Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΑΙ ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ......ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΑ


ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 5 – 6 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1955

Κυριακή Χαλαμούδη
Ναι, λοιπόν. Ήτανε κατά τις έξι.. Με λέει ο μπαμπάς «Απόψε» λέει «δε βλέπω καλά τα πράματα, πάμε» λέει «να φύγουμε νωρίς». Εντωμεταξύ και ο γαμπρός μου, της αδερφής μου ο άντρας, κι εκείνος ήτανε στο δρόμο. Κι εκείνος έφυγε νωρίς απ’ το εργοστάσιο. Μπαίνουμε μέσα στο τραμ για να πάμε. Ο ένας επάνω στον άλλον. Πάμε στο σπίτι, έτσι μια αναταραχή, ένα ξεσηκωμό, εεε! δε στεκόσουνα καλά! Μόλις καθίσαμε, σούπα. Κρέας βραστό είχε εκείνη τη φορά, δε θα το ξεχάσω ποτέ. Και μόλις καθίσαμε, έρχονται κάτι πέτρες, απ’ τα παράθυρα, γιατί το σπίτι γύρω-γύρω ήταν ανοιχτό. Έρχονται κάτι πέτρες πεσκαβάλες, όχι λόγια. Μας σπάσανε τα πιάτα, σπάσανε πιρούνια, σπάσανε τζάμια, γύρω-γύρω το σπίτι, όλα! Τίποτα δεν αφήσαν όρθιο. Μόνον της αδερφής μου το δωμάτιο απ την μία πλευρά…, όπου χτυπήσανε πέτρες.... Το άλλο το σπίτι όλο το κάνανε κόσκινο. Τίποτα δεν αφήσανε. Μπήκανε από την πίσω πόρτα, τα ρημάξανε όλα και περάσανε μπροστά. Της αδερφής μου τα πράγματα τα κάναν’ ένα μπόγο. Και βάλανε μέσα, τι κουβέρτες, τι παπλώματα! Ό,τι μπορείς να φανταστείς. Κάναν ένα πελώριο μπόγο, και τον πήρανε και φύγανε. Τίποτα δεν μας αφήσανε. Αφού δεύτερη μέρα ο μπαμπάς μου με τον γαμπρό μου μαζί ... ψάχνουνταν…, και δεν είχανε παντελόνι να φορέσουν. Γιατί, όπως το βράδυ ήρθαν και βγάλαν τα ρούχα τους να καθίσουν αναπαυτικά, μείνανε μ΄ εκείνα τα ρούχα. Και δεν είχανε να βάλουνε να βγούνε έξω. Κι ύστερα από δυο μέρες, γυρνούσανε με τις μπυτζάμες. Εε, ήρθανε απ τη γειτονιά, κάποιοι Τούρκοι, πάλι Τούρκοι. Ε, ήρθανε και... λέει ο μπαμπάς μου «δε γίνεται, πρέπει να...» και τα έβγαλαν τα ρούχα τους, και μείνανε μέσα στο κρεβάτι, και τους έπλυνε, τους αύτωσε η μαμά .. ε, βέβαια ύστερα εντάξει τακτοποιηθήκανε, άλλα πήρανε, άλλα δανειστήκανε, απ τον θείο μου τον συχωρεμένο, της μαμάς μου τον αδελφό. Τα μαζέψανε όλα, και φέρανε ένα μεγάλο μπόγο και ντυθήκανε ο μπαμπάς και ο γαμπρός μου και βγήκανε στην κοινωνία… Ααχχχ...
Και ήταν ένας πολύ φτωχός Τούρκος γείτονας, ένας άνθρωπος πολύ καλός, θεός σχωρέσ’ τονα. Είχε έξι παιδιά αυτός. Και μας φώναξε από κει. Εντωμεταξύ για να πάμε στο πλάι είχε κάποιο βάθος. Μας πήραν αγκαλιά και πηδήξαμε. Και καθίσαμε εκεί πέρα, ως το πρωί. Εντωμεταξύ, ο άλλος ο γείτονας, πάλι απ το πλάι, για να μη φανεί ότι δεν έκανε τίποτα, βγήκε κάτω στην αγορά, στο Τσαρσί, έκανε ό,τι έκανε, πήρε και βοήθησε εκεί τάχα μου, έσπασε κάτι έτσι και γύρισε απάνω, ήρθε στο σπίτι. Εεε, ήταν ένα πράμα ακατανόητο. Δε μπορεί ανθρώπου νους να το βάλει, δεν μπορεί. Τώρα που τα θυμάμαι .. πάλι .., είμαι στην ίδια την κατάσταση. Τέλος πάντων.


Από το Αρχείο Προφορικών Μαρτυριών του Ι.Α.Π.Ε.
Μαρτυρία Κυριακής Χαλαμούδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

skaleadis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...