Εδώ και κάμποσο καιρό έχω αρχίσει να δημοσιεύω, κάθε δεύτερη Τρίτη, αποσπάσματα από το βιβλίο του πατέρα μου, του Δημήτρη Σαραντάκου, “Ο άγνωστος ποιητής Άχθος Αρούρης”
(εκδ. Ερατώ, 1995, εξαντλημένο), που είναι μια βιογραφία του παππού μου, του Νίκου Σαραντάκου (1903-1977), ο οποίος είχε το ψευδώνυμο Άχθος Αρούρης (που είναι ομηρική έκφραση και σημαίνει ‘βάρος της γης’). Η σημερινή συνέχεια είναι η εικοστή τρίτη. Η προηγούμενη συνέχεια βρίσκεται εδώ. Βρισκόμαστε στα 1938 και ο ποιητής, ο παππούς μου δηλαδή, παίρνει απόσπαση από τη Μυτιλήνη για τη Σάμο, πάντα ως υπάλληλος της ΑΤΕ.Το φθινόπωρο του ’38 πήρε απόσπαση για τη Σάμο. Η διοίκηση της Τράπεζας εκτιμώντας τις οργανωτικές του ικανότητες από τότε που κατάφερε μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να οργανώσει το υποκατάστημα της Σητείας, τον έστελνε να οργανώσει το υποκατάστημα της Σάμου, που υπήρχε μεν στα χαρτιά, βρισκόταν όμως εν υπνώσει, καθώς η Εθνική Τράπεζα αντιδρούσε με κάθε τρόπο στην εκχώρηση της αγροτικής πίστης στην Αγροτική.
Η Σάμος ήταν τότε ένα νησί που έσφυζε από ζωή και πλούτο. Τα κύρια προϊόντα του ήταν το θαυμάσιο μοσχάτο κρασί, ο ανθοσμίας, και τα καπνά, που εξάγονταν σε μεγάλες ποσότητες στην Ευρώπη και την Αμερική. Εκτός από κρασί και καπνό, το νησί παρήγε λάδι και δέρματα. Στον Λιμένα Βαθέος, την πρωτεύουσα του νησιού, υπήρχαν μεγάλες καπναποθήκες και στο Μαλαγάρι, απέναντι του, βρισκόταν το μεγάλο οινοποιείο της Ένωσης Συνεταιρισμών, ενώ στο Καρλόβασι λειτουργούσαν πολλά και αξιόλογα βυρσοδεψεία.
Η Σάμος είχε μείνει έρημη για έναν περίπου αιώνα, από το 1479, όταν οι κάτοικοί του μη αντέχοντας τις επιδρομές των κουρσάρων μετανάστευσαν ομαδικά στη Χίο, ως το 1562, όταν οι Οθωμανοί για να προσελκύσουν εποίκους έδωσαν στο νησί σημαντικά προνόμια. Έτσι στη Σάμο ήρθαν έποικοι από πολλά μέρη. Τα ονόματα πολλών χωριών (Μυτιληνιοί, Βουρλιώτες, Αρβανίτες, Πύργος, Παγώνδας –από τον Παγώνδα Ευβοίας), μαρτυρούν αυτόν τον εποικισμό.
Νησί ατίθασων ναυτικών η Σάμος ξεσηκώθηκε από τις πρώτες ελληνικές περιοχές το ’21 και αντιμετώπισε νικηφόρα κάθε απόπειρα των Τούρκων να πατήσουν το πόδι τους στο έδαφος της, μόλο που είναι σχεδόν κολλημένη στην Τουρκία. Διαμορφωθηκε τότε στο νησί ένα ιδιόμορφο καθεστώς, ημιαυτόνομο από την υπόλοιπη Ελλάδα, με πολύ έντονα δημοκρατικά χαρακτηριστικά.
Όταν αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδας, αλλά με τη Σάμο εκτός των συνόρων του νέου κράτους, οι Σαμιώτες ξεσηκώθηκαν και πάλι και ανάγκασαν τους Τούρκους να τους αναγνωρίσουν ως αυτόνομη ηγεμονία, με χριστιανό ηγεμόνα, φόρου υποτελή στο Σουλτάνο. Η αυτονομία της Σάμου που κράτησε ογδόντα χρόνια τελικά ωφέλησε το νησί, που σημείωσε μεγάλη οικονομική ανάπτυξη και ευημέρησε.
Όταν ο Νίκος έφτασε στη Σάμο, η αγροτική πίστη βρισκόταν στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας, που έκανε παν το δυνατό για να τη διατηρήσει. Το υποκατάστημα της Αγροτικής που είχε ιδρυθεί πριν από λίγα χρόνια ουσιαστικά δε λειτουργούσε. Ο διευθυντής του Νίκος Τουλ, Κεφαλλονίτης, ιρλανδικής καταγωγής, άνθρωπος εξαιρετικά μορφωμένος και καλλιεργημένος, που έπαιζε πιάνο σαν βιρτουόζος και είχε δημοσιεύσει μερικά φιλοσοφικά δοκίμια, ήταν εντούτοις από χαρακτήρος αλλά και από πλευράς πείρας ακατάλληλος να δώσει τις απαιτούμενες σκληρές μάχες ή και να οργανώσει στοιχειωδώς το ίδιο το υποκατάστημα.
Όταν διέγνωσε τις ικανότητες του ποιητή, του ανέθεσε την ουσιαστική διεύθυνση του υποκαταστήματος εν λευκώ. Ο Νίκος πράγματι ρίχτηκε στο έργο με όρεξη και δουλεύοντας υπεράνθρωπα κατάφερε μέσα σε οχτώ μήνες όχι μόνο να στήσει το υποκατάστημα αλλά να αποσπάσει την αγροτική πίστη από την Εθνική. Κατά τις διαδικασίες αυτές απόκτησε τη φήμη σκληρού διαπραγματευτή και πολύ τσαγκού ανθρώπου, την οποία ενίσχυσε αφήνοντας μουστάκι τζίβα και υιοθετώντας ως κάλυμμα κεφαλής τον μπερέ, όχι τον μπερέ των ζωγράφων ή των καλλιτεχνών αλλά εκείνον των ναυτικών και των φορτηγατζήδων.
Η πολλή δουλειά δεν τον εμπόδισε να δημιουργήσει γνωριμίες και φιλίες στο νησί, τόσο ανάμεσα στους συναδέλφους του όσο και με πολλούς Σαμιώτες. Πολύ σύντομα με το διευθυντή δημιούργησε στενότερες σχέσεις, πέρα από τις καθαρά υπηρεσιακές, και ο τελευταίος δεν άργησε να διαπιστώσει με κάποια έκπληξη, πως κάτω από το τραχύ παρουσιαστικό του ικανού υπαλλήλου του κρυβόταν ένας ευαίσθητος και πνευματικός άνθρωπος. Στενές σχέσεις δημιούργησε επίσης με το συνάδελφό του τον Παύλο τον Σουμίλα, τα δυο παιδιά του οποίου είχαν γίνει αχώριστα με το γιο του. Σε μια πασχαλινή οικογενειακή εκδρομή με τους συναδέλφους του στο μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού, ο ποιητής γνωρίστηκε με τον ηγούμενο της μονής, έναν λεβέντη καλόγερο, παλιό μακεδονομάχο, άνθρωπο με πλατιές ιδέες και τολμηρή γλώσσα. Ο ηγούμενος μετά τις πρώτες κουβέντες κατάλαβε με ποιον είχε να κάνει. Έκατσε στο τραπέζι τους, τους φίλεψε με κρασί από το κελάρι του μοναστηριού κι όταν ήρθαν στο κέφι κι οι άλλοι άρχισαν να χορεύουν, εξομολογήθηκε στον Νίκο:
«Νάξερες πόσο θάθελα να χορέψω τσάμικο, μα είναι κείνα τα κωλόπαιδα, που οπωσδήποτε θα με καρφώσουν στο Νομάρχη».
Πραγματικά στο μοναστήρι είχαν εκδράμει και πολλοί φαλαγγίτες της νεοϊδρυθείσας ΕΟΝ, που ήδη είχαν αποκτήσει επαξίως τη φήμη χαφιέδων του καθεστώτος. Ο ηγούμενος δε φοβόταν το Δεσπότη του, τον Ειρηναίο που ήταν γνωστός για το ευρύ πνεύμα και τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του, αλλά το Νομάρχη, έναν πεφυσιωμένο και αυταρχικό βλάκα.
Χάρη σε μια ιδιαίτερη οσμή, που αναδίδουν, θάλεγε κανείς, οι αριστεροί και που μόνο αυτοί ανιχνεύουν και η οποία οσμή τους επιτρέπει να αλληλοαναγνωρίζονται, ο Νίκος έπιασε φιλίες με τον καφετζή (και σκακιστή επίσης) ενός παραλιακού καφενείου, που με τη σειρά του τον γνώρισε και σ’ άλλους αριστερούς της πόλης. Στο καφενείο αυτό παίζανε συνήθως σκάκι και κουβέντιαζαν με τις ώρες, ενώ ο καφετζής πολλές φορές, όταν φεύγανε οι τελευταίοι πελάτες, κρατούσε τον Νίκο κι άκουγε μαζί του, παίζοντας σκάκι, την ελληνική εκπομπή της Μόσχας. Ένα βράδυ κατά τις δέκα (ο ποιητής δούλευε στην τράπεζα ως αργά και από το καφενείο περνούσε μετά τις εννιά), ενώ στο μαγαζί δεν υπήρχαν πελάτες, άρχισε να παίζει σκάκι με το μαγαζάτορα, ακούγοντας ταυτόχρονα το ραδιόφωνο, που λόγω της ώρας και της ερημιάς ακουγόταν σε ένταση μεγαλύτερη από όσην υπαγόρευε η στοιχειώδης προφύλαξη. Την ώρα ακριβώς που τελείωσε η ελληνική εκπομπή και ανακρουόταν η «Διεθνής», μπήκε στο καφενείο φουριόζος και ξεπαγιασμένος ο υποδιοικητής του Τμήματος της Χωροφυλακής, για να πιει ένα κονιάκ. Ο καφετζής αμέσως έκλεισε το ραδιόφωνο.
«Άσ’ το μωρέ, τι το κλείνεις; Δεν ακούς που παίζει το «Ναμπούκο» του Βέρντι;» διαμαρτυρήθηκε ο αστυνομικός, που ήταν μεν φιλόμουσος δε διέθετε όμως μουσικό αυτί.
Η σύναψη του Γερμανοσοβιετικού Συμφώνου Φιλίας έπεσε σαν κεραυνός στην παρέα των αριστερών φίλων. Ο καφετζής ιδίως τα ’χε
χαμένα. Ο Νίκος το δικαιολόγησε σαν προσπάθεια αντιπερισπασμού του Στάλιν στις ίντριγκες και τις αντισοβιετικές μανούβρες των Αγγλογάλλων, που σκοπό τους είχαν να στρέψουν τον Χίτλερ κατά των Σοβιέτ και κατόπιν να εξοντώσουν τον εξαντλημένο νικητή, όποιος κι αν ήταν αυτός. Ο Στάλιν με το Σύμφωνο, τους την έφερε.
Εκείνο το καλοκαίρι ήρθε στη Σάμο για λίγες μέρες ο αδελφός του ο Γιώργος. Είχαν τέσσερα χρόνια να ιδωθούν και στο διάστημα αυτό εκείνος είχε εξελιχθεί σε στέλεχος της Συρματουργίας του Αγγελόπουλου, που τότε μετατρεπόταν σε χαλυβουργία. Το επινικελωτήριο το κράτησε μόνος του ο Γιάννης. Ο Γιώργος είχε πολύ γόνιμες ιδέες και έφεση για έρευνα και, εφευρέσεις. Μολονότι δεν προχώρησε πέρα από το γυμνάσιο, ήταν πολύ μελετηρός και αναπλήρωνε με το διάβασμα τεχνικών και άλλων βιβλίων την έλλειψη των σπουδών.
Οι επιτυχίες του στον τομέα των πυριμάχων τον καθιέρωσαν στην επιχείρηση και οι επιστήμονες χημικοί και μεταλλειολόγοι του Αγγελόπουλου τον είχαν παραδεχτεί απόλυτα. Όταν αργότερα ο Αγγελόπουλος αγόρασε το εργοστάσιο κόντρα πλακέ του Ελλούλ, ο Γιώργος εφεύρε μια ισχυρή κόλλα με βάση την αιμοσφαιρίνη και η επιχείρηση έβγαλε πολλά λεφτά από την αξιοποίηση του αίματος των γειτονικών Νέων Σφαγείων, που ως τότε πετιόταν.
Ο Γιώργος ήταν πάντα γεμάτος λεφτά, τα οποία ξόδευε με απόλυτη ανεμελιά, κάνοντας ακριβά δώρα στα ανίψια του — ο γιος του Νίκου είχε πάντα τη μερίδα του λέοντος — βοηθώντας γενναιόδωρα φίλους και γνωστούς και οργανώνοντας γλέντια και εκδρομές με την παρέα του.
Όταν αποβιβάστηκε από το πλοίο, ρώτησε κάποιον αν ξέρει τον κύριο Σαραντάκο.
«Αυτόν με τον μπερέ και το μουστάκι;»
«Όχι, άλλος θα ’ναι, απάντησε απογοητευμένος ο Γιώργος και αποφάσισε να ψάξει να τον βρει μόνος του. Έτσι, όταν τελικά έφτασε ως την Τράπεζα, η πρώτη κουβέντα που είπε του μυστακοφόρου αδελφού του ήταν «φοράς μπερέ;».
Στη Σάμο ο Γιώργος έψαχνε να βρει πετρώματα κατάλληλα για την παραγωγή πυρίμαχων τούβλων. Μαζί με τον Νίκο γύρισαν όλο το νησί, πλούσιο σε δολομιτικά πετρώματα και εντόπισαν ορισμένα κοιτάσματα λευκολίθου.
Στη Σάμο ο ποιητής έγραψε τα περισσότερα μη σατιρικά ποιήματά του. Ήταν τότε τριάντα πέντε χρονών, γεμάτος υγεία και όρεξη για δουλειά και ζωή. Παρ’ όλη όμως αυτή τη διάθεσή του πολλά ποιήματά του ήταν μελαγχολικά και σε κάποιο βαθμό απαισιόδοξα. Η Ελένη έγραφε κι αυτή συνεχώς ποιήματα, τα περισσότερα γεμάτα νοσταλγία για τη Μυτιλήνη. Τα περισσότερα από τα ποιήματα της αυτά περιλήφτηκαν στη συλλογή Αύρες του νησιού μου, που εξέδωσε πολλά χρόνια αργότερα στην Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis