Το 1961 ο Groucho Marx έλαβε ένα σύντομο γράμμα από τον T.S. Eliot, στο οποίο ο Eliot, αφού του εξέφρασε τον θαυμασμό του για εκείνον ως καλλιτέχνη, του ζητούσε να του στείλει ένα αυτόγραφο.
Ο Marx, πράγματι του έστειλε μια φωτογραφία του, όμως, λίγο καιρό αργότερα, έλαβε και δεύτερο γράμμα από τον Eliot όπου τον παρακαλούσε να του στείλει άλλη φωτογραφία: τη φωτογραφία του Groucho όπως εμφανιζόταν στις ταινίες του, με το πούρο και το παχύ μουστάκι. Όταν παρέλαβε το δεύτερο αυτόγραφο, ο Eliot έστειλε ένα ακόμα γράμμα στον Marx, αυτή τη φορά ευχαριστήριο: «Επιθυμώ με το παρόν να σας βεβαιώσω ότι με μεγάλη χαρά έλαβα το πορτρέτο σας, το οποίο σύντομα θα πάρει τη θέση του, κορνιζομένο, στον τοίχο μου, δίπλα σε άλλους διάσημους φίλους όπως ο W.B. Yeats και ο Paul Valery». Ο Marx του ζήτησε ένα δικό του αυτόγραφο σε ανταπόδοση, ο Eliot του έστειλε (επιχειρώντας μάλιστα να κάνει και χιούμορ: «κι εμένα μου αρέσουν τα πούρα αλλά ούτε μέσα στη δική μου φωτογραφία υπάρχει πούρο»), και έτσι άρχισε μια αλληλογραφία μεταξύ τους, η οποία ανθολογείται στο βιβλίο The Groucho Letters που κυκλοφόρησε το 1965. Ο ευφυέστατος Marx περιφρονούσε την παράδοση και τους τύπους και υποδαύλιζε το χάος με το καταγαιστικό (και όχι πάντοτε κομψό) χιούμορ του. Ο Eliot, από την άλλη, ένας πικρόχολος και ψυχρός —κατά γενική ομολογία— άνθρωπος, υπερασπιστής της τάξης, της παράδοσης και του εκλεπτυσμένου γούστου. Το γεγονός ότι δύο προσωπικότητες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους απέκτησαν την οποιαδήποτε σχέση είναι από μόνο του αξιοπερίεργο, και αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον εξαιτίας του ότι δεν περιορίστηκαν στην αλληλογραφία αλλά θέλησαν —και κατάφεραν— να γνωριστούν από κοντά. Το πολλάκις αναβληθέν δείπνο πραγματοποιήθηκε τελικά επτά μήνες πριν από τον θάνατο —σε ηλικία 76 ετών— του Eliot. Έτσι λοιπόν, στις 3 Ιουνίου του 1964, ο T.S. Eliot έγραφε στον Groucho Marx για να επιβεβαιώσει πως θα έστελνε αμάξι στο ξενοδοχείο Savoy για να παραλάβει εκείνον και την «κυρία Groucho» και να τους μεταφέρει στο διαμέρισμά του, όπου θα έπαιρναν το δείπνο τους όλοι μαζί. Λέγεται, μάλιστα, πως ο Eliot είχε πει τότε ότι το γεγονός πως ο δημοφιλής κωμικός είχε δηλώσει δημοσίως ότι είχε πάει στο Λονδίνο για να συναντήσει εκείνον: «ανέβασε κατακόρυφα τις μετοχές μου στη γειτονιά, και ειδικά με τον μανάβη της γωνίας».
Το τι διημείφθη σ’ εκείνο το δείπνο, το μαθαίνουμε σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες επιστολές που υπάρχουν μέσα στο The Groucho Letters, την οποία ο Groucho απευθύνει στον αδελφό του Gummo. Περιγράφει τον διάσημο «δι’ αλληλογραφίας φίλο» του ως «ψηλό, αδύνατο αλλά και αρκετά καμπούρη —από τα γηρατιά, ή την αρρώστια, ή και από τα δύο μαζί», και πάντως, «αξιαγάπητο άνθρωπο και γοητευτικό οικοδεσπότη», αλλά δεν παραλείπει να συμπληρώσει πως η βραδιά δεν υπήρξε τόσο λογοτεχνική όσο την είχε φανταστεί:
… Σε κάθε περίπτωση ο γράφων, κατέφθασε στο σπίτι των Eliot πλήρως προτετοιμασμένος για μια λογοτεχνική βραδιά. Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας είχα διαβάσει τον Φόνο στον Καθεδρικό δύο φορές, την Έρημη Χώρα τρεις, και, για την περίπτωση που θα τελμάτωνε η συζήτηση, είχα ξεσκονίσει και λίγο τον Βασιλιά Ληρ. Που λες, την ώρα που παίρναμε τα απεριτίφ μας, υπήρξε μια στιγμιαία παγωμάρα — εκείνη η παγωμάρα που είναι σχεδόν αναπόφευκτη όταν συναντιούνται για πρώτη φορά δυο ξένοι. Έτσι, σχεδόν ξεκάρφωτα πέταξα έναν στίχο από την Έρημη Χώρα. Αυτό, σκέφτηκα, θα του δείξει πως έχω διαβάσει και κάνα δυο πράγματα εκτός από δελτία τύπου επιθεωρήσεων. Ο Εliot χαγέλασε συγκαταβατικά — σαν να μου έλεγε ότι ήταν ήδη βαθύς γνώστης των στίχων που είχε γράψει ο ίδιος και δεν υπήρχε λόγος να του τους απαγγέλω κι εγώ. Έτσι είπα να δοκιμάσω την τύχη μου με τον Βασιλιά Ληρ… Δε θα έλεγα ότι τον εντυπωσίασα ιδιαίτερα ούτε μ’ αυτό. Εκείνος ήθελε περισσότερο να μιλήσουμε για το Μια Βραδιά στην Όπερα και, μάλιστα, μου είπε και μια αστεία ατάκα από την ταινία —μία από τις δικές μου— που δεν τη θυμόμουν καθόλου. Είχε έρθει η δική μου σειρά να χαμογελάσω συγκαταβατικά… Δεν καθήσαμε πολύ γιατί αισθανθήκαμε και οι δύο ότι δεν είχε τις αντοχές να ξενυχτίσει συζητώντας — τουλάχιστον, όχι μαζί μου. Σου είπα, αλήθεια, πως τον αποκαλούσαμε «Τομ»; — κατά πάσα πιθανότητα επειδή έτσι τον λένε. Φυσικά του ζήτησα να αποκαλεί «Τομ» κι εκείνος εμένα — στη δική μου, όμως, περίπτωση, μόνο επειδή σιχαίνομαι το όνομα «Julius».
dimartblog.
Δικός σου,
Tom Marx
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis