δική σου δουλειά είναι, Αμέλιε, να λύσεις τις απορίες που του έχουν δημιουργηθεί από άγνοια των απόψεών μας». Και αφού ο Αμέλιος έγραψε ένα όχι μικρό βιβλίο, Προς τας του Πορφυρίου απορίας, έγραψα κι εγώ πάλι μιαν ανταπάντηση και ο Αμέλιος την αντέκρουσε κι αυτήν’ και μόλις την τρίτη φορά κατάλαβα, εγώ ο ΓΙορφύριος, τα όσα λέγονταν και άλλαξα γνώμη και έγραψα μια παλινωδία που τη διάβασα στη σχολή. Από τότε, λοιπόν, μου εμπιστεύτηκαν τα βιβλία του Πλωτίνου, κι εγώ από πλευράς μου προσπάθησα να φιλοτιμήσω τον δάσκαλο να γράφει πιο διαρθρωμένα και με περισσότερα λόγια.»
Πορφύριος, Περί του Πλωτίνου βίου, ΐ8.
Ο τρόπος αντιπαράθεσης (διατύπωση προτάσεων και στη συνέχεια ανασκευή τους) ήταν ο σωκρατικός τρόπος προσέγγισης της αλήθειας. Οι χριστιανοί δάσκαλοι όπως ο Ιουστίνος, ο Ωριγένης και ο Μινούκιος Φήλιξ είχαν από καιρό οικειοποιηθεί αυτό το στυλ αντιπαράθεσης, μόνο που οι αντίπαλοι τους ήσαν ήδη νεκροί (Κέλσος) ή φανταστικά πρόσωπα (ο Τρύφωνας του Ιουστίνου), πράγμα που τους καθιστούσε εύκολους αντιπάλους.
Όταν αργότερα ο ΓΙορφύριος στράφηκε κατά των χριστιανών, το έκανε με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο είχε προκαλέσει τον Πλωτίνο, το 263. Δυστυχώς δεν υπήρξε χριστιανός Αμέλιος να τον αναλάβει παρ’όλο που πολλοί προσπάθησαν: ο Ευσέβιος, ιστορικός της εκκλησίας, ο Ιερώνυμος, ο Μεθόδιος, ο Απολλινάριος της Λαοδικείας και ο Μακάριος Μάγνης έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν.
Ο Πορφύριος συμμετείχε σ’ έναν κύκλο μαθητών απ’ όλη την αυτοκρατορία, Ρωμαίων, Ελλήνων, Αράβων και Αιγυπτίων -πιθανότατα υπήρχαν μεταξύ τους και Εβραίοι. Οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του πάνω στις συνήθειες και στα έθιμα των διαφόρων λαών προέρχονται από τις συζητήσεις -επίσημες και μη- με τους συμμαθητές του. Ο δάσκαλος τους Πλωτίνος ζούσε λιτά, με τον αρχαίο τρόπο των περιπατητικών και είτε βρισκόταν στη Ρώμη είτε έλειπε «σε περιοδεία», φιλοξενούνταν σε σπίτια φίλων.
Πέθανε άπορος στο κτήμα ενός Άραβα που ονομαζόταν Ζήθας. Ο Πλωτίνος έζησε «σαν κάποιος που ντρέπεται για το κορμί του» υπέφερε από δυσπεψία που πρέπει να την είχε προκαλέσει η χορτοφαγική του δίαιτα, και αρνιόταν να μιλά για τον εαυτό του ή τις ανάγκες του. Το στυλ διδασκαλίας του Πλωτίνου συνδύαζε τη συστηματικότητα με την έλλειψη συγκρότησης: ξεκινούσε ερμηνεύοντας τον Πλάτωνα, περνούσε στον Αριστοτέλη, κατόπιν στις μεταξύ τους αποκλίσεις, θεωρώντας αυτή την ανάλυση ως «θεμελιώδες μάθημα» φιλοσοφίας. Εν συνεχεία, συζητούσε για τους στωικούς, τους περιπατητικούς και τους «μοντέρνους», πιθανώς συμπεριλαμβάνοντας τις διδασκαλίες των χριστιανών (είχε υπ όψιν τους γνωστικούς, τουλάχιστον), τους οποίους θεωρούσε «παράλογους»:
[οι χριστιανοί] ενώ καταφρονούν ετούτο εδώ το δημιούργημα κι ετούτη τη γη, διακηρύσσουν πως γι’ αυτούς έχει φτιαχτεί μια άλλη γη στην οποία και θα μεταβούν μόλις πεθάνουν. Αυτή η νέα γη [πιστεύουν] πως είναι ο Λόγος του δικού μας κόσμου [το ουράνιο αρχέτυπο του]. Κι όμως, τι καλό περιμένουν να τους συμβεί μέσα σ’ ένα κόσμο που αποτελεί αρχέτυπο ενός κόσμου τον οποίο μισούν;
( Άλλα ού τιμώντες ταύτην την δημιουργίαν ουδέ την δε την γήν, καινήν αύτοίς γήν φασι γεγονέναι, εις ην δη έντεύθεν άπελεύσον- ται’ τούτο δε λόγον είναι κόσμου. Καίτοι τι δει αύτοίς εκεί γενέσθαι εν παραδείγματι κόσμου, ον μισούσι; ) Έννεάς 2, 9-5′ πρβ. Αποκριτικός II, 12-15.
Η θεωρία του κάλλους αυτού του κόσμου και ο παραλογισμός της χριστιανικής διδασκαλίας στο επίπεδο της μεταφυσικής έμελλε να αποτελέσει ένα από τα κύρια θέματα του Πορφύριου στο Κατά Χριστιανών.
Το κλίμα στον κύκλο του Πλωτίνου ήταν έντονα αντιχριστιανικό, αν και ο ίδιος ο Δάσκαλος ήταν έμμεσα και όχι ανοιχτά εχθρικός. Έθετε ζητήματα βασισμένα σε προσεκτική ανάγνωση των σχετικών κειμένων, έθετε περιστασιακά ερωτήματα, εμβάθυνε, κέντριζε και παρακινούσε τους μαθητές, ώσπου να βεβαιωθεί ότι το νόημα του κειμένου -και τα συναφή ζητήματα- είχαν γίνει σαφή και πλήρως κατανοητά. Υπό το πρίσμα της σωκρατικής μεθόδου, το χριστιανικό στυλ φάνταζε σαφώς μη σωκρατικό, μιας και στηριζόταν σε εντολές του τύπου «πίστευε και μη ερεύνα». Τη χριστιανική «αλήθεια» συνιστούσαν κάποιες αποκαλυπτικές προτάσεις που αναζητούσαν φιλοσοφική νομιμοποίηση, ο χριστιανισμός ήταν δογματικός ενώ ο πλατωνισμός ήταν δυναμικός.
Ο Πορφύριος διέπρεψε στην εκμάθηση της μεθόδου του Δασκάλου του και αρκετές φορές διακρίθηκε και τιμήθηκε ιδιαιτέρως. Στις 7 Μαΐου, ο στενός κύκλος γιόρταζε τα γενέθλια του Πλάτωνα -μέρα αξιομνημόνευτη για τους νεοπλατωνικούς- διοργανώνοντας συμπόσιο, ένα φαγοπότι που πάντα περιλάμβανε διαγωνισμούς ρητορικής και τραγουδιού. Τουλάχιστον σε μια περίπτωση, ο ΓΙορφύριος κέρδισε μια διάκριση, για το φιλοσοφικό του ποίημα «Ουράνιος Γάμος», που ήταν ένας ύμνος στο πλατωνικό ιδανικό του κάλλους’ στο ποίημα μνημονευόταν το Συμπόσιο.
Δυο λόγια θα πρέπει να αφιερώσουμε στη διδασκαλία του Πλωτίνου όπως μας την μετέφερε ο ΓΙορφύριος στις Εννεάδες. Από τον Πλάτωνα ο Πλωτίνος άντλησε την πεποίθηση πως μόνη πραγματική γνώση είναι η γνώση της ιδεώδους μορφής ενός υλικού πράγματος.
Η φιλοσοφία -και όχι οι διάφορες μυστηριακές θρησκείες- είναι το μέσον για να απελευθερωθεί κανείς από την καταπίεση του υλικού κόσμου των ανθρώπων -που προσλαμβάνεται ως ένας κόσμος καταστροφής, βασάνων, πολέμου και πείνας, αρρώστιας και θανάτου-, αλλά επίσης και ως ένας κόσμος όπου λάμπει η αλήθεια και όπου οι φθαρτές εικόνες αποκαλύπτουν τα ιδεώδη αρχέτυπά τους.
Όπως και ο Πλάτων, ο Πλωτίνος πίστευε πως η ανθρώπινη ψυχή ερχόταν από ψηλά και εμπεριείχε συγκεκριμένες «πληροφορίες» [δυνάμεις] από τον κόσμο των ιδεών. Όταν βυθίζεται στον υλικό κόσμο, έναν κόσμο όχι τόσο του «είναι» όσο του «γίγνεσθαι», η ψυχή μπερδεύεται, ταράζεται και παρεμποδίζεται από το γεγονός ότι είναι ενσώματη ( Έννεάς 4, 1.8′ 4 I 4)· Η ψυχή πρέπει να μάθει να αντιστέκεται στις δυνάμεις που δρουν στον κόσμο. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μέσω «της πάλης προς τα επάνω» τα μάτια της ψυχής στρέφονται, από τις συγχύσεις του ευμετάβλητου κόσμου, προς την αμετάβλητη τελειότητα του κόσμου των ιδεών.
Αυτή η διαδικασία, ωστόσο, είχε περισσότερα πρακτικό παρά μυστικιστικό χαρακτήρα. Ξεκινούσε με την αποσαφήνιση απλών και καθημερινών εννοιών («Τι εννοεί ο Πλάτων με τον όρο «ιδέα»;») περιλάμβανε μια διδασκαλία που στόχευε στην αναμόρφωση των επιθυμιών μας (εφ’ όσον το σώμα φυσιολογικά έλκεται από το ευμετάβλητο και το υλικό) και κατέληγε σε συμπεράσματα μέσα από έναν τέλειο χειρισμό της τεχνικής της διαλεκτικής φιλοσοφίας όπως διδασκόταν στη νεοπλατωνική σχολή.
Το τέλος (ο τελικός σκοπός) της γνώσης είναι η αλήθεια, αν και θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει και «θεό». Αυτός ο «θεός» δεν είναι ο χριστιανικός θεός, ούτε καν η χριστιανική ιδέα για το θεό. Οι χριστιανοί θεολόγοι από τον δεύτερο αιώνα και μετά έχουν παρερμηνεύσει τον Πλάτωνα (όπως παρερμήνευσαν και τον Πλωτίνο και τον Πορφύριο) πάνω σ’ αυτό το θεμελιώδες ζήτημα.
Αυτή η σύγχυση προκύπτει, όπως παρατήρησε κάποτε ο Etienne Gilson, διότι «μετά από τόσα χρόνια χριστιανικής σκέψης έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολο για μας να φανταστούμε έναν κόσμο όπου οι θεοί δεν είναι η ύψιστη πραγματικότητα, όπου η υπέρτατη αλήθεια δεν είναι ένας θεός» (Erienne Gilson, Θεός και Φιλοσοφία, 1941 σελ. 27).
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι θεοί ήταν κατώτεροι από τις ιδέες. Ο ήλιος, για παράδειγμα, εθεωρείτο από τον Πλάτωνα -όπως και από τον Μ. Κωνσταντίνο και από τη νεαρή εκκλησία— ότι είναι θεός. Κι ωστόσο, στη φιλοσοφία του Πλάτωνα ο ήλιος, που είναι ένας θεός, είναι τέκνο του Αγαθού, το οποίο δεν είναι θεός. Οι θεοί ήταν ζωντανά πλάσματα που ζούσαν ως άτομα, καταληπτοί, απαραίτητοι και αιώνιοι (με την έννοια ότι δεν ήσαν θνητοί) δεν ήσαν όμως οι αναλλοίωτες και απαράλλαχτες ιδέες (πρβ. Πλωτίνος, Έννεάς 6, 1.3).
Επίσης, ο τρόπος που κατανοούσε ο Πλωτίνος την ψυχή ερχόταν σε αντίθεση με τη χριστιανική θεωρία για το θεό. Ένας ουράνιος ερως (έλξη) κατοικοεδρεύει σε κάθε ανθρώπινη ψυχή -μια φυσική αλλά δυσλειτουργική επιθυμία να ανέλθει προς τα πάνω. από το ένα επίπεδο στο άλλο, προς την τελειότητα των Ιδεών και μακριά από τις ατέλειες που την περιορίζουν.
Η εξύψωση μετατρέπει ολοένα την ανθρώπινη ψυχή σε θεϊκή της δίνει θεϊκό χαρακτήρα, με την έννοια ότι η ψυχή σταδιακά απαλλάσσεται από τα μέρη εκείνα που σφετερίζεται η θνητότητα του ανθρώπου, και γίνεται σαν τους θεούς. Κατά βάση, αυτός ο στόχος -η εξύψωση- είναι κάτι το πρακτικό, αν και η γλώσσα με την οποία εκφράζεται είναι εκείνη των ελληνικών μύθων. Η «εξύψωση» γίνεται μέσω του νου, εξύψωση, σε φιλοσοφική διατύπωση, είναι η διεύρυνση της κατανόησης. Η διαλεκτική σκέψη οδηγεί στην κατανόηση: αρχικά του καταληπτού και κατόπιν του θεϊκού, του πρωταρχικού.
Χάρη στην ενόραση, η ψυχή που κατακτά αυτή τη βαθειά γνώση νιώθει πως ενώνεται με το θεϊκό φως αλλά γνωρίζει επίσης πως δεν είναι παρά μόνο ένα μέρος αυτού του φωτός. Η εξατομίκευση (συνεπώς και η χριστιανική ιδέα του προσωπικού θεού- δημιουργού, η ιδέα της ανάστασης της σάρκας και της σωτηρίας της ατομικής ψυχής) είναι το ακριβώς αντίθετο αυτής της αντίληψης.
Στους οπαδούς του Πλωτίνου άρεσε να τραγουδούν ένα αρχαίο ελληνικό τραγούδι, που στις μέρες τους συνέχιζαν να διδάσκουν οι στωικοί φιλόσοφοι, ένα τραγούδι που υμνούσε την ομορφιά αυτού του κόσμου που στο κάτω-κάτω αποτελούσε σημείο εκκίνησης για την ανύψωση του νου προς το βασίλειο των Ιδεών.
Ο Πλωτίνος, λοιπόν, επέμενε να τραγουδούν οι μαθητές του αυτό το τραγούδι για να υπερασπίζονται τη διδασκαλία του από τη βάρβαρη αντίληψη των χριστιανών ότι αυτός ο κόσμος ήταν ένας αξιοκαταφρονητος τόπος -άποψη που κατά παράδοξο τρόπο δεν την είχαν αντλήσει από τη Βίβλο αλλά από τη δική τους ιδιόρρυθμη ερμηνεία του Πλάτωνα (πρβ. Έννεάς, 2, 3.5 i ·4’3-9 4-9, κλπ.).
Πιθανόν να υπερεκτιμούμε το χρέος του Πορφύριου στον Πλωτίνο, όμως η επίδραση του γέρου δάσκαλου στο μαθητή του μοιάζει να άγγιξε τα όρια του θρησκευτικού προσηλυτισμού. Ο Πορφύριος το αναφέρει αυτό στο έργο του Περί του Πλωτίνου βίου. Με τη διδασκαλία του ο Πλωτίνος προσέλκυε ολόκληρες οικογένειες. Ετοιμοθάνατες γυναίκες παρέδιδαν τα παιδιά τους στη φροντίδα του δασκάλου, που βρέθηκε να προστατεύει πολλά παιδιά αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα το ρόλο του κηδεμόνα, του δάσκαλου της φιλοσοφίας και του έμπιστου φίλου.
Ο Πλωτίνος κέρδισε την εμπιστοσύνη των συγκλητικών και των πολιτικών σε τέτοιο βαθμό που μετά από είκοσι έξι χρόνια διδασκαλίας στη Ρώμη -πόλη που δεν φημιζόταν ιδιαίτερα για τη φιλανθρωπία και την επιείκειά της-, δεν είχε ούτε έναν εχθρό μεταξύ των πολιτικών της. (Π.Π.Βίου Ι5’9′ πρβ· Ευσέβιου Ευαγγελική προπαρασκευή 10.3)
Όταν ο Πλωτίνος πέθανε μετά από μακροχρόνια ασθένεια, επικεφαλής της σχολής στη Ρώμη μπήκε ο ΓΙορφύριος, όμως δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την επιβίωσή της. Αφού για ένα διάστημα φλερτάρισε με τη μαντεία και προσπάθησε να δώσει φιλολογικού χαρακτήρα ερμηνείες σε χρησμούς και προφητείες μαντείων, στη συνέχεια ανέλαβε να εξηγήσει το φαινόμενο της ποικιλομορφίας των ανθρώπινων αντιλήψεων για το θεό.
Οι Εικόνες των θεών (έργο που έχει χαθεί αλλά μας είναι γνωστό από μεταγενέστερες αναφορές), είναι ένα από τα πρώτα απομυθοποιητικά έργα του, όπου ο Πορφύριος βλέπει τους θεούς ως σύμβολα των δυνάμεων που δρουν μες στη Φύση και διαμέσου αυτής. Ο Δίας θεωρείται ως η υπέρτατη δύναμη, η ζωντανή ουσία του σύμπαντος, που η δημιουργία του υπήρξε μια έκφραση του θεϊκού νου. Οι αστερισμοί και τα ουράνια σώματα είναι «αποκαλύψεις» των θεών στην ολότητά τους: «βιβλία» που μπορεί κανείς να διαβάσει και να πληροφορηθεί για αυτούς.
Ενώ σ’ ένα πρώτο επίπεδο, αυτή η «θεολογία» θυμίζει τη γνωστή πλατωνίζουσα χρήση των εικόνων ως μεταφορών ή σκιών από τον κόσμο της έσχατης πραγματικότητας, κάτι που συνηθιζόταν στους χριστιανικούς κύκλους, ο Πορφύριος κατανοεί το μύθο από ιστορική σκοπιά: οι μύθοι αποτελούσαν παραβολές της φιλοσοφικής αλήθειας.
Στον χριστιανισμό ο μύθος ήταν η αλήθεια. Σύμφωνα με τον πορφυριανό μύθο, η ψυχή κατέρχεται ως αστρικό στοιχείο και στη διάρκεια της κατάβασής της μέσω του σύμπαντος αποκτά όλο και μεγαλύτερη μάζα. Ακόμη και μετά από το θάνατο και την αποσύνθεση του σώματος, η ψυχή είναι καταδικασμένη να εισχωρήσει σε καινούρια σώματα τα οποία καθιστούν αδύνατη την άνοδό της.
Η θρησκεία προσφέρει μια «θεωρητική» λύση: διδάσκει πως το σώμα μπορεί να εξαγνιστεί μέσω τελετουργιών μαγικού χαρακτήρα, όπως οι καθαρμοί και το βάπτισμα -προσπάθειες να εξορκιστούν οι δαίμονες ή να κερδηθούν ως σύμμαχοι για να εξασφαλιστεί η μερική άνοδος ή η απόδραση της ψυχής από τις δυνάμεις που διέπουν τον κόσμο. (πρβ. Παύλο, Προς Κορινθίους Β’ 12.2- 4).
Ο Πορφύριος σύστηνε την πίστη στο θεό ως μια αγνή πνευματική αρχή και ως λόγο αρετής γιατί θεωρούσε ευεργετική για τον άνθρωπο την εξύψωση προς το θεϊκό νου: «Θα τιμήσεις με τον καλύτερο τρόπο το θεό, όταν εξομοιώσεις τη σκέψη σου με τη δική του, κι αυτό μονάχα με την άσκηση της αρετής μπορείς να το καταφέρεις. Γιατί μόνον η αρετή μπορεί να εξυψώσει την ψυχή και να τη φέρει κοντά σ’ αυτό που της είναι συγγενικό. Μετά το θεό, μεγάλη είναι μόνον η αρετή.»
[και τιμήσεις μεν άριστα τον θεόν, όταν τω θεώ την σ αυτής διάνοιαν ομοιώσης, ή δε όμοίωσις εσται διά μόνης αρετής, μόνη γάρ αρετή την φυχήν άνω έλκει και προς το συγγενές: και μέγα ουδέν άλλο μετά θεόν ή άρετή. -Πορφύριος, Επιστολή στη Μαρκέλλα i 6].
Παρ’ ότι η γλώσσα του Πορφύριου μπορεί συχνά να ακούγεται «χριστιανική» -κάτι που ενοχλούσε πολύ τον Αυγουστίνο, ο οποίος κατέληξε πως ο φιλόσοφος είχε πάντα δίκιο κατά το ήμισυ, άρα είχε εντελώς άδικο—, γίνεται φανερό μετά από σχολαστική διερεύνηση πως και ο Πορφύριος δυσφορούσε με τους χριστιανούς ακριβώς για τους ίδιους λόγους.
Σε μια γλώσσα που προαγγέλλει τον Αυγουστίνο, ο Πορφύριος μάς λέει πως η ψυχή που αναζητά το θεό είναι διαρκώς ανήσυχη, όμως, αντίθετα με τον χριστιανό επίσκοπο, ο Πορφύριος θεωρεί ότι αυτή τη λαχτάρα την έχει μόνο ο Σοφός, και ότι ο Θεός τιμάται καλύτερα από εκείνον που τον γνωρίζει καλύτερα. Κι αυτός μπορεί να είναι, φυσικά, μόνον ο Σοφός, ο οποίος μέσω της σοφίας του βρίσκεται πάντα κοντά στο θεό:
«Ο σοφός τιμά τον θεό ακόμα και σιωπώντας ενώ ο αμαθής, ακόμα και προσευχόμενος, ακόμα κι όταν κάνει θυσίες μολύνει το θείον», (ψυχή δε σοφού αρμόζεται προς θεόν, άει θεόν ορά, συν εστίν άει θεώ… σοφός γάρ άνήρ και σιγών τον θεόν τιμά. άνθρωπος δε άμαθης και ευχόμενος και θυων μιαίνει το θείον. -ΓΙορφ. Επιστ. στην Μαρκέλλα ι γ).
Όπως οι χριστιανοί δάσκαλοι από τον Τερτυλλιανό και μετά, που δίδαξαν πως η ανθρώπινη αμαρτία είναι ένα εμπόδιο στη γνώση του θεού (μια συσκότιση της λογικής), πράγμα που καθιστά απαραίτητη την αποκάλυψη που οδηγεί στη σωτηρία (δηλαδή, καθιστά απαραίτητη τη θεϊκή παρέμβαση για το ξεπέρασμα του φυσικού εμποδίου), ο Πορφύριος έβλεπε την αμαρτία ως επιλογή που κάνουν οι ανόητοι αντί της αρετής και κατά συνέπεια αυτό που τους κάνει μη σοφούς. «Ο θεός δίνει το κύρος ενός θεού στο σοφό άνθρωπο και ο άνθρωπος εξαγνίζεται μέσω της γνώσης του Θεού…Όμως πρωτεργάτες του κακού είμαστε μονάχα εμείς οι ίδιοι». (Πορφ. Επιστ. στην Μαρκέλλα 47)·
Δεδομένης της διαφορετικής ανάλυσης ως προς την πηγή του κακού, ο Πορφύριος θεωρούσε τη χριστιανική άποψη για τη σωτηρία εντελώς χυδαία. Έβρισκε πως σχεδόν δεν απαιτούσε τίποτα από τους ανθρώπους και, αντιθέτως, τα πάντα από ένα θεό του οποίου το κύρος διακυβευόταν από το ίδιο του το δημιούργημα, ένα θεό που βρέθηκε στη δύσκολη θέση να επινοεί τεχνάσματα για να σώσει τα ανθρώπινα πλάσματα από την ίδια τους τη φύση.
Αν και δεν το δείχνει στην επιστολή του προς τη Μαρκέλλα, ο Πορφύριος αντιλαμβανόταν ότι η γλωσσική ομοιότητα μεταξύ της διδασκαλίας του και εκείνης των «σοφιστών» (χριστιανών) δασκάλων θα μπορούσε να μπερδέψει όσους αναζητούσαν το θεό των φιλοσόφων. Γι αυτό και συμβουλεύει τη γυναίκα του Μαρκέλλα να μην σχετίζεται «με κανέναν του οποίου οι ιδέες δεν μπορούν να σε ωφελήσουν, ούτε να συμμετέχεις μαζί του σε συζητήσεις περί του θεού», καθώς «δεν ταιριάζει στον άνθρωπο που δεν έχει εξαγνιστεί από ανόσιες πράξεις να μιλά για το Θεό» (Επιστ. στην Μαρκέλλα 15).
Η χριστιανική άποψη πως ο Υιός του Θεού ήλθε να σώσει τους κακούς και τους ασεβείς ήταν σκανδαλώδης οι θεοπρεπείς (ενάρετες) πράξεις επιβάλλεται να προηγούνται οποιασδήποτε συζήτησης περί θεού. Ο Σοφός διακρίνεται από τις πράξεις του, δεν κάνει τίποτα ανάξιο του θεού, ο οποίος δεν κάνει τίποτα αντίθετο προς την αρετή και το θείον. Οπότε η επιδίωξη της αρετής δεν είναι μόνο το σήμα κατατεθέν της φύσης του Σοφού, στην πραγματικότητα τον κάνει να μοιάζει με το θεό: «Ο άνθρωπος που είναι αντάξιος του θεού, είναι θεός» (Επιστ. στην Μαρκέλλα τ 5).
Παρ’ όλο που ορισμένοι χριστιανοί δάσκαλοι χαρακτήρισαν τη σωτηρία ως «θέωση» των εκλεκτών, η ιδέα αυτή ήταν εμφανώς ξένη προς την κυρίαρχη τάση της χριστιανικής σκέψης και υπονόμευε το δόγμα της θεϊκής κυριαρχίας και της αιώνιας καταδίκης του ανθρώπινου γένους. Για τον Πορφύριο, εξομοίωση προς τον θεό σήμαινε την ακατάπαυστη αναζήτηση στην οποία ρίχνεται κάθε ψυχή που αγαπά την αρετή και αποβλέπει στην τελειότητα. Κι αυτό ακριβώς το πλατωνικό δόγμα της τελειότητας έλειπε, κατά την άποψη του φιλόσοφου, από το χριστιανισμό.
Ο «θεός» του Πορφύριου, κατά συνέπεια, δεν έχει ανάγκη να σώσει κανέναν διότι μένει ανεπηρέαστος και δεν θίγεται από την ανθρώπινη αμαρτία. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο φιλόσοφος δεν αναγνωρίζει πως μια κατηγορία πράξεων μπορεί να δυσαρεστεί το θεό. Αυτές οι πράξεις όμως είναι απλώς εκδηλώσεις ανεπάρκειας ενεργού χαρακτήρα, όχι εκδηλώσεις μιας εγγενούς και παθητικής ελαττωματικότητας του ανθρώπινου γένους που έπλασε ο θεός, όπως υποστήριζε ο Αυγουστίνος.
Ο θεός ενδυναμώνει όσους ασκούν την αρετή και τις «ευγενείς πράξεις» (Επιστ. στην Μαρκέλλα 17), όμως δεν τιμωρεί εκείνους που αποτυγχάνουν στην άσκηση της αρετής ή στρέφονται ενάντια στην αρετή, διότι η θεϊκή φύση εργάζεται μόνο για το καλό. Η κλασική χριστιανική θεοδικία, λοιπόν, απουσιάζει από τη σκέψη του Πορφύριου’ του φαίνεται ανόητο να εικάζεις, με βάση τη χριστιανική συλλογιστική, πως ο πανάγαθος θεός δημιούργησε έναν αρχικά αγαθό κόσμο στον οποίο, εξαιτίας της έλλειψης προνοητικότητας (μη παντογνωσίας) ή δύναμης (μη παντοδυναμίας) από μέρους του, κυριάρχησε σταδιακά το κακό και στον οποίο αναγκάζεται να παρεμβαίνει κάθε λίγο και λιγάκι.
Οι γρίφοι της χριστιανικής θεολογίας δεν είναι γρίφοι για τον Πορφύριο: τα κομμάτια του χριστιανικού παζλ τελικά δεν σχηματίζουν μιαν εικόνα αλλά μια θολή, συγκεχυμένη επιφάνεια και μπορούν να ταιριάξουν μεταξύ τους μόνο αν τα ξακρίσουμε και αν βάλουμε στην άκρη τα παραμορφωμένα κομμάτια που τόση αμηχανία προκαλούν.
Τούτο όμως δεν εμποδίζει τους χριστιανούς ιερείς και δασκάλους να πουλούν την πραμάτεια τους σαν να πρόκειται για ένα είδος φιλοσοφίας. Όσο για τα θρησκευτικά τυπικά -παγανιστικά είτε χριστιανικά- ενώ δεν είναι στην πραγματικότητα επιβλαβή, ωστόσο ενθαρρύνουν τους αφελείς να πιστέψουν ότι ο θεός τα έχει ανάγκη. Για τον Πορφύριο, μόνοι αληθινοί ιερείς είναι οι σοφοί αυτού του κόσμου, όχι «οι ηλίθιοι που προσεύχονται και θυσιάζουν».
Πραγματικά αμαρτωλός είναι «εκείνος που συμμερίζεται τις δοξασίες των μαζών για το θεό» (Επιστ. στψ Μαρκέλλα 17), όπως και εκείνοι που πιστεύουν πως τα δάκρυα, οι προσευχές και οι θυσίες μπορούν να διαφοροποιήσουν τη θεϊκή βούληση. Ο θεός των χριστιανών είναι αποτυχημένος, κατά την άποψη του Πορφύριου, γιατί συγκεντρώνει στο πρόσωπο του αβάσιμες ελπίδες και ψευδείς αντιλήψεις. Είναι ευμετάβλητος, αλλοπρόσαλλος, απρόβλεπτος.
Οι ιερείς του κηρύσσουν «την άλογη πίστη σε ένα θεό που ικανοποιείται και κερδίζεται με προσφορές και θυσίες», χωρίς να αντιλαμβάνονται πως άνθρωποι που παρακαλούν ακριβώς τα ίδια πράγματα, δέχονται διαφορετικές αποκρίσεις στις προσευχές τους (Επιστ. στψ Μαρκέλλα 23).
Και κάτι ακόμη χειρότερο: οι άνθρωποι δείχνουν να πιστεύουν πως οι πιο ταπεινές τους πράξεις μπορούν να διαγραφούν με προσευχές ή, πιασμένοι στο δίχτυ του παραλογισμού τους, αρχίζουν να μισούν τον κόσμο και τη σάρκα και κατηγορούν εσφαλμένα τη σάρκα πως είναι η πηγή κάθε κακού [Επιστ. στψ Μαρκέλλα 29]
Η «σωτηρία» για τον Πορφύριο δεν μπορεί να έχει ως αφετηρία την αποκήρυξη του κορμιού ή το μίσος για τον εαυτό. Η σωτηρία στην απομυθοποιημένη της μορφή είναι απλά η αναζήτηση της σοφίας όπως αυτή εκφράζεται με την επιδίωξη της αρετής —η αναγνώριση ότι η λύτρωση είναι μια φυσική εξέλιξη, διότι η ψυχή συγγενεύει στενά με το θεό. Ο Πορφύριος δεν θεωρεί φαύλο το σώμα, το θεωρεί ως το μεταβαλλόμενο «εξωτερικό περίβλημα» του ανθρώπου, του οποίου η ικανοποίηση δεν μπορεί να αποτελεί τελικό στόχο ή σκοπό διότι είναι φθαρτό, περιορισμένο και γήινο. Το σώμα καθορίζει την ζωική ύπαρξη και όχι τις αναζητήσεις της ψυχής.
Αυτή η περιγραφή της φιλοσοφίας του Πορφύριου όπως προκύπτει κυρίως από την επιστολή του στην Μαρκέλλα, μια χήρα με επτά παιδιά την οποία παντρεύτηκε γύρω στα εβδομήντα του χρόνια, προβάλλεται συχνά ως απόδειξη πως ο Πορφύριος και οι χριστιανοί μοιράζονταν ορισμένες κοινές θρησκευτικές αξίες (Wil- ken σ. 134)’ όπως, για παράδειγμα, όταν επικαλείται τις αρχές της πίστης, της αλήθειας, της ελπίδας και της αγάπης ως πρέπουσες για το θεό (πρβ. Π. Κορινθ. Α 13.13)·
Οι γλωσσικές αντιστοιχίες, ωστόσο, είναι παραπλανητικές, πόσο μάλλον αν πράγματι ο σκοπός του ταξιδιού που έκανε «για τις ανάγκες των Ελλήνων» (καλούσης της των Ελλήνων χρείας… – Επιστ. στην Μαρκέλλα 4), την ίδια εποχή που ο Διοκλητιανός εξαπέλυε νέο κύμα διώξεων κατά της εκκλησίας, ήταν να προετοιμάσει την άμυνα της παραδοσιακής (ρωμαϊκής) θρησκείας κατά των χριστιανών.
Όλον εκείνο τον καιρό που ετοίμαζε την γραπτή υπεράσπιση της εθνικής θρησκείας, ο Πορφύριος είχε βυθιστεί στα χριστιανικά βιβλία και στο χριστιανικό λεξιλόγιο, κι αυτό αρκεί για να εξηγήσει το ύφος της γραφής του όπως και τις στρατηγικές διαφορές από τη χριστιανική διδασκαλία.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να πούμε για τα δεκαπέντε βιβλία που έγραψε ο Πορφύριος κατά των χριστιανών είναι πως έχουν χαθεί. Ο ακριβής τίτλος δεν είναι γνωστός και ο καθιερωμένος τίτλος, Κατά χριστιανών; για πρώτη φορά συναντάται στο Μεσαίωνα.
Οι γνώμες για το αν μπορεί να γίνει ουσιαστική αποκατάσταση των βιβλίων διαφέρουν ριζικά. Μπορούμε, ωστόσο, να παραθέσουμε συνοπτικά ορισμένα γεγονότα. Πρώτον, οι προσπάθειες της εκκλησίας να σβήσει κάθε ίχνος τού Κατά Χριστιανών, στέφθηκαν από ασυνήθιστη επιτυχία, τουλάχιστον από το 448 και μετά.
Καταστράφηκαν όχι μόνο τα βιβλία του Πορφύριου, αλλά και πολλά έργα χριστιανών συγγραφέων που περιλάμβαναν αποσπάσματα της πολεμικής του κάηκαν κι αυτά, ώστε να χαθεί από προσώπου γης «το δηλητήριο της σκέψης του», όπως το αποκάλεσε ο επίσκοπος Απολλινάριος. Η απάντηση του Απολλινάριου στον Πορφύριο κάλυψε τριάντα βιβλία. Ο Μεθόδιος (περ. 311), ο ιστορικός της εκκλησίας Ευσέβιος και ο Άγιος Ιερώνυμος προσπάθησαν με τη σειρά τους να αντικρούσουν τον φιλόσοφο.
Δεύτερον, τα ενενήντα επτά αποσπάσματα που συγκεντρώθηκαν από τον Harnack, τα μισά εκ των οποίων είχε βρει στον συγγραφέα του τέταρτου (;) αιώνα Μακάριο Μάγνητα, αρκούν -αν και μετά δυσκολίας— να μας δώσουν τις γενικές γραμμές της κριτικής του Πορφύριου.
Ο Harnack (Porphyrins, gegen die Christen, τ 916) κατηγορήθηκε ότι έδωσε μεγάλη βαρύτητα στα λόγια του παγανιστή φιλοσόφου που παραθέτει ο Μακάριος (ο οποίος δεν κατονομάζει τον αντίπαλο του ως Πορφύριο) και του οποίου η φωνή πνίγεται από το χριστιανό δάσκαλο. Σε μια μελέτη που δημοσίευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Timothy Barnes υποστήριξε πως τα αποσπάσματα που παρέθεσε ο Μακάριος δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν άκριτα για να αποκατασταθεί το χαμένο έργο του Πορφύριου (T.D. Barnes «Porphyry Against Christians: Date and Attribution of Fragments», Journal of Theological Studies, 1973, σελ. 424-42), και από τότε υπήρξε μια τάση να πετσοκόβεται ο αριθμός των «αυθεντικών» κειμένων του Πορφύριου όπως αναδύονται μέσα από το έργο του Μακάριου (βλ. R-L· Fox, Pagans and Christians. 1986, σελ. 771).
Η προβληματική της χρονολόγησης των αποσπασμάτων αποδείχτηκε ακόμη πιο ανελαστική. Καλώς ή κακώς, τα αποσπάσματα που παραθέτει ο Μακάριος πρέπει να χρησιμεύσουν ως βάση για οποιαδήποτε συζήτηση πάνω στο έργο του Πορφύριου, ακόμη κι αν αυτή η βάση που μας παρέχουν δεν είναι σταθερή. Παρά τις αμφιβολίες που μπορούν να εκφραστούν, τίποτα δεν αποδεικνύει ότι ο Μακάριος δεν χρησιμοποίησε τα βιβλία του Πορφύριου.
Σε γενικές γραμμές, η φωνή που ακούγεται είναι ενός συντηρητικού εθνικού διανοούμενου του οποίου η επιχειρηματολογία αναμφισβήτητα συγγενεύει με τις γνωστές επικρίσεις του Πορφύριου κατά της χριστιανικής πίστης. Αν η φωνή ακούγεται ρηχή, πιο συγγενική με του Τρύφωνα -του φανταστικού προσώπου που επινόησε ο Ιουστίνος-, παρά με του αυθεντικού Κέλσου του Ωριγένη, είναι γιατί ο Μακάριος δεν σέβεται το ίδιο την πηγή του.
Από την άλλη, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η φωνή δεν ανήκει σε φανταστικό πρόσωπο. Τα λόγια του εθνικού συγγραφέα έχουν τέτοια δύναμη και συνοχή, που δεν επιτρέπουν να τα αποδώσουμε στη φαντασία του χριστιανού δασκάλου. Η φιλοσοφία είναι εκείνη ενός νεοπλατωνικού που θεωρεί τη χριστιανική διδασκαλία απαράδεκτη για λόγους που μας παραπέμπουν κατευθείαν στη σχολή του Πορφύριου και με τους οποίους βρίσκουμε αναλογίες στα έργα του Επιστολή προς Μαρκέλλα, Περί της εκ λογίων [σ.τ.μ. χρησμών] φιλοσοφίας και ιδιαίτερα στο Περί Επιστροφής της Ψυχής, όπου ένας μετριοπαθής έπαινος για το χαρακτήρα του Ιησού συνοδεύεται από την καυστική κριτική στους μαθητές του και ειδικά στον Πέτρο (έναν ερασιτέχνη της μαύρης μαγείας).
Το ότι ο Μακάριος δεν κατονομάζει τον αντίπαλο του και μερικές φορές δείχνει πιο πολύ να χαρακτηρίζει παρά να παραθέτει τις απόψεις του, θα μπορούσε εύκολα να εξηγηθεί ως μια στρατηγική επιλογή ενός χριστιανού δασκάλου που θέλει να δει το έργο του να επιβιώνει.
Το να κατονομάσει ο Μακάριος τον αντίπαλο του ή να τον παραθέσει με σχολαστική ακρίβεια θα είχε ως βέβαιο αποτέλεσμα το κάψιμο του έργου του. Για να το θέσουμε σωστά, θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο, οποιοσδήποτε ήθελε να γράψει μια υπεράσπιση της πίστης τον 4ο ή 5ο αιώνα, να κατονομάσει ως αντίπαλο του τον Πορφύριο. Η ανάμνηση των διωγμών ήταν ακόμα νωπή και ο ρόλος των παγανιστών φιλοσόφων στην περίοδο εκείνη δεν μπορούσε να ξεχαστεί ή να συγχωρεθεί.
Επιπλέον, μια ανεπαρκής υπεράσπιση δεν θα εξυπηρετούσε παρά τη διάσωση των έργων του αντιπάλου. Ακόμη και ο Ιερώνυμος, γράφοντας το διάσημο σχολιαστικό υπόμνημά του στο Βιβλίο του Δανιήλ (αρχές του 5ου αιώνα) απέκρυβε σχόλια του Πορφύριου όταν το θεωρούσε αναγκαίο, λ.χ. στο σημείο όπου μιλά για τη διάσημη «προφητεία» της καταστροφής του ναού (Δανιήλ, 9·24)·
Το Κατά χριστιανών ξεκινά με μια σαρωτική κριτική (που όμως δεν έχει διασωθεί, είχε ωστόσο ξεσηκώσει μεγάλη αντίδραση) ενάντια στη χριστιανική άποψη περί προφητείας. Παρ’ όλο που ο πλατωνισμός είχε πράγματι εμπνεύσει την αλληγορική ερμηνεία χρησμών και προφητειών σε χριστιανούς κατηχητές όπως ο Ωριγένης, ο Πορφύριος καταδίκασε τη χρήση της αλληγορίας ως μέσο κάλυψης των δυσκολιών και των αντιφάσεων στο βιβλικό κείμενο.
Έχει μάλιστα ειπωθεί πως ο Πορφύριος άντλησε κάποια στοιχεία της πολεμικής του απευθείας από ένα βιβλίο του Ωριγένη (Στρωματεΐς) που πραγματευόταν τις δυσκολίες της ερμηνείας των γραφών. Το μόνο που είχε να κάνει ο Πορφύριος ήταν να «αποδεχτεί όλα τα αρνητικά σχόλια του Ωριγένη… και να απορρίψει τα βαθύτερα πνευματικά νοήματα» που εντόπιζε ο Ωριγένης (Grant, 1972, σελ. 292).
Δεδομένης της περιφρόνησής του για την αλληγορία -ένα χαρακτηριστικό του που διαγράφεται πεντακάθαρα μέσα από τα αποσπάσματα του Μακάριου- ο φιλόσοφος ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη χρονολόγηση παρά για την ερμηνεία. Αρνήθηκε την παραδοσιακή χρονολόγηση του εβραϊκού νόμου, αρνήθηκε το ότι ο Μωυσής ήταν ο αρχαιότερος των πάντων, όπως αρνήθηκε και το ότι το Βιβλίο του Δανιήλ γράφτηκε πριν από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, τον έκτο αιώνα π.κ.ε.
Ο χριστιανισμός δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις αρχαίες καταβολές του ιουδαϊσμού —παρ’ όλο που ο Πορφύριος μπορεί να πίστευε το αντίθετο, το επιχείρημα «της αρχαιότητας» είχε βαρύτητα στις πρώτες αντεγκλήσεις με το χριστιανισμό ως καινούρια θρησκεία. Ενδιαφερόταν, όμως, ιδιαιτέρως για το Βιβλίο του Δανιήλ το οποίο είχε μεγάλη βαρύτητα στα ευαγγέλια και στη χριστιανική αποκαλυπτική σκέψη, αναφορικά με τον Ιησού ως Υιό του Ανθρώπου.
Σε φιλολογικό επίπεδο ο Πορφύριος φαίνεται να υποστήριξε ότι το βιβλίο ανήκε σε μεταγενέστερη περίοδο και ότι περιέγραφε γεγονότα της εποχής του συγγραφέα του -της περιόδου των Μακκαβαίων του 2ου αιώνα π.κ.ε. και όχι κατοπινά. Η άποψη ότι το Βιβλίο του Δανιήλ δεν ήταν προφητικό, ήταν φυσικό να θορυβήσει τους χριστιανούς και να ξεσηκώσει την αντίδραση του Ευσέβιου, του Μεθόδιου και του Άγιου Ιερώνυμου (του οποίου το σχολιαστικό υπόμνημα στο Βιβλίο του Δανιήλ υπεραμυνόταν της παραδοσιακής χριστιανικής άποψης).
Η άποψη που επικράτησε από το δεύτερο αιώνα και μετά ήταν πως το Βιβλίο του Δανιήλ περιείχε προφητείες σημαντικές για την εδραίωση ορισμένων στοιχείων της χριστιανικής πίστης. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυς και ο Ιππόλυτος υποστήριξαν πως το Βιβλίο του Δανιήλ προέβλεπε με ακρίβεια τη γέννηση του μεσσία, την καταστροφή του ναού στην Ιερουσαλήμ και τη δευτέρα παρουσία.
Ο Πορφύριος απλά υπονόμευσε ένα ολόκληρο, σύστημα χριστιανικής ερμηνείας που βασιζόταν στην προφητική αξία του βιβλίου (Wil- ken, σελ. 141). Σε άλλα σημεία ο ΓΙορφύριος φαίνεται πως γελοιοποιούσε το Βιβλίο του Ιωνά (Αυγουστίνος, Επιστολή 102). που οι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν ως προφητικό για την ανάσταση (Ματθ. 12. 39-41 16.4):
«Είναι αδύνατον και απίστευτο να κατάπιε το ψάρι έναν ολόκληρο άνθρωπο με τα ρούχα του και να τον διατήρησε σώο μέσα στην κοιλιά του». Η χαιρέκακη εμμονή στην κυριολεκτική σημασία των αφηγήσεων με την οποία προσέγγιζε ο φιλόσοφος τα ζητήματα αυτά, μοιάζει πολύ μ’ εκείνη που βρίσκουμε στο έργο του Μακάριου Μάγνητος, όπου η αλληγορία απορρίπτεται συστηματικά ως μέσο αντιμετώπισης των ανακολουθιών ή παραδοξοτήτων της βιβλικής αφήγησης.
Ήδη από τα πρώτα γραπτά του για τον Όμηρο, ο Πορφύριος είχε τελειοποιήσει την τεχνική της φιλολογικής κριτικής αφηγηματικών έργων. Δεν αρκέστηκε στο συμπέρασμα ότι το Βιβλίο του Δανιήλ γράφτηκε τέσσερις αιώνες αργότερα από ό,τι δίδασκαν οι ιουδαίοι και οι χριστιανοί. Επέμεινε, σύμφωνα με τον Άγιο Ιερώνυμο, πως η προφητική ερμηνεία ερχόταν σε αντίφαση με τους ισχυρισμούς των ίδιων των χριστιανών για το βιβλίο.
Οι χριστιανοί έλεγαν πως το Βιβλίο του Δανιήλ ήταν -τρόπος του λέγειν- διπλά προφητικό: εάν γράφτηκε πριν από την Αιχμαλωσία, τον 6ο αιώνα, προέλεγε γεγονότα του δεύτερου αιώνα (δηλαδή, την παραβίαση του ναού από τους Σύρους το 167 π.κ.ε.) αλλά και γεγονότα που συνέβησαν επί ρωμαϊκής κατοχής, μετά την εποχή του Χριστού -το κάψιμο του ναού.
Οι χριστιανοί δάσκαλοι υποστήριζαν πως ο ίδιος ο Ιησούς είχε επικαλεστεί την προφητεία όταν προέβλεψε την καταστροφή του ναού (Μάρκος Ι3·2)· Αν όμως το βιβλίο έγραφε για γεγονότα της εποχής του -δηλαδή το 2ο αι. π.κ.ε.— τότε δεν είχε καμιά προφητική αξία. Είχαν κάνει λάθος οι χριστιανοί. Και εάν είχε παραπέμψει σ’ αυτό ο Ιησούς, τότε είχε κάνει λάθος και ο Ιησούς.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν υπήρχε κάποια άλλη ιδιαίτερη αιτία της επιθετικότητας του Πορφύριου, πέραν της συνήθους δυσανεξίας και αντίδρασης ενός διανοούμενου που ‘χει να κάνει με σφαλερές ιδέες. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν (αντίθετα με τον Barnes) πως τον είχε θορυβήσει πολύ η διάδοση του χριστιανισμού (Frend, The Rise of Christianity, σελ. 587) αν και κάποιοι, όπως ο Fox και ο Dcmarollc, αμφισβητούν αυτή την άποψη (R.L. Fox, Pagans and Christians σελ 586). Είναι αδικαιολόγητος αυτός ο σκεπτικισμός.
Η περίφημη δήλωση του Πορφύριου, που παραθέτει ο Μακάριος Μάγνης, ότι «οι χριστιανοί, μιμούμενοι την αρχιτεκτονική των ναών μας, χτίζουν τεράστια οικήματα όπου μαζεύονται να προσευχηθούν, παρ’ όλο που τίποτα δεν τους εμποδίζει να το κάνουν αυτό μες στα σπίτια τους», [Αποκριτικός και Har- nack, Gegen die Christen, απ. 76] εκφράζει απόλυτα τη θέση ενός αποθαρρυμένου παρατηρητή των γεγονότων στα τέλη του τρίτου αιώνα μ.κ.ε., ενός ανθρώπου που όπως ο αυτοκράτορας Ιουλιανός μορφάζει με θλίψη μπρος στις νίκες των Γαλιλαίων και της τετριμμένης τους διδασκαλίας.
Επιπλέον, γνωρίζουμε από τον Αυγουστίνο (Πολιτεία του Θεού 19.23) πως ο Πορφύριος διαμαρτυρόταν για την προσχώρηση μορφωμένων γυναικών στην εκκλησία, στο Περί της εκ λογίων [σ.τ.μ.: χρησμών] φιλοσοφίας, που γράφτηκε γύρω στο 263, θλίβεται (en masque ως Απόλλων, θεός της φώτισης) με το γεγονός ότι είναι σχεδόν αδύνατον να ξανακερδίσεις κάποιον που έχει προσηλυτιστεί στο χριστιανισμό: είναι πιο εύκολο να γράψεις πάνω στο νερό παρά να προσπαθήσεις να λογικέψεις με επιχειρήματα έναν χριστιανό. Πολύ απλά, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι είναι τρελό να λατρεύουν ως θεό έναν άνθρωπο που πέθανε σαν εγκληματίας. Και παρά τους διωγμούς, μάς λέει ο Λακτάντιος, οι χριστιανοί επέμεναν να χτίζουν τους οικους λατρείας τους -μερικές φορές μπροστά στα αυτοκρατορικά ανάκτορα.
Χωρίς αμφιβολία, ο Πορφύριος ήταν απελπισμένος από την αποτυχία της Ρώμης να αναχαιτίσει τη διάδοση μιας επικίνδυνης δεισιδαιμονίας. Μόλις μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Ευσέβιος μπορούσε να καυχιέται όχι μόνο για τη διάδοση του ευαγγελίου αλλά και για τη διείσδυσή του στους ανώτατους κύκλους [Έκκλησ. Ιστορία 8. 1 1 8.11.2] -αυτήν ακριβώς την επιτυχία έτρεμε ο Πορφύριος.
Όταν κάθισε να γράψει την εκτεταμένη ανασκευή της χριστιανικής διδασκαλίας, ο Πορφύριος δεν ξεκινούσε από το μηδέν. Πριν από χρόνια είχε συγγράψει ένα βιβλίο σχετικά με τη λατρεία των θεών, με τίτλο Περί της εκ λογίων [σ.τ.μ.: χρησμών] φιλοσοφίας στο οποίο, ενώ υπερασπιζόταν τις παλαιές θρησκείες, συγχρόνως τηρούσε απόσταση από τις λαϊκές εκφάνσεις της ευλάβειας -μια στάση σχεδόν περιφρονητική.
Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, στο έργο της ωριμότητάς του, (Επιστολή στη Μαρκέλλα), ο Πορφύριος είχε επικεντρωθεί σε ένα θεό ασώματο, αμετάβλητο και αόρατο, σε μια «έννοια θεού», για να το πούμε έτσι, που δεν χρειάζεται ούτε θυσίες ούτε προσευχές (πρβ. Πορφ. Περί Αποχής Έμψύχων 2.37· ό μεν πρώτος θεός ασώματος τε ών και άκίνητος και αμέριστος και ούτε εν τινι ών ούτ’ ένδεδεμένος εις εαυτόν, χρήζει ούδενός τών έξωθεν…).
Όπως και οι πλατωνικοί πριν από αυτόν, ο Πορφύριος θεωρούσε πως ο κόσμος είναι γεμάτος από ελάσσονες θεότητες και επιρροές -θεούς και δαίμονες. Αυτές οι ελάσσονες θεότητες ήταν για τους πολλούς, για τους μεροκαματιάρηδες και για τις γυναίκες της γειτονιάς.
Έτσι, στο Περί της έκ λογίων φιλοσοφίας,, ο Πορφύριος ορίζει ένα χώρο για τον ανώτατο θεό, ένα για τους Ολύμπιους, τα ουράνια σώματα και, στο τρίτο βιβλίο του ίδιου έργου, ένα χώρο για τους ήρωες (τους ημίθεους) μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνει και τον Ιησού.
Η παραδοσιακή πεποίθηση είναι πως ο Πορφύριος αρχικά είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Ιησού αλλά δεν έτρεφε καμία εκτίμηση για τους οπαδούς του που τον ανέδειξαν σε θεότητα. Οι αποδείξεις είναι ισχνές και ό,τι έχουμε στα χέρια μας ιδιαίτερα ασαφές. Προέρχεται κυρίως από τον Αυγουστίνο (Πολιτεία του Θεού 19. 22-23), που αναφέρει ότι ο Πορφύριος επαινούσε τους Εβραίους για την πίστη τους σε ένα θεό αλλά καταδίκαζε τους χριστιανούς για τη λατρεία του Ιησού ως θεό.
Δεδομένου όμως, ότι ο Πορφύριος θεωρούσε ότι ορθώς κάποιοι μεγάλοι άντρες όπως ο Ηρακλής, ο Ορφέας και ο Πυθαγόρας λατρεύονται ως θεοί για τα κατορθώματά τους, φαίνεται παράλογο να υποστηρίξουμε πως ο ίδιος είχε σε υπόληψη τον Ιησού. Στο βιβλίο 19 της Πολιτείας του Θεού, ο Αυγουστίνος παραθέτει τον Πορφύριο να λέει στο Περι της εκ λογίων φιλοσοφίας πως
…είναι πιο εύκολο να πετάξεις στον αέρα σαν πουλί παρά να επαναφέρεις στα συγκαλά της μια προληπτική χριστιανή νοικοκυρά. Άσ’ την να κάνει ό,τι θέλει, συμβουλεύει, «άσ» την να μοιρολογάει για ένα θεό (τον Ιησού) που πέθανε μέσα στις ψευδαισθήσεις του, που καταδικάστηκε από ορθά σκεπτόμενους δικαστές και έχασε τη ζωή του με τον πιο απεχθή τρόπο, καρφωμένος με πρόκες» (Πολιτεία του Θεού 19.23).
Το συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι ότι εσφαλμένα λατρεύουν οι χριστιανοί ως θεό τον Ιησού, μολονότι δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε καν με τους ήρωες. Αυτό, λοιπόν, εξηγεί το «χρησμό» του Απόλλωνα πως οι χριστιανοί δεν μπορούν να πειστούν πως είναι ανόητο να λατρεύουν έναν εγκληματία ως θεό —ένα θέμα που επανέρχεται στην αντιχριστιανική πολεμική τουλάχιστον από την εποχή του Κέλσου και το βρίσκουμε επίσης στην κριτική του εθνικού συγγραφέα τού Μακάριου.
Για να μιλήσουμε έξω από τα δόντια: τον Αυγουστίνο θα πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε με εξαιρετική προσοχή. Η θέση ότι οι θεοί έχουν ανακηρύξει τον Ιησού ευσεβή και τον έχουν συμπεριλάβει στους «σοφούς άνδρες των Εβραίων» (Πολιτεία του Θεού 19.23) μυρίζει έντονα χριστιανική παραχάραξη.
Στο ίδιο κομμάτι που παραθέτει ο Αυγουστίνος, ένας χρησμός της Εκάτης φαίνεται να λέει πως η ψυχή του Ιησού, παρ’ όλο που είχε εμπλακεί στις ψευδαισθήσεις και στην πλάνη όπως και άλλες ψυχές, απελευθερώθηκε από την πλάνη μετά το θάνατο του και ανήλθε, όπως και οι ψυχές άλλων ανθρώπων, στον ουρανό.
Αυτή την «ψυχή», οι χριστιανοί «μες στην άγνοιά τους», λατρεύουν ως θεό. Τούτος ο χρησμός δεν είναι, ωστόσο, όπως πολλοί υποστηρίζουν, μια ευνοϊκή κρίση για το πρόσωπο ή τη διδασκαλία του Ιησού. Επιπλέον, η φράση, «αυτό που πρόκειται να πω μπορεί να φανεί παράδοξο σε μερικούς: πως δηλαδή οι θεοί έχουν ανακηρύξει τον Χριστό ευσεβέστατο και αποφάνθηκαν ότι έχει γίνει αθάνατος», δεν βγάζει νόημα, εκτός κι αν ο ίδιος ο Αυγουστίνος εντυπωσιαζόταν ακούγοντάς την από το σεβαστό φιλόσοφο.
Κι είναι όντως εντυπωσιακό το ότι ο Πορφύριος παρουσίασε το χρησμό με αυτόν τον τρόπο. Βέβαια, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Αυγουστίνο πως τον επινόησε, καθώς ο Ευσέβιος (Περί Ευαγγελικής αποδείξεως 3.6.39 3·7·1) είχε ήδη παραθέσει το ίδιο κομμάτι για να δείξει πως ο ΓΙορφύριος δεν περιφρονούσε τον Ιησού -σε αντίθεση με τον Ιεροκλή, ένα μαθητή του Πορφύριου που μισούσε τους χριστιανούς.
Μεταγενέστερες αναφορές στην ευσέβεια ή στη σοφία του Ιησού (πρβ. Αυγουστίνο, Αρμονία 1.11) ανατρέχουν σ’ αυτό το χρησμό της Εκάτης που ο Αυγουστίνος παραθέτει ως προερχόμενο από το έργο του ΓΙορφυριου. Όπως και να «χει, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε από αυτήν την ισχνή μαρτυρία ότι οι χριστιανοί φοβόνταν το έργο του Πορφύριου «επειδή αποτιμούσε θετικά τον Ιησού, στα πλαίσια της παγανιστικής θρησκείας» (Wilken, σελ. ι6θ).
Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως τα υποτιμητικά σχόλια για τον Ιησού δεν μπορούν να ανήκουν στον Πορφύριο ή πως ο Πορφύριος είχε διατηρήσει μια θετική γνώμη για τον Ιησού επειδή ο τελευταίος λάτρευε το μοναδικό θεό του έθνους των Εβραίων. Η σύγκριση που κάνει ο Αυγουστίνος μεταξύ του χρησμού του Απόλλωνα που αποκαλεί το Χριστό ασεβή και εκείνου της Εκάτης που τον αποκαλεί «ευσεβέστατο», είναι μια προσπάθεια του χριστιανού δασκάλου να δείξει τις αντιφάσεις του Πορφύριου.
Γεγονός είναι, πάντως, ότι ο Αυγουστίνος επανειλημμένα παραποιεί το χρησμό της Εκάτης και σταδιακά παρερμηνεύει την κατά βάση αρνητική του αποτίμηση της διδασκαλίας του Ιησού.
Από την άλλη, είναι φανερό πως ο Πορφύριος, όπως και άλλοι εθνικοί πριν από αυτόν, πίστευε πως οι οπαδοί του Ιησού απέκλιναν από τη διδασκαλία του ιδρυτή τους, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι πίστευε πως ο ίδιος ο Ιησούς δίδαξε μια θρησκεία που επικεντρωνόταν στον ύψιστο θεό. Η αλήθεια μάλλον είναι ότι ο ΓΙορφύριος έβλεπε τον Ιησού ως ένα εγκληματία που δίκαια τιμωρήθηκε για τα εγκλήματά του από το ρωμαϊκό κράτος και συνεπώς δεν ήταν άξιος της ηρωοποίησής του ή της αποθέωσής του από τους παραπλανημένους οπαδούς του.
Ό,τι και να νόμιζε ο Πορφύριος για τον Ιησού, ο όγκος της κριτικής του στράφηκε κατά των ευαγγελιστών, των αποστόλων -ειδικά του Πέτρου- και της ιεραποστολικής δραστηριότητας όπως εκφράστηκε από τον Παύλο. Ξεκινά με το δεδομένο ότι οι αφηγήσεις των ευαγγελίων παρουσιάζουν ασυμφωνίες μεταξύ τους (πρβ. Αυγουστίνου Αρμονία 1.1) και συνεχίζει με τη συζήτηση ιδιαίτερων περιστατικών -από τα λόγια του Ιησού πάνω στο σταυρό μέχρι τα θεραπευτικά θαύματα που του αποδόθηκαν.
Ο «παγανιστής διανοούμενος» του Μακάριου πραγματεύεται τα ίδια θέματα που, όπως γνωρίζουμε από την Αρμονία του Αυγουστίνου, είχαν προσελκύσει την κριτική του Πορφύριου: ότι οι απόστολοι επινόησαν γενεαλογίες, ότι υπάρχουν ανακολουθίες ως προς το χρόνο θανάτου του Ιησού, ότι ο ίδιος ο Ιησούς δεν ισχυρίστηκε πως είναι θεός, και ότι η διδασκαλία του Ιησού ήταν ασαφής και αντιφατική.
Οι χαρακτηρισμοί του Αυγουστίνου επιβεβαιώνονται και από τον Ιερώνυμο (Επιστολή 57), που σημειώνει ότι ο Πορφύριος θεωρούσε τους ευαγγελιστές ανίκανους να καταγράφουν τις σωστές χρονολογίες και ότι συχνά έκαναν λάθη στη χρήση των εβραϊκών προφητειών: ο Μάρκος παραθέτει ένα απόσπασμα από τον Μαλαχία και το αποδίδει στον Ησαΐα (Μάρκος 1.2) ο Ματθαίος αποδίδει στον Ησαΐα ένα στίχο που ανήκει στον 77ο Ψαλμό -και πάει λέγοντας.
Μια γενική επισκόπηση του έργου του Πορφύριου
μάς δίνει την ακόλουθη εικόνα
Ξεκινώντας με μια εισαγωγή όπου αποκηρύσσονται οι φιλοδοξίες των χριστιανών («θέλουν πλούτη και δόξα … είναι αποστάτες που επιδιώκουν να πάρουν την εξουσία» -Αποκριτ. II 7 κ·ε·) ο Πορφύριος συνεχίζει θέλοντας να αποδείξει την ευτέλειά τους.
Αποδέχτηκαν αλλά παρεξήγησαν τους «μύθους» και τους χρησμούς των Εβραίων και εν συνεχεία έκαναν στροφή και τους τροποποίησαν έτσι ώστε να τους κάνουν ακόμη πιο χυδαίους (Harnack, απ. 1, 52, 73)· Η θρησκεία τους δεν έχει ούτε εθνικό στήριγμα ούτε λογική βάση, ζητούν από τους νεοφώτιστους να δεχτούν τα πάντα με τυφλή πίστη.
Επιπλέον, οι νεοφώτιστοι είναι το χειρότερο είδος ανθρώπων, άτομα ηθικά ανάπηρα τα οποία (πρβ. Κέλσο) αισθάνονται ασφαλή μέσα στην κοινή τους αδυναμία (Har- nack, απ. 81, 82, 87). Οι χριστιανοί απέδειξαν πως δεν νοιάζονται καθόλου για όσους έζησαν πριν από την έλευση του Ιησού: προφανώς, εκείνοι δεν μπορούν να σωθούν.
Οι χριστιανοί διδάσκουν παράλογες θεωρίες για το μαρτύριο του θεού ή για το μαρτύριο του γιου του ανώτατου θεού. Επίσης προσεύχονται για την καταστροφή του κόσμου -που τον μισούν γιατί τους μισεί κι αυτός- και πιστεύουν πως στο τέλος του θα αναστηθούν εκ νεκρών με τη σάρκα τους ακέρια. (Απ. 84, 85, 89, 92, 94)·
Ο ουρανός θα καταστραφεί και ο άρχων του κόσμου θα ριχτεί στο εξώτερο σκότος, όπως ένας τύραννος που εκδιώκεται από έναν αγαθό βασιλιά. Με αυτόν τον τρόπο σκέψης οι χριστιανοί δείχνουν περιφρόνηση για το θεό. Πώς θα μπορούσε να οργιστεί ο θεός; Εάν ο θεός είναι παντοδύναμος, όπως λένε και κάποιοι από τους δασκάλους τους, πώς θα μπορούσε να του κλέψει κανείς αυτά που του ανήκουν;
Αφού αμφισβητεί τη χρονολογία της Παλαιάς Διαθήκης (πρβ. Harnack, απ. 39″ 40-41′ 68′ 43) και επιχειρηματολογεί κατά της αλληγορικής ερμηνείας από πλευράς των χριστιανών, ο Πορφύριος θίγει το ζήτημα των συγγραφέων των ευαγγελίων και επιστολών, τους οποίους θεωρούσε αδαείς, ατζαμήδες και παραπλανητικούς.
Το ότι στρέφει τα βέλη του κυρίως κατά των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στυλοβατών του χριστιανισμού, δείχνει πως θεωρούσε την καταρράκωση της φήμης τους σημαντική προϋπόθεση για την εξουδετέρωση των χριστιανικών ισχυρισμών. Ο ίδιος ο Παύλος είχε αποκαλέσει τους πιστούς χριστιανούς «άθλιους» (Προς Κορινθ. Α’6.9) και είχε υποσχεθεί στους οπαδούς του την νεκρανάσταση των «σάπιων, βρωμερών ανθρώπινων πτωμάτων» (πρβ. Αυγουστίνο, Πολιτεία του Θεού 22).
Όσο για τον Πέτρο, ο ίδιος ο Ιησούς τον είχε αποκαλέσει «σατανά» και, παρ’ όλα αυτά, του εμπιστεύτηκε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών (Αποκριτικός III. 19 απ.). Οι απόστολοι αποδεικνύονται προδότες, δειλοί, αδύναμοι και υποκριτές -ακόμη και μέσα από τις αφηγήσεις των ίδιων.
Ο Ιησούς ο οποίος δήθεν επαινείται από την Εκάτη για την ευσέβεια και τη σοφία του στο Περί της έκ λογίων φιλοσοφίας, δεν βρίσκει έλεος στο Κατά χριστιανών. Οι παραβολές του είναι τετριμμένες και ακατανόητες.«Αποκρύπτονται από τους σοφούς και αποκαλύπτονται στους μωρούς», (Ματθ. 11.25), πράγμα που ενθαρρύνει την άγνοια και τον παραλογισμό.
Ο Ιησούς και οι οπαδοί του εκπροσωπούν μια ναρκωμένη ηθική που βρίσκεται στους αντίποδες της ελληνικής αναζήτησης για ηθική ανωτερότητα, η ευλογία που δίνει στους φτωχούς και δεινοπαθούντες κι η ταυτόχρονη αποκήρυξη των πλουσίων κάνει κάθε ηθική προσπάθεια ατελέσφορη.
Άλλωστε, δεν δίδαξε ότι το να πουλήσεις τα υπάρχοντά σου και να τα δώσεις στους φτωχούς, (Ματθ. 19-21) να γίνεις, δηλαδή, ένας άξεστος ζητιάνος που φορτώνεται στους συνανθρώπους του, είναι το αποκορύφωμα της χριστιανικής τελειότητας;
Επιπλέον, ο Ιησούς δεν ακολούθησε τις ίδιες του τις συμβουλές. Η επίδειξη της αδυναμίας του στον Κήπο της Γεθσημανή πριν τη σύλληψή του ήταν ατιμωτική, ενώ δίδασκε στους μαθητές του να αντιμετωπίζουν θαρραλέα τις διώξεις, εκείνος έτρεμε από φόβο όταν τον συνέλαβαν.
Όταν ο Ιησούς στάθηκε μπροστά στους διώκτες του μίλησε σαν ένοχος και όχι σαν ήρωας της κλάσης του Απολλώνιου Τυανέα, που κι εκείνον τον έσυραν μπροστά στο Δομητιανό (Απ. 62, 6y πρβ. Φιλόστρατου Τα ες τον Τυανέα ‘Απολλώνιον, 8.8). Αν ήταν θεός της τάξης των αρχαίων ηρώων, θα είχε πετάξει από το στηθαίο του ναού θα είχε εμφανιστεί μετά το θάνατο του να στοιχειώσει τον Ηρώδη και τον Πιλάτο -ή ακόμη καλύτερα, θα εμφανιζόταν μπροστά στη Σύγκλητο και στο λαό της Ρώμης για να αποδείξει πως είχε αναστηθεί εκ νεκρών.
Αυτό θα είχε πείσει τους πάντες για την ορθότητα της χριστιανικής πίστης και θα είχε γλιτώσει τους οπαδούς του από τις διώξεις που υπέφεραν για τις πεποιθήσεις τους. Εν ολίγοις, αν ο Ιησούς νοιαζόταν για τους οπαδούς του, θα είχε φροντίσει να τους γλιτώσει από τα μαρτύρια.
R. JOSEPH HOFFMANN Oxford University
σε οποιουδήποτε τα χέρια και αν βρίσκονται, να δοθούν στην πυρά.
Δεν επιθυμούμε να φθάνουν στα αυτιά των ανθρώπων συγγράμματα
που προκαλούν την οργή του Θεού και εγκληματούν σε βάρος των ψυχών.
[Θεσπίζομεν πάντα, όσα Πορφύριος υπό της εαυτού μανίας έλαυνόμένος
κατά της ευσεβούς των Χριστιανών θρησκείας συνέγραψε,
παρ 'οίωδήποτε ευρισκόμενα πυρί παραδίδοσθαι.
πάντα γαρ τα κινούντα τον Θεόν εις όργήν συγγράμματα
και τάς ψυχάς άδικούντα ουδέ εις άκοάς ανθρώπων έλθείν βουλόμεθα.]
ΤΟ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ το 448′ η εφαρμογή του ξεπέρασε το γράμμα αν όχι και το πνεύμα του, ρίχτηκαν στην πυρά όχι μόνο όλα τα αντίγραφα του περιβόητου δεκαπεντάτομου έργου Κατά Χριστιανών, μα και όλα τα έργα των ίδιων των χριστιανών απολογητών που παρέθεταν αποσπάσματα του ώστε να το αντικρούσουν..
Χάθηκαν όλα πλην ενός: το 1867, βρέθηκε στην Αθήνα το -γνωστό από το Μεσαίωνα ακόμα και κατόπιν εξαφανισμένο- έργο ‘Άποκριτικός προς ‘Έλληνας’ του χριστιανού κατηχητή -ίσως και επισκόπου Μαγνησίας- Μακαρίου Μάγνητος.
Ο Άποκριτικός, γραμμένος σε διαλογική μορφή, παρέθετε την αντιχριστιανική επιχειρηματολογία ενός Έλληνα εθνικού φιλοσόφου που σήμερα θεωρείται επιστημονικά βεβαιωμένο ότι είναι ο νεοπλατωνικός Πορφύριος (βλ. εισαγωγή J. Hoffmann και αναλυτικότερα στον Επίλογο). Ο Αποκριτικός χάθηκε στην Βενετία, στα μέσα του 16ου αι. προτού ξαναβρεθεί στην Αθήνα, 3 αιώνες αργότερα.Μέσα στο πλήθος των μελετών και την διεθνή βιβλιογραφία αναφορικά με το χαμένο έργο του Πορφύριου, ξεχωρίζει το βιβλίο του καθηγητή Joseph Hoffmann (Westminster College, Oxford) Porphyry’ s Against the Christians; the Literary Remains όχι μόνο είναι το πιο πρόσφατο, αλλά προέρχεται από ένα νηφάλιο ερευνητή, ειδικευμένο στις βιβλικές μελέτες. Θεωρήσαμε τα κείμενά του που συνοδεύουν την αγγλική του μετάφραση, (εισαγωγικό σημείωμα και επίλογος) ως τα πλέον κατάλληλα για την παρούσα έκδοση.
Εδώ και 16 αιώνες, το έργο του Πορφύριου «Κατά Χριστιανών» είναι εξαφανισμένο. Ήταν μια πολεμική πραγματεία που στόχευε στην ανασκευή των χριστιανικών θεωριών και την καταπολέμηση των ιουδαϊκής έμπνευσης δογμάτων που με φανατισμό και μισαλλοδοξία στρέφονταν κατά των ελληνιστικών φιλοσοφιών και του ελληνικού τρόπου.
Ο φιλόσοφος Πορφύριος (232-305), μαθητής του Πλωτίνου, με πολλές φιλολογικές και θεολογικές πραγματείες στο ενεργητικό του, βαθύς γνώστης τόσο του Ευαγγελίου όσο και της Ιστορίας, αντλώντας επιχειρήματα από το οπλοστάσιο της νεοπλατωνικής σχολής αλλά και από την κοινή ανθρώπινη λογική, ασκεί ανελέητη κριτική:
στο πρόσωπο του Ιησού τον οποίο θεωρεί ως έναν ασήμαντο Εβραίο, στους ευαγγελιστές που τους θεωρεί αμόρφωτους παραμυθάδες, στους αποστόλους Παύλο και Πέτρο που τους θεωρεί αδίστακτους τσαρλατάνους, άλλα και στην χριστιανική αποκαλυπτική θεολογία που την θεωρεί καταφανώς εσφαλμένη.
Το έργο του Πορφύριου προσφέρει στον σύγχρονο μελετητή μια εικόνα της παγανιστικής πολεμικής του 3ου μ.κ.ε. αιώνα μιας εποχής που σημαδεύτηκε, από τους ανελέητους όσο και μάταιους διωγμούς κατά των χριστιανών, και γενικότερα από τον αγώνα επιβίωσης που έδινε η αυτοκρατορία ενάντια στους εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους της.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι θρησκευτικοί διωγμοί ως ιστορικό πλαίσιο
ΟΤΑΝ ΤΟ ΕΤΟΣ 312 Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΚΕΡΔΙΣΕ την επίσημη αναγνώριση του ως θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήδη είχε πίσω του τρεις αιώνες ζωής. Η χριστιανική μυθογραφία και οι βίοι των αγίων επέμεναν πως η πορεία προς τη νομιμότητα ήταν ανηφορική και επίπονη παρ’ ότι καθοδηγημένη από την θεία πρόνοια, η διαδρομή ήταν σπαρμένη με τα πτώματα των μαρτύρων, το «σπόρο» της εκκλησίας, όπως περηφανευόταν ο λατίνος Τερτυλλιανός στην Απολογία του: «Όσο μας θερίζετε σεις οι ειδωλολάτρες, τόσο εμείς θεριεύουμε». Κι όμως υπήρχε μια δυσοίωνη αλήθεια στις καυχησιολογίες του.
Στα τέλη του δεύτερου αιώνα, όταν ο Τερτυλλιανός και ο εθνικός φιλόσοφος Κέλσος επιδίδονταν στους ιδεολογικούς αγώνες τους υπέρ και κατά της εκκλησίας, ο τελευταίος έλεγε με καυστικό χιούμορ: «Αν όλοι οι άνθρωποι θελήσουν κάποτε να γίνουν χριστιανοί, οι τελευταίοι δεν θα τους δεχτούν με προθυμία». Μόλις μια δεκαετία αργότερα, ο Τερτυλλιανός ήταν σε θέση να υποστηρίξει με την ίδια σιγουριά πως η εκκλησία αυξανόταν με τέτοιους ρυθμούς που «αν ο αυτοκράτορας θελήσει να εξολοθρεύσει τη χριστιανοσύνη, θα βρεθεί χωρίς βασίλειο να κυβερνήσει».
(Η χρήση της υπερβολής για καθαρά προσηλυτιστικούς λόγους δεν εγκαινιάστηκε από τους ευαγγελιστές του 20ου αιώνα, ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά της διαμάχης μεταξύ της παγανιστικής κουλτούρας και της χριστιανικής διδασκαλίας από τη στιγμή της γέννησής της, και σήμα κατατεθέν της ελληνικής και λατινικής ρητορικής μέσα από την οποία διατυπώνονταν τα επιχειρήματα).
Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν γρήγορα για τους χριστιανούς. Πράγματι, υπήρξαν μάρτυρες, όπως υπήρξαν και αναποφάσιστοι αυτοκράτορες, από τον Φίλιππο τον ‘Αραβα, μέχρι τον Αυρηλιανό και τον Διοκλητιανό άνθρωποι που δεν μπόρεσαν να τηρήσουν μια ξεκάθαρη και συνεπή στάση απέναντι στους χριστιανούς. [Ο Φίλιππος ο Άραψ (230 μ.κ.ε.) ήταν ο πρώτος φιλοχριστίανός αυτοκράτορας της Ρώμης, έναν αιώνα πριν τον Μ. Κωνσταντίνο]
Το 248, ο ιδεολογικός αντίπαλος του Κέλσου, ο Ωριγένης έγραφε: «Παρ’ όλο που μας λείπουν οι θεριστές των ψυχών, ο θερισμός είναι τόσο μεγάλος: οι άνθρωποι οδηγούνται στα αλώνια του Θεού, τις εκκλησίες, που βρίσκονται παντού»
(… μη όντων εργατών των εργαζομένων τον θερισμόν των φυγών, τοσούτον είναι θερισμόν, συγκομιζομένων και συναγομένων εις τάς πανταχού άλωνας τού θεού και εκκλησίας -Κατά Κέλσου 1.43).
Οι καυχησιολογίες, πως ένα πλήθος ανθρώπων είχε προσχωρήσει στην εκκλησία -καύχημα για τον Τερτυλλιανό, ύβρις για τον Κέλσο και τους πνευματικούς του συντρόφους, όπως αργότερα και για τον Πορφύριο-, έθεσαν σε λειτουργία ένα συναγερμό που ήχησε σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Ο τρίτος αιώνας δεν ήταν απλώς ένας αιώνας διωγμών, ήταν ο μόνος αιώνας κατά τον οποίο οι διώξεις επηρέασαν το χριστιανισμό στο σύνολο του. Η αυτοκρατορία είχε παραδοθεί στις ωδίνες της διαμάχης των εξουσιών και της κρίσης εμπιστοσύνης που ξεκίνησε με τον Δέκιο το Φεβρουάριο του 25Ο και παρατάθηκε στη διάρκεια των βασιλειών του Βαλεριανού (257-260 ) και του Διοκλητιανού (284-305).
Η προσπάθεια να αναχαιτιστεί το χριστιανικό κίνημα κράτησε, με ενδιάμεσα διαστήματα ύφεσης, από το 25Ο μέχρι το 284. Ώσπου, στις 23 Φεβρουαρίου 3Ο3, στο απόγειο της δύναμής του, ο Διοκλητιανός έθεσε εκτός νόμου το χριστιανισμό. Ακόμη και μετά την παραίτησή του το 305, οι διώξεις στην ανατολή συνεχίστηκαν σχεδόν για μια δεκαετία, επί Γαλέριου και Μαξιμίνου.
Όμως, στα χρονικά της πρώιμης εκκλησίας ο όρος «διωγμός» χρησιμοποιείται με τρόπο αναξιόπιστο. Παλαιότερες γενεές ιστορικών της εκκλησίας, έχοντας ως πηγές τα μαρτυρολόγια και κείμενα των πατέρων της εκκλησίας, πίστευαν ότι από το Νέρωνα μέχρι τον Κωνσταντίνο, μεσολάβησε μια περίοδος ακατάπαυστων σφαγών όσων πρέσβευαν τον χριστιανισμό.
Την άποψή τους αυτή αποδυναμώνει η βεβαιότητα πως οι Ρωμαίοι θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να προχωρήσουν σε μια «τελική λύση» στο πρόβλημα του χριστιανισμού από πολύ νωρίς, όπως επίσης και το γεγονός ότι εκκλησιαστικοί συγγραφείς σαν τον Ωριγένη κόμπαζαν όχι μόνο για τους μάρτυρες μα και για τους πλούσιους, τους ανώτερους αξιωματούχους, τις ευγενικής καταγωγής κυρίες και τους illuminati που προσχωρούσαν μαζικά στην εκκλησία.
Οι εθνικοί συγγραφείς προσπάθησαν να αντιστρέψουν αυτό το ρεύμα, επιμένοντας πως ο χριστιανισμός ήταν στην ουσία μια θρησκεία για τεμπέληδες, αμόρφωτους, δεισιδαίμονες και ανθρώπους ταπεινής καταγωγής -«τις γυναικούλες, τους δούλους και τα παιδάκια», σάρκαζε ο Κέλσος. Αλλά η προσπάθεια δεν έφερε αποτελέσματα.
Οι διωγμοί του Διοκλητιανού αποκάλυψαν πως ο χριστιανισμός είχε τρυπώσει στην κρεβατοκάμαρα του αυτοκράτορα: η σύζυγος του, η κόρη του, οι υπηρέτες τους, ο θησαυροφύλακάς του, ο ευνούχος Δωρόθεος, ακόμη και ο διευθυντής του εργοστασίου βαφής (πορφύρας) στην Τύρο, ήσαν χριστιανοί ή συμπαθούντες των χριστιανών.
Η εξύβριση των νεοφώτιστων δεν ανέκοψε την πορεία των προσηλυτισμών. Γι’ αυτό και η πολιτική λύση που υιοθετήθηκε τον τρίτο αιώνα ήταν μια προσπάθεια να τρομάξει ο κόσμος: το τίμημα της μεταστροφής στο χριστιανισμό έπρεπε να είναι πολύ ακριβό. Ο διωγμός ήταν η εναλλακτική λύση ισχύος στις αποτυχημένες πολεμικές προσπάθειες του Κέλσου, του Πορφύριου και του Ιεροκλή.
Ήταν μια τελευταία και απεγνωσμένη απόπειρα διάσωσης της παλαιάς θρησκευτικής τάξης από τη θολή και μπερδεμένη ηθική διδασκαλία του χριστιανισμού που στο παρελθόν τόσο επιπόλαια είχε σατιριστεί ως «βακχική φρενίτιδα». Είναι πολύ πιθανόν πώς ακόμη και από την εποχή του Κέλσου (που σχεδόν δεν κάνει λόγο για χριστιανική ανηθικότητα), κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά τέτοιου είδους φημολογίες. Στη Δαμασκό του τέταρτου αιώνα, οι χριστιανοί και οι εθνικοί γείτονές τους έκλειναν το μάτι συνωμοτικά ο ένας στον άλλον και κρυφογελούσαν όταν κάποιος δραστήριος δικαστής συλλάμβανε ομαδικά μια παρέα από πόρνες στην αγορά της πόλης και τις ανάγκαζε να ομολογήσουν πως ήταν «χριστιανές πόρνες».
Πώς διώκονταν οι χριστιανοί; Λίγο πριν τους διωγμούς, ο χριστιανός συγγραφέας Ωριγένης, έλεγε με υπερηφάνεια πως «εμείς οι χριστιανοί απολαμβάνουμε την ησυχία μας εδώ και πολύ καιρό». Αλλά ο Ωριγένης έβλεπε και σύννεφα να μαζεύονται στον ορίζοντα. Επικρατούσε πολιτική αστάθεια και η αυτοκρατορία απειλούνταν από στρατιωτική κατάρρευση, από οικονομική άποψη, οι καιροί ήταν σκληροί.
Το καθήκον {pietas) επέβαλλε στους πιστούς Ρωμαίους να υπερασπίζονται τις παραδόσεις και να τιμούν τη θρησκεία που μέχρι τότε είχε εξασφαλίσει το μεγαλείο τους, σύμφωνα με τη ρωμαϊκή διανόηση και τους ευσεβείς εθνικούς, οι δυο προηγούμενες γενιές χαρακτηρίζονταν από έκλυση ηθών και διάβρωση, πράγμα που επέφερε την αποδυνάμωση των παραδόσεων. Οι γραμμές άμυνας έπρεπε να πυκνώσουν.
Το 250 ο Δέκιος εξέδωσε ένα διάταγμα όπου ανέφερε απλώς πως οι χριστιανοί έπρεπε να θυσιάζουν στους θεούς της Ρώμης προσφέροντας κρασί και τρώγοντας το κρέας των θυσιών. Όσοι αρνούνταν θα καταδικάζονταν σε θάνατο. Για να αποφύγουν αυτήν την τιμωρία, φαίνεται πως πολλοί ευκατάστατοι χριστιανοί αποκήρυξαν τη νέα θρησκεία και έγιναν στα μάτια των πιστών «αποστάτες».
Οι αποστάτες αριθμούσαν στις γραμμές τους πολλούς επισκόπους, συμπεριλαμβανομένου και του επισκόπου της σημαντικής περιοχής της Σμύρνης, όπως και Ιουδαίους χριστιανούς που επέστρεφαν στη συναγωγή, μιας και το διάταγμα του Δέκιου δεν συμπεριλάμβανε τον ιουδαϊσμό. Αυτό είχε ως συνέπεια, η εκκλησία να βρεθεί σε μεγάλη σύγχυση ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης εκείνων των χριστιανών που ξεστράτισαν από την πίστη σε καιρούς χαλεπούς και που θέλησαν να επανακάμψουν μόλις πέρασαν τα δύσκολα -τους αποκαλούμενους lapsi.
Ακόμα και ο Αυγουστίνος, στην Αφρική του 5ου αιώνα, βρέθηκε να αντιμετωπίζει το ίδιο αυτό πρόβλημα. Τα χριστιανικά μυστήρια της βάπτισης και -ως ένα βαθμό- της ευχαριστίας, σε πολιτικές συνθήκες αποστασίας ιερέων και επισκόπων, τέθηκαν υπό επανεξέταση. Πότε ένα μυστήριο δεν ήταν μυστήριο; Όταν το είχε τελέσει ένας προδότης της πίστης, υποστήριζαν κάποιοι. Οι συνέπειες του διωγμού είχαν και ειδικές προεκτάσεις που επηρέαζαν ακόμα και δογματικούς κανόνες της εκκλησίας.
Στα χρόνια της βασιλείας του Βαλεριανού (253—260), η αιχμή του δόρατος στράφηκε από την άσκηση της χριστιανικής πίστης στην εκκλησιαστική περιουσία, ένα θέμα που ανησυχούσε τους συντηρητικούς εθνικούς που συνέδεαν πλέον άμεσα την άνοδο του χριστιανισμού με το τέλος της παλαιάς τάξης πραγμάτων. Από πληθώρα στοιχείων προκύπτει πως στα μέσα του τρίτου αιώνα οι χριστιανοί είχαν αποκτήσει μεγάλη αυτοπεποίθηση και ασκούσαν τη λατρεία τους με τρόπο επιδεικτικό.
Στη Νικομήδεια, την ανατολική πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, «η εκκλησία των χριστιανών ορθωνόταν ψηλά, ορατή από τα ανάκτορα» (Λακτάντιος, Για τον θάνατο των διωκτών 12′ Κυπριανός, Επιστολή 80). Το χρήμα και η ιδιοκτησία, το ρωμαϊκό στυλ, έφερναν την αποδοχή, οι πλούσιοι χριστιανοί ακολούθησαν το παράδειγμα των παγανιστών ευεργετών, κάνοντας δωρεές στις εκκλησίες με τον ίδιο τρόπο που παλιότερα έκαναν δωρεές σε ναούς των θεών του κράτους. Με δυο λόγια, οι χριστιανοί γίνονταν αξιοσέβαστοι.
Τον Αύγουστο του 257, ο Βαλεριανός έβαλε στόχο την περιουσία του κλήρου, και το 258 τα πλούτη των διακεκριμένων κοσμικών χριστιανών. Αυτή η τακτική είχε προφανώς την πρόθεση να κάνει την ανώτερη τάξη των Ρωμαίων να το σκεφτεί καλύτερα πριν διοχετεύσει τα πλούτη της προς την κατεύθυνση των «ζητιάνων ιερέων», όπως τους αποκαλούσε ο Πορφύριος, και πριν μετατραπεί σε προστάτιδα των νεόπλουτων αρχηγών της εκκλησίας.
(Σε μια κοινωνία όπου η ευημερία και ο πλούτος δεν ήταν κάτι για το οποίο έπρεπε κανείς να ντρέπεται, η έμφαση που έδινε ο χριστιανισμός στη φτώχεια και στα βάσανα θεωρούνταν πιο πολύ ανόητη παρά ακατανόητη: μια απάτη των αξιωματούχων της εκκλησίας σε βάρος των μωρόπιστων και διψασμένων για θρησκεία honestiores).
Το διάταγμα του Βαλεριανού πρόβλεπε επίσης ότι «τα μέλη του προσωπικού του Καίσαρα που ομολόγησαν ή θα ομολογήσουν (πως είναι χριστιανοί) θα σταλούν αλυσοδεμένοι ως δούλοι να δουλέψουν στα κτήματα του Καίσαρα» (Κυπριανός, Επιστολή 80 ι), ενώ τυχόν συγκλητικοί και άλλοι αξιωματούχοι θα χάσουν πρώτα την περιουσία τους και, μόνον αν επιμείνουν, τα κεφάλια τους.
Οι διαδικασίες μπορούσαν να είναι συνοπτικές ή παρατεταμένες. Η καταγραφή της πιο συνοπτικής διαδικασίας αναφέρεται σε κάποιον Ρωμαίο κυβερνήτη της Ισπανίας που ανακρίνει έναν επίσκοπο:
— Είσαι επίσκοπος;
— Είμαι.
— Θες να πεις, ήσουν. [Πράξεις Αγίου Φρουχτουόζου 2]
Το 258 ο Κυπριανός, ο επίσκοπος της Καρχηδόνας στη Βόρεια Αφρική, εκτελέστηκε μετά από παρατεταμένη ανάκριση από τον Γαλέριο Μάξιμο. Η συγκεκριμένη υπόθεση έχει ενδιαφέρον από την άποψη των σχέσεων εθνικών και χριστιανών. Τον Κυπριανό προκαλούσε συστηματικά ένας δευτεροκλασάτος φιλόσοφος, ο Δημητριανός, που υποστήριζε -όπως πολλοί προγενέστεροι και μεταγενέστεροι του φιλόσοφοι- πως ο χριστιανισμός ήταν υπεύθυνος για τις συμφορές της αυτοκρατορίας (μια εκτίμηση που ο Τερτυλλιανός είχε ήδη διακωμωδήσει, το 198).
Εκπροσωπώντας την «ηθική πλειοψηφία» της εποχής του, ο Δημητριανός επέμενε πως μόνο εάν οι χριστιανοί εκδήλωναν τον απαιτούμενο σεβασμό στις θρησκείες του κράτους και στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, θα επέστρεφε η ειρήνη κι η ευημερία. Όταν τελικά ο Κυπριανός αναγκάστηκε να απαντήσει, η δήλωσή του ήταν ένας χρησμός ολέθρου, μια σχοινοτενής παράφραση του Λουκρήτιου [πρβ. DeRerum Natura 2.1105 κ.ε.], ένας ισχυρισμός πως ο κόσμος ζούσε την επιθανάτια αγωνία της αποσύνθεσης:
Ο αγρότης φθίνει και μαραζώνει στα χωράφια, ο ναύτης στη θάλασσα, ο στρατιώτης στη στρατώνα. Η τιμιότητα λείπει από την αγορά, η δικαιοσύνη από τα δικαστήρια, η αγάπη από τη φιλία’,το ταλέντο από τις τέχνες, η πειθαρχία από τη συμπεριφορά… Είναι η καταδίκη που επιβάλλεται στον κόσμο, είναι ο νόμος του Θεού, όπως τα πράγματα ανέρχονται, έτσι και να καταρρέουν όπως αυξάνουν, έτσι και να γερνούν… Κι όταν γίνονται μικρά κι αδύναμα, πεθαίνουν. Κυπριανός. Προς Δημητριανόν 3·
Μια τέτοια φιλοσοφικού τύπου «αποκάλυψη» κάθε άλλο παρά ευχάριστα ακουγόταν στα αυτιά των Ρωμαίων: άλλο το να παραθέτουν οι χριστιανοί εδάφια από τις δικές τους αλλόκοτες γραφές, όμως το να εφευρίσκουν και αναλογίες μεταξύ της ρωμαϊκής φιλοσοφίας και των προφητών τους -συμπεριλαμβανομένου του Ιησού- που κήρυτταν το τέλος του κόσμου, ήταν κάτι το ανυπόφορο.
Αν τα πράγματα είναι παντού τόσο άσχημα, έλεγε με πεποίθηση ο Κυπριανός, είναι γιατί ο Θεός του ουρανού και της γης, ο Θεός και πατέρας του Ιησού Χριστού τα κάνει έτσι. Η αυτοκρατορία εξασθενίζει καθώς ο χριστιανισμός δυναμώνει. Όταν αρχικά σύρθηκε μπροστά στον ανθύπατο Πατέρνο, ο Κυπριανός συμπεριφέρθηκε επιφυλακτικά και πεισματάρικα, αρνούμενος να καταδώσει τους συναδέλφους του ιερείς. Καταδικάστηκε σε εξορία λόγω της άρνησής του να αποκηρύξει το χριστιανισμό και να συμμορφωθεί με το ρωμαϊκό τυπικό.
Στη συνέχεια ανακλήθηκε από τον ανθύπατο Γαλέριο Μάξιμο (διάδοχο του Πατέρνου) για ένα δεύτερο κύκλο ανακρίσεων. Το ίδιο πεισματάρης όπως και πριν, ο γέροντας συγκρούστηκε με τον οξύθυμο Γαλέριο και καταδικάστηκε σε θάνατο δια αποκεφαλισμού. Σύμφωνα με τον Προυδέντιο που διέσωσε την ιστορία του, οι οπαδοί του Κυπριανού ικέτεψαν «με μια φωνή» να εκτελεστούν μαζί του.
Στις 31 Μαρτίου 297 επί Διοκλητιανού, η μανιχαϊστική θρησκεία τέθηκε εκτός νόμου. Όπως και ο χριστιανισμός, ο μανιχαϊσμός ήταν «εισαγόμενο προϊόν» αμφιβόλου ποιότητας. Επιπλέον είχε περσική προέλευση και η Ρώμη βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Περσία. Οι ιερείς του συλλαμβάνονταν και παραδίνονταν στην πυρά μαζί με τα ιερά τους βιβλία, χωρίς ιδιαίτερες διαδικασίες.
Όσοι ομολογούσαν πως ήσαν μανιχαϊστές καταδικάζονταν σε θάνατο χωρίς να περάσουν από δίκη. Οι πιο διακεκριμένοι Ρωμαίοι μανιχαϊστές (οι αποκαλούμενοι honestiores) γλίτωναν τη ζωή τους αλλά τους δήμευαν την περιουσία και τους έστελναν να δουλέψουν στα ορυχεία. Η αντιμετώπιση των μανιχαϊστών προμήνυε ακόμη χειρότερα προβλήματα για τους χριστιανούς.
Ο Διοκλητιανός εξέδωσε το πρώτο του διάταγμα κατά των χριστιανών τον Φεβρουάριο του 3Ο3. Ο ιστορικός της εκκλησίας Λακτάντιος (± 240-320) γράφει πως ο Διοκλητιανός έπεσε θύμα των συμβούλων του και ειδικότερα του Γαλέριου, καίσαρα της ανατολής, «ο οποίος έκαιγε ζωντανό όποιον αρνιόταν να προσφέρει θυσία».
Στην πραγματικότητα ο Διοκλητιανός αμφιταλαντευόταν. Ο Λακτάντιος λέει ότι ένα από τα τραγικά του ελαττώματα ήταν πως διεκδικούσε την αποκλειστική τιμή για τις επιτυχίες του, ισχυριζόμενος ότι είχε ενεργήσει αφ’ εαυτού, και πως χρέωνε όλες τις αποτυχίες στις πλάτες των συμβούλων του. Ο διωγμός τού 303 ήταν μια τέτοιας λογής απόφαση.
Η αρχική θέση του Διοκλητιανού ήταν ρεαλιστική και σαφής: Υπάρχουν πάρα πολλοί χριστιανοί στην αυτοκρατορία, θα χυθεί αίμα, θα ακολουθήσουν εξεγέρσεις, άλλωστε, οι περισσότεροι θα δεχτούν με χαρά το θάνατο τους, γιατί να μην κηρυχθεί παράνομη η άσκηση αυτής της ολέθριας δεισιδαιμονίας μόνο για τους αξιωματούχους της αυλής και τους στρατιώτες;
Νιώθοντας πως θα υπάρξουν αντιδράσεις σε τούτη τη λογική προσέγγιση, κάλεσε συμβούλους: δικαστές, στρατιωτικούς διοικητές και τελικά, απεγνωσμένος, ένα μάντη ο οποίος είχε σταλεί να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, ποια ήταν η θέληση των θεών μπρος σ’ ετούτη τη δυσάρεστη κατάσταση.
Η απάντηση ήταν προβλεπόμενη: ο Απόλλων συμφωνούσε απολύτως με τον Γαλέριο. Οι χριστιανοί έπρεπε να αναχαιτιστούν. Ο Λακτάντιος σημειώνει πως στις 23 Φεβρουαρίου, στη γιορτή του Terminus, του θεού των ορίων, εκδόθηκε το διάταγμα κατάργησης («terminate») της χριστιανικής θρησκείας. Ήταν ο δέκατος ένατος χρόνος της βασιλείας του Διοκλητιανού και γύρω στο Πάσχα μαθεύτηκε πως θα καταστραφούν τα χριστιανικά κτίρια, θα καούν τα ιερά βιβλία, θα συλληφθούν νοικοκυραίοι, κι οι πρεσβύτεροι θα υποχρεωθούν να θυσιάσουν στους επίσημους θεούς του κράτους.
Σε ένα διάσημο περιστατικό στην πόλη Circa (στη σημερινή Αλγερία), τον Μάιο του 303, δυο μόνο μήνες μετά την έκδοση του διατάγματος, ο δήμαρχος της πόλης, συνοδευόμενος από ένα απόσπασμα πολιτών έφτασε στο κατώφλι ενός οικήματος που οι χριστιανοί το χρησιμοποιούσαν ως τόπο συνάντησης. Παρ’ όλο που ήθελε να πάρει έναν κατάλογο με τα ονόματα όλων των «αναγνωστών» (κληρικών) της εκκλησίας, ο δήμαρχος είχε επίσης εντολές να καταγράψει τα περιουσιακά στοιχεία της εκκλησίας και να κατάσχει όλα τα αντίγραφα των γραφών. Το ζήτημα αποδείχτηκε δύσκολο.
Η στάση των ανθρώπων του επισκόπου δεν ήταν σ’ όλες τις περιπτώσεις η ίδια: κάποιοι αναγνώστες παρέδωσαν τα βιβλία χωρίς αντιρρήσεις, κάποιοι δίστασαν και άλλοι αρνήθηκαν. Αν το περιστατικό της Cirta είναι ενδεικτικό των διαδικασιών έρευνας και κατάσχεσης που απαιτούσε το διάταγμα, τότε η έρευνα θα πρέπει να ήταν εξονυχιστική και αμείλικτη.
Το απόσπασμα γύριζε από σπίτι σε σπίτι, με την πεποίθηση πως οι χαμηλόβαθμοι κληρικοί ήταν πιο ευάλωτοι και άρα πιο εύκολοι στο να κατονομάσουν συγκεκριμένα πρόσωπα. Βρήκε βιβλία κρυμμένα σε ιδιωτικές κατοικίες, όπου τα είχαν καταχωνιάσει οι αναγνώστες για να τα σώσουν, καθώς πίστευαν πως η εκκλησία δεν ήταν ασφαλής χώρος για τη φύλαξη των ευαγγελίων και των επιστολών.
Ο Διοκλητιανός είχε ελπίσει πως θα εξάρθρωνε το κίνημα, όμως οι τακτικές επιβίωσης του κινήματος έκαναν πολύ δύσκολο το έργο της αστυνόμευσης. Οι χριστιανοί είχαν γίνει πανούργοι. Τον ενθουσιασμό για το μαρτύριο τώρα συναγωνίζονταν οι διφορούμενες αποκρίσεις:
Δήμαρχος: Υπόδειξε μας τους αναγνώστες ή κάλεσέ τους εδώ.
Επίσκοπος: Ξέρετε ήδη ποιοι είναι.
Δήμαρχος: Φέρτε τα βιβλία σας.
Διάκοι: Ό,τι είχαμε εδώ [μέσα στην εκκλησία] το πετάξαμε.
Οι εκτελέσεις πήραν διαστάσεις, ιδιαίτερα όταν έφτασαν φήμες στα αυτιά του Γαλέριου ότι χριστιανικοί κύκλοι υποδαύλιζαν συνωμοσίες εναντίον του θρόνου. Νέα διατάγματα εκδίδονταν σε τακτά χρονικά διαστήματα, το ένα πιο αυστηρό από το άλλο. Το τέταρτο διάταγμα (3Ο4) όριζε πως «σύσσωμος» ο πληθυσμός της κάθε πόλης πρέπει να θυσιάσει και να προσφέρει σπονδές στους θεούς, μαζί και οι χριστιανοί.
Ο Διοκλητιανός παραιτήθηκε για λόγους υγείας το 305′ ο Γαλέριος, αυτοκράτορας πλέον, και ο Μαξιμίνος, νέος καίσαρας της ανατολής, συνέχισαν να πιέζουν αμείλικτα μέχρι τον Απρίλιο του 311, οπότε ο Γαλέριος -μια εβδομάδα πριν τον θάνατο του— εξέδωσε ένα διάταγμα ανοχής.
Στη δύση, ο Μαξιμιανός και ο Κωνστάντιος (πατέρας του Μ. Κωνσταντίνου) είχαν χάσει το ζήλο και την πίστη τους στη συγκεκριμένη πολιτική και περιορίζονταν σε σποραδικά χτυπήματα ενάντια σε κάποιες εκκλησίες αλλά τίποτε περισσότερο. Στις επαρχίες, και ιδιαίτερα στη Β. Αφρική, οι διωγμοί ήσαν πιο αυστηροί. Ο βαθμός αυστηρότητάς τους είναι, βέβαια, προς συζήτηση.
Ο ιστορικός της εκκλησίας Ευσέβιος (±200 – ±339) αφηγείται πώς οι πιστοί των Θηβών αποζητούσαν το μαρτύριο καθώς έσφιγγε γύρω τους ο κλοιός’ αλλά στην Οξύρυγχο, στις κάτω περιοχές του Νείλου, οι χριστιανοί που σύρονταν μπροστά στον δικαστή και διατάσσονταν να θυσιάσουν, είχαν το δικαίωμα να εξουσιοδοτήσουν ένα τρίτο πρόσωπο, συχνά έναν συγγενή τους εθνικό, να τελέσει το τυπικό για λογαριασμό τους έτσι ώστε να αποφύγουν οι ίδιοι το μίασμα που θα επέφερε η πράξη αν την τελούσαν αυτοπροσώπως.
Μέχρι και το 311 ή το 312 οι κάτοικοι πόλεων όπως η Γύρος, η Αντιόχεια, η Νικομήδεια και η Παμφυλία της Λυκίας έστελναν αναφορές κατά των χριστιανών στον Μαξιμίνο, που είχε θέσει σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα αναμόρφωσης με στόχο να επαναφέρει τους μετανοημένους χριστιανούς στην εθνική τους κληρονομιά.
Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική καταπίεσης σε βάρος των χριστιανών έχανε κάθε δυναμισμό. Οι παγανιστές πολέμιοι τους δεν επέτυχαν να αναχαιτίσουν τη δημοτικότητα του κινήματος και οι «διώκτες» αυτοκράτορες (εκτός ίσως από τον ίδιο τον Διοκλητιανό) είχαν πέσει έξω στους υπολογισμούς τους ως προς τον αριθμό και την αποφασιστικότητα των πιστών. Το κίνημα αποδείχτηκε το Βιετνάμ της Ρώμης: ένας αργόσυρτος πόλεμος φθοράς ενάντια σ’ έναν πολύμορφο εχθρό. Οι διωγμοί, ακόμη και στο απόγειο τους, επί Διοκλητιανού, υπήρξαν επιλεκτικοί και βραχύβιοι. Και, όπως ήδη από τον 170 αιώνα έχει γίνει γνωστό, ο αριθμός των μαρτύρων δεν ήταν μεγάλος.
Μια από τις επιτυχίες των χριστιανών απολογητών είναι το ότι έπεισαν τους διώκτες τους ότι απολάμβαναν τις διώξεις, ότι ο θάνατος τούς άρεσε περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο: πεθαίνοντας για τον Ιησού Χριστό, εξασφάλιζαν το στέμμα της ουράνιας δόξας. Με σπάνιες εξαιρέσεις, οι πολίτες της αυτοκρατορίας δεν φάνηκαν πρόθυμοι να συνεργαστούν στους διωγμούς: η ρωμαϊκή κοινωνία ήταν ανέκαθεν ανεξίθρησκη και η ανεκτικότητά της συνοψιζόταν στο αξίωμα «ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν».
Πολύ σύντομα οι πολίτες της κατάλαβαν την ανάγκη των αρχόντων τους να επωφεληθούν πολιτικά από την ύπαρξη ενός εσωτερικού εχθρού. Το τέταρτο διάταγμα κατά των χριστιανών, το 3Ο4, είχε ουσιαστικά ως στόχο να εξαναγκάσει τους πολίτες στην υπακοή λαομίσητων ηγετών, και το 308 ο ιδιαίτερα μισητός Μαξιμίνος δοκίμασε να εφαρμόσει την ίδια τακτική. (Ευσέβιος, Περί των εν Παλαιστίνη μαρτύρων 9-1-3)·
«Επέβαλε την γρήγορη ανοικοδόμηση των γκρεμισμένων ειδωλολατρικών ναών και ανάγκασε τους πάντες, άντρες και γυναίκες με βυζανιάρικα παιδιά και δούλους να προσφέρουν θυσίες και κρασί»,
(…το βασιλικό ν πρόσταγμα, κελεΰον ώς αν μετά σπουδής πάσης των μεν είδωλείων ά- νοικοδομοϊεν τα πεπτωκότα, πανδημει δε πάντας, άνδρας άμα γυναιςιν και οίκέταις, αύτοις υπομαζίοις παισί, θύειν καϊ σπένδειν…).
Η τακτική ήταν, όπως λέει ο Ευσέβιος, αναποτελεσματική γιατί ακόμη και εκείνοι που έπρεπε να την υλοποιήσουν είχαν μειωμένο ζήλο και δεν επέβαλλαν ποινές ώστε να στηρίξουν τη «βιομηχανία θυσιών» που επιχειρούσε να στήσει ο Μαξιμίνος.
Δυσαρεστημένος με την αποτυχία του, χρηματοδότησε μια «φιλολογική» επίθεση, κυκλοφορώντας παραποιημένα ευαγγέλια και απομνημονεύματα που περιείχαν γνωστές και τετριμμένες συκοφαντίες εναντίον του Ιησού. Τα τοιχοκολλούσαν σε τόπους δημοσίων συγκεντρώσεων και επέβαλλαν στους δασκάλους να διαβάζουν στα παιδιά αποσπάσματα ως μάθημα (Ευσέβιος, Περί των εν Παλαιστίνη μαρτύρων 9-4-2.-5-2).
Για να στηρίξει τις κατηγορίες περί ανηθικότητας των χριστιανών, ο Μαξιμίνος προσέλαβε πράκτορες (duces) να συλλάβουν μαζικά πόρνες από την αγορά της Δαμασκού.
Αφού τις βασάνισαν μέχρι να ομολογήσουν πως είναι χριστιανές, στη συνέχεια τις έβαλαν να υπογράφουν δηλώσεις πως οι εκκλησίες ασκούσαν τελετουργικά την πορνεία και ζητούσαν από τα μέλη τους να μετέχουν σε διεστραμμένες σεξουαλικά πράξεις. Αυτές οι δηλώσεις μοιράστηκαν στις πόλεις για δημόσια επίδειξη. Απεγνωσμένες εποχές, απεγνωσμένοι άνθρωποι, απεγνωσμένα μέτρα.
Μέχρι τις 30 Απριλίου του -ημερομηνία που εκδόθηκε από τον Γαλέριο το διάταγμα ανοχής-, οι χριστιανοί είχαν αντιμετωπίσει επιτυχώς τρία μεγάλα κύματα επίθεσης: (α) την ασταθή και αναποφάσιστη πολιτική των αυτοκρατόρων από τον Νέρωνα μέχρι τον Μάρκο Αυρήλιο, (β) τις ιδεολογικές και φιλοσοφικές επιθέσεις, που γίνονταν με υποστήριξη αυτοκρατορική, και (γ) τους αμείλικτους διωγμούς του τρίτου αιώνα που έληξαν το 311. Ο παγανισμός ψυχορραγούσε. Το σχέδιο του Μαξιμίνου να «αναμορφώσει» τους χριστιανούς στη θρησκεία των προγόνων τους είχε αποτύχει.
Μετά τη μεταστροφή του Μ. Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό -ασχέτως του περιεχομένου της και των λόγων που την υπαγόρευσαν-, μονάχα ο ανιψιός του Ιουλιανός (332-363), απέμεινε για να πάρει τη σκυτάλη και να υπερασπιστεί την παγανιστική υπόθεση. Ο Ιουλιανός έκανε ό,τι μπορούσε για να επαναφέρει την παλιά τάξη πραγμάτων.
Αναδιοργάνωσε τα ιερά και τους ναούς απαγόρεψε τη διδασκαλία του χριστιανικού δόγματος στα σχολεία, κατάργησε τα νομικά και οικονομικά προνόμια που είχαν συσσωρεύσει οι χριστιανοί από τις αρχές του τέταρτου αιώνα, έγραψε ο ίδιος πολεμικούς λόγους κατά των χριστιανών και -με μια έξυπνη πολιτική κίνηση- επέτρεψε στους εξόριστους επισκόπους να επανέλθουν στις έδρες τους, για να υποδαυλίσει τη μάχη εξουσίας και τη διχόνοια στους κόλπους των χριστιανών.
Όπως ήταν φυσικό, οι χριστιανοί τον μίσησαν. (Ανάμεσά τους και ο διακεκριμένος θεολόγος Γρηγόριος Ναζιανζηνός ήταν συμμαθητής του Ιουλιανού στην Αθήνα όπου και οι δυο έμαθαν να αγαπούν τους κλασικούς συγγραφείς, αλλά μόνο ο Ιουλιανός μεταστράφηκε στον ελληνικό ανθρωπισμό).
Ο Κύριλλος Αλεξανδρείας (ο γνωστός δολοφόνος) έγραφε ένα μακροσκελή αντίλογο στο έργο του Ιουλιανού Κατά χριστιανών, τμήματα του οποίου απηχούν τον ΓΙορφύριο και τον Ιεροκλή. Το παγανιστικό ιντερλούδιο -που δεν έφτασε ποτέ να γίνει αναγέννηση- κράτησε συνολικά τρία χρόνια, μέχρι το θάνατο του Ιουλιανού, τον Ιούνιο του 363. Και παρ’ ότι δεν είναι του Ιουλιανού η επιθανάτια φράση που του αποδίδεται («Νενίκηκάς με, Γαλιλαίε»), θα μπορούσε κάλλιστα να είναι.
Στα μέσα της ιστορικής περιόδου που περιγράψαμε, ξεχωρίζει η φυσιογνωμία του Πορφύριου της Τύρου, που ονομάστηκε έτσι (το αρχικό του όνομα ήταν Μάλχος) ίσως επειδή η γενέθλια πόλη του ήταν κέντρο παραγωγής του χρώματος βαφής της βασιλικής πορφύρας. Γεννημένος το 232, ο Πορφύριος ήταν δεκαοκτώ χρονών όταν ξέσπασε ο διωγμός επί αυτοκράτορα Δέκιου. Δώδεκα χρόνια αργότερα, η αντιπάθειά του προς το χριστιανισμό είχε πλέον εδραιωθεί.
Ο Πορφύριος είχε ακούσει τον Ωριγένη να διδάσκει, είχε μελετήσει τις εβραϊκές γραφές, ιδιαίτερα τους προφήτες και τα χριστιανικά ευαγγέλια, και θεωρούσε πως τους έλειπε η φιλολογική ποιότητα και η φιλοσοφική εμβρίθεια. Γύρω στο 202, εντάχθηκε σε μια σχολή της Ρώμης την οποία διηύθυνε ο διάσημος νεοπλατωνικός δάσκαλος Πλωτίνος. Παρέμεινε εκεί μέχρι το 270 περίπου. Και στη Σικελία όπου βρέθηκε μετά το θάνατο του Πλωτίνου, και στη Ρώμη όπου αργότερα επέστρεφε, ο Πορφύριος εκδήλωνε μιαν έντονη αντιπάθεια για τη λαϊκή θρησκεία ή δεισιδαιμονία —superstitione, όπως προτιμούσαν να την αποκαλούν οι Ρωμαίοι διανοούμενοι του κύκλου του-, και θεωρούσε το χριστιανισμό ως την πλέον ολέθρια μορφή της νόσου που είχε προσβάλει την αυτοκρατορία.
Σε μια επιστολή του (Πορφυρίου προς ‘Ανέβω επιστολή), υπογράμμιζε τα μειονεκτήματα των θρησκειών. Στη συνέχεια, επιτέθηκε στη χριστιανική διδασκαλία γράφοντας ένα δεκαπεντάτομο έργο, που αργότερα έγινε γνωστό ως το “Κατά Χριστιανών” Μέχρι την εποχή του διαγγέλματος του Γαλέριου (311), το έργο ήταν πολύ δημοφιλές και από την πρώτη στιγμή μπήκε στο στόχαστρο της αυτοκρατορικής πλέον εκκλησίας, η οποία το 448 καταδίκασε στην πυρά όλα τα υπάρχοντα αντίγραφα.
Ό,τι πληροφορίες έχουμε για το βιβλίο προέρχονται από αποσπάσματα που διατηρήθηκαν μέσα στα πλαίσια του αντίλογου χριστιανών δασκάλων όπως ο Ευσέβιος, ο Απολλινάριος και ο Αυγουστίνος, που έτρεφε θαυμασμό για τον Πορφύριο όπως και ο Ιερώνυμος, που έγραφε ένα μεγάλο σχολιαστικό υπόμνημα για το Βιβλίο του Δανιήλ, σε μια προσπάθεια να εξουδετερώσει τις καυστικές και οξυδερκείς παρατηρήσεις του Πορφύριου για τη φύση των βιβλικών προφητειών.
Θα ήταν κοινοτυπία να πούμε πως ο Πορφύριος ήταν ο πλέον «καταρτισμένος» των επικριτών του χριστιανισμού. Θα πρέπει, όμως, εν συνεχεία να σημειώσουμε ότι οι επικριτές του χριστιανισμού δεν ήταν στις καλύτερές τους στιγμές όταν έγραφαν πολεμική. Έχει ειπωθεί, λόγου χάρη, πως τα αποσπάσματα του Πορφύριου όπως διατηρήθηκαν από τον κατηχητή Μακάριο Μάγνητα (4ος-5ος αι.), δεν μπορούν να ανήκουν στον Πορφύριο, γιατί προέρχονται από το έργο μιας κατώτερης διάνοιας. Δεν επιδέχεται αντίρρηση το ότι ο Πορφύριος ήταν ένας πρώτης τάξης διανοητής όμως μια διαμάχη με θέμα τον χριστιανισμό δεν ήταν υπόθεση ιδιαίτερα απαιτητική.
Σύμφωνα με τους νεοπλατωνικούς, ο χριστιανισμός ήταν αξιοκαταφρόνητος γιατί ήταν πολύ απλοϊκός. Εξ ου και οι απλοί συλλογισμοί ή τα στερεότυπα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν εναντίον του: τα ευαγγέλια ήσαν έργο τσαρλατάνων, ενώ ο ίδιος ο Ιησούς ήταν εγκληματίας και αποτυχημένος, ακόμη και με τα ιουδαϊκά μέτρα. Οι οπαδοί του τον είχαν προδώσει και ο αρχηγός τους (ο Πέτρος), ο πιο δειλός απ’ όλους, είχε τεθεί επικεφαλής της εκκλησίας του. Ακόμη και ως θαυματοποιός, ο Ιησούς ήταν υποδεέστερος.
Η διδασκαλία των χριστιανών είναι αντιφατική: εναποθέτουν τις ελπίδες τους στο τέλος του κόσμου αλλά ό,τι πραγματικά θέλουν είναι ο έλεγχος της αυτοκρατορίας. Το να λατρεύεις τον Ιησού ως θεό αποτελεί ύβρη προς οποιονδήποτε θεό αξίζει αυτό το όνομα. Οι απόψεις που εξέφραζε ο Πορφύριος ήταν συντριπτικές γιατί προέρχονταν από κάποιον που είχε βαθιά γνώση των ιερών βιβλίων των χριστιανών και του δόγματος τους.
Επιπλέον, στην πολεμική του ο Πορφύριος αρνιόταν στους χριστιανούς το αγαπημένο τους καταφύγιο: την αλληγορία. Ο Πορφύριος αποδίδει στα κείμενα την κυριολεκτική σημασία τους. Καθώς υπήρξε μαθητής του Λογγίνου, κατείχε τέλεια την αλληγορική ερμηνεία και γνώριζε καλά τα μυστικά του επαγγέλματος. Είτε μιλούσε για τις προφητείες του Δανιήλ είτε για την αποκαλυπτική διδασκαλία της εκκλησίας, αρνιόταν να δεχτεί ότι μια καταφανής αντίφαση αποτελεί «μυστήριο», ή τις εσφαλμένες περιγραφές αντικειμενικών γεγονότων ως «παράδοξο».
Οι συγγραφείς των ευαγγελίων δεν ήσαν Όμηροι. Τα ελληνικά τους, σε γενικές γραμμές, ήταν χαμηλού επιπέδου. Τους έλειπε όχι τόσο η εντιμότητα όσο η επιδεξιότητα, γιατί αν ήταν ανέντιμοι θα είχαν προσπαθήσει να αποκρύψουν τις αποτυχίες του Ιησού ή τις ελλείψεις των αποστόλων. Αλλά ακόμα κι έτσι, δεν άξιζαν το σεβασμό με τον οποίο τους περιέβαλλαν ολοένα και περισσότεροι Ρωμαίοι.
Στις ακόλουθες σελίδες αναπαράγονται τα κείμενα του Πορφύριου όπως καταγράφηκαν στον “Άποκριτικό” του Μακάριου Μάγνητος, τα κείμενα ξεπερνούν κατά πολύ το ήμισυ των αποσπασμάτων που απέδωσε στον Πορφύριο ο Adolf von Harnack. Από τότε που εκδόθηκε η συλλογή του Harnack, GtfgeTz die Christen, το 1916, έχει δημοσιευτεί ένα πλήθος μελετών που υπερασπίζονται ή καταδικάζουν τα συμπεράσματα του Γερμανού ιστορικού. Υπάρχει λοιπόν διχογνωμία ως προς το αν ο παγανιστής που παρουσιάζεται στο διάλογο του Μακάριου είναι όντως ο Πορφύριος, ένας μεταγραφέας του Πορφύριου (όπως ήταν ο ΓΙορφύριος του Πλωτίνου) ή κάποιος άλλος.
Αυτή η διαμάχη φαίνεται πως θα συνεχιστεί για αρκετό διάστημα καθώς περιστασιακά καινούριες φράσεις ή προτάσεις προστίθενται στο κυρίως σώμα του χαμένου έργου του Πορφύριου. Η δική μου θέση, όπως διαγράφεται καθαρά και στον Επίλογο που ακολουθεί, είναι πως ο Harnack σε γενικές γραμμές έχει δίκιο: Ο Μακάριος απαντούσε στον Πορφύριο και απόκρυβε την ταυτότητα του αντιπάλου του, είτε για λόγους στρατηγικής είτε διότι -πράγμα λιγότερο πιθανό- είχε μόνο τα αποσπάσματα στη διάθεση του και δεν γνώριζε την πηγή τους.
Το ύφος, τα θέματα, η προσέγγιση και τα συμπεράσματα ανήκουν ολοκληρωτικά —αν και όχι κατ’ ανάγκη ευθέως- στον μεγάλο εθνικό δάσκαλο. Δεν χωρά αμφιβολία ότι τα λόγια του έχουν παραφραστεί, παραμορφωθεί και κάποιες φορές κατακρεουργηθεί από τον όχι και τόσο ευφραδή αντίπαλο του.
Είναι κρίμα, από τη σκοπιά της ιστορίας της θεολογίας και της φιλοσοφίας, που ο Πορφύριος δεν είχε την τύχη να αναμετρηθεί μαζί του ένας Ωριγένης ή ένας Κύριλλος Αλεξανδρείας.
Παρ’ όλα αυτά, νιώθει κανείς πως εν μέρει έχει διατηρηθεί η καυστικότητα της γλώσσας του Πορφύριου, όπως επίσης και μια αίσθηση επιτακτικότητας, καθώς και η βαθιά ριζωμένη έχθρα και καχυποψία με τις οποίες αντιμετώπιζε το χριστιανικό δόγμα.
Είχε γράψει αυτό το έργο για να επικρίνει την έλλειψη πατριωτισμού από πλευράς των χριστιανών -ένα θέμα που αναδύεται από την πρώτη στιγμή που ο Μακάριος αρχίζει να παραθέτει τον αντίπαλο του. Συνεχίζει με μιαν «ορθολογική» αποτίμηση των σημαινόντων προσωπικοτήτων, δοξασιών, βιβλικών επεισοδίων και δογμάτων.
Εάν, όπως είπα, ο φιλόσοφος εμφανίζεται περισσότερο επικριτικός και όχι τόσο εμβριθής, είναι γιατί η διαμάχη μεταξύ φιλοσοφίας και εκκλησίας είχε πλέον τυποποιηθεί στα τέλη του τρίτου αιώνα. Οι εθνικοί είχαν μεν να παραθέσουν μια υψηλής ποιότητας επιχειρηματολογία, όμως ποτέ η λαϊκή θρησκεία —την οποία, σημειωτέον, ο Πορφύριος αντιπαθούσε ιδιαιτέρως- δεν αφέθηκε να καθοδηγηθεί ή να βελτιωθεί από επιχειρηματολογίες υψηλής ποιότητας.
Κι ίσως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πλευρές της αντιπαράθεσης μεταξύ του Μακάριου και του εθνικού φιλοσόφου είναι ότι ο δεύτερος πατά γερά και με τα δυο του πόδια στη γη, σε όλη τη διάρκεια της αναμέτρησης. Ο Μακάριος, αντίθετα, αφήνει τη φιλοσοφική του φαντασία να πετάξει και συνήθως καταλήγει σε ανώμαλες προσγειώσεις.
Ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί τη βιβλιογραφία που παρατίθεται στο τέλος για περαιτέρω μελέτη. Επέλεξα να παρουσιάσω τις μακροσκελείς παρατηρήσεις μου σε έναν εκτενή Επίλογο και όχι στην αρχή του έργου. Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους:
Πρώτον, ως φοιτητής, αντιδρούσα συχνά στις εισαγωγές των φιλοσοφικών ανθολογιών, των ελληνικών τραγωδιών ή των έργων του Σαίξπηρ. Το ομολογώ με ντροπή καθώς τώρα γνωρίζω πόση δουλειά προϋποθέτει το γράψιμο μιας εισαγωγής. Όμως οι χειρότερες από δαύτες έλεγαν υπερβολικά πολλά -για τη ζωή, την εποχή, τους φίλους και τις πηγές του συγγραφέα- και οι καλύτερες υπερβολικά λίγα.
Σήμερα θυμάμαι λιγότερα πράγματα από τον Χαμένο Παράδεισο απ ό,τι για τον ίδιο τον Μίλτον. Όταν το ενδιαφέρον μου μετατοπίστηκε από τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία στις βιβλικές σπουδές, δεν άργησα να ανακαλύψω τη σοφία του φονταμενταλιστικού αποφθέγματος: μια καλή Βίβλος μπορεί να φορτίσει διεξοδικά τα σχόλια.
Μπορώ να πω ότι κάτι παρόμοιο ισχύει και σε τούτη την περίπτωση. Πάντως, όποιος ενδιαφέρεται να εντρυφήσει μ’ έναν πληρέστερο τρόπο στην εποχή που πλαισιώνει το χαμένο έργο του Πορφύριου, μπορεί να ξεκινήσει διαβάζοντας τον Επίλογο.
Κατά δεύτερο λόγο, πιστεύω πως το χρωστάμε στον ΓΙορφύριο και τους «ερμηνευτές» του, ν’ αφήσουμε να μας μιλήσουν απευθείας οι ίδιοι. Καθώς τα έργα του θάφτηκαν —λίγο πολύ με επιτυχία- από το 448, θα πρέπει να τα αφήσουμε ν’ ανασάνουν επιτέλους ελεύθερα. Άλλωστε, μια τέτοια πρακτική ευνοείται σήμερα στις κλασικές ή πατερικές σπουδές.
Το δεύτερο μέρος του Επιλόγου παρουσιάζει μια πιο αναλυτική μελέτη του κειμένου ακολουθεί μια σχετική βιβλιογραφία αρχαίων και συγχρόνων συγγραφέων. Αν ο Επίλογος (τον οποίο, με κάποια δόση ελευθεριότητας, τιτλοφόρησα «Από τη Βαβυλώνα στη Ρώμη» δείχνει φιλόδοξος, αυτό συμβαίνει γιατί πιστεύω πως μια πιο ολοκληρωμένη μελέτη της δόμησης του ιδεολογικού οπλοστασίου των εθνικών κατά των χριστιανών, είναι σημαντική προϋπόθεση για να καταλάβουμε την ουσία της ίδιας της διαμάχης.
Η διένεξη εθνικών και χριστιανών αποτέλεσε τη συνέχεια της διαμάχης ανάμεσα στον ιουδαϊσμό και στους εχθρούς του και ανάμεσα στη συναγωγή και στην εκκλησία. Μια τέτοια προσέγγιση καταλαβαίνω πως είναι πιο χρήσιμη για τον «μέσο» αναγνώστη παρά για τον ειδικό.
Όπως και να «χει όμως, η διαμάχη μεταξύ Αθήνας και Ιερουσαλήμ (δηλαδή μεταξύ της κουλτούρας των εθνικών και της εκκλησίας) δεν ξεκινά τον πρώτο ή τον τρίτο αιώνα μετά Χριστόν, αλλά στις απαρχές της βιβλικής ιστορίας. Αρχέτυπο της είναι η σχέση μεταξύ Ιερουσαλήμ και Βαβυλώνας ή μεταξύ μακκαβαίων και ελληνικού πολιτισμού μεταγενέστερη χονδροειδής εκδοχή της θα είναι η διαμάχη μεταξύ εκκλησίας και κράτους σε επίπεδο κοσμικών αξιών. Ο Επίλογος έχει σχεδιαστεί για εκείνους που επιθυμούν να διερευνήσουν πιο ολοκληρωμένα αυτή τη διαμάχη.
Φωτογραφίες από έργα τέχνης του Βρετανού ζωγράφου
John William Godward (1861-1992)
Μια σημείωση για το κείμενο και τη διένεξη
Η μερική αποκατάσταση του αρχαίου κειμένου που ακολουθεί (των «αντιρρήσεων» που περιέχονται στον Αποκριτικό του Μακαρίου Μάγνητος βασίζεται στην έκδοση του C. Blondel, Macarii Magnetis quae super sunt, ex inedito codice edidit (Klincksieck, Παρίσι 1876). Έχω κάνει εκτεταμένη χρήση του φιλολογικού υλικού, των επιλογών και σχολιασμών του Harnack (Porphyrins «Gegen die Christen, 15 Biichen Zeugnisse undReferate, Abhandlung der Preuss. Akademie der Wissenschaft, Βερολίνο 1916).
Περιστασιακές αναφορές γίνονται στο έργο του T.W. Crafer, The Apocriticus of Μαcarius Magnes: Greek Texts, Series, Macmillan, Λονδίνο και Ν. Υόρκη 1919)·
Η βεβαιότητα του Harnack ότι ο Άποκριτικος αναμφίβολα καθρεφτίζει τη φιλοσοφία του Πορφύριου έχει αμφισβητηθεί επανειλημμένα, πριν και μετά το 1916, αλλά με σοβαρότητα από τον T.D. Barnes, («Porphyry against the Christians: Date and the Attribution of Fragment Journal of theological studies 24, σ. 424-42. 1973).
Με τη σειρά του ο Barnes συνάντησε έναν αυξανόμενο σκεπτικισμό και αμφισβήτηση της χρονολόγησης του υλικού του και της θέσης του σχετικά με την πατρότητα των αποσπασμάτων, ιδιαίτερα από τον Robert Waelkens (βλ. εργασία του, «L’Economie, theme, apologetique et principe hermeneutique dans Γ apocritique de Macarios Magnes», Recueilde Travaux d’Histoire et de Philologie, Louvain, 1974).
Όποιος ενδιαφέρεται να διερευνήσει το ιστορικό των εικασιών αναφορικά με την απόδοση των αποσπασμάτων, μπορεί να ξεκινήσει από τις δύο αυτές μελέτες.
Η πεποίθησή μου είναι πως η επίπονη δουλειά του Harnack δεν έχει ξεπεραστεί και πως οι τεκμηριωμένες εικασίες του είναι επί της ουσίας σωστές: Η φωνή που ακούγεται στον Άποκριτικό του Μακαρίου δεν είναι άλλη από εκείνη του Πορφύριου. Τόσο ο Harnack όσο και ο Crafer γνώριζαν την πολυκύμαντη ιστορία του κειμένου του Άποκριτικού, μεταξύ του ένατου και του δέκατου έκτου αιώνα όπως επίσης και το πόσο δύσκολο ήταν να αναγνωριστεί η ταυτότητα του συγγραφέα Μακαρίου Μάγνητος.
Όταν ο ιησουίτης Turianus τον 16ο αιώνα, στον αγώνα του κατά των διαμαρτυρομένων παρέθετε αποσπάσματα από το βιβλίο, υποστήριξε πως το βιβλίο το είχε γράψει ένας κάποιος «Μαγνήτης» γύρω στο 150 μ.κ.ε. -πράγμα που απέκλειε τον Πορφύριο. Τον 19ο αιώνα, όταν οι Blondel και Duchesne ξεκίνησαν την εκδοτική επιμέλεια του κειμένου, η «μέση» αποδεκτή χρονολογία τοποθετήθηκε κάπου στον 4ο αιώνα —μεταξύ του 300 και του 350- και ως τόπος συγγραφής θεωρήθηκε η Μαγνησία ή η Έδεσσα.
Καθώς οι Γερμανοί δεν ήθελαν να αποδεχτούν την πρωτοκαθεδρία της γαλλικής καθολικής διανόησης, υποστήριξαν πως το έργο χρονολογείται από τον πέμπτο αιώνα και πως συγγραφέας του ήταν ο επίσκοπος της Μαγνησίας (ο οποίος σε μια σύνοδο του 4Ο3 κατηγόρησε τον Ηρακλείδη τον Εφέσιο ότι επαναλάμβανε τα λάθη του Ωριγένη).
Η θεωρία ότι ο εθνικός φιλόσοφος που παρατίθεται στο έργο είναι ο Πορφύριος υποστηρίζεται ήδη από τον ι6ο αιώνα -αν και κατά καιρούς είχε υποδειχθεί ως πηγή ένας μαθητής του Πορφύριου, ο Ιεροκλής, ένας από τους τρεις εθνικούς που θυμόνταν οι χριστιανοί ως «υποκινητές του διωγμού». Ο χαρακτηρισμός «υποκινητές» προέκυψε από την πεποίθηση πως η γραπτή πολεμική τους είχε προτρέψει τους διαδόχους του Αυρηλιανού να συνεχίσουν τη μάχη ενάντια στην εξάπλωση της χριστιανικής διδασκαλίας.
Οι αβεβαιότητες σχετικά με τη χρονολογία συγγραφής του έργου, τον συγγραφέα του Άποκριτικού και την ταυτότητα του παγανιστή αντιπάλου επιτείνονταν από το γεγονός ότι η πορεία του ίδιου του χειρογράφου ήταν τεθλασμένη: ο Άποκριτικός χάθηκε τον δέκατο έκτο αιώνα κάπου κοντά στη Βενετία και ανακαλύφθηκε στην Αθήνα το 1867.
Το 1911 πήρε μέρος στη διαμάχη ο μεγάλος Βερολινέζος ιστορικός της εκκλησίας Adolf von Harnack. Παρ’ όλο που τα συμπεράσματά του έχουν αμφισβητηθεί από κάποιους σύγχρονους διανοητές, υποστήριξε με επιχειρήματα πως ο παγανιστής αντίπαλος στον Άποκριτικό είναι ο Πορφύριος και πως το έργο περιείχε υλικό για την έκδοση της χαμένης του πραγματείας Κατά Χριστιανών Texte und Untersuchungen 37, Λειψία 1911).
Πιστεύω, για λόγους που εξέθεσα παραπάνω, πως ο Harnack κακώς υποστήριξε ότι ο Μακάριος δεν ήξερε πως τα αποσπάσματα ήταν του Πορφύριου, και ότι του έγιναν γνωστά μέσω κάποιου μεταγενέστερου (ανώνυμου) συγγραφέα. (Ο Harnack οδηγήθηκε στο συμπέρασμα αυτό από το γεγονός ότι σε κάποιο σημείο του Άποκριτικοΰ ο Μακάριος παραπέμπει τον παγανιστή αντίπαλο του στην πραγματεία του Πορφύριου Περί αποχής έμψύχων).
Ο Crafcr (1919) επιχείρησε κάποιες τροποποιήσεις των θέσεων του Harnack, υποστηρίζοντας πως το έργο αντανακλά «την εξέχουσα διάνοια του Πορφύριου» αλλά στην πραγματικότητα ανήκει στον φιλόσοφο Ιεροκλή. Ο Crafer έδωσε μεγάλη βαρύτητα στη δυσμενή για τον Ιησού σύγκριση που είχε κάνει ο Ιεροκλής μεταξύ Ιησού και Απολλώνιου Τυανέα (του οποίου τα θαύματα και ανδραγαθήματα θεωρούνταν πολύ σπουδαιότερα). Ο παγανιστής στον Άποκριτικό κάνει επίσης την ίδια σύγκριση. Όμως τούτη η σύγκριση ήταν φυσικό να γίνεται -την είχε χρησιμοποιήσει και ο Κέλσος, τον δεύτερο αιώνα- και δεν υπάρχει λόγος να υποθέτουμε πως ο ΓΙορφύριος δεν θα ήθελε να αναφερθεί στην ιστορία του Απολλώνιου.
Μια σύγκριση των λεγόμενων του εθνικού φιλόσοφου με τις «έμμεσες» μαρτυρίες που παρέχουν τα πατερικά παραθέματα καθώς και οι χαρακτηρισμοί τού Κατά Χριστιανών, ενισχύει τη βεβαιότητα ότι ο ΓΙορφύριος είναι, το λιγότερο, ο εμπνευστής του παγανιστή φιλόσοφου στον Άποκριτικό και ότι σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις η φωνή που ακούγεται είναι πράγματι η δική του.
Από αυτήν μπορούμε να σχηματίσουμε μιαν επαρκή, αν όχι ακριβή εικόνα της παγανιστικής αντιρρητικής μπρος στην αυξανόμενη επιτυχία της εκκλησίας στα τέλη του τρίτου αιώνα. Όσον αφορά στη θεματολογία, στο φιλοσοφικό προσανατολισμό, στο ύφος και στη φιλολογική προσέγγιση, τα στοιχεία μάς υποδεικνύουν άμεσα τον Πορφύριο και όχι κάποιον άλλον, λιγότερο φωτισμένο διανοούμενο.
R. JOSEPH HOFFMANN
Oxford University
ΚΑΤΑ ΧΡIΣΤIAΝΩΝ
Κριτική των Ευαγγελίων και των συγγραφέων τους
II,12. Οι ευαγγελιστές δεν μεταφέρουν μαρτυρίες, απλώς επινόησαν τα όσα συνέβησαν στον Ιησού. Ο καθένας τους, βλέπετε, έγραψε για τα πάθη του πράγματα που δεν συμφωνούν με των άλλων. Γιατί ο ένας εξιστορεί ότι στον εσταυρωμένο προσέφερε κάποιος ένα σφουγγάρι που το ‘χε γεμίσει ξύδι… (αυτό λέει ο Μάρκος). Άλλος τα λέει διαφορετικά: όταν έφτασαν στον τόπο που λεγόταν Γολγοθάς, του έδωσαν να πιεί κρασί ανακατωμένο με χολή. [εδώ ας μην ξεχνάμε πως ο Ιησούς ήταν εφεύρημα, δεν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, διάβασε επίσης Η Ρωμαϊκή Συνομωσία για την Εφεύρεση του Ιησού]
Το γεύτηκε και δεν θέλησε να το πιεί. Κι λίγο παρακάτω’ την ένατη ώρα έβγαλε φωνή μεγάλη ο Ιησούς: ελωείμ, λεωείμ, λεμά σαβαχθανεί, που θα πει, ‘θεέ μου, θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Αυτά είναι του Ματθαίου.
Άλλος ισχυρίζεται, βρισκόταν καταγής ένα αγγείο γεμάτο ξύδι. Αυτό το γεμάτο ξύδι σκεύος μαζί με ύσσωπο δεμένο τού το έφεραν στο στόμα και μόλις ήπιε το ξύδι ο Ιησούς, είπε, «τετέλεσται» έγειρε το κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα. Ετούτο είναι του Ιωάννη.
Άλλος λέει: και βγάζοντας φωνή μεγάλη είπε, «πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου». Αυτό τυχαίνει να είναι του Λουκά. Εξιστορήσεις από δεύτερο χέρι, διαφορετικές μεταξύ τους, θαρρείς και τα ‘παθαν πολλοί και όχι ένας! Γιατί αν ο ένας γράφει, «εις χεΐράς σου παραθήσομαί το πνεύμα μου» κι ο άλλος γράφει «τετέλεσται», κι ο τρίτος «θεέ μου, ίνα τί με εγκατέλειπες;», κι ο τέταρτος λέει «ό θεός, θεός μου, εις τί ώνείδισάς με;»,
…είναι ολοφάνερο ότι η μυθοπλασία παρουσιάζει ασυμφωνίες, είτε εμφανίζει περισσότερους από έναν εσταυρωμένους ή κάποιον που ενώ είχε κακό τέλος, δεν άφησε σε όσους βρίσκονταν εκεί μια ανεξίτηλη εικόνα του πάθους του. Αν ετούτοι (οι ευαγγελιστές), επειδή δεν ήξεραν να μας πουν πώς πέθανε στ’ αλήθεια, έκοψαν κι έραψαν την όλη ιστορία, έπεται ότι και τα υπόλοιπα δεν μας τα διηγούνται με καθαρότητα.
II, ΐ3· Σε άλλο κεφάλαιο θα δειχτεί ότι ολόκληρη η ιστορία του θανάτου του ήταν αποκύημα φαντασίας. Γράφει ο Ιωάννης: «Μα όταν ήλθαν στον Ιησού, βλέποντας πως ήταν ήδη νεκρός, δεν συνέτριψαν τα σκέλη του* μόνο ένας από τους στρατιώτες εκέντησε με τη λόγχη τα πλευρά του κι αμέσως βγήκε αίμα και νερό.» [Ιωάννης,19.33].
Μόνο ο Ιωάννης το είπε αυτό. Κανείς από τους άλλους. Να γιατί θέλει να καταθέσει και την εξής μαρτυρία για να στηρίξει τα λεγόμενά του: «Κι εκείνος που τα είδε έχει δώσει μαρτυρία γι» αυτά, κι είναι αληθινή η μαρτυρία του.» [Ιωάννης, 19.35J· Αυτή τη δήλωση, νομίζω, μόνο ένας ανόητος θα την έκανε. ΓΙώς θα μπορούσε να 'ναι αληθινή μια μαρτυρία, όταν δεν αφορά σε πραγματικό συμβάν θανάτου; Οι μαρτυρίες δίνονται για πράγματα υπαρκτά. Για τα ανύπαρκτα τι μαρτυρία να δοθεί;
II, 14. Υπάρχει ακόμα ένα επιχείρημα σχετικά με την πολυθρύλητη ανάσταση του, που αναιρεί τη σαθρή αυτή δοξασία. Για ποιο λόγο ο Ιησούς, μετά από τα πάθη του, καθώς ισχυρίζεστε, και την ανάστασή του, δεν εμφανίζεται στον Πιλάτο που τον είχε τιμωρήσει ενώ έλεγε πως ο Ιησούς δεν διέπραξε αδίκημα που να επισύρει την θανατική καταδίκη, ή στον Ηρώδη το βασιλιά των Ιουδαίων, ή στον αρχιερέα της ιουδαϊκής φυλής, ή σε πολλούς μαζί και αξιόπιστους ανθρώπους, και πρώτα-πρώτα στη βουλή και το λαό της Ρώμης, ώστε να τον θαυμάσουν και να μην καταδικάζουν ομόθυμα σε θάνατο τους οπαδούς του ως ασεβείς;
Παρά εμφανίζεται στη Μαρία Μαγδαληνή, μια γυναίκα χαμηλής υποστάθμης από ένα άθλιο χωριουδάκι, γυναίκα που κάποτε κυριεύτηκε από «επτά δαίμονες» και εμφανίζεται και σε άλλη Μαρία (άλλη, πάλι, γυναικούλα, μια χωριάτισσα που δεν την ήξερε κανείς) και σε δυο τρεις άλλους, όχι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτους ανθρώπους, παρ' όλο που από τα πριν στον αρχιερέα των Ιουδαίων είχε πει ακριβώς τα εξής: «όψεσθε τον υιόν του άνθρωπου καθήμενον εν δεξιά της δυνάμεως και ερχόμενον μετά των νεφελών», όπως ισχυρίζεται ο Ματθαίος.
Γιατί αν εμφανιζόταν μπρος σε διακεκριμένους άνδρες, μέσω αυτών θα πίστευαν οι πάντες, και κανένας δικαστής δεν θα τιμωρούσε τους οπαδούς του ως ψεύτες που επινοούν αλλόκοτους μύθους. Κανένας θεός —όπως και κανένας συνετός άνθρωπος— δεν αρέσκεται να βλέπει να τιμωρείται με την εσχάτη των ποινών τόσος κόσμος για χάρη του.2
II, 15· Κι αν διαβάσει κανείς με προσοχή εκείνα τα παραπλανητικά στο ευαγγέλιο θα καταλάβει για τα καλά ότι πρόκειται για τερατολογίες: νυν κρίσις εστί του κόσμου, νυν ό άρχων του κόσμου τούτου βληθήσεται έξω. Μα πες μου, για το θεό, ποια είναι αυτή η «Κρίση» που έγινε τότε; Και ποιος άρχων του κόσμου πετάχτηκε έξω;
Γιατί αν πείτε «ο αυτοκράτωρ», θ' απαντήσω ότι ο αυτοκράτορας δεν είναι ο μόνος άρχων, αλλά ούτε και πετάχτηκε έξω. Βλέπετε, είναι πολλοί οι άρχοντες του κόσμου. Αν εννοείτε κάποιον νοητό άρχοντα χωρίς σάρκα και οστά, τότε αυτός δεν είναι δυνατό να «πεταχτεί έξω». Πού να εκσφενδονιστεί, όντας άρχοντας σε τούτο τον κόσμο;
Αν εννοείτε ότι κάπου υπάρχει κάποιος άλλος κόσμος όπου θα ριχτεί ο άρχων, υποθέτω ότι θα κατέχετε κάποιες αξιόπιστες πληροφορίες για το ζήτημα αυτό. Αν όμως δεν υπάρχει άλλος κόσμος, εφ' όσον δεχόμαστε ότι δεν είναι δυνατό να υπάρχουν δύο κόσμοι, πού θα εκσφενδονιστεί ο άρχων αν όχι μες στον κόσμο όπου τυχαίνει να ζει;
Πώς γίνεται τότε, να εκσφενδονίζεται κάποιος και να παραμένει στον ίδιο τόπο; Ή μήπως έχουμε εδώ κάτι παρόμοιο με το πήλινο αγγείο, που όταν συντριβεί χύνεται έξω το περιεχόμενο του, όχι βέβαια στην ανυπαρξία, αλλά πάνω σε άλλο σώμα, στερεό ή αέριο ή άλλης λογής, όπως τύχει;
Αν συμβαίνει κάτι παρόμοιο, πράγμα αδύνατον, με το που θα συντριβεί ο κόσμος, όποιος βρίσκεται εντός του θα πεταχτεί έξω, πού έξω όμως, σε ποιον χώρο; Τι χαρακτηριστικά έχει ο χώρος αυτός, πόσο ή τι ύψος έχει, τι βάθος, τι πλάτος και μήκος; Γιατί εφ' όσον έχει τέτοιες ιδιότητες, τότε πρόκειται για έναν κόσμο. Και ποια η αιτία που ρίχτηκε ο άρχοντας ως ξένος έξω απ τον κόσμο; Και πώς έγινε και υπήρξε άρχων, όντας ξένος; Και πώς διώχνεται; Οικειοθελώς ή με το ζόρι; Προφανώς με το ζόρι. Το λέει κι η λέξη. Όταν διώχνεται κάτι, διώχνεται χωρίς τη θέλησή του.
Όμως το αδίκημα το διαπράττει αυτός που ασκεί βία, όχι αυτός που την υφίσταται. Όσο για τη θολούρα των ευαγγελίων, καλά θα κάναμε να θεωρήσουμε ότι προορίζεται για γυναικούλες κι όχι για άντρες. Γιατί αν θέλαμε να ερευνήσουμε τα ζητήματα αυτά με ακρίβεια, θα βρίσκαμε μυριάδες ασαφείς διηγήσεις στερημένες από κάθε λογικό υπόβαθρο.
ΙΗΣΟΥΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΙΙ, 16. Ας ακούσουμε και κείνη την θεατρινίστικη κουβέντα που είπε ο Ιησούς στους Ιουδαίους, κι έχει ως εξής: «Δεν μπορείτε», λέει, «να ακούσετε τα λόγια μου, γιατί σεις κατάγεστε από τον πατέρα σας τον διάβολο*, και θέλετε να εκπληρώνετε του πατέρα σας τις επιθυμίες.» [Ιωάν. 8.43-44]
Ξεκαθάρισέ μας, λοιπόν, ποιος είναι αυτός ο διάβολος, ο πατέρας των Ιουδαίων. Γιατί όσοι κάνουν το θέλημα του πατέρα τους, καλώς κάνουν και τιμούν τον πατέρα, υποχωρώντας μπρος στη γνώμη του. Κι αν ο πατέρας είναι κακός, δεν είναι σωστό να κατηγορήσεις τα παιδιά του γ’ αυτήν του την κακία. Ποιος λοιπόν είναι εκείνος ο πατέρας, που ικανοποιώντας οι Ιουδαίοι την επιθυμία του δεν άκουγαν τον Χριστό; Εφ’ όσον οι Ιουδαίοι λένε «ένα πατέρα έχουμε, τον θεό», ετούτος καταργεί τη θέση τους αυτή, καθώς ισχυρίζεται: «Εσείς κατάγεστε από τον πατέρα του διαβόλου»*, τουτέστιν από τον διάβολο.
Μα ποιος είναι αυτός ο διάβολος και πού τριγυρνάει, και ποιον διέβαλε, ώστε να του κολλήσουν αυτό το παρατσούκλι; Γιατί φαίνεται πως δεν είναι το κανονικό του όνομα αυτό, αλλά το οφείλει σε κάποιο συμβάν, που αν το πληροφορηθούμε σωστά, τότε πια θα ξέρουμε. Αν ονομάζεται διάβολος εξ αιτίας κάποιας διαβολής, ανάμεσα σε ποιους ανθρώπους εμφανίστηκε και διέπραξε την απαγορευμένη πράξη;
Γιατί θα φανεί εδώ ότι αυτός που δίνει πίστη στις διαβολές φέρει την ευθύνη διότι είναι εύπιστος, ενώ τη μεγαλύτερη αδικία την υφίσταται το θύμα της διαβολής. Και θα φανεί ότι την αδικία δεν τη διαπράττει ο ίδιος ο διάβολος μα εκείνος που έμμεσα του δίνει αυτή τη δυνατότητα. Όπως δεν φταίει εκείνος που σκοντάφτει νύχτα πάνω σ’ ένα παλούκι, μα εκείνος που έμπηξε το παλούκι στο δρόμο, έτσι και στην περίπτωση της διαβολής το μεγαλύτερο αδίκημα το διαπράττει εκείνος που παρέχει τη δυνατότητα της διαβολής, όχι εκείνος που τη χρησιμοποιεί ή την υφίσταται.
Πες μου όμως αυτός ο διάβολος διακατέχεται από πάθη, ή όχι; Αν δεν διακατέχεται από πάθη, δεν θα διέβαλλε ποτέ. Αν όμως είναι εμπαθής, δικαιούται τη συγγνώμη μας, ακριβώς όπως δεν κατηγορούμε ως άδικο κάποιον που υποφέρει από φυσική αρρώστια, αλλά πάνω απ’ όλα τον οικτίρουμε για τα βάσανά του.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
III, 1. Για ποιο λόγο ο Χριστός, ούτε στον αρχιερέα όπου τον οδήγησαν ούτε στον κυβερνήτη δεν είπε ένα λόγο άξιο σοφού και θείου ανθρώπου, ένα λόγο ικανό να τους ανοίξει τα μάτια και να τους κάνει καλύτερους, το δικαστή και τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους; Παρά ανεχόταν να τον χτυπούν μ’ ένα καλάμι, να τον φτύνουν και να του φορέσουν ακάνθινο στεφάνι, σε αντίθεση με τον Απολλώνιο Τυανέα3 που αφού πρώτα τα ‘ψάλε του αυτοκράτορα Δομητιανού, αμέσως μετά έγινε άφαντος από τα ανάκτορα κι ύστερα από μερικές ώρες εμφανίστηκε στην πόλη Δικαιάρχεια —τους σημερινούς Ποτιόλους— μπρος σε όλο τον κόσμο.
Μα ακόμα κι αν ήταν θεϊκή εντολή να υποστεί τα πάθη, ο Χριστός όφειλε μεν να υπομείνει την τιμωρία, όχι όμως και να τα υποστεί όλα βουβός χωρίς να μιλήσει διόλου, θα έπρεπε να μιλήσει δυνατά και να πει λόγια σπουδαία και σοφά στον Πιλάτο το δικαστή κι όχι ν’ αφήνει να τον εξευτελίζουν σαν κανένα τιποτένιο του δρόμου.4
III, 2. Μα και κείνα τα λόγια του Ιησού προς τους μαθητές, γεμάτα ασάφεια και αμορφωσιά: «Μη φοβηθείτε», λέει, «εκείνους που θανατώνουν το κορμί»* κι ο ίδιος αγωνιά και μένει ξάγρυπνος προσμένοντας τα δεινά, και προσεύχεται παρακαλώντας να μη τον βρει το κακό, και λέει στους δικούς του: «μείνετε ξυπνητοί και προσευχηθείτε, για να σας φύγει ο πειρασμός». Αυτά δεν είναι κουβέντες άξιες ενός υιού του θεού, μα ούτε καν ανθρώπου σοφού που περιφρονεί το θάνατο’.
III, 3. Κι ακόμη, μου φαίνεται τελείως ανόητο εκείνο που είπε, «Αν πιστεύατε στο Μωυσή, θα πιστεύατε και μένα, διότι ο Μωυσής για μένα έγραψε» Όμως δεν σώζεται κανένα γραπτό του Μωυσή. Λένε πως όλα τα συγγράμματά του κάηκαν μαζί με το Ναό. Όσα γράφτηκαν αργότερα επ’ ονόματι του Μωυσή, χίλια εκατόν ογδόντα χρόνια μετά το θάνατο του, τα συνέγραψαν ανακριβώς ο Έσδρα και οι άνθρωποι του. Μα ακόμα και να δεχτεί κανείς ότι ο γραπτός Νόμος είναι του Μωυσή, δεν μπορεί να υποδείξει κανένα σημείο όπου να αναφέρεται ο Χριστός ως θεός ή λόγος του θεού ή δημιουργός. Και τελοσπάντων, από ποιον είχε ειπωθεί πως ο Χριστός θα σταυρωνόταν;
III, 4· Κι αν θα ήθελε κανείς να μιλήσει και για κείνη την ιστορία, θα φαινόταν ότι πραγματικά πρόκειται για φλυαρίες εκ του πονηρού, λέει ο Ματθαίος [8.31] ότι ο Ιησούς συναπαντήθηκε με δύο δαίμονες που ζούσαν ανάμεσα σε τάφους, κι ότι εκείνοι φοβήθηκαν και μπήκαν σε κάτι γουρούνια, πολλά από τα οποία σκοτώθηκαν. Ο Μάρκος, μάλιστα, δεν δίστασε να επινοήσει έναν υπερβολικό αριθμό χοίρων [5.1], και να τι ισχυρίζεται:
«Του έλεγε (ο Ιησούς): «Ακάθαρτο πνεύμα, βγες από το σώμα ετούτου του ανθρώπου»‘, και τον ερώτησε, «ποιο είναι τ» όνομα σου; Και αποκρίθηκε, Λεγεών, γιατί είμαστε πολλοί», και του ζητούσε να μην τον πετάξει έξω απ* τη χώρα». Εκεί κοντά έβοσκε μια αγέλη γουρουνιών. Και τα δαιμόνια τον παρακαλούσαν να τους αφήσει να μπουν μέσα στα γουρούνια. Και μόλις μπήκαν στα γουρούνια, έτρεξαν αυτά κι έπεσαν από το γκρεμό μες στη θάλασσα —γύρω στα δυο χιλιάδες γουρούνια— και πνίγηκαν κι οι χοιροβοσκοί το ‘βαλαν στα πόδια.
Τι παραμύθι, τι παραμιλητό, τι γέλιο ασταμάτητο! Ένα πλήθος δυο χιλιάδων γουρουνιών να βουτάνε στη θάλασσα, να πνίγονται και να ψοφάνε! Και πώς, ακούγοντας κανείς ότι οι δαίμονες τον παρακάλεσαν να μην τους ρίξει στην άβυσσο κι ότι ο Χριστός, μπρος στα παρακάλια τους, αντί γι’ αυτό τους ξαπόστειλε στα γουρούνια, πώς να μην πει: αχ! τι αμορφωσιά, τι κωμική πλάνη! Πνεύματα φονικά, υποτίθεται, που απεργάζονται μεγάλο κακό σε βάρος της ανθρωπότητας κι εκείνος δέχεται την αξίωσή τους και τους επιτρέπει να κάνουν αυτό που επιθυμούν.
Οι δαίμονες ήθελαν να χορεύουν ανάμεσα στους ζωντανούς, και να κάνουν τον κόσμο παιγνίδι τους, να ανακατώσουν θάλασσα και στεριά, να καταντήσουν την οικουμένη θέαμα θλιβερό, να ξυπνήσουν τα στοιχεία της φύσης και να βυθίσουν την υφήλιο μέσα στο χάος. Θα ‘πρεπε λοιπόν ο άνθρωπος ετούτα τα πονηρά όντα, τους αρχηγέτες του κακού, να τους πετάξει ακριβώς εκεί όπου δεν ήθελαν, κι όχι να δείξει αδυναμία μπρος στα παρακάλια τους, επιτρέποντάς τους έτσι να προκαλέσουν άλλη μία συμφορά.
Αν η ιστορία είναι αληθινή και όχι μύθευμα, —όπως το λέω ξεκάθαρα πως είναι-, τότε μας βεβαιώνει για την ανικανότητα του Χριστού, που έδιωξε τους δαίμονες μέσα από έναν άνθρωπο και τους ξαπόστειλε μέσα σε χοίρους δίχως λογικό, και επιπλέον, κατατρομοκράτησε τους χοιροβοσκούς και τους έκανε να το βάλουν στα πόδια γεμάτοι ταραχή και να ξεσηκώσουν μια ολόκληρη πόλη. [Μάρκος 5.8-15j. Δεν θα ήταν δίκαιο να θεράπευε από το κακό, όχι μόνο έναν και δυο ή τρεις και δεκατρείς, μα όλους τους ανθρώπους; πολύ περισσότερο που φημίζεται ότι γι' αυτό ακριβώς φροντίζει.
Το να ελευθερώσει ένα άτομο από τα αόρατα δεσμά του, μεταφέροντας τα δεσμά αλλού με τρόπο αφανέρωτο, και κάποιους να τους ελευθερώνει από τους φόβους αισίως, ενώ άλλους να τους περιβάλλει με φόβο, χωρίς κανένα λόγο, αυτό δεν είναι κατόρθωμα και δεν θα χαμε άδικο να του καταλογίσουμε δολιότητα.
Επιπλέον, δεχόμενος την αξίωση των εχθρών να πάνε να λεηλατήσουν άλλη περιοχή, δε διαφέρει από ένα βασιλιά που καταστρέφει τους υπηκόους του, κάποιον που μη μπορώντας να πετάξει τους βαρβάρους έξω απ' όλη τη χώρα, τους στέλνει να μείνουν από τον έναν τόπο στον άλλον, διώχνοντας το κακό από έναν τόπο και παραδίνοντάς άλλον τόπο στο κακό.
Αν λοιπόν και ο Χριστός κατά τον ίδιο τρόπο ξαπόστειλε τότε τον δαίμονα σε μια αγέλη γουρουνιών, επειδή αδυνατούσε να τον διώξει ολοκληρωτικά από την περιοχή του, τότε η ενέργειά του είναι όντως αξιοπερίεργη και ικανή να μολύνει την ακοή, και μας βάζει σε κακές σκέψεις. Ένας μυαλωμένος άνθρωπος με το που θα ακούσει αυτή την αφήγηση, αυτομάτως 0α εκφράσει την ανάλογη θέση: Αφού δεν ελευθερώνει ολόκληρη την υφήλιο από το κακό, παρά διώχνει τους δράστες του κακού από ένα μέρος για να πάνε σε άλλο και αφού άλλους ανθρώπους τους φροντίζει κι άλλους τους παραμελεί, το να καταφύγεις σ" αυτόν για να σωθείς δεν είναι διόλου ασφαλές.
Γιατί ένας που έχει σωθεί, στενοχωρεί έναν μη σωσμένο, χώρια που ο δεύτερος αρχίζει να κατηγορεί τον πρώτο. Σύμφωνα με την κρίση μου, η ιστορία αυτή είναι πλαστή. Κι αν δεν είναι πλαστή και συγγενεύει με την αλήθεια, είναι αρκετή για να διακόψει τα χασμουρητά κάποιου και να τον κάνει να βάλει τα γέλια.
Ας αποσαφηνίσουμε εδώ και το εξής: πώς ήταν δυνατό να βόσκει ένα τόσο μεγάλο πλήθος γουρουνιών στην Ιουδαία, όπου από πολύ παλιά οι Ιουδαίοι τα θεωρούν βρωμερά και τα απεχθάνονται; Και πώς πνίγηκαν όλα μαζί τα γουρούνια εκείνα, αφού δεν υπήρχε εκεί καμιά θάλασσα βαθειά να ριχτούν παρά μόνο μια λίμνη; Αλλά αυτό ας αφήσουμε να το κρίνουν τα νήπια.
III, 5. Ας εξετάσουμε μία φράση ακόμα πιο σκοτεινή απ’ ό,τι οι προηγούμενες, στην οποία ισχυρίζεται: «Πιο εύκολο είναι να περάσει καμήλα μέσα από βελόνα, παρά πλούσιος να κερδίσει τη βασιλεία των ουρανών.» [Ματθ. 19.24]- Αν ένας πλούσιος που δεν διαπράττει κανένα αδίκημα (φόνο, κλοπή, μοιχεία, δηλητηρίαση, ψευδορκία, τυμβωρυχία, ιεροσυλία) δεν πρόκειται να οδηγηθεί στη λεγόμενη «βασιλεία των ουρανών», τότε ποιο το όφελος να κάνουν δίκαιες πράξεις οι δίκαιοι, αν τυχαίνει να «ναι πλούσιοι;
Και τι έχουν να χάσουν οι φτωχοί, αν διαπράττουν κάθε είδους κακούργημα; Αφού δεν είναι η αρετή που ανεβάζει τον άνθρωπο στους ουρανούς, αλλά η πενία και η ένδεια. Γιατί εφ’ όσον ο πλούτος είναι που αποκλείει τον πλούσιο από τους ουρανούς, κατ’ αντίφαση, η φτώχεια ανοίγει το δρόμο στους πτωχούς. Όποιος το πληροφορηθεί αυτό, με το δίκιο του δεν θα ασχολείται διόλου με το μάθημα της αρετής και τίποτα δεν θα τον εμποδίζει να κάνει τα μεγαλύτερα αίσχη, μιας και η πενία είναι που σώζει τον πένητα ενώ ο πλούτος αποκλείει τον πλούσιο από τα αμόλυντα ουράνια δώματα.
Από αυτό συμπεραίνω ότι δεν ήταν λόγια του Χριστού αυτά -αν δεχτούμε πως ο Χριστός παρέδιδε «τον κανόνα της αληθείας»— αλλά κάποιων φτωχών που ήθελαν, με τέτοιες αερολογίες, να φάνε από τις περιουσίες των πλουσίων. Μα μόλις χθες -κι όχι στο μακρινό παρελθόν—, γι’ άλλη μια φορά, αυτά ακριβώς απάγγειλαν σε κάποιες ευκατάστατες γυναίκες: «Πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε στους πτωχούς και θα κερδίσεις το θησαυρό του ουρανού», και τις έπεισαν να μοιράσουν όλη τους την περιουσία στους φτωχούς.
Κι οι γυναίκες έπεσαν σε τέτοια φτώχια που το ‘ριξαν στη ζητιανιά, κι από ελεύθερες που ήταν, κατάντησαν να ζητάνε πίσω τα χαμένα με τρόπο αισχρό και όψη ελεεινή ώσπου τέλος αναγκάστηκαν να βγουν στη γύρα και να χτυπούν τις πόρτες των πλουσίων. Η έσχατη ατίμωση και το χειρότερο πάθημα: στο όνομα της ευσέβειας, να ξεπέσεις και να χάσεις το βιός σου και μετά, επειδή σε σφίγγει η ανάγκη, να λαχταράς τα ξένα αγαθά. Από κάτι τέτοια, έχω την εντύπωση ότι το ρητό ανήκει σε κάποια ταλαίπωρη γυναίκα (και όχι στον Ιησού).
III, 6. Ας μιλήσουμε τώρα πιο αναλυτικά για κείνη την ιστορία στο ευαγγέλιο, που ο τρόπος γραφής της είναι μεν γελοίος και διόλου πειστικός, μα ακόμα πιο γελοία είναι η ίδια η υπόθεσή της: τότε που ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές του να διαπλεύσουν τη θάλασσα μετά από ένα δείπνο, κι ο ίδιος πήγε να τους συναντήσει αργότερα, την ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας. Και τους βρήκε εξαντλημένους από την κακοκαιρία, καθώς όλη τη νύχτα πάλευαν με τα άγρια κύματα (όλη νύχτα, διότι η ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας είναι η δέκατη νυχτερινή ώρα, μετά την οποία υπολοίπονται άλλες τρεις ώρες). [Ματθ.14.25' Μαρκ. 6.48].
Όσοι περιγράφουν την περιοχή, βεβαιώνουν πως δεν υπάρχει καμία θάλασσα εκεί, μόνο μια λιμνούλα, κοντά στην πόλη Τιβεριάδα, που τη σχηματίζουν τα νερά ενός ποταμού που κατεβαίνει από το βουνό και χύνεται στη Γαλιλαία. Μια λιμνούλα που εύκολα μπορεί να την διαπλεύσει ακόμα και ένα μικρό μονόξυλο, το πολύ σε δυο ώρες, και που δεν είναι τόσο μεγάλη ώστε να σηκώνει κύμα και σε περίπτωση κακοκαιρίας να υπάρχει θαλασσοταραχή.
Ο Μάρκος λοιπόν, αφού ξεμάκρυνε αρκετά από την αλήθεια, κάθισε και σκάρωσε ετούτο το παραμύθι με τον πιο γελοίο τρόπο, λέγοντας ότι αφού πέρασαν εννέα ώρες, τη δέκατη κατέφθασε ο Ιησούς (δηλαδή, την ώρα της τέταρτης νυχτερινής βάρδιας), και βρήκε τους μαθητές να ταξιδεύουν ακόμα μες στη λιμνούλα!
Και την αναφέρει ως θάλασσα και όχι απλώς θάλασσα, μα και ταραγμένη και άγρια, με κύματα αφρισμένα, ώστε αμέσως μετά να μας παρουσιάσει τον Χριστό ως μέγα θαυματοποιό που σταμάτησε τη φοβερή κακοκαιρία κι έσωσε τους μαθητές που λίγο ακόμα και θα πνίγονταν στο βυθό του πελάγους!6
Από κάτι τέτοια παιδικά παραμύθια καταλάβαμε ότι το ευαγγέλιο δεν είναι παρά μια καλοστημένη σκηνοθεσία. Και απ’ το καθένα απ’ αυτά τα παραμύθια είναι που ψάχνουμε να βγάλουμε άκρη.
ΤΑ ΡΗΤΑ ΤΟΥ ΙΗΣΟΎ
III, 7. Τώρα δα, ανακαλύπτοντας ακόμα μία ανακολουθία σε μια φρασούλα του Χριστού προς τους μαθητές, σκέφτηκα να μην την αποσιωπήσω ούτε κι αυτήν. Λέει: «τους πτωχούς πάντοτε, εμέ δε ού πάντοτε εχετε» [Ματθ. 26.11]. Αφορμή για το θέμα αυτό ήταν το εξής: μια γυναίκα που κρατούσε άρωμα μέσα σε αλάβαστρο, του το ‘χύνε πάνω στο κεφάλι. Στους άλλους που την έβλεπαν και σχολίαζαν ότι η πράξη της ήταν ανάρμοστη, είπε: «Τι την ταλαιπωρείτε τη γυναίκα. Καλό μου έκανε. Τους φτωχούς πάντα θα τους έχετε, εμένα όμως δεν θα μ’ έχετε πάντα.»
Γιατί τους είχε κακοφανεί πολύ, που δεν ακριβοπουλήθηκε το άρωμα για να μοιραστούν τα λεφτά στους πεινασμένους φτωχούς. Και απ’ αφορμή την άκαιρη εκείνη αντίδρασή τους, ξεστόμισε ο Ιησούς την ανόητη ετούτη κουβέντα, λέγοντας πως δεν θα βρισκόταν πάντοτε μαζί τους, εκείνος που σε άλλες περιστάσεις τους διαβεβαίωνε, εσομαι μεθ’ υμών εως της συντελείας του αιώνος, συγχίστηκε με το περιστατικό του αρώματος και τους αρνήθηκε ότι θα βρισκόταν πάντοτε μαζί τους.
III, 15. Περιβόητη κι εκείνη η ρήση του διδασκάλου, όπου λέγει, «εάν δεν φάτε τη σάρκα μου και δεν πιείτε το αίμα μου, δεν έχετε ζωή μέσα σας.» [Ιωάν. 6.54] Αυτό δεν είναι απλώς θηριώδες ή άτοπο.[2] Ξεπερνά κάθε ατόπημα και κάθε θηριωδία, άνθρωπος να γευτεί ανθρώπινες σάρκες και να πιεί το αίμα ομοφύλου και συγγενή του, και μάλιστα με σκοπό να κερδίσει την αιώνια ζωή!
Πες μου, ύστερα απ’ αυτή την ωμότητα, τι άλλες υπερβάσεις σκοπεύετε να εισαγάγετε στη ζωή μας; Ποιαν άλλη κακότητα θα εφεύρετε, βρωμερότερη από τούτην εδώ; Τέτοια πράγματα δεν αντέχει κανείς ούτε να τ’ ακούει -και δεν εννοώ την ίδια την πράξη, μα ακόμα και το να γίνεται λόγος γι’ αυτά τα ξενόφερτα, καινοφανή ανοσιουργήματα. Τέτοιο μήνυμα δεν έχουν δώσει τα φαντάσματα των Ερινύων ούτε στους πιο εκκεντρικούς ανθρώπους’ ούτε οι Ποτιδαιάτες7 θα ξέπεφταν σε κείνη την πράξη αν δεν τους θέριζε η απάνθρωπη πείνα, το Θυέστειο8 γεύμα έγινε εξ αιτίας της στενοχώριας μεταξύ δυο αδελφών, ο Τηρέας ο Θρακιώτης με το ζόρι αναγκάστηκε να δεχτεί τέτοια τροφή, ο Άρπαγος εξαπατήθηκε από τον Αστυάγη κι έφαγε από τις σάρκες αγαπημένου του προσώπου, όλοι τους δίχως να το θέλουν υπέκυψαν σ’ ετούτο το βδέλυγμα.
Υπό συνθήκες ειρηνικές, τέτοιο γεύμα δεν ετοίμασε ποτέ κανένας άνθρωπος και κανένας δεν άκουσε ποτέ από δάσκαλο τέτοιο σιχαμερό μάθημα. Ακόμα και τα όσα εξιστορούνται για τους Σκύθες αν μελετήσεις, κι αν εξετάσεις τις συνήθειες των Μακρόβιων Αιθιόπων, κι αν κάνεις το γύρο του ωκεανού, θα βρεις ανθρώπους να τρων ψείρες και ρίζες, θ’ ακούσεις για Ερπετοφάγους και Ποντικοφάγους κανείς τους όμως δεν τρώει ανθρώπινες σάρκες.
Λοιπόν, τι νόημα έχει ετούτη η κουβέντα του Ιησού; Ακόμα κι αν πρόκειται για αλληγορία που κρύβει κάποιο ωφέλιμο νόημα, η ίδια η μυρωδιά της φράσης κακοποιεί την ψυχή ταράζοντάς την με την σιχασιά που προκαλούν οι λέξεις στο άκουσμά τους κι έχει καταστρέψει ολόκληρο το κρυμμένο νόημα, γιατί τέτοια συφοριασμένα λόγια φέρνουν ζαλάδα στον άνθρωπο. Ως και τα ζώα που δεν έχουν λογικό, ακόμα κι αν γνωρίσουν πείνα σκληρή και αφόρητη, δεν υποκύπτουν ποτέ: σκύλος δεν θα φάει σάρκες σκύλου και κανένα άλλο ζώο δεν πρόκειται να γευτεί τη σάρκα ομοειδούς ζώου.
Υπάρχουν ένα σωρό δάσκαλοι που εισάγουν ξενόφερτες καινοτομίες, όμως μεγαλύτερη καινοτομία από ετούτη την τραγωδία δεν έχει επινοήσει κανένας ιστοριογράφος ή φιλόσοφος, είτε Βάρβαρος είτε Έλληνας της αρχαιότητας. Βλέπετε τι έχετε πάθει και προτρέπετε και τους αφελείς, μαζί μ’ εσάς να πειστούν κι αυτοί; Βλέπετε τι κακό έχει ενσκήψει, όχι μόνο στα χωριά μα και στις πόλεις;
Αυτός, νομίζω, ήταν και ο λόγος που ούτε ο Μάρκος ούτε ο Λουκάς δεν τα έγραψαν ετούτα, μήτε καν ο Ματθαίος, καθώς θα έκριναν ότι η ρήση (του Ιησού) δεν έχει καμία λεπτότητα, παρά είναι αλλότρια και ανάρμοστη και απέχει πολύ από τις αρχές του πολιτισμένου βίου.
III, 16. Ας δώσουμε λίγη προσοχή σ’ εκείνο το εδάφιο όπου λέει ο Ιησούς: «εκείνους που θα πιστέψουν, θα τους ακολουθούν τα εξής σημάδια: θα ακουμπούν τα χέρια τους πάνω σε αρρώστους και κείνοι θα βρίσκουν την υγεία τους, εκείνοι που θα πιστέψουν, αν τύχει και πιούν θανατηφόρο δηλητήριο, δεν πρόκειται να πάθουν τίποτα.» [Μαρκ. ι6.ι8].
Θα πρέπει, το λιγότερο, οι εκλεκτοί ιερείς τους, και μάλιστα όσοι έχουν βλέψεις να γίνουν επίσκοποι, δηλαδή προκαθήμενοι της εκκλησίας, να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μέθοδο για να κριθούν: να πάρουν το θανατηφόρο δηλητήριο ώστε αυτός που δεν θα πάθει τίποτα να προκριθεί. Αν δεν έχουν το θάρρος να αποδεχτούν τον τρόπο αυτό, ομολογούν ότι δεν πιστεύουν τα λόγια του Ιησού. Γιατί αν είναι μέρος της χριστιανικής πίστης το ότι μπορεί ένας άνθρωπος να κατανικά το δηλητήριο ή τους πόνους ενός αρρώστου, τότε ο πιστός που δεν μπορεί να κάνει τέτοια πράγματα είτε δεν είναι γνήσιος πιστός είτε είναι μεν γνήσιος πιστός αλλά αυτό στο οποίο πιστεύει δεν στέκει καλά.
III, 17. Βλέπε κι ένα παρόμοιο ρητό: «Αλήθεια σας λέω, εάν έχετε πίστη όση ένας σπόρος σιναπιού, θα πείτε στο βουνό αυτό: «Μετατοπίσου και πέσε μες στη θάλασσα», και θα μετακινηθεί και τίποτα δεν θα σας είναι αδύνατον.» [Ματθ. 17.20].
Απ’ ό,τι φαίνεται, όποιος δεν μπορεί να μετακινήσει βουνό με ένα πρόσταγμά του, δεν είναι άξιος να συγκαταλέγεται στην αδελφότητα των Πιστών. Οπότε αυτοαναιρείσθε φανερά, καθώς όχι μόνο οι κοινοί Χριστιανοί δεν συμπεριλαμβάνονται στους Πιστούς, αλλά ούτε καν οι επίσκοποι κι οι πρεσβύτεροι είναι άξιοι να φέρουν τον τίτλο του πιστού.
III, 18. Ας μιλήσουμε και για τούτην εδώ τη φράση του: για ποιο λόγο ο Ιησούς, όταν τον έβαζε ο διάβολος σε δοκιμασία και του ‘λεγε «πέσε από τη στέγη του ναού», όχι μόνο δεν έπεσε μα του είπε, «δεν θα βάλεις σε δοκιμασία τον κύριο τον θεό σου»; [Ματθ. 4.6].
Εμένα μου φαίνεται πως το είπε αυτό επειδή φοβήθηκε την πτώση. Αν, όπως λέτε, έκανε τόσα και τόσα θαύματα —και μάλιστα ανάστησε και νεκρούς μ ένα του λόγο – θα ‘πρεπε χωρίς δισταγμό να αποδείξει ότι ήταν ικανός να σώζει τον κόσμο από τους κινδύνους και να ριχτεί από το ύφος της στέγης χωρίς να πάθει το παραμικρό πόσο μάλλον, που ο διάβολος του υπενθύμιζε πως υπήρχε στις γραφές ένα χωρίο που έλεγε, «και θα σε σηκώσουν [οι άγγελοι] στα χέρια για να μη χτυπηθεί το πόδι σου πάνω σε πέτρα». Οπότε, το σωστό θα ήταν να δείξει σ’ όσους βρίσκονταν εκεί στο ναό ότι ήταν υιός θεού κι είχε τη δύναμη να γλιτώνει από τον κίνδυνο τον εαυτό του και τους δικούς του.
ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ
III, 19. Είναι ευνόητο να προκαλεί τη δυσφορία όλος ετούτος ο κυκεώνας ασυναρτησιών, όπου οι ίδιες οι φράσεις έχουν κηρύξει τον πόλεμο η μία στην άλλη, πώς 0α μπορούσε κανείς, έστω και μιλώντας σε απλοϊκούς ανθρώπους του δρόμου, να αφηγηθεί τα λόγια του Ιησού στον Πέτρο: «’Υπάγε οπίσω μου, Σατανά, με βάζεις σε πειρασμό, διότι δεν φρονείς τα του θεού αλλά τα των ανθρώπων» [Ματθ. 16.23] και αλλού: «Εσύ είσαι Πέτρος και πάνω στην πέτρα αυτή θα οικοδομήσω την εκκλησία μου και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών.» [Ματθ. 16.18].
Αν καταδίκασε έτσι τον Πέτρο επειδή δεν είχε αποκτήσει θείον φρόνημα —τόσο ώστε να αποκαλέσει τον Πέτρο πειρασμό και Σατανά που η θέση του δεν είναι να στέκεται εμπρός του- κι αν τον εξαπόστειλε με τέτοιο τρόπο επειδή είχε πέσει σε επικίνδυνο σφάλμα, τόσο που ούτε να τον βλέπει πια δεν ήθελε, παρά τον πέταξε πίσω του μες στο συρφετό των ασήμαντων και των αποδιωγμένων, πώς θα πρέπει εμείς να την εκλάβουμε αυτήν την καταδίκη του κορυφαίου και πρώτου των μαθητών;
Αν τα σκεφτεί και τα ξανασκεφτεί κανείς νηφάλια, και κατόπιν ακούσει το Χριστό -που θαρρείς και ξέχασε τις φωνές που ‘βαλε στον Πέτρο— να του λέει, «εσύ είσαι Πέτρος και πάνω στην πέτρα αυτή θα οικοδομήσω την εκκλησία μου και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών», δεν θα ξεκαρδιστεί στα γέλια; Δεν θα σαρκάσει, σαν να βρισκόταν μέσα σε θέατρο, δεν θα προγκίξει τους ηθοποιούς, δεν θα σφυρίξει μ» όλη του τη δύναμη, δεν θα στραφεί στους άλλους θεατές να πει δυνατά: «Ή πιωμένος ήταν και πάνω στο μεθύσι τού κακομίλησε του Πέτρου και τον είπε Σατανά ή ονομάζοντάς τον κλειδοκράτορα της βασιλείας, ζωγράφιζε όνειρα που είδε στον ύπνο του»
Ποιος Πέτρος ήταν ικανός να στηρίξει τα θεμέλια της εκκλησίας; Εκείνος που το φρόνημά του κλονίστηκε τόσες και τόσες φορές με το παραμικρό; Πότε φάνηκε να ‘χει ένα σταθερό λογισμό και πότε είχε να επιδείξει ακλόνητο φρόνημα; Αυτός που εξ αιτίας μιας ελεεινής υπηρετριούλας, με το που άκουσε τη λεξούλα «Ιησούς», τρέμοντας από φόβο, τρεις φορές ορκίστηκε ψέματα, χωρίς να τον ζορίζει καμιά σοβαρή ανάγκη; [Μαρκ. 14.69].
Αν είχε δίκιο να τον πει Σατανά, προλαβαίνοντας το ότι ο Πέτρος στο πιο σημαντικό θέμα, της ευσέβειας, θα ‘πεφτε σε τέτοιο ατόπημα, τότε είναι παράλογο να τον τοποθετεί και στην κορυφή της εξουσίας, σα να μην είχε ιδέα για τις πράξεις του Πέτρου.
III, 20. Το ότι ο Πέτρος είχε υποπέσει σε πολλά αμαρτήματα, φαίνεται και στο χωρίο εκείνο όπου του λέει ο Ιησούς: «Όχι επτά φορές, μα εβδομήντα επί επτά φορές θα επιτρέψεις να αμαρτήσει ο αμαρτωλός.» [Ματθ. 18.22]. Κι ο Πέτρος, παρ’ ότι είχε λάβει αυτή την εντολή, όρμηξε στου αρχιερέα το δούλο, που δεν είχε κάνει απολύτως καμιά αμαρτία, και με βαναυσότητα του ‘κόψε το αυτί. [Ιωαν. 18.10|. Σε τι αμάρτησε αυτός, αν το αφεντικό του τον διέταξε να πάρει μέρος στη σύλληψη του Ιησού;
III, 21. Ετούτος ο Πέτρος και σ' άλλες περιπτώσεις έχει διαπράξει εγκλήματα. Έναν άνδρα που τον έλεγαν Ανανία και τη γυναίκα του, ονόματι Σάπφειρα, επειδή δεν του κατέβαλαν ολόκληρο το χρηματικό ποσό από την πώληση του χωραφιού τους και ξεχώρισαν ένα μέρος για τις ανάγκες τους, τους θανάτωσε, ενώ δεν είχαν βλάψει κανένα. (Πράξεις Αποστόλων 5.1-11].
Αν δεν θέλησαν να χαρίσουν ολόκληρη την περιουσία τους, πού είναι το έγκλημα τους; Κι αν νόμιζε ότι έκαναν αδίκημα, θα έπρεπε να θυμηθεί τις εντολές του Ιησού που του δίδαξε να υπομείνει μέχρι και τετρακόσια ενενήντα αδικήματα, και να συγχωρέσει εκείνο το ένα -αν βέβαια υπήρχε αμάρτημα στην πράξη τους εκείνη. Και θα ‘πρεπε ο Πέτρος, ανάμεσα στ’ άλλα, να ‘χει πάντα κατά νου ότι όταν ο ίδιος ορκιζόταν ότι δεν ήξερε τον Ιησού, όχι απλώς ψευδόταν μα και ως επίορκος έδειξε πόσο δεν μετρούσε γι’ αυτόν η μέλλουσα κρίση και ανάσταση.
III, 22. Αυτός που κατείχε θέση αρχηγού ανάμεσα στους μαθητές, και που διδάχτηκε από το θεό να περιφρονεί το θάνατο, αυτός, όταν πιάστηκε από τον Ηρώδη, δραπέτευσε και στάθηκε η αιτία να εκτελεστούν οι φρουροί του. Νύχτα δραπέτευσε, και την επομένη αναστατώθηκαν οι στρατιώτες κι αναρωτιόνταν πώς διέφυγε ο Πέτρος. Μη μπορώντας να τον βρει ο Ηρώδης, έκανε ανακρίσεις και διέταξε να συλληφθούν οι φύλακες, τουτέστιν να αποκεφαλιστούν. [Πράξεις 12.1-11].
Είναι ν’ απορεί κανείς, πώς έδωσε ο Ιησούς τα κλειδιά των ουρανών σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο. Πώς είπε «βόσκε τα αρνιά μου», [Ιωαν. 21.15], σ’ αυτόν που με το παραμικρό τα έχανε και καταβαλλόταν από το φόβο -αν υποθέσουμε ότι τα πρόβατα είναι οι πιστοί που προόδευσαν κι έφθασαν στον υψηλότερο βαθμό του μυστηρίου, ενώ τα αρνιά είναι όσοι βρίσκονται ακόμα στο στάδιο της κατήχησης και τρέφονται με το γάλα της διδασκαλίας.
Όμως η ιστορία λέει ότι ο Πέτρος, αφού βόσκησε τα πρόβατα λίγους μόνο μήνες, μετά σταυρώθηκε, παρ’ όλο που του χε πει ο Ιησούς ότι αυτόν δεν θα τον νικούσαν οι πύλες του Άδη.9
Ως και ο Παύλος είχε καταδικάσει τον Πέτρο, λέγοντας: «Του εναντιώθηκα κατά πρόσωπο, γιατί ήταν αξιοκατάκριτος. Διότι πριν καταφθάσουν οι άνθρωποι του Ιακώβου, ο Πέτρος συνέτρωγε με εθνικούς. Μόλις όμως ήρθαν εκείνοι, ο Πέτρος αποτραβήχτηκε γιατί φοβήθηκε μη τον δουν οι Εβραίοι. Και τον ακολούθησαν σ’ αυτή του την υποκρισία πολλοί άλλοι Ιουδαίοι» [Προς Γαλάτας 2.12].
Πόσο αξιοκατάκριτο, ένας άντρας που έχει αναγορευτεί σε ερμηνευτή του θείου λόγου να ζει μες στην υποκρισία και να συμπεριφέρεται έτσι ώστε να γίνεται αρεστός στον κόσμο, κι επιπλέον να σέρνει μαζί του και μια γυναίκα, όπως λέει πάλι ο Παύλος: «Μήπως δεν έχουμε την εξουσία να σέρνουμε μαζί μας μια αδελφή γυναίκα, όπως κάνουν οι άλλοι απόστολοι και ο Πέτρος;» Λέει επίσης ο Παύλος: «Τέτοιοι άνθρωποι είναι ψευδαπόστολοι κι εργάζονται με δολιότητα». [Προς Κορινθ. Β' 11.13].
Αν λοιπόν έχει κυλιστεί ο Πέτρος μέσα σε τόσα κακά, όπως μαθαίνουμε, πώς να μην ανατριχιάσεις με την ιδέα ότι αυτός κρατά τα κλειδιά του ουρανού, αυτός λύνει και δένει, όντας ο ίδιος μπλεγμένος μέσα σε μυριάδες ατοπήματα!
ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
III, 30. Τι εννοεί ο Παύλος όταν λέει, «αν και ελεύθερος, υποδούλωσα τον εαυτό μου σε όλους για να τους κερδίσω όλους»; [Προς Κορινθ. A' 9.19] Και πώς γίνεται, από τη μια να λέει την περιτομή ακρωτηριασμό της σάρκας κι από την άλλη να περιτέμνει ο ίδιος κάποιον, ονόματι Τιμόθεο, στην πόλη Λύστρα, όπως μας αφηγούνται οι «Πράξεις των Αποστόλων»; [Πράξεις 16.3]
Για ετούτες τις βλακείες τού αξίζει ένα εύγε: στο θέατρο τέτοιου είδους απαγγελίες, κατάλληλα σκηνοθετημένες, προκαλούν το γέλιο. Με τέτοια τεχνάσματα δίνουν παραστάσεις οι ταχυδακτυλουργοί. Πώς μπορεί να είναι ελεύθερος κάποιος που υποδουλώνεται στους πάντες; Και πώς είναι δυνατό να κερδίζει τους πάντες με το μέρος του κάποιος που ικετεύει όλους το ίδιο;
Αν, όπως λέει κι ο ίδιος, είναι άνομος όταν βρίσκεται μαζί με ανόμους, και Ιουδαίος με τους Ιουδαίους και γενικώς με τον ίδιο τρόπο προσεγγίζει τους πάντες, τότε δεν είναι παρά δούλος της κακότητας και της πανουργίας του και ξένος προς την Ελευθερία: ένας επιφανής υπηρέτης της κακίας των άλλων, που διακονεί με ζήλο υποθέσεις αισχρές, κάποιος που συγχρωτίζεται με ανθρώπους που δεν έχουν νόμο και ενστερνίζεται κατά περίπτωση τις πράξεις τους.
Τέτοιες διδασκαλίες δεν μπορεί να είναι έκφραση ελεύθερης σκέψης και δεν μπορεί να προέρχονται από άνθρωπο ψυχικά υγιή. Αντίθετα, η βάση των συλλογισμών του δείχνει άνθρωπο θερμοκέφαλο με αρρωστημένο μυαλό. Γιατί αν συμβιώνει με παρανόμους και ταυτόχρονα αποδέχεται τον ιουδαϊσμό με τη μεγαλύτερη προθυμία και μετέχει και στα δύο, τότε έχει μπερδευτεί και με τα δύο και συγκαταλέγεται και στα δύο’ και τέτοια σφάλματα δεν συνηθίζονται από ανθρώπους καλλιεργημένους. Γιατί όταν κανείς απορρίπτει την περιτομή θεωρώντας ότι εκείνοι που την κάνουν θέλουν να εξυψωθούν πάνω από τους υπολοίπους, κι από την άλλη περιτέμνει ο ίδιος, τότε ο ίδιος επιρρίπτει στον εαυτό του βαριά κατηγορία: Αν ξαναχτίζω αυτά που εγώ ο ίδιος γκρέμισα, γίνομαι παραβάτης του εαυτού μου.
III, 31.Ο ίδιος ετούτος, ο περίφημος ρήτοράς σας, θαρρείς και ξέχασε τα προηγούμενα λόγια του, λέει στον χιλίαρχο ότι δεν είναι Ιουδαίος αλλά Ρωμαίος, ενώ πριν απ» αυτό είχε πει: «εγώ είμαι Ιουδαίος γεννήθηκα μεν στην Ταρσό της Κιλικίας μα ανατράφηκα πλάι στον Γαμαλιήλ και έμαθα επακριβώς τον νόμο των πατέρων μας» [Πράξεις 22.3]. Λέγοντας λοιπόν κάποιος, «είμαι Ιουδαίος» και «είμαι Ρωμαίος», δεν είναι ούτε το ‘να ούτε τ’ άλλο, επιθυμώντας να είναι και τα δυο.
Όταν κάποιος υποκρίνεται και παριστάνει ότι είναι κάτι άλλο απ» αυτό που είναι, τότε οι πράξεις του ενέχουν δόλο’ φορώντας μάσκα εξαπατά, κλέβει την αλήθεια και παγιδεύει το φρόνημα της ψυχής χρησιμοποιώντας ποικίλες μεθόδους εξαπάτησης, για να υποτάξει τους εύπιστους.
Άνθρωπος που ασπάζεται τέτοιες αρχές στη ζωή του, δεν διαφέρει σε τίποτα από έναν άσπονδο και σκληρό εχθρό, που υποκρινόμενος ότι πιστεύει σε ξένες γνώμες, αιχμαλωτίζει τους πάντες και τους καθιστά δούλους με τρόπο απάνθρωπο. Αν ο Παύλος παριστάνει πότε τον Ιουδαίο, πότε τον Ρωμαίο, πότε τον παράνομο, πότε τον Έλληνα, και όποτε θέλει εμφανίζεται κατά περίσταση ως ξένος και εχθρικός προς κάποιο απ’ αυτά, τότε, μπαίνοντας μέσα σ’ όλα τα εκμηδενίζει όλα, διότι χαϊδεύοντας τα, υποκλέπτει τις αρχές που τα στηρίζουν.
Είναι λοιπόν ψεύτης δεν το κρύβει ότι είναι σύντροφος της ψευτιάς και περιττεύει η φράση του, «Την αλήθεια λέγω ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι». Γιατί αν προχτές προσποιόταν ότι πίστευε στον ιουδαϊκό νόμο και σήμερα ότι πιστεύει στο ευαγγέλιο, δικαίως θα θεωρήσουμε ότι ο βίος κι η πολιτεία ενός τέτοιου ανθρώπου είχαν χαρακτήρα ύπουλο και κακό.
III, 32. Από τα λεγόμενά του είναι φανερό πως η ματαιοδοξία τον σπρώχνει να παραστήσει ότι ακολουθεί το ευαγγέλιο κι η πλεονεξία ότι ακολουθεί το Νόμο: «Ποιος υπηρετεί στο στρατό με δικά του έξοδα; Ποιος βόσκει ποίμνη και δεν τρώει από το γάλα της ποίμνης;» [Προς Κορινθίους Α' 9.7]. Και για να ενισχύσει τα επιχειρήματα του, βάζει για συνήγορο της πλεονεξίας του τον νόμο: «Ή μήπως δεν τα λέγει αυτά και ο νόμος; Είναι γραμμένο στο νόμο του Μωυσή: «Δεν θα βουλώσεις το στόμα του βοδιού που αλωνίζει” Συνεχίζοντας, προσθέτει κάτι ασαφή και φλύαρα επιχειρήματα, προκειμένου να εμφανίσει τα ζώα στερημένα από την χάρη της θείας πρόνοιας: «Σάμπως νοιάζεται ο θεός για τα βόδια; Δεν μιλά αποκλειστικά για μάς; Διότι για μάς είναι γραμμένο.» [Προς Κορινθίους Α' 9.10].
Μου φαίνεται ότι λέγοντάς τα αυτά προσβάλλει τη σοφία του κτίστη, που δήθεν δεν προνόησε για τα πλάσματα που δημιούργησε από παλιά, διότι αν ο θεός δεν νοιάζεται για τα βόδια, τότε γιατί να είναι γραμμένο το, Όλα τα έθεσες κάτω από τους ορισμούς σου, πρόβατα και βόδια και κτήνη και ψάρια; Αν κάνει λόγο για τα ψάρια, πολύ περισσότερο θα πρέπει να ενδιαφέρεται για τα βόδια που οργώνουν και κοπιάζουν. Αυτά με κάνουν να θαυμάζω τον αγύρτη, που σπρωγμένος από την απληστία του μεταχειρίζεται το νόμο με τέτοιο σεβασμό, έχοντας κιόλας να λαβαίνει κάμποσες εισφορές από κείνους που τον υπάκουγαν.
III, 33· Στη συνέχεια, σα να τινάχτηκε απότομα ξυπνώντας από όνειρο, λέει: «Εγώ ο Παύλος καταθέτω ότι αν κάποιος εφαρμόσει έστω και ένα μέρος του νόμου, οφείλει να εφαρμόσει ολόκληρο το νόμο», αντί να πει ότι γενικά δεν είναι ανάγκη να τηρούμε τα όσα ορίζει ο νόμος. Αυτός ο καλύτερος των ανθρώπων, ο εχέφρων, ο συνετός, δασκαλεμένος με το νόμο των πατέρων του στην εντέλεια, αυτός που τόσες και τόσες φορές μνημονεύει ευνοϊκά τον Μωυσή, τώρα, θαρρείς και μέθυσε από το πολύ κρασί, αναιρεί το πρόσταγμα του νόμου, και μιλώντας στους Γαλάτες, «ΓΙοιος σας έχει βασκάνει», λέει, «και δεν υπακούτε στην αλήθεια;» —εννοώντας το ευαγγέλιο. [Προς Γαλάτας 3·1].
Και παρακάτω, χρησιμοποιώντας τρομακτική έκφραση και παρουσιάζοντας ως φρικτό πράγμα το να υπακούει κανείς στο νόμο, λέει: «Είναι καταραμένοι όσοι βασίζονται στα έργα του νόμου». Ο ίδιος, που γράφει στους Ρωμαίους, «Ο νόμος είναι πνευματικός», και αλλού πάλι, «Ο νόμος είναι άγιος και η εντολή του αγία και δίκαιη», όσους υπακούν στον άγιο νόμο τούς λέει καταραμένους! Τα κάνει άνω κάτω και συγχέει τα πάντα και τα συσκοτίζει τόσο, που όποιος τον ακούει σχεδόν ζαλίζεται, και σα να βαδίζει μες στη νύχτα συγκρούεται και με τα δυο, τη μια τσακίζεται πάνω στο νόμο, την άλλη πάνω στο ευαγγέλιο, μπερδεμένος εξ αιτίας της αμάθειας του καθοδηγητή του.10
ΙΙΙ, 34· ΓΙαρακολούθα τώρα τα λεγόμενα του σοφού. Ύστερα από τις μύριες αναφορές που έκανε στον ιουδαϊκό νόμο για να στηρίξει τα λόγια του, ακυρώνει τις θέσεις του λέγοντας: «Ο νόμος παρεισέφρυσε ώστε να πλεονάσουν τα παραπτώματα» [Προς Ρωμαίους 5·20], και πριν απ» αυτό: «Το κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία, και δύναμη της αμαρτίας είναι ο νόμος» [Προς Κορινθ. Λ' 16.56]. Με γλώσσα ακονισμένη σα μαχαίρι, ανελέητος, μέσα σε μια νύχτα κάνει το νόμο κομματάκια, αυτός που τόσες και τόσες φορές προέτρεπε τον κόσμο να πειθαρχεί στις εντολές του νόμου και ισχυριζόταν πως είναι αξιέπαινο το να ζει κανείς σύμφωνα με το νόμο. Και υιοθετώντας, από συνήθεια θαρρείς, τούτη την απαίδευτη γνώμη, ανατρέπει όλες τις θέσεις του.
III, 35. Όντως, ενώ απαγορεύει στους πιστούς να τρώνε κρέας θυσιασμένου ζώου, κατόπιν τους δασκαλεύει να μη νοιάζονται και να μην το ψάχνουν, αλλά να τρώνε, λέει, ακόμα και θυσιασμένα ζώα, αρκεί να μην τους το ‘χει πει κανείς από τα πριν! [Προς Κορινθ. Α' 10.28] [...] όπου ο Παύλος παρουσιάζεται να λέει: «Ό,τι θυσιάζουν, για τους δαίμονες το θυσιάζουν. Και δεν θέλω να γίνεστε εσείς σύντροφοι των δαιμόνων». [Προς Κορινθ. Α' 10.20] Κι ενώ τα λέει αυτά, πάλι, αδιαφορώντας για το αν θα φάνε, γράφει: «Ξέρουμε πως εκτός από τον ένα θεό κανένα είδωλο και κανένας θεός δεν υπάρχει στην πραγματικότητα», και λίγο παρακάτω, «Δεν είναι το φαγητό εκείνο που θα σας φέρει πλάι στο θεό: δεν θα υστερήσουμε αν δεν φάμε, ούτε θα ‘χουμε κανένα πλεονέκτημα αν φάμε». [Προς Κορινθ. Α' 8.8].
Τέλος, μετά από τόσα φλύαρα τεχνάσματα του λόγου, ξαπλωμένος θαρρείς στο κρεβάτι, μηρυκάζει: «Ό,τι πουλιέται στο χασάπικο να το τρώτε, χωρίς να εξετάζετε τίποτα κινούμενοι από λόγους συνειδήσεως. Γιατί του Κυρίου είναι η γη και όλα όσα βρίσκονται πάνω της».
Ω, τι θέατρο για το τίποτα! Ω, τι γλώσσα αλλόκοτη και αντιφατική! Τι φράσεις, που τραβούν μαχαίρι και αλληλομαχαιρώνονται! Τι καινοφανής τοξοβολία, που βάζει στόχο και χτυπά τον ίδιο τον τοξότη!
III, 36. Κάτι παρόμοιο με τα παραπάνω βρήκα και μες στις επιστολές του, όπου ο Παύλος, ενώ επαινεί την παρθενία, πάλι τα γυρίζει, και γράφει: «Στους μετέπειτα καιρούς, κάποιοι θα αποστατήσουν από την πίστη, διότι θα δίνουν προσοχή σε πνεύματα που θα τους παραπλανούν, θα τους εμποδίζουν να νυμφεύονται και θα επιβάλουν αποχή από κάποιες τροφές». [Προς Τιμόθεον Α' 4· 1] Και στην προς Κορινθίους επιστολή λέει: «Όσο για την παρθενία, δεν έχω εντολή από τον Κύριο».[7.25]
Επομένως, όποιοι μένουν παρθένοι ή δεν νυμφεύονται, δεν κάνουν καλά, γιατί πειθαρχούν σε οδηγίες κακόβουλων ανθρώπων, τη στιγμή που δεν έχουν λάβει από τον Ιησού πρόσταγμα να μείνουν παρθένοι. Πώς γίνεται, τώρα, κάποιες να παινεύονται για την παρθενιά τους, θαρρείς και πρόκειται για τίποτα σπουδαίο, και να λένε πως το μέσα τους, όμοια μ εκείνη που γέννησε τον Ιησού, είναι γεμάτο από άγιο πνεύμα;
ΚΑΤΑΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ
IV, 1. Τι εννοεί ο Παύλος λέγοντας ότι «παρέρχεται η μορφή του κόσμου τούτου»; Και πώς είναι δυνατό, «οι έχοντες να είναι ωσάν να μην έχουν» και οι «χαίροντες ωσάν να μην χαίρουν», [Προς Κορινθ. Α' 7.30], και όλες οι υπόλοιπες μωρολογίες του να γίνουν πιστευτές; Γιατί, πώς μπορεί ο έχων να γίνει ως μη έχων; Και πώς να γίνει πιστευτός ο χαίρων που θα συμπεριφέρεται ως μη χαίρων; Κι ακόμα, πώς είναι δυνατό να παρέλθει η μορφή του κόσμου ετούτου;
Ποιος θα τον μεταβάλει και για ποιο λόγο; Αν τον μετέβαλλε ο Δημιουργός, θα μπορούσε να κατηγορηθεί ότι διαταράσσει μια σταθερή και ασφαλή τάξη. Αν, πάλι, μεταβάλει το σχήμα του κόσμου προς το καλύτερο, κατηγορείται ότι δεν γνώριζε ποιο ήταν το κατάλληλο και πρέπον σχήμα του κόσμου όταν τον δημιουργούσε, και ότι του ‘λείπε η ανώτερη σκέψη, με αποτέλεσμα να φτιάξει έναν κόσμο γεμάτο ατέλειες.
Πώς, λοιπόν, μπορούμε να ξέρουμε ότι η φύση του κόσμου θα καταλήξει στο καλό, χάρη σε μετατροπές εκ των υστέρων; Και ποια θα είναι η ωφέλεια, αν μεταβληθεί η φυσική τάξη; Γιατί αν ο ορατός κόσμος είναι θλιβερός και αιτία για να λυπόμαστε, θα του τα ψάλλουμε για τα καλά του Δημιουργού και θα τον ζαλίσουμε με τις εύλογες επικρίσεις μας, ότι έχτισε ένα θλιβερό κόσμο που διαταράσσει τη λογική φυσική τάξη, και κατόπιν μετάνιωσε κι αποφάσισε να αλλάξει τα πάντα.
Μπας κι είναι αυτός ο λόγος που ο Παύλος δασκαλεύει τους έχοντες να σκέφτονται ως μη έχοντες, αφού και ο Δημιουργός του κόσμου, ενώ τον έχει, είναι σα να μην τον έχει και γι’ αυτό πάει να του αλλάξει τη μορφή; Κι όποιον χαίρεται, του λέει να μη χαίρεται, γιατί ο Δημιουργός δεν χαίρεται βλέποντας το κομψό και λαμπρό δημιούργημά του, πόσο μάλλον που επειδή στεναχωριέται πολύ, πήρε απόφαση να το αλλάξει και να το μετατρέψει ολωσδιόλου. Ας της χαρίσουμε λοιπόν ένα συγκρατημένο γέλιο ετούτης της φρασούλας του Παύλου.
IV, 2. Ας δούμε άλλο ένα ανόητο και γεμάτο πλάνες σόφισμα (του Παύλου), όπου ισχυρίζεται ότι, «εμείς που θα βρισκόμαστε ακόμα ζωντανοί κατά την έλευση του Κυρίου, δεν θα προηγηθούμε των νεκρών, διότι ο ίδιος ο Κύριος με παράγγελμα, με φωνή αρχαγγέλου και υπό τον ήχο σάλπιγγας Θεού, θα κατέβει από τον ουρανό και οι νεκροί εν Χριστώ θα αναστηθούν πρώτοι. Στη συνέχεια, εμείς οι ζώντες, ταυτόχρονα με τους νεκρούς θα αρπαχτούμε μέσα σ’ ένα σύννεφο, ώστε να συναντηθούμε με τον Κύριο στον αέρα, έτσι θα βρεθούμε πλάι στον Κύριο για πάντα.» [Προς Θεσσαλονικείς 4.15-17].
Αυτό το κυριολεκτικά ουρανομήκες, ψηλοκρεμαστό και υπερμεγέθες ψεύδος, ξεπερνά σε μπόι κάθε άλλο. Ακόμα και σε ζώο να το ξεφουρνίσεις, αυτό σε απάντηση θ’ αρχίσει να βελάζει και να κράζει δυνατά, άπαξ και καταλάβει ότι γίνεται λόγος για ανθρώπους με σάρκα και οστά ιπτάμενους σαν τα πουλιά ή πιασμένους από ένα σύννεφο!
Πόση ματαιοδοξία κρύβει όλος αυτός ο θόρυβος, για ζωντανά πλάσματα που μ’ όλο το βάρος του σώματος τους αποκτούν φυσικές ιδιότητες πουλιών με φτερά και διασχίζουν τον αέρα θαρρείς και ταξιδεύουν σε θάλασσα, έχοντας για όχημα τα σύννεφα! Μα και να μπορούσε να γίνει αυτό, θα ήταν τερατώδες και ξένο προς τους νόμους της φύσης.
Γιατί η δημιουργός φύση από την αρχή ακόμα όρισε για τα πλάσματα της χώρους που να τους αρμόζουν και κατάλληλους τόπους διαμονής, τη θάλασσα για κείνα που ζουν μες στο νερό, τη στεριά για τα χερσαία, τον αέρα για τα πτηνά και τον αιθέρα για τα ουράνια σώματα. Ένα απ» αυτά αν βγάλεις από τον τόπο διαμονής του, θα αφανιστεί μόλις βρεθεί σε ξένο χώρο. Ένα πλάσμα του νερού αν θελήσεις να το βάλεις με το ζόρι να ζήσει στη στεριά, το δίχως άλλο θα ψοφήσει, ένα στεριανό ζώο αν το βουτήξεις μες στο νερό θα πνιγεί και το πουλί δεν θα αντέξει αν του στερήσεις τον αέρα κι ένα ουράνιο σώμα δεν μπορείς να το μετατρέψεις σε γήινο.
Ποτέ μέχρι τώρα η ενεργός δράση του Θείου Λόγου δεν το διέπραξε ούτε και πρόκειται να το πράξει, παρ’ όλο που ο Θείος Λόγος έχει τη δύναμη να αλλάζει τη μοίρα των πλασμάτων. Γιατί οι πράξεις κι η θέλησή του δεν καθορίζονται από το τι μπορεί, αλλά είναι σύμφωνες με τη διατήρηση της αρμονίας και τη διαφύλαξη της φυσικής τάξης του κόσμου.
Ούτε, λοιπόν, τη στεριά, δεν θα την κάμει πλόιμη, αν βέβαια δεχτούμε ότι το μπορεί κάτι τέτοιο, ούτε τη θάλασσα τέτοια που να οργώνεται και να καλλιεργείται, ούτε την αρετή, όσο και να μπορεί, δεν πρόκειται να τη μετατρέψει σε κακία και αντιστρόφως, ούτε στον άνθρωπο πρόκειται να σώσει τα μέσα να γίνει πτηνό, ούτε θα φέρει τον ουρανό με τ άστρα και τη γη τα πάνω κάτω. Είναι λοιπόν ανόητο το να λες ότι οι άνθρωποι θα αρπαχτούν στον αέρα.
Μα εκεί που το ψέμα του Παύλου γίνεται καταφανές, είναι όταν λέει, «Εμείς οι ζωντανοί». Πέρασαν τριακόσια χρόνια από τότε που το είπε, και κανείς πουθενά, ούτε ο Παύλος ούτε κανείς άλλος δεν αναλήφθηκε στους ουρανούς. Αλλά ας αφήσουμε να τις σκεπάσει η σιωπή τούτες τις ανόητες κουβέντες του Παύλου.
IV, 3· Αξίζει να μνημονεύσουμε εκείνο που είπε ο Ματθαίος -θαρρείς και ζούσε πίσω από τον κόσμο, κλειδαμπαρωμένος μέσα σε κανένα μύλο: «Και θα κηρυχθεί», είπε, «το ευαγγέλιο της βασιλείας σ’ ολόκληρο τον κόσμο, και τότε θα έρθει το τέλος.» [Ματθ. 24.14]. Να όμως που το ευαγγέλιο έχει ακουστεί ως και στο τελευταίο σοκάκι της οικουμένης, και οι πάντες, στα πέρατα του κόσμου έχουν λάβει γνώση, όμως δεν ήρθε το τέλος του κόσμου, ούτε και θα έρθει ποτέ.
IV, 4· Ας δούμε κι εκείνα που ειπώθηκαν (από το θεό) στον Παύλο. «Ο κύριος παρουσιάστηκε νύχτα στον Παύλο μέσα από ένα όραμα και του είπε: «Μη φοβάσαι, μίλα ελεύθερα γιατί είμαι εγώ στο πλευρό σου, και κανείς δεν πρόκειται να σου επιτεθεί και να σε βλάψει».» Και μόλις συλλαμβάνεται στη Ρώμη, αποκεφαλίζεται ο πνευματώδης αυτός άνθρωπος, που έλεγε ότι «θα κρίνουμε τους αγγέλους»…
Μα και ο Πέτρος, που είχε αναλάβει την εξουσία να βόσκει τα αρνιά, [Ιωαν. 21. 17], καρφώθηκε πάνω στο σταυρό και ανασκολοπίστηκε. Κι άλλοι ομοϊδεάτες τους είτε κάηκαν είτε καταδικάστηκαν και έχασαν τη ζωή τους. Όμως αυτά δεν είναι άξια να θεωρούνται θέλημα του θεού, ούτε καν ενός ανθρώπου ευσεβούς, το να τιμωρείται απάνθρωπα ένα τέτοιο πλήθος για χάρη του και για την πίστη σ’ αυτόν, και να μην φανερώνεται αναστημένος όπως τον προσδοκούν.
IV, 5· Μπορεί κανείς να εντοπίσει κι άλλη μία ασαφή φράση του Ιησού, εκεί όπου λέει, «Προσέξτε μη σας παραπλανήσει κανείς. Γιατί πολλοί θα παρουσιαστούν μιλώντας επ’ ονόματι μου και θα πουν «εγώ είμαι ο Χριστός», και θα παραπλανήσουν πολλούς». |Ματθ.24-4-5]·
Ιδού: πέρασαν τριακόσια τόσα χρόνια και πουθενά δεν φάνηκε κανείς. Μήπως θα ισχυριστείτε ότι μιλούσε για τον Απολλώνιο Τυανέα, τον άνθρωπο εκείνο που είχε για κόσμημά του τη φιλοσοφία; Γιατί άλλον δεν έχει να βρείτε. Μόνο που ο Ιησούς δεν μιλά για έναν αλλά για πολλούς: «Θα εμφανιστούν πολλοί ψευδοπροφήτες και θα παραπλανήσουν πολύ κόσμο». [Ματθ. 24.11].
IV, 6. Χάριν αφθονίας, ας αναφερθεί και κείνο που έχει πει ο Πέτρος στην Αποκάλυψή τον.11 Περιγράφει πώς θα κριθεί και ο ουρανός ταυτόχρονα με τη γη: «Την ημέρα της κρίσεως», λέει, «η γη θα παρουσιάσει τους πάντες (ζώντες και νεκρούς) στο Θεό, και θα κριθεί μαζί με τον ουρανό που την περιέχει».
Κανείς δεν είναι τόσο αγράμματος και ανόητος ώστε να μην ξέρει πως τα γήινα πράγματα υπόκεινται σε αναστατώσεις κι ότι δεν είναι στη φύση τους η διατήρηση της ευταξίας αλλά τα διακρίνει η αστάθεια, αντιθέτως, στα ουράνια επικρατεί αιώνια τάξη που δεν μεταβάλλεται ποτέ ούτε κατά το ελάχιστο, ούτε και πρόκειται ποτέ να μεταβληθεί, γιατί η τάξη ετούτη είναι ένα τέλειο δημιούργημα του θεού. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατο να αποσυντεθούν οι δυνάμεις που συνέχουν τα μέρη εκείνα του σύμπαντος που αξιώθηκαν ένα ανώτερο πεπρωμένο, και που τα στεριώνουν νόμοι θεϊκοί και αμόλυντοι.
Άλλωστε, για ποιο λόγο να κριθεί ο ουρανός; Ποιαν αμαρτία έκανε που κάποτε θα φανερωθεί, ο ουρανός που εξ αρχής διατηρεί την τάξη που όρισε ως κατάλληλη ο θεός και αιωνίως παραμένει αμετάβλητος; Ως προς τι θα μπορούσε κανείς να διαβάλει τον ουρανό, ρητορεύοντας προς τον δημιουργό, ότι πρέπει κι ο ουρανός να περάσει από κρίση – θαρρείς και θα τις ανεχτεί ο κριτής τις αλλόκοτες αιτιάσεις ενάντια στο θαυμαστό και μέγα έργο του.
IV, 7· Και αμέσως παρακάτω, με περισσή ασέβεια ισχυρίζεται: «Και θα λιώσει η δύναμη του ουρανού και θα τυλιχθεί ο ουρανός σαν βιβλίο,* κι όλα τα άστρα θα πέσουν όπως πέφτουν τα αμπελόφυλλα και τα φύλλα της συκιάς».
Μα και του Ιησού η καυχησιολογία είναι αλλόκοτα αλαζονική και τερατωδώς ψευδολογική: «Ο ουρανός κι η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου όμως δεν θα παρέλθουν». Ποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι θα βρίσκαν τόπο να σταθούν οι λόγοι του Ιησού, αν δεν υπήρχαν πια η γη κι ο ουρανός; Κι έπειτα, αν ο Ιησούς έκανε τον ουρανό να καταπέσει, δεν θα διέφερε από τον χειρότερο βέβηλο που σκοτώνει τα ίδια του τα παιδιά το ομολογεί κι ο ίδιος ο «υιός» ότι ο θεός είναι πατέρας του ουρανού και της γης: «Πατέρα, κύριε του ουρανού και της γης». [Ματθ 11. 25].
Αλλά κι ο Ιωάννης ο βαπτιστής εξυμνεί τον ουρανό από αυτόν, λέει, μας έρχονται τα θεία χαρίσματα: «Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα, αν δεν του έχει δοθεί εξ ουρανού» [Ιωαν. 3-27] Οι προφήτες λέγουν ότι ο ουρανός είναι η άγια κατοικία του θεού: «Από την άγια κατοικία σου, στρέψε το βλέμμα σου και ευλόγησε τον λαό σου τον Ισραήλ» [Δευτερονόμιο 26.15]. Αν λοιπόν, «παρέλθει»ο ουρανός, που μας τον αναφέρουν για τόσο σπουδαίο και μέγα, πού θα βρίσκεται στο εξής ο θρόνος του κυβερνήτη του; Αφού, όπως λέει, «θρόνος μου είναι ο ουρανός και υποπόδιον των ποδιών μου η γη» και αν χαθεί κι η γη, τι θα ‘χει για υποπόδιο;
Αυτά όσον αφορά στην «παρέλευση» του ουρανού και της γης…
Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΚΑΙ Η ΑΣΑΦΕΙΑ
ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ
IV, 8. Ψηλαφώντας τώρα μες στα σκοτάδια θαρρείς, ας εξετάσουμε άλλο ένα δόγμα, ακόμα πιο μυθώδες, που διατυπώνεται με τις παρακάτω φράσεις: «η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με σπόρο σιναπιού» κι ακόμα: «η βασιλεία των ουρανών μοιάζει με προζύμι» και πάλι: «Μοιάζει με έμπορο που ψάχνει για ωραία μαργαριτάρια». [Ματθ.13.31-33,45-40]·
Τέτοια παραμυθάκια δεν λέγονται, όχι από άνδρες μα ούτε καν από ονειροπαρμένες γυναικούλες. Ναι μεν, όταν μιλά κανείς για μεγάλα και θεϊκά πράγματα, οφείλει να χρησιμοποιεί κοινά και ανθρώπινα παραδείγματα για να γίνεται πιο κατανοητός -όχι όμως τέτοια φτηνά και ανόητα παραδείγματα εκτός από ανάρμοστα και ρηχά εν σχέσει με τη σπουδαιότητα του πράγματος, δεν έχουν κανένα ξεκάθαρο και ευφυές νόημα. Κι όμως, θα έπρεπε να είναι απολύτως σαφή, αφού γράφτηκαν για νήπια και όχι για σοφούς ή γνωστικούς ανθρώπους.
IV, 9. Εδώ 0α πρέπει βέβαια να ξαναφέρουμε στο νου κι εκείνη την πληροφορία, σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς λέει: «Σε εξυμνώ πατέρα, κύριε του ουρανού και της γης, διότι τα έκρυψες αυτά από τους σοφούς και τους ευφυείς και τα φανέρωσες στα νήπια», [Ματθ. 11. 25]‘ αλλά και στο Δευτερονόμιο υπάρχει γραμμένη η φράση: «Τα κρυμμένα για τον κύριο τον θεό μας και φανερά για εμάς».
Θα ‘πρεπε λοιπόν όσα έχουν γραφτεί για τα νήπια και τους ανόητους να είναι πράγματα ξεκάθαρα και διόλου αινιγματικά. Κι αν τα μυστήρια αποκρύπτονται από τους σοφούς ενώ αντιθέτως προσφέρονται με απλοχεριά στα νήπια και στα βρέφη που θηλάζουν, τότε καλύτερα να γίνουμε ζηλωτές της αμάθειας και του παραλογισμού. Αυτό ήταν το μέγα καθήκον του σοφού που κατέβηκε στη γη; Να κρύψει το φως της γνώσης από τους σοφούς και να το φανερώσει στους χαζούς και στα βρέφη;
IV, 10. Για να ‘μαστε δίκαιοι όμως, θα πρέπει από τα λεγόμενα του Ιησού να μελετήσουμε και κάτι πιο σοφό (και το λέω έτσι κατ’ ευφημισμόν): «Δεν έχουν», λέει, «ανάγκη από γιατρό οι υγιείς αλλά οι άρρωστοι». [Ματθ. 9. 12].
Τέτοιες απαγγελίες έκανε στα πλήθη ο Ιησούς εξηγώντας τον ερχομό του στον κόσμο. Αν λοιπόν στάθηκε αντιμέτωπος με την αμαρτία για χάρη των ανθρώπων που υποφέρουν απ’ αυτήν, όπως είπε, άραγε οι πατεράδες μας που είχαν ζήσει πριν απ’ αυτόν δεν υπέφεραν από αμαρτίες; Οι προγονοί μας δεν είχαν ανάγκη νοσηλείας; Αν πράγματι οι υγιείς δεν έχουν ανάγκη από γιατρό, κι αν ο Ιησούς δεν ήρθε να καλέσει τους δίκαιους αλλά τους αμαρτωλούς να μετανοήσουν
-κι όπως λέει κι ο Παύλος, «ο Ιησούς Χριστός ήρθε στον κόσμο για να σώσει τους αμαρτωλούς, που πρώτος ανάμεσά τους είμαι εγώ»-, αν έτσι έχουν τα πράγματα και καλείται ο παραστρατημένος και ο άδικος και θεραπεύεται ο άρρωστος, ενώ αντιθέτως δεν καλείται ο δίκαιος, τότε όσοι δεν κλήθηκαν ποτέ κι όσοι δεν χρειάστηκαν χριστιανική θεραπεία, θα ήσαν άνθρωποι δίκαιοι που δεν είχαν παραστρατήσει. Ακριβώς, λοιπόν, όποιος δεν χρειάζεται γιατριά γυρνά την πλάτη του στα κηρύγματα που απευθύνονται στους πιστούς και όσο περισσότερο τούς γυρνά την πλάτη τόσο πιο δίκαιος θα είναι και υγιής και διόλου παραστρατημένος.
IV, 19· Ήταν λογικό, ο Όμηρος να βάζει κάποιο φραγμό στην αντρειωσύνη των Ελλήνων -καθώς η ανδρεία τους ήταν μέρος της παιδεία τους-, και να τους υποχρεώνει να ησυχάζουν, ενώ παρουσιάζει τον Έκτορα να εκφράζει την αβάσιμη γνώμη του προς τους Έλληνες, σε έμμετρο λόγο: «Κρατηθείτε, Αργείοι, και σεις αγόρια της Αχαΐας, μη χτυπάτε, ένα λόγο έχει να σας πει ο Έκτορας με την αστραφτερή περικεφαλαία».
Έτσι τώρα κι εμείς καθόμαστε όλοι ήσυχα, γιατί ο διδάσκαλος των χριστιανικών δογμάτων υποσχέθηκε και διαβεβαίωσε ότι θα μας εξηγήσει τα σκοτεινά μέρη των γραφών. Λέγε, λοιπόν, φίλε, σ’ εμάς που σε παρακολουθούμε με προσοχή, τι εννοεί ο απόστολος Παύλος λέγοντας, «Τέτοιοι είσασταν μερικοί από σας» (πόρνοι, ειδωλολάτρες, μοιχοί, θηλυπρεπείς, αρσενοκοίται, κλέφτες, πλεονέκτες, μέθυσοι, υβριστές και άρπαγες),* «αλλά ελουσθήκατε, αγιασθήκατε και ελάβατε δικαίωση δια του ονόματος του κυρίου Ιησού Χριστού και δια του πνεύματος του θεού μας».
Πραγματικά απορούμε και αναρωτιόμαστε, πώς είναι δυνατόν, ένας άνθρωπος ύστερα από τόσα μολύσματα και τόση βρωμιά, με ένα λούσιμο να εμφανιστεί ξαφνικά καθαρός! Παρ’ ότι η ζωή του έχει κηλιδωθεί από την τόση βλακεία, κι από την πορνεία, τη μοιχεία, το πιοτό, την κλεψιά, την αρσενοκοιτία, τα φαρμακώματα και ένα σωρό φαύλα και βρωμερά πράγματα, και μόνο που θα βαπτιστεί και θα επικαλεστεί το όνομα του Χριστού, ελευθερώνεται και απαλλάσσεται απ’ το μίασμα με την ίδια ευκολία που το φίδι βγάζει το πουκάμισο.
Αν είναι έτσι, τότε ποιος δεν θα αποτολμήσει τα ακατονόμαστα, ποιος δεν θα κάνει πράγματα που με λόγια δεν περιγράφονται και στην πράξη δεν υποφέρονται, όταν ξέρει πως θα πάρει απαλλαγή για τα ολοφάνερα εγκλήματά του και μόνο που θα πιστέψει και θα βαφτιστεί, κι όταν περιμένει, παρ’ όλες τις πράξεις του, να τον συγχωρέσει εκείνος που θα κρίνει ζώντες και νεκρούς;
Με τον τρόπο αυτό, ενθαρρύνεται ο ακροατής να αμαρτήσει, δασκαλεύεται να κάνει άνομες πράξεις, μαθαίνει να απορρίπτει τη νομική παιδεία και να θεωρεί ότι η ίδια η δικαιοσύνη δεν έχει καμιάν ισχύ πάνω σε όσους αδικούν, έτσι εισάγεται στον κόσμο η ανομία και διδάσκεται ο άνθρωπος να μη φοβάται διόλου την ασέβεια, καθώς μ’ ένα του βάπτισμα βάζει κατά μέρος μυριάδες αδικήματα. Να ποιο είναι το αποτέλεσμα της πνευματώδους διδασκαλίας του Παύλου.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΠΕΡΙ ΘΕΟΥ
IV, 20. Ας εξετάσουμε με σαφήνεια το θέμα της «μοναρχίας του ενός και μόνου θεού» και της πολυαρχίας των θεών που εμείς λατρεύουμε -σα να μην ξέρεις το νόημα της λέξης μοναρχία. Γιατί μονάρχης δεν είναι ο μόνος υπάρχων, αλλά ο μόνος άρχων. Και προφανώς άρχει μεταξύ ομοφύλων ή ομοίων του. Ο βασιλιάς Αδριανός, λόγου χάρη, υπήρξε μονάρχης -όχι επειδή ήταν μόνος του, ούτε επειδή εξουσίαζε πρόβατα και βόδια, που άρχοντές τους είναι οι βοσκοί κι οι αγελαδάρηδες, υπήρξε μονάρχης επειδή βασίλευσε ανάμεσα σε ανθρώπους του ίδιου γένους. Κατά τον ίδιο τρόπο, ένα θεό δεν θα ‘ταν σωστό να τον λέγαμε μονάρχη αν δεν ήταν ο άρχων των θεών. Μόνο έτσι μπορεί κανείς να τιμήσει το θεϊκό και ουράνιο μεγαλείο όπως του αξίζει.
IV, 20. Κι αν εσείς ισχυρίζεστε ότι οι άγγελοι παραστέκουν το θεό κι είναι δίχως ανθρώπινα πάθη, άτρωτοι και αθάνατοι, οι άγγελοι τους οποίους εμείς ονομάζουμε θεούς επειδή βρίσκονται τόσο κοντά στη θεότητα, τότε γιατί να φιλονικούμε για το όνομα, αντί να θεωρούμε ότι η μόνη διαφορά βρίσκεται στο πώς τους αποκαλούμε; Τη θεά που οι Έλληνες καλούν Αθηνά οι Ρωμαίοι τη λένε Μινέρβα, ενώ οι Αιγύπτιοι κι οι Σύροι κι οι Θράκες τη λένε αλλιώς. Και φυσικά, το ότι διαφέρουν τα ονόματα δεν σημαίνει ότι αλλοιώνεται ή χάνεται η θεϊκή της ιδιότητα.
Είτε λοιπόν τους ονομάζει κανείς θεούς είτε αγγέλους, η διαφορά είναι ασήμαντη διότι, όπως μαρτυρείται, η φύση τους είναι θεϊκή. Ο Ματθαίος έγραφε: «Και σε απάντηση είπε ο Ιησούς: «είστε γελασμένοι, επειδή δεν γνωρίζετε τις γραφές ούτε την δύναμη του θεού. Διότι κατά την ανάσταση οι άνθρωποι ούτε νυμφεύονται ούτε παντρεύονται, αλλά είναι όπως οι άγγελοι στον ουρανό».» [Ματθ. 22. 30].
Είμαστε λοιπόν σύμφωνοι ότι οι άγγελοι μετέχουν της θείας φύσεως και βέβαια, όσοι αποδίδουν την πρέπουσα λατρεία στους θεούς, δεν πιστεύουν ότι ο θεός βρίσκεται μέσα στο ξύλο ή στην πέτρα ή στο χαλκό με τα οποία φτιάχνεται ένα ξόανο, κι ούτε θεωρούν ότι αν ακρωτηριαστεί ένα μέρος του αγάλματος μειώνεται η δύναμη του θεού. Οι πρόγονοι μας έφτιαξαν αγάλματα και ναούς για να τους υπενθυμίζουν την ύπαρξη των θεών και για να αφιερώνουν από το χρόνο τους όσοι επισκέπτονται τους ναούς και να στοχάζονται τον θεό με καθαρή την καρδιά, ή να προσέρχονται για να προσευχηθούν και να παρακαλέσουν τον θεό, ο καθένας για τις ανάγκες του.
Φτιάχνοντας κανείς την εικόνα ενός φίλου, δεν πιστεύει ότι ο φίλος βρίσκεται μες στην εικόνα ούτε ότι τα μέλη του σώματος του έχουν κλειστεί μες στη ζωγραφιά απλώς θεωρεί ότι μέσω της εικόνας δείχνει πόσο τιμά τον φίλο του. Κι όσο για τις θυσίες που προσφέρονται στους θεούς, ετούτες περισσότερο είναι μια εκδήλωση ευγνωμοσύνης από πλευράς των θρησκευόμενων παρά ένας τρόπος να τιμηθούν οι θεοί. Κι είναι πολύ φυσικό, τα αγάλματα τους να έχουν ανθρώπινη μορφή, μιας και ο άνθρωπος θεωρείται το ωραιότερο από όλα τα ζωντανά πλάσματα και εικόνα του θεού.
Χώρια που αυτό το δόγμα (της ανθρωπομορφίας) ενισχύεται και από άλλες περιγραφές (της Βίβλου) που μας διαβεβαιώνουν ότι ο θεός έχει και δάχτυλα, με τα οποία γράφει λέει η Βίβλος: «Και έδωσε στο Μωυσή δύο πλάκες γραμμένες με το δάχτυλο του θεού». Αλλά κι οι χριστιανοί, μιμούμενοι την αρχιτεκτονική των ναών μας, χτίζουν τεράστιους οίκους όπου μαζεύονται να προσευχηθούν, παρ’ όλο που τίποτα δεν τους εμποδίζει να το κάνουν αυτό μες στα σπίτια τους, αφού ο Κύριος τούς ακούει όπου και να βρίσκονται.
IV, 22. Μα κι αν ακόμα υπήρχε ανάμεσα στους Έλληνες άνθρωπος τόσο ελαφρόμυαλος που να νομίζει ότι οι θεοί ζουν μέσα στα αγάλματα, αυτή του η ιδέα θα ήταν πολύ πιο υγιής από εκείνου που πιστεύει ότι ο θεός χώθηκε μες στην κοιλιά της παρθένας Μαρίας, έγινε έμβρυο και μόλις γεννήθηκε τον φασκιώσανε, γεμάτο αίματα του πλακούντα και χολή, κι άλλα πολύ περισσότερο άτοπα.
IV, 23. Θα μπορούσα ακόμα να σου δείξω πως η τιμημένη λέξη «θεοί», υπάρχει και μέσα στο Νόμο του Μωυσή, που φωνάζει και γεμάτος σεβασμό νουθετεί τον ακροατή: «Μην κακολογήσεις τους θεούς, και μη μιλήσεις άσχημα για τον άρχοντα του λαού σου». Και βέβαια, δεν εννοεί άλλους θεούς, παρά τους δικούς μας και το καταλαβαίνουμε από την παρακάτω εντολή: «Δεν θα πορευτείς πίσω από τους θεούς». [Ιερεμ 7.6]. Και πάλι: «Εάν πορευτείτε και λατρεύσετε άλλους θεούς…» [Δευτερονόμιο 11.28]. Όχι μόνο ο Μωυσής αλλά και ο διάδοχος του ο Ιησούς (του Ναυή), μιλώντας για θεούς εννοεί αυτούς που τιμούμε εμείς δεν εννοεί τίποτα ανθρώπους.
Λέει στο λαό: «Και τώρα, φοβηθείτε Αυτόν και λατρέψτε μόνον Αυτόν και απαλλαγείτε από τους θεούς που λάτρεψαν οι πατέρες σας». Και ο Παύλος δεν κάνει λόγο για ανθρώπους μα για ασώματες υπάρξεις: «Κι αν ακόμα υπάρχουν οι λεγόμενοι θεοί και υπάρχει πολυαρχία θεών, είτε επί γης είτε στον ουρανό, για εμάς ένας είναι ο θεός και πατέρας από τον οποίο προέρχονται τα πάντα»’[Προς Κορινθ. Α' 8.5]
Να γιατί κάνετε μεγάλο σφάλμα που πιστεύετε ότι εξοργίζεται ο υπέρτατος θεός αν κάποιος άλλος επίσης αποκαλείται θεός, τη στιγμή που άνθρωποι που άρχουν και διαφεντεύουν υπηκόους και δούλους δεν νιώθουν φθόνο όταν αποκαλείται άρχοντας και κάποιος άλλος. Δεν είναι λοιπόν σωστό να νομίζετε ότι ο θεός είναι πιο μικρόψυχος από τους ανθρώπους.
‘Όμως αρκετά είπαμε για την ύπαρξη θεών και για τις τιμές που τους πρέπουν.
ΠΕΡΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ
IV, 24. Ας μιλήσουμε πάλι για την ανάσταση των νεκρών. Για ποιο λόγο να κάνει τέτοιο πράγμα ο θεός; Γιατί να ακυρώσει με τόση ευκολία τους νόμους του που ορίζουν την αλληλοδιαδοχή των όντων και τη διατήρηση και μη εξαφάνιση των ειδών, και να θέσει εξ αρχής και να διατυπώσει άλλους νόμους; Άπαξ και αποφάσισε κάποια πράγματα ο θεός και τα διατήρησε επί τόσους αιώνες, είναι φυσικό αυτά να είναι αιώνια και να μην καταδικάζονται από το δημιουργό τους ούτε να καταστρέφονται -θαρρείς και τα ‘χει φτιάξει κανένας άνθρωπος κι είναι θνητά κατασκευάσματα κάποιου θνητού.
Συνεπώς θα ήταν παράλογο να επακολουθήσει η ανάσταση γενεών ολόκληρων που ‘χουν πεθάνει’ και μαζί με κάποιον που πέθανε πριν τρία χρόνια να αναστήσει και τον Πρίαμο και το Νέστορα που πέθαναν πριν χίλια χρόνια, και τους άλλους που έχουν πεθάνει ακόμα πιο πριν, από καταβολής του ανθρώπινου γένους. Κι αν καλοεξετάσει κανείς και το παρακάτω, θα βρει ολωσδιόλου ανόητη την ιδέα της αναστάσεως: πολλοί άνθρωποι, βέβαια, έχασαν τη ζωή τους στη θάλασσα και τα κορμιά τους φαγώθηκαν από τα ψάρια κι άλλοι τόσοι έχουν καταβροχθιστεί από θηρία και όρνεα.
Πώς είναι δυνατόν να επανέλθουν τα σώματα τους; Ας το ελέγξουμε αυτό πιο λεπτομερώς: κάποιος ναυαγεί, στη συνέχεια τον τρώνε τα μπαρμπούνια, κι οι ψαράδες που έπιασαν κι έφαγαν τα μπαρμπούνια κατόπιν σκοτώθηκαν και στη συνέχεια φαγώθηκαν από τα σκυλιά, και τα σκυλιά σαν ψόφησαν φαγώθηκαν εξ ολοκλήρου από κόρακες και γύπες. Πώς λοιπόν θα ξανασυντεθεί το σώμα του ναυαγού που αφανίστηκε περνώντας μέσα από τόσα ζώα;
Και πάλι, ένα νεκρό σώμα που κάηκε στη φωτιά κι ένα άλλο που κατέληξε να φαγωθεί από τα σκουλήκια, πώς είναι δυνατόν να ανασυσταθούν και να επανέλθουν στην αρχική τους μορφή; Μα θα μου πεις, ο θεός είναι δυνατό να το κάνει αυτό, πράγμα που δεν είναι αλήθεια. Δεν τα μπορεί όλα ο θεός. Δεν μπορεί να κάνει ώστε να μην έχει γεννηθεί ο ποιητής Όμηρος και να μην έχει γίνει η άλωση της Τροίας. Δεν θα μπορούσε, το δύο διπλασιαζόμενο να το κάνει πέντε ενώ είναι τέσσερα, ακόμα και να το ‘θελε.
Ούτε θα μπορούσε να γίνει ποτέ κακός ο θεός, ακόμα και να το ήθελε. Ούτε θα μπορούσε ποτέ να πέσει σε σφάλμα, διότι είναι αγαθός. Και δεν είναι από αδυναμία του που δεν μπορεί να γίνει κακός ή να πέσει σε σφάλμα. Διότι όσοι είναι από τη φύση τους προετοιμασμένοι και ικανοί για κάτι μα εμποδίζονται να το πράξουν, είναι φανερό ότι εμποδίζονται επειδή είναι αδύναμοι. Όμως ο θεός είναι εκ φύσεως αγαθός και όχι επειδή κάτι τον εμποδίζει να είναι κακός μα και χωρίς να εμποδίζεται, πάλι δεν μπορεί να γίνει κακός.
Ας σκεφτούμε και πόσο παραλογισμό κρύβει ετούτη η υπόθεση: τον ουρανό, που η θεσπέσια ομορφιά του ξεπερνά κάθε άλλη σύλληψη του νου, να τον αφήσει ο Δημιουργός να λιώσει και τα άστρα να πέσουν και τη γη να χαθεί και συγχρόνως να αναστήσει τα σαπισμένα και κατεστραμμένα κορμιά των ανθρώπων —ίσως αξιόλογων ανθρώπων μερικά—, κι άλλα που ακόμα και πριν το θάνατο τους ήσαν άχαρα, δύσμορφα και με φάτσες σιχαμερές. Μα ακόμα κι αν του ήταν εύκολο να τα αναστήσει ευπρεπισμένα, θα ήταν αδύνατο να χωρέσει η γη αναστημένους όλους όσους έχουν πεθάνει από καταβολής κόσμου.
ΣΚΟΡΠΙΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
Ευσέβιος, Ευαγγελική προπαρασκευή VI, ι g·4:
Άκου λοιπόν τι ισχυρίζεται ο ΓΙορφύριος, κατά λέξη:
«Κάποιοι, αντί να κρατηθούν σε απόσταση από την αθλιότητα των ιουδαϊκών γραφών, προθυμοποιήθηκαν να προσφέρουν λύσεις, και κατέφυγαν σε ερμηνείες ασυνάρτητες και αταίριαστες με τα κείμενα, ερμηνείες από τις οποίες αυτό που τελικά βγαίνει δεν είναι τόσο μια σοβαρή απολογία υπέρ των ξενόφερτων δοξασιών, όσο η παραδοχή και ο έπαινος των δικών μας. Επικαλούμενοι τα θεία, καυχήθηκαν ότι τα λόγια που είπε ο Μωυσής με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ήσαν, λέει, αινίγματα και χρησμοί γεμάτοι κρυφά μυστήρια και αφού με την κενοδοξία τους κατάφεραν να εξαπατήσουν το κριτικό μέρος της ψυχής, από πάνω προσθέτουν και ερμηνείες.»
Στη συνέχεια, λέει κι άλλα:
«Ας κάνω λόγο για τον ανόητο τρόπο ενός ανθρώπου τον οποίο έτυχε να γνωρίσω όταν ήμουν ακόμα πολύ νέος, ενός ανθρώπου που και τότε ξεχώριζε πολύ αλλά και τώρα ακόμα ξεχωρίζει, χάρη στα συγγράμματα που άφησε πίσω του. Λέω για τον Ωριγένη, που η δόξα του έχει απλωθεί στους κύκλους των δασκάλων τούτων των θεωριών.
Όταν έγινε μαθητής του Αμμωνίου, που στα χρόνια τα δικά μας πρόσφερε πάρα πολλά στο χώρο της φιλοσοφίας, ο Ωριγένης απέκτησε μεν εμπειρία στα γράμματα επωφελούμενος σε μεγάλο βαθμό από το δάσκαλο του, από την άλλη όμως, ως προς τον τρόπο ζωής ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Αμμώνιος -χριστιανός μεγαλωμένος από γονείς χριστιανούς-, όταν άρχισε να σκέφτεται και καταπιάστηκε με τη φιλοσοφία, αμέσως άλλαξε και ακολούθησε ένα τρόπο ζωής σύμφωνο με τους νόμους, αντίθετα ο Ωριγένης, παρ’ ότι Έλληνας διαπαιδαγωγημένος με τις αρχές της ελληνικής παιδείας, εξώκειλε στο βαρβαρικό εγχείρημα’και στηρίζοντάς το ξεπούλησε και τον εαυτό του και το ταλέντο του.
Στον τρόπο ζωής ήταν χριστιανός και ζούσε παράνομα αλλά ως προς τις δοξασίες περί κόσμου και περί θεού, υποδύθηκε τον Έλληνα και έδωσε ελληνική χροιά σε ξένους μύθους. Δεν έπαψε να μελετά τον Πλάτωνα όπως και τα συγγράμματα του Νουμηνιου, του Κρόνιου, του Απολλοφάνους, του Λογγίνου, του Μοδεράτου, του Νικομάχου και των αξιόλογων πυθαγόρειων, χρησιμοποίησε και τα βιβλία του στωικού Χαιρήμονα καθώς και του Κορνούτου, και μαθαίνοντας τον τρόπο μετάληψης των ελληνικών μυστηρίων, επιχείρησε να τον ταιριάξει με τις ιουδαϊκές γραφές».
Αυτά έχει πει ο Πορφύριος στο τρίτο βιβλίο του έργου του κατά των χριστιανών…
Άποκριτικος II, 10:
Σε τι είχαν φταίξει ένα πλήθος άνθρωποι, ώστε να ακούσουν τον Ιησού να λέει, «Ως πότε θα ‘μαι μαζί σας, άπιστη γενιά; Ως πότε θα σας ανέχομαι;» [Ματθ. 17,17.2' Μαρκ. 9,19.2’’ Λουκ. 9,41.2], τη στιγμή που ένας μόνο τού ζήτησε μια χάρη, έστω κι αν έκανε λάθος που του τη ζήτησε; Για ποιο λόγο, τη στιγμή που ένας αξιοθρήνητος πατέρας έχει πέσει στα γόνατα ζητώντας του να θεραπεύσει το γιο του, ο Ιησούς αποκρίνεται επιτιμητικά όχι μόνο στον πατέρα μα και σ’ ολόκληρο το πλήθος; Δεν θα ‘πρεπε να δεχτεί ευνοϊκά το αίτημα κάποιου που συμπάσχει με το θύμα; Αντίθετα, ο Ιησούς βάζει τις φωνές στους ικέτες που τον παρακαλούν και εμφανίζεται να εκτοξεύει στο λαό προσβολές με τρόπο φανερά παράλογο.
Σεβεριανός: Λένε πολλοί, ιδιαίτερα εκείνοι που ακολούθησαν τον θεομίσητο Πορφύριο που έγραψε κατά των χριστιανών και απομάκρυνε πολλούς από το θείο δόγμα, λένε, λοιπόν: «Γιατί απαγόρεψε ο θεός την γνώση του καλού και του κακού; Έστω, απαγόρεψε το κακό. Γιατί όμως και το καλό; Γιατί λέγοντας «μη φάτε από το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού», θα τον εμποδίσει, λέει, να γνωρίσει το κακό. Γιατί όμως να τον εμποδίσει να γνωρίσει και το αγαθό;»
Quaestiones XIV et XV Gentilium ad Christianos; Harnack, Texte u. Unters. Bd. XXI, 4 [1901]:
Αν το δημιούργημα του θεού πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο, εξ αιτίας της κακίας τίνος συμβαίνει αυτό; Του δημιουργού, του δημιουργήματος ή μήπως κάποιου αντιπάλου του πλάστη; Ό,τι και να υποθέσουμε, είναι προφανές ότι η κακία είναι του δημιουργού: αν το δημιούργημα οφείλει να καταστραφεί εξ αιτίας κάποιου εγγενούς ελαττώματος του, υπαίτιος είναι ο δημιουργός, που το έφτιαξε τέτοιο ώστε να απομένει εντός του κάτι κακό.
Αν υπάρχει κάποια εξωτερική δύναμη που εναντιώνεται στον δημιουργό, πάλι φταίχτης είναι ο δημιουργός, που αδυνατεί να υπερισχύσει πάνω στους αντιπάλους του. Αν πάλι αυτό οφείλεται σε κακία δική του, είναι φανερό ότι ο κακός είναι αυτός.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ο Πορφύριος και η εποχή του
Το 270 ο χριστιανισμός και η παραδοσιακή ρωμαϊκή θρησκεία βρίσκονταν σε πορεία σύγκρουσης. Πενήντα μόλις χρόνια αργότερα, ο χριστιανισμός θα έβγαινε νικητής από την αναμέτρηση -αλλαγμένος, οπωσδήποτε, αλλά αναμφισβήτητα πιο ισχυρός από κάθε άλλη επίσημα αναγνωρισμένη θρησκεία.
Οι στρατιωτικές επιτυχίες στην ανατολή γύρω στο 272 αποδόθηκαν από τον αυτοκράτορα Αυρηλιανό στο θεό Ήλιο και στα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ο Αυρηλιανός καθιέρωσε το συγκεκριμένο θεό (τον Αήττητο Ήλιο —Sol Invictus) ως Κύριο της αυτοκρατορίας: έχτισε ένα ναό προς τιμήν του, έκοψε νομίσματα που έφεραν την εικόνα του αυτοκράτορα να δέχεται τη βασιλική σφαίρα απευθείας από τον Δία και δημιούργησε μια νέα τάξη συγκλητικών-ιερέων αφιερωμένων στη λατρεία του.
Η εικόνα του Αήττητου Ήλιου χαράχτηκε από κει και πέρα στη θρησκευτική συνείδηση. Όπως αναφέρουν οι ιστορικοί της εκκλησίας Ευσέβιος [3] και Λακτάντιος, ο Μ. Κωνσταντίνος, πριν τη χη της Μουλβίας γέφυρας το 312, είδε σε ένα όραμα τα διασταυρωμένα ελληνικά γράμματα Χι και Ρω και ένα σταυρό πάνω στον δίσκο του ήλιου. Όπως περιγράφει ο Ευσέβιος, ο μελλοντικός αυτοκράτορας είχε διαβάσει τις λέξεις «in hoc [signo] vinces» («τούτω [σημείω] νίκα», όπου το σημείο-σύμβολο ήταν ο χριστιανικός σταυρός).
Όπως και ο Αυρηλιανός πριν από αυτόν, ο Κωνσταντίνος απέδωσε τον οιωνό στο Θείο Ον -που στην προκειμένη περίπτωση ήταν μια σύνθεση του Αήττητου Ήλιου και του χριστιανικού Θεού. Η αλληλογραφία του Κωνσταντίνου αποκαλύπτει πως δεν τον απασχολούσε ιδιαίτερα η διάκριση ανάμεσα στα δύο: τα νομίσματά του δήλωναν την αφοσίωσή του στο θεό Ήλιο, ωστόσο ο ίδιος δεν επανέλαβε τις διώξεις κατά των χριστιανών κι έτσι οι τελευταίοι τον θυμούνται ως ελευθερωτή τους.
Ωστόσο, η συμβολική δύναμη του ήλιου φαίνεται από το γεγονός ότι το 325, που βασίλευε ακόμα ο Κωνσταντίνος, οι χριστιανοί επίσκοποι στη Νίκαια ορίζουν τη δύναμη του Χριστού και τη σχέση του με το πατέρα θεό ως «φως εκ φωτός, Θεός αληθινός εκ Θεού αληθινού». Ακόμη πιο παραστατικά, ένα από τα πρώτα μωσαϊκά (του 300 μ.κ.ε. περίπου) γνωστό ως ο «Χριστός Ήλιος» στο μαυσωλείο κάτω από τον Άγιο Πέτρο στη Ρώμη δείχνει έναν ένδοξο Χριστό που έχει αφομοιώσει τα χαρακτηριστικά του θεού Ήλιου, στο αριστερό του χέρι κρατά μια σφαίρα και, όπως ο Απόλλωνας, οδηγεί μια άμαξα που τη σέρνουν άλογα, κλήματα περιβάλλουν την κεντρική μορφή -μια αναφορά στο ζωοδότη οίνο του Διόνυσου αλλά επίσης και στον Χριστό, την αληθή άμπελο. του οποίου τη «ζωή» κοινωνούν οι πιστοί στην ευχαριστία.
Επιστρέφουμε για λίγο στον Αυρηλιανό: ο αυτοκράτορας πιεζόταν στα τέλη της βασιλείας του να εξαπολύσει επίθεση κατά των χριστιανών και να επιβάλει τη λατρεία του θεού Ήλιου σε όλη την αυτοκρατορία.Φαινομενικά, επρόκειτο για μια εποχή όπου ανανεωνόταν η εμπιστοσύνη στη Ρώμη και στους θεσμούς της. Τα νομίσματα του Ιλλυριού στρατιώτη-αυτοκράτορα Πρόβου (276-282) προαναγγέλλουν την ένδοξη εποχή μιας αιώνιας Ρώμης και του προστάτη της, του Αήττητου Ήλιου. Σπάνια στο παρελθόν ήταν τόσο έντονη η επίκληση της βοήθειας των θεών για την εξασφάλιση μιας νέας αυγουστιανής εποχής ασφάλειας και ειρήνης.
Αυτή η ασφάλεια εδραιωνόταν εν μέρει από τις στρατιωτικές επιτυχίες του αυτοκράτορα, όμως η «αιώνια Ρώμη» χρειαζόταν και την υπεράσπιση των φιλοσόφων. Αυτή βρέθηκε στο πρόσωπο δυο μαθητών του νεοπλατωνιστή φιλόσοφου Πλωτίνου: του Πορφύριου από την Τύρο και του Αμέλιου, του παλαιότερου μαθητή στη σχολή του Πλωτίνου. (Ο Αμέλιος έδρασε από το 246 ως το 270 περίπου).
Ήδη μέσα από τα γραπτά του χριστιανού κατηχητή Ωριγένη από την Αλεξάνδρεια (και ιδιαίτερα το έργο του Κατά Κέλσου), ο νεοπλατωνισμός αναδυόταν ως ο συνδετικός κρίκος μεταξύ χριστιανισμού και εθνικής θρησκείας: Τα δυο «συστήματα» είχαν κοινά πιστεύω, αναμείγνυαν φιλοσοφικές αρχές με θρησκευτικά ιδεώδη, πίστευαν σε ένα σύμπαν καθοδηγημένο από τη θεία πρόνοια του υπέρτατου όντος (και από υποδεέστερους θεούς και ημίθεους, σύμφωνα με τους παγανιστές φιλοσόφους), αναγνώριζαν εξίσου τη δυνατότητα της ένωσης με το θείον ή τη μυστικιστική «εξύψωση» προς αυτό, και επίσης δέχονταν τη δύναμη της ενόρασης και της θεουργίας -της θεόσταλτης μαγικής δύναμης που επέτρεπε σε προφήτες και μάντεις να μιλούν με κύρος για πράγματα που κανείς ποτέ δεν έβλεπε.
Ο χριστιανισμός είχε εμποτιστεί με αυτές τις ιδέες από δυο πλευρές: (α) από τη διαμάχη με τους πλατωνίζοντες γνωστικούς[4] -κατά το δεύτερο και τρίτο αιώνα- και (β) από τον συνεχιζόμενο αγώνα του να αναπτύξει ένα φιλοσοφικό λεξιλόγιο κατάλληλο για την εποχή.
Από τον Κλήμη Αλεξανδρείας μέχρι και τον Αθανάσιο, το φιλοσοφικό εργαστήρι παραγωγής του λεξιλογίου αυτού ήταν η χριστιανική «ακαδημία» της Αλεξάνδρειας, που επεξεργαζόταν και χρησιμοποιούσε ένα αμάλγαμα ιδεών δανεισμένων από τον Πλάτωνα, τους στωικούς, τον Πυθαγόρα και άλλα μικρότερης εμβέλειας φιλοσοφικά συστήματα και λατρείες.
Όμως, παρ’ όλα τα κοινά σημεία, οι διαφορές μεταξύ της «επίσημης» φιλοσοφίας και των χριστιανών θεολόγων ήταν σημαντικές. Ανέκαθεν, οι χριστιανοί είχαν την τάση —όπως διατείνονταν και οι επικριτές τους— να ξεκινούν από «γεγονότα εξ αποκαλύψεως», και να χρησιμοποιούν τη φιλοσοφία όπου αυτό ήταν αναγκαίο ή βολικό.Πράγμα που σήμαινε ότι ο φιλοσοφικός στοχασμός υπηρετούσε τα ιερά κείμενα, υπήρξαν φυσικά εκείνοι, και πάνω από όλους ο Ωριγένης, που αφιέρωσαν πολύ χρόνο στην προσπάθειά τους να συμφιλιώσουν το νόημα της αποκάλυψης με την άσκηση της φιλοσοφίας.
Τελικά όμως, στην προσπάθειά του να σώσει τη Βίβλο από τους ιστορικούς και φιλολογικούς περιορισμούς της, ο Ωριγένης έχασε το δρόμο κάπου ανάμεσα στους Γνωστικούς και τον Πλωτίνο. Τα προβλήματα που αναφύονταν από τα απλά νοήματα και την -βασιζόμενη στην κυριολεκτική σημασία των κειμένων- ερμηνεία της Βίβλου, έφερναν σε δύσκολη θέση κάθε χριστιανό με φιλοσοφικές διαθέσεις. («Πώς ήταν δυνατόν να ανυψωθεί ο Χριστός σε ένα βουνό τόσο ψηλό που να μπορεί να δει όλα τα βασίλεια του κόσμου; Δεν υπάρχει τέτοιο βουνό!»).
(σ.τ.μ. Ο όρος Γνωστικοί δηλώνει ένα πλήθος πρώιμων χριστιανικών κινήσεων κυρίως του 2ου αιώνα μ.κ.ε που αναμίγνυαν εσωτεριστικές δοξασίες με την βίβλο. Η εκκλησία τους καταδίκαζε ως αιρετικούς)
Σε τέτοιες στιγμές, ο Ωριγένης σχεδόν θυμίζει τους παγανιστές αντιπάλους του. Όμως για εκείνον, το δόγμα της Θείας Έμπνευσης καθιστά τη Βίβλο άτρωτη από τις «πραγματικές» της αντιφάσεις και πλάνες. Η Βίβλος είναι μια τεράστια αλληγορία, μια σειρά θείων παραδόξων, ένα βιβλίο γεμάτο μυστηριώδεις σημασίες. ΓΙώς αλλιώς θα μπορούσε να εκφραστεί το θεϊκό μυστήριο αν όχι με παραβολές και σύμβολα, που κάποιες φορές αποκλείουν την λογική εξήγηση; Η Βίβλος αποκάλυψε τα μηνύματά της στη χριστιανική ψυχή -που επίσης αποτελεί ένα μεγάλο μυστήριο-, η οποία ψυχή μπορεί να βοηθηθεί από τη φιλοσοφία έτσι ώστε να προετοιμαστεί να δεχτεί τη φώτιση.
Ο Ωριγένης προσπάθησε και απέτυχε να κάνει για το χριστιανισμό αυτό που οι πλατωνιστές (μεταξύ αυτών και ο Πορφύριος) είχαν κάνει με τον Όμηρο, δηλαδή, να μετατρέψει ένα πολυσχιδές λογοτεχνικό έργο σ’ ένα είδος θρησκευτικής αλήθειας. Μετά το θάνατο του οι προσπάθειές του καταδικάστηκαν ως αιρετικές.
Αποτέλεσμα της αποτυχίας του Ωριγένη να σφυρηλατήσει μια φιλοσοφική ασπίδα που θα κάλυπτε την πίστη των αποστόλων, ήταν να φτάσει σε επίπεδα οξείας εμπάθειας η διαμάχη μεταξύ «Αθήνας και Ιερουσαλήμ» -όπως είχε συνοπτικά ονοματίσει ο Τερτυλλιανός την αντιπαράθεση φιλοσοφίας και χριστιανικής διδασκαλίας. Για τους Ρωμαίους, ο χαρακτηρισμός της θρησκείας τους ως ειδωλολατρικής από τους χριστιανούς ήταν εξίσου προσβλητικός με την κατηγορία της αθεΐας που επέρριπταν οι εθνικοί στους χριστιανούς.
Αλληλοκατηγορίες για «θυέστεια γεύματα», αιμομιξίες και αχαλίνωτη ανηθικότητα εξαπολύονταν κι από τις δυο αντίπαλες πλευρές, ενώ συγχρόνως οι χριστιανοί κατηγορούνταν σε μόνιμη βάση για την έλλειψη pietas —υπακοής στη Ρώμη και στους θεσμούς της— και την αδιαφορία τους για τα πολιτικά τους καθήκοντα. Οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι όπως ο Αμέλιος (γύρω στο 270) επέκριναν τα ευαγγέλια για τη βαρβαρική τους προέλευση. Και παρά τους ισχυρισμούς του Ευσέβιου ότι ο Αμέλιος αξιολογούσε θετικά το χριστιανικό δόγμα του Λόγου όπως το εξέφρασε ο Ιωάννης (ι.ι-ι8: Έν αρχή ήν ο λόγος, και ό λόγος ήν προς τον θεόν, και θεός ήν ό λόγος…), ο ίδιος ο Αμέλιος δείχνει να το θεωρεί ως κλοπιμαίο από τη στωική διδασκαλία.
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ
Τον Αμέλιο ως άγρυπνο «επιτηρητή» του χριστιανικού κινήματος διαδέχτηκε κάποιος που αναγνωρίστηκε ακόμα κι από τον χριστιανό Αυγουστίνο ως ο ικανότερος φιλόσοφος όλων: ο Πορφύριος από την Τύρο της εξελληνισμένης Φοινίκης, που αρχικά ονομαζόταν Μάλχος.
Οι αφηγήσεις για την καταγωγή του Πορφύριου είναι ιδιαίτερα συγκεχυμένες κι αυτό οφείλεται σε μεγάλο μέρος στις χριστιανικές παραδόσεις που αφορούν στη ζωή του. Δύο συγγραφείς του 5ου αιώνα και ένας διακεκριμένος ιστορικός των αρχών του 20ου αιώνα (ο Γερμανός Harnack) πίστευαν πως ήταν αρχικά χριστιανός. Το συμπέρασμα εξαρτάται από το αν θα αναγνώσουμε στην αντιχριστιανική του πολεμική το ξεπούλημα ενός «αποστάτη του χριστιανισμού» είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να εξηγήσουμε τις εντυπωσιακές του γνώσεις των εβραϊκών και χριστιανικών πηγών.
Οι πατέρες της εκκλησίας από τον Ευσέβιο έως και τον Αυγουστίνο τρόμαζαν από τις προκλήσεις και τα επιχειρήματα του Πορφύριου -ο δε Μακάριος Μάγνης, ο πιο αξιόλογος αντίπαλος του, δεν έχει να επιδείξει ιδιαίτερη ευφράδεια κι είναι, θα λέγαμε, εντελώς ανίκανος να παίξει το ρόλο του Ωριγένη απέναντι στον Κέλσο του. Ο Κωνσταντίνος τον 4ο αιώνα και ο Θεοδόσιος τον 5ο, αποφάσισαν πως ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουν τις αντιρρήσεις του Πορφύριου ήταν να κάψουν τα βιβλία του. Κατά συνέπεια, η έκταση των γραπτών του κατά του χριστιανισμού παραμένει άγνωστη. Ό,τι γνωρίζουμε (βλέπε βιβλιογραφία που ακολουθεί) έχει σταχυολογηθεί από σκόρπιες αναφορές, παραθέσεις και παραφράσεις μέσα από τα κείμενα μιας στρατιάς εκκλησιαστικών συγγραφέων από τον 4ο αιώνα και μετά.
Όποια και να ήταν η καταγωγή του Πορφύριου (ο αρχαίος βιογράφος του, ο Ευνάπιος, τοποθετεί τη γέννησή του στην Τύρο το 233), ο φιλόσοφος στα νιάτα του γνώρισε την Παλαιστίνη, τη Συρία και την Αλεξάνδρεια. Οι γεωγραφικές γνώσεις του για την περιοχή τού επιτρέπουν να αμφισβητεί την περιγραφή ορισμένων σκηνών στα ευαγγέλια -για παράδειγμα, την ιστορία των Γαδαρηνών δαιμονισμένων-, που διαδραματίζονται σε περιοχές τις οποίες οι ίδιοι οι ευαγγελιστές ελάχιστα γνώριζαν.
Ήδη από την εποχή των διωγμών του αυτοκράτορα Δέκιου (γύρω στο 250), ο Πορφύριος ήταν άσπονδος εχθρός της νεαρής θρησκείας. Ο Ευσέβιος μάς λέει πως ο Πορφύριος είχε παρακολουθήσει τις ομιλίες του Ωριγένη στην Καισάρεια και είχε απογοητευτεί οικτρά από τις απόπειρες του διάσημου χριστιανού φιλοσόφου να συμφιλιώσει τις πλατωνικές αρχές με το χριστιανικό δόγμα: «Ενώ ήταν Έλληνας διαπαιδαγωγημένος με την ελληνική παιδεία, ο Ωριγένης εξώκειλε στο βαρβαρικό εγχείρημα. Και υποστηρίζοντας το ξεπούλησε τον εαυτό του και το ταλέντο του. Στον τρόπο ζωής ήταν χριστιανός και ζούσε παράνομα, αλλά ως προς τις ιδέες για τον κόσμο και τον θεό υποδύθηκε τον Έλληνα και έδωσε ελληνική χροιά σε ξένους μύθους»…
(Ώριγένης δε Έλλην εν ‘Έλλησιν παιδευθείς λόγοις, προς τό βάρβαρον εξώκειλεν τόλμημα ω δη φέρων αυτόν τε και την εν τοις λόγοις έξιν εκαπήλευσεν, κατά μεν τον βίον Χριστιανώς ζών και παρανόμως, κατά δε τάς περί των πραγμάτων και του θείου δόξας ελληνίζων τε και τα Ελλήνων τοις όθνείοις υποβαλλόμενος μύθοις. – Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία 6.19).
Ο Πορφύριος σπούδασε φιλοσοφία στην Αθήνα πλάι στον Λογγίνο, για έξι χρόνια. Εκεί, όπως πολλοί λάτρεις της φιλοσοφίας πριν και μετά απ’ αυτόν, φλερτάρισε με διάφορες σχολές προτού στραφεί αποκλειστικά στο νεοπλατωνισμό. Στην Αθήνα εξέδωσε ένα έργο φιλολογικής κριτικής που πρόδιδε τις σοβαρές του ικανότητες στην ανάλυση κειμένων, τα λεγόμενα Ομηρικά Ζητήματα.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο Λογγίνος άλλαξε το όνομα του μαθητή του, κι από συριακό (Μάλκος = πρίγκηπας) το έκανε ελληνικό (Πορφύριος, από την πορφύρα, το πριγκηπικό χρώμα). Το 262 ή 263, γύρω στα τριάντα, κι αφού συνάντησε τον Πλωτίνο στη Ρώμη όταν ο Δάσκαλος ήταν εξήντα χρονών, ο ΓΙορφύριος αφοσιώθηκε στο νεοπλατωνισμό. Γύρω από το Δάσκαλο είχε σχηματιστεί ένας κύκλος πλουσίων, μορφωμένων και περιέργων -και των δυο φύλων- από τη Ρώμη αλλά και από τα πέρατα της αυτοκρατορίας. Όταν έφτασε στη Ρώμη, προς επίδειξη του πρόωρου φιλοσοφικού του ταμπεραμέντου, ο Πορφύριος κάθισε και έγραψε μια διατριβή κατά τον Πλωτίνου. Αφού την διάβασε, ο Πλωτίνος ανέθεσε το έργο της ανασκευής της στο μαθητή του Αμέλιο. Η περιγραφή αυτής της νεανικής «κόντρας» από τον ίδιο τον ΓΙορφύριο, μας βοηθά να κατανοήσουμε το ύφος της φιλοσοφικής επιχειρηματολογίας με την οποία, αργότερα και ανεπιτυχώς, οι χριστιανοί δάσκαλοι θα προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τα γραπτά του:
«Και εγώ, ο ΓΙορφύριος, του παρουσίασα μια γραπτή ανασκευή, όπου επιχειρούσα να αποδείξω ότι το νοητικό αντικείμενο έχει υπόσταση έξω από το νου. Εκείνος έβαλε τον Αμέλιο να τη διαβάσει και, αφού τη διάβασε, του είπε χαμογελαστός: «Δική σου δουλειά είναι, Αμέλιε, να λύσεις τις απορίες που του έχουν δημιουργηθεί από άγνοια των απόψεών μας». Και αφού ο Αμέλιος έγραψε ένα όχι μικρό βιβλίο, Προς τας του Πορφυρίου απορίας, έγραψα κι εγώ πάλι μιαν ανταπάντηση και ο Αμέλιος την αντέκρουσε κι αυτήν’ και μόλις την τρίτη φορά κατάλαβα, εγώ ο ΓΙορφύριος, τα όσα λέγονταν και άλλαξα γνώμη και έγραψα μια παλινωδία που τη διάβασα στη σχολή. Από τότε, λοιπόν, μου εμπιστεύτηκαν τα βιβλία του Πλωτίνου, κι εγώ από πλευράς μου προσπάθησα να φιλοτιμήσω τον δάσκαλο να γράφει πιο διαρθρωμένα και με περισσότερα λόγια.»
Πορφύριος, Περί του Πλωτίνου βίου, ΐ8.
Ο τρόπος αντιπαράθεσης (διατύπωση προτάσεων και στη συνέχεια ανασκευή τους) ήταν ο σωκρατικός τρόπος προσέγγισης της αλήθειας. Οι χριστιανοί δάσκαλοι όπως ο Ιουστίνος, ο Ωριγένης και ο Μινούκιος Φήλιξ είχαν από καιρό οικειοποιηθεί αυτό το στυλ αντιπαράθεσης, μόνο που οι αντίπαλοι τους ήσαν ήδη νεκροί (Κέλσος) ή φανταστικά πρόσωπα (ο Τρύφωνας του Ιουστίνου), πράγμα που τους καθιστούσε εύκολους αντιπάλους.
Όταν αργότερα ο ΓΙορφύριος στράφηκε κατά των χριστιανών, το έκανε με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο είχε προκαλέσει τον Πλωτίνο, το 263. Δυστυχώς δεν υπήρξε χριστιανός Αμέλιος να τον αναλάβει παρ’όλο που πολλοί προσπάθησαν: ο Ευσέβιος, ιστορικός της εκκλησίας, ο Ιερώνυμος, ο Μεθόδιος, ο Απολλινάριος της Λαοδικείας και ο Μακάριος Μάγνης έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν.
Ο Πορφύριος συμμετείχε σ’ έναν κύκλο μαθητών απ’ όλη την αυτοκρατορία, Ρωμαίων, Ελλήνων, Αράβων και Αιγυπτίων -πιθανότατα υπήρχαν μεταξύ τους και Εβραίοι. Οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του πάνω στις συνήθειες και στα έθιμα των διαφόρων λαών προέρχονται από τις συζητήσεις -επίσημες και μη- με τους συμμαθητές του. Ο δάσκαλος τους Πλωτίνος ζούσε λιτά, με τον αρχαίο τρόπο των περιπατητικών και είτε βρισκόταν στη Ρώμη είτε έλειπε «σε περιοδεία», φιλοξενούνταν σε σπίτια φίλων.
Πέθανε άπορος στο κτήμα ενός Άραβα που ονομαζόταν Ζήθας. Ο Πλωτίνος έζησε «σαν κάποιος που ντρέπεται για το κορμί του» υπέφερε από δυσπεψία που πρέπει να την είχε προκαλέσει η χορτοφαγική του δίαιτα, και αρνιόταν να μιλά για τον εαυτό του ή τις ανάγκες του. Το στυλ διδασκαλίας του Πλωτίνου συνδύαζε τη συστηματικότητα με την έλλειψη συγκρότησης: ξεκινούσε ερμηνεύοντας τον Πλάτωνα, περνούσε στον Αριστοτέλη, κατόπιν στις μεταξύ τους αποκλίσεις, θεωρώντας αυτή την ανάλυση ως «θεμελιώδες μάθημα» φιλοσοφίας. Εν συνεχεία, συζητούσε για τους στωικούς, τους περιπατητικούς και τους «μοντέρνους», πιθανώς συμπεριλαμβάνοντας τις διδασκαλίες των χριστιανών (είχε υπ όψιν τους γνωστικούς, τουλάχιστον), τους οποίους θεωρούσε «παράλογους»:
[οι χριστιανοί] ενώ καταφρονούν ετούτο εδώ το δημιούργημα κι ετούτη τη γη, διακηρύσσουν πως γι’ αυτούς έχει φτιαχτεί μια άλλη γη στην οποία και θα μεταβούν μόλις πεθάνουν. Αυτή η νέα γη [πιστεύουν] πως είναι ο Λόγος του δικού μας κόσμου [το ουράνιο αρχέτυπο του]. Κι όμως, τι καλό περιμένουν να τους συμβεί μέσα σ’ ένα κόσμο που αποτελεί αρχέτυπο ενός κόσμου τον οποίο μισούν;
( Άλλα ού τιμώντες ταύτην την δημιουργίαν ουδέ την δε την γήν, καινήν αύτοίς γήν φασι γεγονέναι, εις ην δη έντεύθεν άπελεύσον- ται’ τούτο δε λόγον είναι κόσμου. Καίτοι τι δει αύτοίς εκεί γενέσθαι εν παραδείγματι κόσμου, ον μισούσι; ) Έννεάς 2, 9-5′ πρβ. Αποκριτικός II, 12-15.
Η θεωρία του κάλλους αυτού του κόσμου και ο παραλογισμός της χριστιανικής διδασκαλίας στο επίπεδο της μεταφυσικής έμελλε να αποτελέσει ένα από τα κύρια θέματα του Πορφύριου στο Κατά Χριστιανών.
Το κλίμα στον κύκλο του Πλωτίνου ήταν έντονα αντιχριστιανικό, αν και ο ίδιος ο Δάσκαλος ήταν έμμεσα και όχι ανοιχτά εχθρικός. Έθετε ζητήματα βασισμένα σε προσεκτική ανάγνωση των σχετικών κειμένων, έθετε περιστασιακά ερωτήματα, εμβάθυνε, κέντριζε και παρακινούσε τους μαθητές, ώσπου να βεβαιωθεί ότι το νόημα του κειμένου -και τα συναφή ζητήματα- είχαν γίνει σαφή και πλήρως κατανοητά. Υπό το πρίσμα της σωκρατικής μεθόδου, το χριστιανικό στυλ φάνταζε σαφώς μη σωκρατικό, μιας και στηριζόταν σε εντολές του τύπου «πίστευε και μη ερεύνα». Τη χριστιανική «αλήθεια» συνιστούσαν κάποιες αποκαλυπτικές προτάσεις που αναζητούσαν φιλοσοφική νομιμοποίηση, ο χριστιανισμός ήταν δογματικός ενώ ο πλατωνισμός ήταν δυναμικός.
Ο Πορφύριος διέπρεψε στην εκμάθηση της μεθόδου του Δασκάλου του και αρκετές φορές διακρίθηκε και τιμήθηκε ιδιαιτέρως. Στις 7 Μαΐου, ο στενός κύκλος γιόρταζε τα γενέθλια του Πλάτωνα -μέρα αξιομνημόνευτη για τους νεοπλατωνικούς- διοργανώνοντας συμπόσιο, ένα φαγοπότι που πάντα περιλάμβανε διαγωνισμούς ρητορικής και τραγουδιού. Τουλάχιστον σε μια περίπτωση, ο ΓΙορφύριος κέρδισε μια διάκριση, για το φιλοσοφικό του ποίημα «Ουράνιος Γάμος», που ήταν ένας ύμνος στο πλατωνικό ιδανικό του κάλλους’ στο ποίημα μνημονευόταν το Συμπόσιο.
Δυο λόγια θα πρέπει να αφιερώσουμε στη διδασκαλία του Πλωτίνου όπως μας την μετέφερε ο ΓΙορφύριος στις Εννεάδες. Από τον Πλάτωνα ο Πλωτίνος άντλησε την πεποίθηση πως μόνη πραγματική γνώση είναι η γνώση της ιδεώδους μορφής ενός υλικού πράγματος.
Η φιλοσοφία -και όχι οι διάφορες μυστηριακές θρησκείες- είναι το μέσον για να απελευθερωθεί κανείς από την καταπίεση του υλικού κόσμου των ανθρώπων -που προσλαμβάνεται ως ένας κόσμος καταστροφής, βασάνων, πολέμου και πείνας, αρρώστιας και θανάτου-, αλλά επίσης και ως ένας κόσμος όπου λάμπει η αλήθεια και όπου οι φθαρτές εικόνες αποκαλύπτουν τα ιδεώδη αρχέτυπά τους.
Όπως και ο Πλάτων, ο Πλωτίνος πίστευε πως η ανθρώπινη ψυχή ερχόταν από ψηλά και εμπεριείχε συγκεκριμένες «πληροφορίες» [δυνάμεις] από τον κόσμο των ιδεών. Όταν βυθίζεται στον υλικό κόσμο, έναν κόσμο όχι τόσο του «είναι» όσο του «γίγνεσθαι», η ψυχή μπερδεύεται, ταράζεται και παρεμποδίζεται από το γεγονός ότι είναι ενσώματη ( Έννεάς 4, 1.8′ 4 I 4)· Η ψυχή πρέπει να μάθει να αντιστέκεται στις δυνάμεις που δρουν στον κόσμο. Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μέσω «της πάλης προς τα επάνω» τα μάτια της ψυχής στρέφονται, από τις συγχύσεις του ευμετάβλητου κόσμου, προς την αμετάβλητη τελειότητα του κόσμου των ιδεών.
Αυτή η διαδικασία, ωστόσο, είχε περισσότερα πρακτικό παρά μυστικιστικό χαρακτήρα. Ξεκινούσε με την αποσαφήνιση απλών και καθημερινών εννοιών («Τι εννοεί ο Πλάτων με τον όρο «ιδέα»;») περιλάμβανε μια διδασκαλία που στόχευε στην αναμόρφωση των επιθυμιών μας (εφ’ όσον το σώμα φυσιολογικά έλκεται από το ευμετάβλητο και το υλικό) και κατέληγε σε συμπεράσματα μέσα από έναν τέλειο χειρισμό της τεχνικής της διαλεκτικής φιλοσοφίας όπως διδασκόταν στη νεοπλατωνική σχολή.
Το τέλος (ο τελικός σκοπός) της γνώσης είναι η αλήθεια, αν και θα μπορούσε κανείς να την αποκαλέσει και «θεό». Αυτός ο «θεός» δεν είναι ο χριστιανικός θεός, ούτε καν η χριστιανική ιδέα για το θεό. Οι χριστιανοί θεολόγοι από τον δεύτερο αιώνα και μετά έχουν παρερμηνεύσει τον Πλάτωνα (όπως παρερμήνευσαν και τον Πλωτίνο και τον Πορφύριο) πάνω σ’ αυτό το θεμελιώδες ζήτημα.
Αυτή η σύγχυση προκύπτει, όπως παρατήρησε κάποτε ο Etienne Gilson, διότι «μετά από τόσα χρόνια χριστιανικής σκέψης έχει γίνει εξαιρετικά δύσκολο για μας να φανταστούμε έναν κόσμο όπου οι θεοί δεν είναι η ύψιστη πραγματικότητα, όπου η υπέρτατη αλήθεια δεν είναι ένας θεός» (Erienne Gilson, Θεός και Φιλοσοφία, 1941 σελ. 27).
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, οι θεοί ήταν κατώτεροι από τις ιδέες. Ο ήλιος, για παράδειγμα, εθεωρείτο από τον Πλάτωνα -όπως και από τον Μ. Κωνσταντίνο και από τη νεαρή εκκλησία— ότι είναι θεός. Κι ωστόσο, στη φιλοσοφία του Πλάτωνα ο ήλιος, που είναι ένας θεός, είναι τέκνο του Αγαθού, το οποίο δεν είναι θεός. Οι θεοί ήταν ζωντανά πλάσματα που ζούσαν ως άτομα, καταληπτοί, απαραίτητοι και αιώνιοι (με την έννοια ότι δεν ήσαν θνητοί) δεν ήσαν όμως οι αναλλοίωτες και απαράλλαχτες ιδέες (πρβ. Πλωτίνος, Έννεάς 6, 1.3).
Επίσης, ο τρόπος που κατανοούσε ο Πλωτίνος την ψυχή ερχόταν σε αντίθεση με τη χριστιανική θεωρία για το θεό. Ένας ουράνιος ερως (έλξη) κατοικοεδρεύει σε κάθε ανθρώπινη ψυχή -μια φυσική αλλά δυσλειτουργική επιθυμία να ανέλθει προς τα πάνω. από το ένα επίπεδο στο άλλο, προς την τελειότητα των Ιδεών και μακριά από τις ατέλειες που την περιορίζουν.
Η εξύψωση μετατρέπει ολοένα την ανθρώπινη ψυχή σε θεϊκή της δίνει θεϊκό χαρακτήρα, με την έννοια ότι η ψυχή σταδιακά απαλλάσσεται από τα μέρη εκείνα που σφετερίζεται η θνητότητα του ανθρώπου, και γίνεται σαν τους θεούς. Κατά βάση, αυτός ο στόχος -η εξύψωση- είναι κάτι το πρακτικό, αν και η γλώσσα με την οποία εκφράζεται είναι εκείνη των ελληνικών μύθων. Η «εξύψωση» γίνεται μέσω του νου, εξύψωση, σε φιλοσοφική διατύπωση, είναι η διεύρυνση της κατανόησης. Η διαλεκτική σκέψη οδηγεί στην κατανόηση: αρχικά του καταληπτού και κατόπιν του θεϊκού, του πρωταρχικού.
Χάρη στην ενόραση, η ψυχή που κατακτά αυτή τη βαθειά γνώση νιώθει πως ενώνεται με το θεϊκό φως αλλά γνωρίζει επίσης πως δεν είναι παρά μόνο ένα μέρος αυτού του φωτός. Η εξατομίκευση (συνεπώς και η χριστιανική ιδέα του προσωπικού θεού- δημιουργού, η ιδέα της ανάστασης της σάρκας και της σωτηρίας της ατομικής ψυχής) είναι το ακριβώς αντίθετο αυτής της αντίληψης.
Στους οπαδούς του Πλωτίνου άρεσε να τραγουδούν ένα αρχαίο ελληνικό τραγούδι, που στις μέρες τους συνέχιζαν να διδάσκουν οι στωικοί φιλόσοφοι, ένα τραγούδι που υμνούσε την ομορφιά αυτού του κόσμου που στο κάτω-κάτω αποτελούσε σημείο εκκίνησης για την ανύψωση του νου προς το βασίλειο των Ιδεών.
Ο Πλωτίνος, λοιπόν, επέμενε να τραγουδούν οι μαθητές του αυτό το τραγούδι για να υπερασπίζονται τη διδασκαλία του από τη βάρβαρη αντίληψη των χριστιανών ότι αυτός ο κόσμος ήταν ένας αξιοκαταφρονητος τόπος -άποψη που κατά παράδοξο τρόπο δεν την είχαν αντλήσει από τη Βίβλο αλλά από τη δική τους ιδιόρρυθμη ερμηνεία του Πλάτωνα (πρβ. Έννεάς, 2, 3.5 i ·4’3-9 4-9, κλπ.).
Πιθανόν να υπερεκτιμούμε το χρέος του Πορφύριου στον Πλωτίνο, όμως η επίδραση του γέρου δάσκαλου στο μαθητή του μοιάζει να άγγιξε τα όρια του θρησκευτικού προσηλυτισμού. Ο Πορφύριος το αναφέρει αυτό στο έργο του Περί του Πλωτίνου βίου. Με τη διδασκαλία του ο Πλωτίνος προσέλκυε ολόκληρες οικογένειες. Ετοιμοθάνατες γυναίκες παρέδιδαν τα παιδιά τους στη φροντίδα του δασκάλου, που βρέθηκε να προστατεύει πολλά παιδιά αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα το ρόλο του κηδεμόνα, του δάσκαλου της φιλοσοφίας και του έμπιστου φίλου.
Ο Πλωτίνος κέρδισε την εμπιστοσύνη των συγκλητικών και των πολιτικών σε τέτοιο βαθμό που μετά από είκοσι έξι χρόνια διδασκαλίας στη Ρώμη -πόλη που δεν φημιζόταν ιδιαίτερα για τη φιλανθρωπία και την επιείκειά της-, δεν είχε ούτε έναν εχθρό μεταξύ των πολιτικών της. (Π.Π.Βίου Ι5’9′ πρβ· Ευσέβιου Ευαγγελική προπαρασκευή 10.3)
Όταν ο Πλωτίνος πέθανε μετά από μακροχρόνια ασθένεια, επικεφαλής της σχολής στη Ρώμη μπήκε ο ΓΙορφύριος, όμως δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει την επιβίωσή της. Αφού για ένα διάστημα φλερτάρισε με τη μαντεία και προσπάθησε να δώσει φιλολογικού χαρακτήρα ερμηνείες σε χρησμούς και προφητείες μαντείων, στη συνέχεια ανέλαβε να εξηγήσει το φαινόμενο της ποικιλομορφίας των ανθρώπινων αντιλήψεων για το θεό.
Οι Εικόνες των θεών (έργο που έχει χαθεί αλλά μας είναι γνωστό από μεταγενέστερες αναφορές), είναι ένα από τα πρώτα απομυθοποιητικά έργα του, όπου ο Πορφύριος βλέπει τους θεούς ως σύμβολα των δυνάμεων που δρουν μες στη Φύση και διαμέσου αυτής. Ο Δίας θεωρείται ως η υπέρτατη δύναμη, η ζωντανή ουσία του σύμπαντος, που η δημιουργία του υπήρξε μια έκφραση του θεϊκού νου. Οι αστερισμοί και τα ουράνια σώματα είναι «αποκαλύψεις» των θεών στην ολότητά τους: «βιβλία» που μπορεί κανείς να διαβάσει και να πληροφορηθεί για αυτούς.
Ενώ σ’ ένα πρώτο επίπεδο, αυτή η «θεολογία» θυμίζει τη γνωστή πλατωνίζουσα χρήση των εικόνων ως μεταφορών ή σκιών από τον κόσμο της έσχατης πραγματικότητας, κάτι που συνηθιζόταν στους χριστιανικούς κύκλους, ο Πορφύριος κατανοεί το μύθο από ιστορική σκοπιά: οι μύθοι αποτελούσαν παραβολές της φιλοσοφικής αλήθειας.
Στον χριστιανισμό ο μύθος ήταν η αλήθεια. Σύμφωνα με τον πορφυριανό μύθο, η ψυχή κατέρχεται ως αστρικό στοιχείο και στη διάρκεια της κατάβασής της μέσω του σύμπαντος αποκτά όλο και μεγαλύτερη μάζα. Ακόμη και μετά από το θάνατο και την αποσύνθεση του σώματος, η ψυχή είναι καταδικασμένη να εισχωρήσει σε καινούρια σώματα τα οποία καθιστούν αδύνατη την άνοδό της.
Η θρησκεία προσφέρει μια «θεωρητική» λύση: διδάσκει πως το σώμα μπορεί να εξαγνιστεί μέσω τελετουργιών μαγικού χαρακτήρα, όπως οι καθαρμοί και το βάπτισμα -προσπάθειες να εξορκιστούν οι δαίμονες ή να κερδηθούν ως σύμμαχοι για να εξασφαλιστεί η μερική άνοδος ή η απόδραση της ψυχής από τις δυνάμεις που διέπουν τον κόσμο. (πρβ. Παύλο, Προς Κορινθίους Β’ 12.2- 4).
Ο Πορφύριος σύστηνε την πίστη στο θεό ως μια αγνή πνευματική αρχή και ως λόγο αρετής γιατί θεωρούσε ευεργετική για τον άνθρωπο την εξύψωση προς το θεϊκό νου: «Θα τιμήσεις με τον καλύτερο τρόπο το θεό, όταν εξομοιώσεις τη σκέψη σου με τη δική του, κι αυτό μονάχα με την άσκηση της αρετής μπορείς να το καταφέρεις. Γιατί μόνον η αρετή μπορεί να εξυψώσει την ψυχή και να τη φέρει κοντά σ’ αυτό που της είναι συγγενικό. Μετά το θεό, μεγάλη είναι μόνον η αρετή.»
[και τιμήσεις μεν άριστα τον θεόν, όταν τω θεώ την σ αυτής διάνοιαν ομοιώσης, ή δε όμοίωσις εσται διά μόνης αρετής, μόνη γάρ αρετή την φυχήν άνω έλκει και προς το συγγενές: και μέγα ουδέν άλλο μετά θεόν ή άρετή. -Πορφύριος, Επιστολή στη Μαρκέλλα i 6].
Παρ’ ότι η γλώσσα του Πορφύριου μπορεί συχνά να ακούγεται «χριστιανική» -κάτι που ενοχλούσε πολύ τον Αυγουστίνο, ο οποίος κατέληξε πως ο φιλόσοφος είχε πάντα δίκιο κατά το ήμισυ, άρα είχε εντελώς άδικο—, γίνεται φανερό μετά από σχολαστική διερεύνηση πως και ο Πορφύριος δυσφορούσε με τους χριστιανούς ακριβώς για τους ίδιους λόγους.
Σε μια γλώσσα που προαγγέλλει τον Αυγουστίνο, ο Πορφύριος μάς λέει πως η ψυχή που αναζητά το θεό είναι διαρκώς ανήσυχη, όμως, αντίθετα με τον χριστιανό επίσκοπο, ο Πορφύριος θεωρεί ότι αυτή τη λαχτάρα την έχει μόνο ο Σοφός, και ότι ο Θεός τιμάται καλύτερα από εκείνον που τον γνωρίζει καλύτερα. Κι αυτός μπορεί να είναι, φυσικά, μόνον ο Σοφός, ο οποίος μέσω της σοφίας του βρίσκεται πάντα κοντά στο θεό:
«Ο σοφός τιμά τον θεό ακόμα και σιωπώντας ενώ ο αμαθής, ακόμα και προσευχόμενος, ακόμα κι όταν κάνει θυσίες μολύνει το θείον», (ψυχή δε σοφού αρμόζεται προς θεόν, άει θεόν ορά, συν εστίν άει θεώ… σοφός γάρ άνήρ και σιγών τον θεόν τιμά. άνθρωπος δε άμαθης και ευχόμενος και θυων μιαίνει το θείον. -ΓΙορφ. Επιστ. στην Μαρκέλλα ι γ).
Όπως οι χριστιανοί δάσκαλοι από τον Τερτυλλιανό και μετά, που δίδαξαν πως η ανθρώπινη αμαρτία είναι ένα εμπόδιο στη γνώση του θεού (μια συσκότιση της λογικής), πράγμα που καθιστά απαραίτητη την αποκάλυψη που οδηγεί στη σωτηρία (δηλαδή, καθιστά απαραίτητη τη θεϊκή παρέμβαση για το ξεπέρασμα του φυσικού εμποδίου), ο Πορφύριος έβλεπε την αμαρτία ως επιλογή που κάνουν οι ανόητοι αντί της αρετής και κατά συνέπεια αυτό που τους κάνει μη σοφούς. «Ο θεός δίνει το κύρος ενός θεού στο σοφό άνθρωπο και ο άνθρωπος εξαγνίζεται μέσω της γνώσης του Θεού…Όμως πρωτεργάτες του κακού είμαστε μονάχα εμείς οι ίδιοι». (Πορφ. Επιστ. στην Μαρκέλλα 47)·
Δεδομένης της διαφορετικής ανάλυσης ως προς την πηγή του κακού, ο Πορφύριος θεωρούσε τη χριστιανική άποψη για τη σωτηρία εντελώς χυδαία. Έβρισκε πως σχεδόν δεν απαιτούσε τίποτα από τους ανθρώπους και, αντιθέτως, τα πάντα από ένα θεό του οποίου το κύρος διακυβευόταν από το ίδιο του το δημιούργημα, ένα θεό που βρέθηκε στη δύσκολη θέση να επινοεί τεχνάσματα για να σώσει τα ανθρώπινα πλάσματα από την ίδια τους τη φύση.
Αν και δεν το δείχνει στην επιστολή του προς τη Μαρκέλλα, ο Πορφύριος αντιλαμβανόταν ότι η γλωσσική ομοιότητα μεταξύ της διδασκαλίας του και εκείνης των «σοφιστών» (χριστιανών) δασκάλων θα μπορούσε να μπερδέψει όσους αναζητούσαν το θεό των φιλοσόφων. Γι αυτό και συμβουλεύει τη γυναίκα του Μαρκέλλα να μην σχετίζεται «με κανέναν του οποίου οι ιδέες δεν μπορούν να σε ωφελήσουν, ούτε να συμμετέχεις μαζί του σε συζητήσεις περί του θεού», καθώς «δεν ταιριάζει στον άνθρωπο που δεν έχει εξαγνιστεί από ανόσιες πράξεις να μιλά για το Θεό» (Επιστ. στην Μαρκέλλα 15).
Η χριστιανική άποψη πως ο Υιός του Θεού ήλθε να σώσει τους κακούς και τους ασεβείς ήταν σκανδαλώδης οι θεοπρεπείς (ενάρετες) πράξεις επιβάλλεται να προηγούνται οποιασδήποτε συζήτησης περί θεού. Ο Σοφός διακρίνεται από τις πράξεις του, δεν κάνει τίποτα ανάξιο του θεού, ο οποίος δεν κάνει τίποτα αντίθετο προς την αρετή και το θείον. Οπότε η επιδίωξη της αρετής δεν είναι μόνο το σήμα κατατεθέν της φύσης του Σοφού, στην πραγματικότητα τον κάνει να μοιάζει με το θεό: «Ο άνθρωπος που είναι αντάξιος του θεού, είναι θεός» (Επιστ. στην Μαρκέλλα τ 5).
Παρ’ όλο που ορισμένοι χριστιανοί δάσκαλοι χαρακτήρισαν τη σωτηρία ως «θέωση» των εκλεκτών, η ιδέα αυτή ήταν εμφανώς ξένη προς την κυρίαρχη τάση της χριστιανικής σκέψης και υπονόμευε το δόγμα της θεϊκής κυριαρχίας και της αιώνιας καταδίκης του ανθρώπινου γένους. Για τον Πορφύριο, εξομοίωση προς τον θεό σήμαινε την ακατάπαυστη αναζήτηση στην οποία ρίχνεται κάθε ψυχή που αγαπά την αρετή και αποβλέπει στην τελειότητα. Κι αυτό ακριβώς το πλατωνικό δόγμα της τελειότητας έλειπε, κατά την άποψη του φιλόσοφου, από το χριστιανισμό.
Ο «θεός» του Πορφύριου, κατά συνέπεια, δεν έχει ανάγκη να σώσει κανέναν διότι μένει ανεπηρέαστος και δεν θίγεται από την ανθρώπινη αμαρτία. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως ο φιλόσοφος δεν αναγνωρίζει πως μια κατηγορία πράξεων μπορεί να δυσαρεστεί το θεό. Αυτές οι πράξεις όμως είναι απλώς εκδηλώσεις ανεπάρκειας ενεργού χαρακτήρα, όχι εκδηλώσεις μιας εγγενούς και παθητικής ελαττωματικότητας του ανθρώπινου γένους που έπλασε ο θεός, όπως υποστήριζε ο Αυγουστίνος.
Ο θεός ενδυναμώνει όσους ασκούν την αρετή και τις «ευγενείς πράξεις» (Επιστ. στην Μαρκέλλα 17), όμως δεν τιμωρεί εκείνους που αποτυγχάνουν στην άσκηση της αρετής ή στρέφονται ενάντια στην αρετή, διότι η θεϊκή φύση εργάζεται μόνο για το καλό. Η κλασική χριστιανική θεοδικία, λοιπόν, απουσιάζει από τη σκέψη του Πορφύριου’ του φαίνεται ανόητο να εικάζεις, με βάση τη χριστιανική συλλογιστική, πως ο πανάγαθος θεός δημιούργησε έναν αρχικά αγαθό κόσμο στον οποίο, εξαιτίας της έλλειψης προνοητικότητας (μη παντογνωσίας) ή δύναμης (μη παντοδυναμίας) από μέρους του, κυριάρχησε σταδιακά το κακό και στον οποίο αναγκάζεται να παρεμβαίνει κάθε λίγο και λιγάκι.
Οι γρίφοι της χριστιανικής θεολογίας δεν είναι γρίφοι για τον Πορφύριο: τα κομμάτια του χριστιανικού παζλ τελικά δεν σχηματίζουν μιαν εικόνα αλλά μια θολή, συγκεχυμένη επιφάνεια και μπορούν να ταιριάξουν μεταξύ τους μόνο αν τα ξακρίσουμε και αν βάλουμε στην άκρη τα παραμορφωμένα κομμάτια που τόση αμηχανία προκαλούν.
Τούτο όμως δεν εμποδίζει τους χριστιανούς ιερείς και δασκάλους να πουλούν την πραμάτεια τους σαν να πρόκειται για ένα είδος φιλοσοφίας. Όσο για τα θρησκευτικά τυπικά -παγανιστικά είτε χριστιανικά- ενώ δεν είναι στην πραγματικότητα επιβλαβή, ωστόσο ενθαρρύνουν τους αφελείς να πιστέψουν ότι ο θεός τα έχει ανάγκη. Για τον Πορφύριο, μόνοι αληθινοί ιερείς είναι οι σοφοί αυτού του κόσμου, όχι «οι ηλίθιοι που προσεύχονται και θυσιάζουν».
Πραγματικά αμαρτωλός είναι «εκείνος που συμμερίζεται τις δοξασίες των μαζών για το θεό» (Επιστ. στψ Μαρκέλλα 17), όπως και εκείνοι που πιστεύουν πως τα δάκρυα, οι προσευχές και οι θυσίες μπορούν να διαφοροποιήσουν τη θεϊκή βούληση. Ο θεός των χριστιανών είναι αποτυχημένος, κατά την άποψη του Πορφύριου, γιατί συγκεντρώνει στο πρόσωπο του αβάσιμες ελπίδες και ψευδείς αντιλήψεις. Είναι ευμετάβλητος, αλλοπρόσαλλος, απρόβλεπτος.
Οι ιερείς του κηρύσσουν «την άλογη πίστη σε ένα θεό που ικανοποιείται και κερδίζεται με προσφορές και θυσίες», χωρίς να αντιλαμβάνονται πως άνθρωποι που παρακαλούν ακριβώς τα ίδια πράγματα, δέχονται διαφορετικές αποκρίσεις στις προσευχές τους (Επιστ. στψ Μαρκέλλα 23).
Και κάτι ακόμη χειρότερο: οι άνθρωποι δείχνουν να πιστεύουν πως οι πιο ταπεινές τους πράξεις μπορούν να διαγραφούν με προσευχές ή, πιασμένοι στο δίχτυ του παραλογισμού τους, αρχίζουν να μισούν τον κόσμο και τη σάρκα και κατηγορούν εσφαλμένα τη σάρκα πως είναι η πηγή κάθε κακού [Επιστ. στψ Μαρκέλλα 29]
Η «σωτηρία» για τον Πορφύριο δεν μπορεί να έχει ως αφετηρία την αποκήρυξη του κορμιού ή το μίσος για τον εαυτό. Η σωτηρία στην απομυθοποιημένη της μορφή είναι απλά η αναζήτηση της σοφίας όπως αυτή εκφράζεται με την επιδίωξη της αρετής —η αναγνώριση ότι η λύτρωση είναι μια φυσική εξέλιξη, διότι η ψυχή συγγενεύει στενά με το θεό. Ο Πορφύριος δεν θεωρεί φαύλο το σώμα, το θεωρεί ως το μεταβαλλόμενο «εξωτερικό περίβλημα» του ανθρώπου, του οποίου η ικανοποίηση δεν μπορεί να αποτελεί τελικό στόχο ή σκοπό διότι είναι φθαρτό, περιορισμένο και γήινο. Το σώμα καθορίζει την ζωική ύπαρξη και όχι τις αναζητήσεις της ψυχής.
Αυτή η περιγραφή της φιλοσοφίας του Πορφύριου όπως προκύπτει κυρίως από την επιστολή του στην Μαρκέλλα, μια χήρα με επτά παιδιά την οποία παντρεύτηκε γύρω στα εβδομήντα του χρόνια, προβάλλεται συχνά ως απόδειξη πως ο Πορφύριος και οι χριστιανοί μοιράζονταν ορισμένες κοινές θρησκευτικές αξίες (Wil- ken σ. 134)’ όπως, για παράδειγμα, όταν επικαλείται τις αρχές της πίστης, της αλήθειας, της ελπίδας και της αγάπης ως πρέπουσες για το θεό (πρβ. Π. Κορινθ. Α 13.13)·
Οι γλωσσικές αντιστοιχίες, ωστόσο, είναι παραπλανητικές, πόσο μάλλον αν πράγματι ο σκοπός του ταξιδιού που έκανε «για τις ανάγκες των Ελλήνων» (καλούσης της των Ελλήνων χρείας… – Επιστ. στην Μαρκέλλα 4), την ίδια εποχή που ο Διοκλητιανός εξαπέλυε νέο κύμα διώξεων κατά της εκκλησίας, ήταν να προετοιμάσει την άμυνα της παραδοσιακής (ρωμαϊκής) θρησκείας κατά των χριστιανών.
Όλον εκείνο τον καιρό που ετοίμαζε την γραπτή υπεράσπιση της εθνικής θρησκείας, ο Πορφύριος είχε βυθιστεί στα χριστιανικά βιβλία και στο χριστιανικό λεξιλόγιο, κι αυτό αρκεί για να εξηγήσει το ύφος της γραφής του όπως και τις στρατηγικές διαφορές από τη χριστιανική διδασκαλία.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να πούμε για τα δεκαπέντε βιβλία που έγραψε ο Πορφύριος κατά των χριστιανών είναι πως έχουν χαθεί. Ο ακριβής τίτλος δεν είναι γνωστός και ο καθιερωμένος τίτλος, Κατά χριστιανών; για πρώτη φορά συναντάται στο Μεσαίωνα.
Οι γνώμες για το αν μπορεί να γίνει ουσιαστική αποκατάσταση των βιβλίων διαφέρουν ριζικά. Μπορούμε, ωστόσο, να παραθέσουμε συνοπτικά ορισμένα γεγονότα. Πρώτον, οι προσπάθειες της εκκλησίας να σβήσει κάθε ίχνος τού Κατά Χριστιανών, στέφθηκαν από ασυνήθιστη επιτυχία, τουλάχιστον από το 448 και μετά.
Καταστράφηκαν όχι μόνο τα βιβλία του Πορφύριου, αλλά και πολλά έργα χριστιανών συγγραφέων που περιλάμβαναν αποσπάσματα της πολεμικής του κάηκαν κι αυτά, ώστε να χαθεί από προσώπου γης «το δηλητήριο της σκέψης του», όπως το αποκάλεσε ο επίσκοπος Απολλινάριος. Η απάντηση του Απολλινάριου στον Πορφύριο κάλυψε τριάντα βιβλία. Ο Μεθόδιος (περ. 311), ο ιστορικός της εκκλησίας Ευσέβιος και ο Άγιος Ιερώνυμος προσπάθησαν με τη σειρά τους να αντικρούσουν τον φιλόσοφο.
Δεύτερον, τα ενενήντα επτά αποσπάσματα που συγκεντρώθηκαν από τον Harnack, τα μισά εκ των οποίων είχε βρει στον συγγραφέα του τέταρτου (;) αιώνα Μακάριο Μάγνητα, αρκούν -αν και μετά δυσκολίας— να μας δώσουν τις γενικές γραμμές της κριτικής του Πορφύριου.
Ο Harnack (Porphyrins, gegen die Christen, τ 916) κατηγορήθηκε ότι έδωσε μεγάλη βαρύτητα στα λόγια του παγανιστή φιλοσόφου που παραθέτει ο Μακάριος (ο οποίος δεν κατονομάζει τον αντίπαλο του ως Πορφύριο) και του οποίου η φωνή πνίγεται από το χριστιανό δάσκαλο. Σε μια μελέτη που δημοσίευσε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Timothy Barnes υποστήριξε πως τα αποσπάσματα που παρέθεσε ο Μακάριος δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν άκριτα για να αποκατασταθεί το χαμένο έργο του Πορφύριου (T.D. Barnes «Porphyry Against Christians: Date and Attribution of Fragments», Journal of Theological Studies, 1973, σελ. 424-42), και από τότε υπήρξε μια τάση να πετσοκόβεται ο αριθμός των «αυθεντικών» κειμένων του Πορφύριου όπως αναδύονται μέσα από το έργο του Μακάριου (βλ. R-L· Fox, Pagans and Christians. 1986, σελ. 771).
Η προβληματική της χρονολόγησης των αποσπασμάτων αποδείχτηκε ακόμη πιο ανελαστική. Καλώς ή κακώς, τα αποσπάσματα που παραθέτει ο Μακάριος πρέπει να χρησιμεύσουν ως βάση για οποιαδήποτε συζήτηση πάνω στο έργο του Πορφύριου, ακόμη κι αν αυτή η βάση που μας παρέχουν δεν είναι σταθερή. Παρά τις αμφιβολίες που μπορούν να εκφραστούν, τίποτα δεν αποδεικνύει ότι ο Μακάριος δεν χρησιμοποίησε τα βιβλία του Πορφύριου.
Σε γενικές γραμμές, η φωνή που ακούγεται είναι ενός συντηρητικού εθνικού διανοούμενου του οποίου η επιχειρηματολογία αναμφισβήτητα συγγενεύει με τις γνωστές επικρίσεις του Πορφύριου κατά της χριστιανικής πίστης. Αν η φωνή ακούγεται ρηχή, πιο συγγενική με του Τρύφωνα -του φανταστικού προσώπου που επινόησε ο Ιουστίνος-, παρά με του αυθεντικού Κέλσου του Ωριγένη, είναι γιατί ο Μακάριος δεν σέβεται το ίδιο την πηγή του.
Από την άλλη, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η φωνή δεν ανήκει σε φανταστικό πρόσωπο. Τα λόγια του εθνικού συγγραφέα έχουν τέτοια δύναμη και συνοχή, που δεν επιτρέπουν να τα αποδώσουμε στη φαντασία του χριστιανού δασκάλου. Η φιλοσοφία είναι εκείνη ενός νεοπλατωνικού που θεωρεί τη χριστιανική διδασκαλία απαράδεκτη για λόγους που μας παραπέμπουν κατευθείαν στη σχολή του Πορφύριου και με τους οποίους βρίσκουμε αναλογίες στα έργα του Επιστολή προς Μαρκέλλα, Περί της εκ λογίων [σ.τ.μ. χρησμών] φιλοσοφίας και ιδιαίτερα στο Περί Επιστροφής της Ψυχής, όπου ένας μετριοπαθής έπαινος για το χαρακτήρα του Ιησού συνοδεύεται από την καυστική κριτική στους μαθητές του και ειδικά στον Πέτρο (έναν ερασιτέχνη της μαύρης μαγείας).
Το ότι ο Μακάριος δεν κατονομάζει τον αντίπαλο του και μερικές φορές δείχνει πιο πολύ να χαρακτηρίζει παρά να παραθέτει τις απόψεις του, θα μπορούσε εύκολα να εξηγηθεί ως μια στρατηγική επιλογή ενός χριστιανού δασκάλου που θέλει να δει το έργο του να επιβιώνει.
Το να κατονομάσει ο Μακάριος τον αντίπαλο του ή να τον παραθέσει με σχολαστική ακρίβεια θα είχε ως βέβαιο αποτέλεσμα το κάψιμο του έργου του. Για να το θέσουμε σωστά, θα ήταν πολύ ριψοκίνδυνο, οποιοσδήποτε ήθελε να γράψει μια υπεράσπιση της πίστης τον 4ο ή 5ο αιώνα, να κατονομάσει ως αντίπαλο του τον Πορφύριο. Η ανάμνηση των διωγμών ήταν ακόμα νωπή και ο ρόλος των παγανιστών φιλοσόφων στην περίοδο εκείνη δεν μπορούσε να ξεχαστεί ή να συγχωρεθεί.
Επιπλέον, μια ανεπαρκής υπεράσπιση δεν θα εξυπηρετούσε παρά τη διάσωση των έργων του αντιπάλου. Ακόμη και ο Ιερώνυμος, γράφοντας το διάσημο σχολιαστικό υπόμνημά του στο Βιβλίο του Δανιήλ (αρχές του 5ου αιώνα) απέκρυβε σχόλια του Πορφύριου όταν το θεωρούσε αναγκαίο, λ.χ. στο σημείο όπου μιλά για τη διάσημη «προφητεία» της καταστροφής του ναού (Δανιήλ, 9·24)·
Το Κατά χριστιανών ξεκινά με μια σαρωτική κριτική (που όμως δεν έχει διασωθεί, είχε ωστόσο ξεσηκώσει μεγάλη αντίδραση) ενάντια στη χριστιανική άποψη περί προφητείας. Παρ’ όλο που ο πλατωνισμός είχε πράγματι εμπνεύσει την αλληγορική ερμηνεία χρησμών και προφητειών σε χριστιανούς κατηχητές όπως ο Ωριγένης, ο Πορφύριος καταδίκασε τη χρήση της αλληγορίας ως μέσο κάλυψης των δυσκολιών και των αντιφάσεων στο βιβλικό κείμενο.
Έχει μάλιστα ειπωθεί πως ο Πορφύριος άντλησε κάποια στοιχεία της πολεμικής του απευθείας από ένα βιβλίο του Ωριγένη (Στρωματεΐς) που πραγματευόταν τις δυσκολίες της ερμηνείας των γραφών. Το μόνο που είχε να κάνει ο Πορφύριος ήταν να «αποδεχτεί όλα τα αρνητικά σχόλια του Ωριγένη… και να απορρίψει τα βαθύτερα πνευματικά νοήματα» που εντόπιζε ο Ωριγένης (Grant, 1972, σελ. 292).
Δεδομένης της περιφρόνησής του για την αλληγορία -ένα χαρακτηριστικό του που διαγράφεται πεντακάθαρα μέσα από τα αποσπάσματα του Μακάριου- ο φιλόσοφος ενδιαφέρθηκε περισσότερο για τη χρονολόγηση παρά για την ερμηνεία. Αρνήθηκε την παραδοσιακή χρονολόγηση του εβραϊκού νόμου, αρνήθηκε το ότι ο Μωυσής ήταν ο αρχαιότερος των πάντων, όπως αρνήθηκε και το ότι το Βιβλίο του Δανιήλ γράφτηκε πριν από την αιχμαλωσία της Βαβυλώνας, τον έκτο αιώνα π.κ.ε.
Ο χριστιανισμός δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις αρχαίες καταβολές του ιουδαϊσμού —παρ’ όλο που ο Πορφύριος μπορεί να πίστευε το αντίθετο, το επιχείρημα «της αρχαιότητας» είχε βαρύτητα στις πρώτες αντεγκλήσεις με το χριστιανισμό ως καινούρια θρησκεία. Ενδιαφερόταν, όμως, ιδιαιτέρως για το Βιβλίο του Δανιήλ το οποίο είχε μεγάλη βαρύτητα στα ευαγγέλια και στη χριστιανική αποκαλυπτική σκέψη, αναφορικά με τον Ιησού ως Υιό του Ανθρώπου.
Σε φιλολογικό επίπεδο ο Πορφύριος φαίνεται να υποστήριξε ότι το βιβλίο ανήκε σε μεταγενέστερη περίοδο και ότι περιέγραφε γεγονότα της εποχής του συγγραφέα του -της περιόδου των Μακκαβαίων του 2ου αιώνα π.κ.ε. και όχι κατοπινά. Η άποψη ότι το Βιβλίο του Δανιήλ δεν ήταν προφητικό, ήταν φυσικό να θορυβήσει τους χριστιανούς και να ξεσηκώσει την αντίδραση του Ευσέβιου, του Μεθόδιου και του Άγιου Ιερώνυμου (του οποίου το σχολιαστικό υπόμνημα στο Βιβλίο του Δανιήλ υπεραμυνόταν της παραδοσιακής χριστιανικής άποψης).
Η άποψη που επικράτησε από το δεύτερο αιώνα και μετά ήταν πως το Βιβλίο του Δανιήλ περιείχε προφητείες σημαντικές για την εδραίωση ορισμένων στοιχείων της χριστιανικής πίστης. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυς και ο Ιππόλυτος υποστήριξαν πως το Βιβλίο του Δανιήλ προέβλεπε με ακρίβεια τη γέννηση του μεσσία, την καταστροφή του ναού στην Ιερουσαλήμ και τη δευτέρα παρουσία.
Ο Πορφύριος απλά υπονόμευσε ένα ολόκληρο, σύστημα χριστιανικής ερμηνείας που βασιζόταν στην προφητική αξία του βιβλίου (Wil- ken, σελ. 141). Σε άλλα σημεία ο ΓΙορφύριος φαίνεται πως γελοιοποιούσε το Βιβλίο του Ιωνά (Αυγουστίνος, Επιστολή 102). που οι χριστιανοί χρησιμοποιούσαν ως προφητικό για την ανάσταση (Ματθ. 12. 39-41 16.4):
«Είναι αδύνατον και απίστευτο να κατάπιε το ψάρι έναν ολόκληρο άνθρωπο με τα ρούχα του και να τον διατήρησε σώο μέσα στην κοιλιά του». Η χαιρέκακη εμμονή στην κυριολεκτική σημασία των αφηγήσεων με την οποία προσέγγιζε ο φιλόσοφος τα ζητήματα αυτά, μοιάζει πολύ μ’ εκείνη που βρίσκουμε στο έργο του Μακάριου Μάγνητος, όπου η αλληγορία απορρίπτεται συστηματικά ως μέσο αντιμετώπισης των ανακολουθιών ή παραδοξοτήτων της βιβλικής αφήγησης.
Ήδη από τα πρώτα γραπτά του για τον Όμηρο, ο Πορφύριος είχε τελειοποιήσει την τεχνική της φιλολογικής κριτικής αφηγηματικών έργων. Δεν αρκέστηκε στο συμπέρασμα ότι το Βιβλίο του Δανιήλ γράφτηκε τέσσερις αιώνες αργότερα από ό,τι δίδασκαν οι ιουδαίοι και οι χριστιανοί. Επέμεινε, σύμφωνα με τον Άγιο Ιερώνυμο, πως η προφητική ερμηνεία ερχόταν σε αντίφαση με τους ισχυρισμούς των ίδιων των χριστιανών για το βιβλίο.
Οι χριστιανοί έλεγαν πως το Βιβλίο του Δανιήλ ήταν -τρόπος του λέγειν- διπλά προφητικό: εάν γράφτηκε πριν από την Αιχμαλωσία, τον 6ο αιώνα, προέλεγε γεγονότα του δεύτερου αιώνα (δηλαδή, την παραβίαση του ναού από τους Σύρους το 167 π.κ.ε.) αλλά και γεγονότα που συνέβησαν επί ρωμαϊκής κατοχής, μετά την εποχή του Χριστού -το κάψιμο του ναού.
Οι χριστιανοί δάσκαλοι υποστήριζαν πως ο ίδιος ο Ιησούς είχε επικαλεστεί την προφητεία όταν προέβλεψε την καταστροφή του ναού (Μάρκος Ι3·2)· Αν όμως το βιβλίο έγραφε για γεγονότα της εποχής του -δηλαδή το 2ο αι. π.κ.ε.— τότε δεν είχε καμιά προφητική αξία. Είχαν κάνει λάθος οι χριστιανοί. Και εάν είχε παραπέμψει σ’ αυτό ο Ιησούς, τότε είχε κάνει λάθος και ο Ιησούς.
Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν υπήρχε κάποια άλλη ιδιαίτερη αιτία της επιθετικότητας του Πορφύριου, πέραν της συνήθους δυσανεξίας και αντίδρασης ενός διανοούμενου που ‘χει να κάνει με σφαλερές ιδέες. Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν (αντίθετα με τον Barnes) πως τον είχε θορυβήσει πολύ η διάδοση του χριστιανισμού (Frend, The Rise of Christianity, σελ. 587) αν και κάποιοι, όπως ο Fox και ο Dcmarollc, αμφισβητούν αυτή την άποψη (R.L. Fox, Pagans and Christians σελ 586). Είναι αδικαιολόγητος αυτός ο σκεπτικισμός.
Η περίφημη δήλωση του Πορφύριου, που παραθέτει ο Μακάριος Μάγνης, ότι «οι χριστιανοί, μιμούμενοι την αρχιτεκτονική των ναών μας, χτίζουν τεράστια οικήματα όπου μαζεύονται να προσευχηθούν, παρ’ όλο που τίποτα δεν τους εμποδίζει να το κάνουν αυτό μες στα σπίτια τους», [Αποκριτικός και Har- nack, Gegen die Christen, απ. 76] εκφράζει απόλυτα τη θέση ενός αποθαρρυμένου παρατηρητή των γεγονότων στα τέλη του τρίτου αιώνα μ.κ.ε., ενός ανθρώπου που όπως ο αυτοκράτορας Ιουλιανός μορφάζει με θλίψη μπρος στις νίκες των Γαλιλαίων και της τετριμμένης τους διδασκαλίας.
Επιπλέον, γνωρίζουμε από τον Αυγουστίνο (Πολιτεία του Θεού 19.23) πως ο Πορφύριος διαμαρτυρόταν για την προσχώρηση μορφωμένων γυναικών στην εκκλησία, στο Περί της εκ λογίων [σ.τ.μ.: χρησμών] φιλοσοφίας, που γράφτηκε γύρω στο 263, θλίβεται (en masque ως Απόλλων, θεός της φώτισης) με το γεγονός ότι είναι σχεδόν αδύνατον να ξανακερδίσεις κάποιον που έχει προσηλυτιστεί στο χριστιανισμό: είναι πιο εύκολο να γράψεις πάνω στο νερό παρά να προσπαθήσεις να λογικέψεις με επιχειρήματα έναν χριστιανό. Πολύ απλά, δεν μπορούν να καταλάβουν ότι είναι τρελό να λατρεύουν ως θεό έναν άνθρωπο που πέθανε σαν εγκληματίας. Και παρά τους διωγμούς, μάς λέει ο Λακτάντιος, οι χριστιανοί επέμεναν να χτίζουν τους οικους λατρείας τους -μερικές φορές μπροστά στα αυτοκρατορικά ανάκτορα.
Χωρίς αμφιβολία, ο Πορφύριος ήταν απελπισμένος από την αποτυχία της Ρώμης να αναχαιτίσει τη διάδοση μιας επικίνδυνης δεισιδαιμονίας. Μόλις μερικές δεκαετίες αργότερα, ο Ευσέβιος μπορούσε να καυχιέται όχι μόνο για τη διάδοση του ευαγγελίου αλλά και για τη διείσδυσή του στους ανώτατους κύκλους [Έκκλησ. Ιστορία 8. 1 1 8.11.2] -αυτήν ακριβώς την επιτυχία έτρεμε ο Πορφύριος.
Όταν κάθισε να γράψει την εκτεταμένη ανασκευή της χριστιανικής διδασκαλίας, ο Πορφύριος δεν ξεκινούσε από το μηδέν. Πριν από χρόνια είχε συγγράψει ένα βιβλίο σχετικά με τη λατρεία των θεών, με τίτλο Περί της εκ λογίων [σ.τ.μ.: χρησμών] φιλοσοφίας στο οποίο, ενώ υπερασπιζόταν τις παλαιές θρησκείες, συγχρόνως τηρούσε απόσταση από τις λαϊκές εκφάνσεις της ευλάβειας -μια στάση σχεδόν περιφρονητική.
Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, στο έργο της ωριμότητάς του, (Επιστολή στη Μαρκέλλα), ο Πορφύριος είχε επικεντρωθεί σε ένα θεό ασώματο, αμετάβλητο και αόρατο, σε μια «έννοια θεού», για να το πούμε έτσι, που δεν χρειάζεται ούτε θυσίες ούτε προσευχές (πρβ. Πορφ. Περί Αποχής Έμψύχων 2.37· ό μεν πρώτος θεός ασώματος τε ών και άκίνητος και αμέριστος και ούτε εν τινι ών ούτ’ ένδεδεμένος εις εαυτόν, χρήζει ούδενός τών έξωθεν…).
Όπως και οι πλατωνικοί πριν από αυτόν, ο Πορφύριος θεωρούσε πως ο κόσμος είναι γεμάτος από ελάσσονες θεότητες και επιρροές -θεούς και δαίμονες. Αυτές οι ελάσσονες θεότητες ήταν για τους πολλούς, για τους μεροκαματιάρηδες και για τις γυναίκες της γειτονιάς.
Έτσι, στο Περί της έκ λογίων φιλοσοφίας,, ο Πορφύριος ορίζει ένα χώρο για τον ανώτατο θεό, ένα για τους Ολύμπιους, τα ουράνια σώματα και, στο τρίτο βιβλίο του ίδιου έργου, ένα χώρο για τους ήρωες (τους ημίθεους) μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνει και τον Ιησού.
Η παραδοσιακή πεποίθηση είναι πως ο Πορφύριος αρχικά είχε σε μεγάλη υπόληψη τον Ιησού αλλά δεν έτρεφε καμία εκτίμηση για τους οπαδούς του που τον ανέδειξαν σε θεότητα. Οι αποδείξεις είναι ισχνές και ό,τι έχουμε στα χέρια μας ιδιαίτερα ασαφές. Προέρχεται κυρίως από τον Αυγουστίνο (Πολιτεία του Θεού 19. 22-23), που αναφέρει ότι ο Πορφύριος επαινούσε τους Εβραίους για την πίστη τους σε ένα θεό αλλά καταδίκαζε τους χριστιανούς για τη λατρεία του Ιησού ως θεό.
Δεδομένου όμως, ότι ο Πορφύριος θεωρούσε ότι ορθώς κάποιοι μεγάλοι άντρες όπως ο Ηρακλής, ο Ορφέας και ο Πυθαγόρας λατρεύονται ως θεοί για τα κατορθώματά τους, φαίνεται παράλογο να υποστηρίξουμε πως ο ίδιος είχε σε υπόληψη τον Ιησού. Στο βιβλίο 19 της Πολιτείας του Θεού, ο Αυγουστίνος παραθέτει τον Πορφύριο να λέει στο Περι της εκ λογίων φιλοσοφίας πως
…είναι πιο εύκολο να πετάξεις στον αέρα σαν πουλί παρά να επαναφέρεις στα συγκαλά της μια προληπτική χριστιανή νοικοκυρά. Άσ’ την να κάνει ό,τι θέλει, συμβουλεύει, «άσ» την να μοιρολογάει για ένα θεό (τον Ιησού) που πέθανε μέσα στις ψευδαισθήσεις του, που καταδικάστηκε από ορθά σκεπτόμενους δικαστές και έχασε τη ζωή του με τον πιο απεχθή τρόπο, καρφωμένος με πρόκες» (Πολιτεία του Θεού 19.23).
Το συμπέρασμα δεν μπορεί παρά να είναι ότι εσφαλμένα λατρεύουν οι χριστιανοί ως θεό τον Ιησού, μολονότι δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε καν με τους ήρωες. Αυτό, λοιπόν, εξηγεί το «χρησμό» του Απόλλωνα πως οι χριστιανοί δεν μπορούν να πειστούν πως είναι ανόητο να λατρεύουν έναν εγκληματία ως θεό —ένα θέμα που επανέρχεται στην αντιχριστιανική πολεμική τουλάχιστον από την εποχή του Κέλσου και το βρίσκουμε επίσης στην κριτική του εθνικού συγγραφέα τού Μακάριου.
Για να μιλήσουμε έξω από τα δόντια: τον Αυγουστίνο θα πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε με εξαιρετική προσοχή. Η θέση ότι οι θεοί έχουν ανακηρύξει τον Ιησού ευσεβή και τον έχουν συμπεριλάβει στους «σοφούς άνδρες των Εβραίων» (Πολιτεία του Θεού 19.23) μυρίζει έντονα χριστιανική παραχάραξη.
Στο ίδιο κομμάτι που παραθέτει ο Αυγουστίνος, ένας χρησμός της Εκάτης φαίνεται να λέει πως η ψυχή του Ιησού, παρ’ όλο που είχε εμπλακεί στις ψευδαισθήσεις και στην πλάνη όπως και άλλες ψυχές, απελευθερώθηκε από την πλάνη μετά το θάνατο του και ανήλθε, όπως και οι ψυχές άλλων ανθρώπων, στον ουρανό.
Αυτή την «ψυχή», οι χριστιανοί «μες στην άγνοιά τους», λατρεύουν ως θεό. Τούτος ο χρησμός δεν είναι, ωστόσο, όπως πολλοί υποστηρίζουν, μια ευνοϊκή κρίση για το πρόσωπο ή τη διδασκαλία του Ιησού. Επιπλέον, η φράση, «αυτό που πρόκειται να πω μπορεί να φανεί παράδοξο σε μερικούς: πως δηλαδή οι θεοί έχουν ανακηρύξει τον Χριστό ευσεβέστατο και αποφάνθηκαν ότι έχει γίνει αθάνατος», δεν βγάζει νόημα, εκτός κι αν ο ίδιος ο Αυγουστίνος εντυπωσιαζόταν ακούγοντάς την από το σεβαστό φιλόσοφο.
Κι είναι όντως εντυπωσιακό το ότι ο Πορφύριος παρουσίασε το χρησμό με αυτόν τον τρόπο. Βέβαια, δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τον Αυγουστίνο πως τον επινόησε, καθώς ο Ευσέβιος (Περί Ευαγγελικής αποδείξεως 3.6.39 3·7·1) είχε ήδη παραθέσει το ίδιο κομμάτι για να δείξει πως ο ΓΙορφύριος δεν περιφρονούσε τον Ιησού -σε αντίθεση με τον Ιεροκλή, ένα μαθητή του Πορφύριου που μισούσε τους χριστιανούς.
Μεταγενέστερες αναφορές στην ευσέβεια ή στη σοφία του Ιησού (πρβ. Αυγουστίνο, Αρμονία 1.11) ανατρέχουν σ’ αυτό το χρησμό της Εκάτης που ο Αυγουστίνος παραθέτει ως προερχόμενο από το έργο του ΓΙορφυριου. Όπως και να «χει, δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε από αυτήν την ισχνή μαρτυρία ότι οι χριστιανοί φοβόνταν το έργο του Πορφύριου «επειδή αποτιμούσε θετικά τον Ιησού, στα πλαίσια της παγανιστικής θρησκείας» (Wilken, σελ. ι6θ).
Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως τα υποτιμητικά σχόλια για τον Ιησού δεν μπορούν να ανήκουν στον Πορφύριο ή πως ο Πορφύριος είχε διατηρήσει μια θετική γνώμη για τον Ιησού επειδή ο τελευταίος λάτρευε το μοναδικό θεό του έθνους των Εβραίων. Η σύγκριση που κάνει ο Αυγουστίνος μεταξύ του χρησμού του Απόλλωνα που αποκαλεί το Χριστό ασεβή και εκείνου της Εκάτης που τον αποκαλεί «ευσεβέστατο», είναι μια προσπάθεια του χριστιανού δασκάλου να δείξει τις αντιφάσεις του Πορφύριου.
Γεγονός είναι, πάντως, ότι ο Αυγουστίνος επανειλημμένα παραποιεί το χρησμό της Εκάτης και σταδιακά παρερμηνεύει την κατά βάση αρνητική του αποτίμηση της διδασκαλίας του Ιησού.
Από την άλλη, είναι φανερό πως ο Πορφύριος, όπως και άλλοι εθνικοί πριν από αυτόν, πίστευε πως οι οπαδοί του Ιησού απέκλιναν από τη διδασκαλία του ιδρυτή τους, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι πίστευε πως ο ίδιος ο Ιησούς δίδαξε μια θρησκεία που επικεντρωνόταν στον ύψιστο θεό. Η αλήθεια μάλλον είναι ότι ο ΓΙορφύριος έβλεπε τον Ιησού ως ένα εγκληματία που δίκαια τιμωρήθηκε για τα εγκλήματά του από το ρωμαϊκό κράτος και συνεπώς δεν ήταν άξιος της ηρωοποίησής του ή της αποθέωσής του από τους παραπλανημένους οπαδούς του.
Ό,τι και να νόμιζε ο Πορφύριος για τον Ιησού, ο όγκος της κριτικής του στράφηκε κατά των ευαγγελιστών, των αποστόλων -ειδικά του Πέτρου- και της ιεραποστολικής δραστηριότητας όπως εκφράστηκε από τον Παύλο. Ξεκινά με το δεδομένο ότι οι αφηγήσεις των ευαγγελίων παρουσιάζουν ασυμφωνίες μεταξύ τους (πρβ. Αυγουστίνου Αρμονία 1.1) και συνεχίζει με τη συζήτηση ιδιαίτερων περιστατικών -από τα λόγια του Ιησού πάνω στο σταυρό μέχρι τα θεραπευτικά θαύματα που του αποδόθηκαν.
Ο «παγανιστής διανοούμενος» του Μακάριου πραγματεύεται τα ίδια θέματα που, όπως γνωρίζουμε από την Αρμονία του Αυγουστίνου, είχαν προσελκύσει την κριτική του Πορφύριου: ότι οι απόστολοι επινόησαν γενεαλογίες, ότι υπάρχουν ανακολουθίες ως προς το χρόνο θανάτου του Ιησού, ότι ο ίδιος ο Ιησούς δεν ισχυρίστηκε πως είναι θεός, και ότι η διδασκαλία του Ιησού ήταν ασαφής και αντιφατική.
Οι χαρακτηρισμοί του Αυγουστίνου επιβεβαιώνονται και από τον Ιερώνυμο (Επιστολή 57), που σημειώνει ότι ο Πορφύριος θεωρούσε τους ευαγγελιστές ανίκανους να καταγράφουν τις σωστές χρονολογίες και ότι συχνά έκαναν λάθη στη χρήση των εβραϊκών προφητειών: ο Μάρκος παραθέτει ένα απόσπασμα από τον Μαλαχία και το αποδίδει στον Ησαΐα (Μάρκος 1.2) ο Ματθαίος αποδίδει στον Ησαΐα ένα στίχο που ανήκει στον 77ο Ψαλμό -και πάει λέγοντας.
Μια γενική επισκόπηση του έργου του Πορφύριου
μάς δίνει την ακόλουθη εικόνα
Ξεκινώντας με μια εισαγωγή όπου αποκηρύσσονται οι φιλοδοξίες των χριστιανών («θέλουν πλούτη και δόξα … είναι αποστάτες που επιδιώκουν να πάρουν την εξουσία» -Αποκριτ. II 7 κ·ε·) ο Πορφύριος συνεχίζει θέλοντας να αποδείξει την ευτέλειά τους.
Αποδέχτηκαν αλλά παρεξήγησαν τους «μύθους» και τους χρησμούς των Εβραίων και εν συνεχεία έκαναν στροφή και τους τροποποίησαν έτσι ώστε να τους κάνουν ακόμη πιο χυδαίους (Harnack, απ. 1, 52, 73)· Η θρησκεία τους δεν έχει ούτε εθνικό στήριγμα ούτε λογική βάση, ζητούν από τους νεοφώτιστους να δεχτούν τα πάντα με τυφλή πίστη.
Επιπλέον, οι νεοφώτιστοι είναι το χειρότερο είδος ανθρώπων, άτομα ηθικά ανάπηρα τα οποία (πρβ. Κέλσο) αισθάνονται ασφαλή μέσα στην κοινή τους αδυναμία (Har- nack, απ. 81, 82, 87). Οι χριστιανοί απέδειξαν πως δεν νοιάζονται καθόλου για όσους έζησαν πριν από την έλευση του Ιησού: προφανώς, εκείνοι δεν μπορούν να σωθούν.
Οι χριστιανοί διδάσκουν παράλογες θεωρίες για το μαρτύριο του θεού ή για το μαρτύριο του γιου του ανώτατου θεού. Επίσης προσεύχονται για την καταστροφή του κόσμου -που τον μισούν γιατί τους μισεί κι αυτός- και πιστεύουν πως στο τέλος του θα αναστηθούν εκ νεκρών με τη σάρκα τους ακέρια. (Απ. 84, 85, 89, 92, 94)·
Ο ουρανός θα καταστραφεί και ο άρχων του κόσμου θα ριχτεί στο εξώτερο σκότος, όπως ένας τύραννος που εκδιώκεται από έναν αγαθό βασιλιά. Με αυτόν τον τρόπο σκέψης οι χριστιανοί δείχνουν περιφρόνηση για το θεό. Πώς θα μπορούσε να οργιστεί ο θεός; Εάν ο θεός είναι παντοδύναμος, όπως λένε και κάποιοι από τους δασκάλους τους, πώς θα μπορούσε να του κλέψει κανείς αυτά που του ανήκουν;
Αφού αμφισβητεί τη χρονολογία της Παλαιάς Διαθήκης (πρβ. Harnack, απ. 39″ 40-41′ 68′ 43) και επιχειρηματολογεί κατά της αλληγορικής ερμηνείας από πλευράς των χριστιανών, ο Πορφύριος θίγει το ζήτημα των συγγραφέων των ευαγγελίων και επιστολών, τους οποίους θεωρούσε αδαείς, ατζαμήδες και παραπλανητικούς.
Το ότι στρέφει τα βέλη του κυρίως κατά των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, στυλοβατών του χριστιανισμού, δείχνει πως θεωρούσε την καταρράκωση της φήμης τους σημαντική προϋπόθεση για την εξουδετέρωση των χριστιανικών ισχυρισμών. Ο ίδιος ο Παύλος είχε αποκαλέσει τους πιστούς χριστιανούς «άθλιους» (Προς Κορινθ. Α’6.9) και είχε υποσχεθεί στους οπαδούς του την νεκρανάσταση των «σάπιων, βρωμερών ανθρώπινων πτωμάτων» (πρβ. Αυγουστίνο, Πολιτεία του Θεού 22).
Όσο για τον Πέτρο, ο ίδιος ο Ιησούς τον είχε αποκαλέσει «σατανά» και, παρ’ όλα αυτά, του εμπιστεύτηκε τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών (Αποκριτικός III. 19 απ.). Οι απόστολοι αποδεικνύονται προδότες, δειλοί, αδύναμοι και υποκριτές -ακόμη και μέσα από τις αφηγήσεις των ίδιων.
Ο Ιησούς ο οποίος δήθεν επαινείται από την Εκάτη για την ευσέβεια και τη σοφία του στο Περί της έκ λογίων φιλοσοφίας, δεν βρίσκει έλεος στο Κατά χριστιανών. Οι παραβολές του είναι τετριμμένες και ακατανόητες.«Αποκρύπτονται από τους σοφούς και αποκαλύπτονται στους μωρούς», (Ματθ. 11.25), πράγμα που ενθαρρύνει την άγνοια και τον παραλογισμό.
Ο Ιησούς και οι οπαδοί του εκπροσωπούν μια ναρκωμένη ηθική που βρίσκεται στους αντίποδες της ελληνικής αναζήτησης για ηθική ανωτερότητα, η ευλογία που δίνει στους φτωχούς και δεινοπαθούντες κι η ταυτόχρονη αποκήρυξη των πλουσίων κάνει κάθε ηθική προσπάθεια ατελέσφορη.
Άλλωστε, δεν δίδαξε ότι το να πουλήσεις τα υπάρχοντά σου και να τα δώσεις στους φτωχούς, (Ματθ. 19-21) να γίνεις, δηλαδή, ένας άξεστος ζητιάνος που φορτώνεται στους συνανθρώπους του, είναι το αποκορύφωμα της χριστιανικής τελειότητας;
Επιπλέον, ο Ιησούς δεν ακολούθησε τις ίδιες του τις συμβουλές. Η επίδειξη της αδυναμίας του στον Κήπο της Γεθσημανή πριν τη σύλληψή του ήταν ατιμωτική, ενώ δίδασκε στους μαθητές του να αντιμετωπίζουν θαρραλέα τις διώξεις, εκείνος έτρεμε από φόβο όταν τον συνέλαβαν.
Όταν ο Ιησούς στάθηκε μπροστά στους διώκτες του μίλησε σαν ένοχος και όχι σαν ήρωας της κλάσης του Απολλώνιου Τυανέα, που κι εκείνον τον έσυραν μπροστά στο Δομητιανό (Απ. 62, 6y πρβ. Φιλόστρατου Τα ες τον Τυανέα ‘Απολλώνιον, 8.8). Αν ήταν θεός της τάξης των αρχαίων ηρώων, θα είχε πετάξει από το στηθαίο του ναού θα είχε εμφανιστεί μετά το θάνατο του να στοιχειώσει τον Ηρώδη και τον Πιλάτο -ή ακόμη καλύτερα, θα εμφανιζόταν μπροστά στη Σύγκλητο και στο λαό της Ρώμης για να αποδείξει πως είχε αναστηθεί εκ νεκρών.
Αυτό θα είχε πείσει τους πάντες για την ορθότητα της χριστιανικής πίστης και θα είχε γλιτώσει τους οπαδούς του από τις διώξεις που υπέφεραν για τις πεποιθήσεις τους. Εν ολίγοις, αν ο Ιησούς νοιαζόταν για τους οπαδούς του, θα είχε φροντίσει να τους γλιτώσει από τα μαρτύρια.
R. JOSEPH HOFFMANN Oxford University
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis