Το σπήλαιο βρίσκεται κοντά στον Όρμο Περιστέρια, στο νοτιότερο σημείο της Σαλαμίνος (Εικ. 1). Έχει στενότατη είσοδο, ευρισκόμενη στην απότομη πλευρά ενός επιβλητικού ασβεστολιθικού όγκου, σε υψόμετρο 115 μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας. Το φυσικό βραχώδες άνδηρο (πλάτωμα) της εισόδου του (Εικ. 2), λουσμένο στο φως, σε ένα επίπεδο κυριολεκτικά "μεταξύ ουρανού και γης", προσφέρει εκπληκτική θέα προς την θαλάσσια έκταση του Σαρωνικού (Εικ. 3).
Στο όλο καρστικό σύστημα αναγνωρίζονται δέκα (10) χώροι. Το κυρίως σπήλαιο έχει συνολικό μήκος 47 μέτρων περίπου. Το εσωτερικό του είναι ένας κατασκότεινος λαβύρινθος, αποτελούμενος από μικρούς θαλάμους με χαμηλή οροφή, διαδρόμους, σύριγγες και κόγχες . Με την ιδιάζουσα μορφολογία και ατμόσφαιρά του, ζωντανεύει την περιγραφή του σπηλαίου του μεγάλου τραγικού στη Σαλαμίνα από τον Ρωμαίο Aulus Gellius: "δυσάρεστο και τρομακτικό".
Η πρώτη χρήση του σπηλαίου στα Περιστέρια ανάγεται στην Νεώτερη Νεολιθική και την αρχόμενη Τελική Νεολιθική περίοδο. Βεβαιώνεται από ένα μεγάλο αριθμό κεραμεικών και άλλων ευρημάτων (Εικ. 4, 5). Πρόκειται για το πρώτο μεγάλο σύνολο ευρημάτων της Νεολιθικής, που αποκαλύπτεται στην Σαλαμίνα.
Κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή εποχή, συγκεκριμένα κατά το διάστημα από τον 14ο έως τον πρώιμο 12ο αιώνα π.Χ., το σπήλαιο, ειδικότερα ο μεγάλος Θάλαμος 8, χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ενταφιασμών ατόμων από την ανώτερη, ίσως, κοινωνική ιεραρχία της περιοχής (Εικ. 6, 7). Το σπήλαιο στα Περιστέρια είναι το πρώτο, ουσιαστικά, απόλυτα βεβαιωμένο ταφικό σπήλαιο στην Ελλάδα (εξαιρουμένης της Κρήτης), σε συστηματική χρήση κατά την Ύστερη Μυκηναϊκή εποχή.
Η πρωϊμότερη ομάδα κεραμεικών ευρημάτων των καθαρώς ιστορικών χρόνων από την ανασκαφή του σπηλαίου ανάγεται στην Κλασική εποχή (στον ώριμο 5ο και πρώιμο 4ο αιώνα π.Χ.). Είναι εξαιρετικά μικρή σε όγκο, αποτελούμενη κυρίως από μικρά μελαμβαφή αγγεία ή όστρακα. Ανάμεσα στα Κλασικά αγγεία του Θαλάμου IV Γ, ξεχωρίζει μία μικρή ερυθρόμορφη λήκυθος του 430 π.Χ. περίπου, με ωραία παράσταση ιπταμένης Νίκης, έργο αξιόλογου, οπωσδήποτε, αγγειογράφου (Εικ. 8).
Στο Κλασικό κεραμεικό υλικό από τον θάλαμο αυτό περιλαμβάνεται και ο σκύφος με το όνομα του Ευριπίδη, το μείζον εύρημα της ανασκαφής. Ο σκύφος, κατά το ήμισυ περίπου σωζόμενος, αποτελεί εξαίρετο δείγμα λεπτής Αττικής κεραμεικής και στον πυθμένα του φέρει περίτεχνο αστεροειδές κόσμημα. Μπορεί να χρονολογηθεί, με ασφάλεια, στην δεκαετία 430-420 π.Χ., εάν όχι λίγο ενωρίτερα, είναι δηλαδή της εποχής του Ευριπίδη. (Εικ. 9)
Το όνομα του τραγικού ποιητή, από το οποίο σώζονται τα έξι (6) πρώτα γράμματα, είναι χαραγμένο ανάστροφα στην εξωτερική πλευρά του λεπτού τοιχώματος του σκύφου, με εξαιρετική επιμέλεια. Με βάση τους εμφανώς εξελιγμένους τύπους των γραμμάτων της επιγραφής και, με δεδομένη, τώρα, την αραιή ή περιστασιακή Ελληνιστική χρήση του σπηλαίου, θεωρώ ότι η χάραξη του ονόματος θα πρέπει να τοποθετηθεί στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική εποχή (στο διάστημα από τον ύστερο 1ο έως τον 3ο αιώνα μ.Χ.).
Το όνομα απαντά, εδώ, στην εκδοχή του με δύο Π. Η γραφή του (κυρίου) ονόματος, με δύο Π, τεκμηριώνεται από έξι (6), τουλάχιστον, Αττικές επιγραφές, ήδη από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. Εναλλακτικώς, θα μπορούσε να θεωρηθεί ανορθόδοξη γραφή ("ανορθόγραφη" εκδοχή) του Κλασικού ονόματος, από αυτές που απαντούν συχνότατα κατά την Ρωμαϊκή εποχή. Επισημαίνω, ότι το όνομα του τραγικού ποιητή Ευριπίδη έχει και την Ρωμαϊκή γραφή του, με ΕΙ στην δεύτερη συλλαβή: Η εκδοχή αυτή απαντά στο πασίγνωστο αναθηματικό ανάγλυφο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κωνσταντινουπόλεως και στη βάση αγαλματιδίου του ποιητή, χαμένου σήμερα, της Συλλογής F. Ursinus, σε επιγραφή ερμαϊκής στήλης από την τοποθεσία Velitrae της Ιταλίας και σε άλλη από την γειτονική προς την Σαλαμίνα Ισθμία, του 2ου αι. μ.Χ.
Το στοιχείο της μεγάλης χρονικής απόστασης, ανάμεσα στον μελαμβαφή σκύφο και στην επιγραφή, δεν στερείται παραλλήλων, θέλω να τονίσω, εφ' όσον εντοπίζονται πολλές περιπτώσεις χάραξης, σε Ρωμαϊκούς χρόνους, επιγραφών επάνω σε παλαιότερα αντικείμενα.
Η λατρευτική χρήση τμημάτων του χώρου κατά την επόμενη, Ελληνιστική εποχή τεκμηριώνεται από θραύσματα πήλινων ειδωλίων, αναγλύφων και αναθηματικών πλακιδίων.
Πλουσιώτατο είναι, στην συνέχεια, από όλους τους χώρους του σπηλαίου, το υλικό των Ρωμαϊκών χρόνων. Ο κύριος όγκος του ανάγεται στον ορίζοντα του 2ου και 3ου αιώνος μ.Χ., εποχή κατά την οποίαν το σπήλαιο στα Περιστέρια εδραιώθηκε ως αξιοθέατο, και έγινε τόπος απόδοσης τιμών στον Ευριπίδη και στον προστάτη του, τον Διόνυσο. Τα ευρήματα, σε σημαντικό ποσοστό αναθηματικού χαρακτήρα, υποδηλώνουν σταθερή κυκλοφορία προσκυνητών στο άνδηρο και στους θαλάμους του σπηλαίου. Η αρχαιολογική εικόνα που προβάλλει εναρμονίζεται απόλυτα με την είδηση για την επίσκεψη, κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ., στο Σπήλαιο του Ευριπίδη στη Σαλαμίνα, του Ρωμαίου συγγραφέα Aulus Gellius, όπως την μεταφέρει ο ίδιος.
Στα άφθονα κεραμεικά ευρήματα των Ρωμαϊκών χρόνων από το σπήλαιο, περιλαμβάνονται αρκετά τμήματα λύχνων, απαραίτητων για τις λατρευτικές πράξεις στους κατασκότεινους θαλάμους του, και ένας ανάγλυφος ερυθρωπός σκύφος με Διονυσιακές σκηνές. Στα αφιερώματα της Ρωμαϊκής εποχής συγκαταλέγονται και πολλά κοσμήματα: ασημένια ενώτια, δακτυλίδια και γυάλινες χάνδρες.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι το πλούσιο νομισματικό σύνολο από την Ρωμαϊκή χρήση του χώρου: Εντυπωσιάζει ένας άθικτος θησαυρός από 39 επάργυρα νομίσματα του Γαλλιηνού (260-268 μ.Χ.) και της συζύγου του Σαλωνίνας, από σημείο στο στενότατο τυφλό Διάδρομο IV Δ (Εικ. 10).
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό νομισματικό σύνολο δεν αποκλείεται να ήταν το "ταμείο" του ιερού σπηλαίου των χρόνων του αυτοκράτορος Γαλλιηνού και φαίνεται πιθανόν να είχε αποκρυβεί στο συγκεκριμένο σημείο στις παραμονές ή κατά την διάρκεια της μεγάλης επιδρομής των Σκανδιναβών Ερούλων και Γότθων κατά των Αθηνών και των νότιων Ελληνικών παραλίων, του 267 μ.Χ. Η απόκρυψη των νομισμάτων του Γαλλιηνού μας δίνει μία αίσθηση από τις τελευταίες ώρες του λατρευτικού άντρου της Σαλαμίνος, του οποίου η παρακμή ή καταστροφή μπορεί να αποδοθεί στη φοβερή αυτή αιτία.
Μετά την πάροδο χιλίων περίπου ετών πλήρους εγκατάλειψης του χώρου, το τελευταίο δραματικό κεφάλαιο στην ιστορία του σπηλαίου αποκαλύπτεται από την εύρεση, στους Θαλάμους 6 και 8, δύο διασκορπισμένων νομισματικών θησαυρών, κοσμημάτων και άλλων μικροαντικειμένων, που χρονολογούνται από την εποχή χρησιμοποίησης του χώρου ως κρησφυγέτου ευγενών και φυσικού "θησαυροφυλακίου", κατά την Φραγκοκρατία, συγκεκριμένα κατά τον 14ο αι. μ.Χ.
Πέραν της σημασίας που ενέχει η διακρίβωση των ποικίλων χρήσεων του σπηλαίου κατά τους προϊστορικούς και ιστορικούς χρόνους, η αναγνώριση, ειδικότερα, της λειτουργίας του χώρου ως ησυχαστηρίου- "καταφυγίου" ενός μεγάλου "επωνύμου" του 5ου αιώνος π.Χ., εξελιγμένου, μάλιστα, αργότερα σε αξιοθέατο και τόπο προσκυνήματος, είναι αναμφίβολα, το στοιχείο εκείνο που ανυψώνει το "άσημο" φυσικό μνημείο της Σαλαμίνος σε περίοπτο μνημείο της Αθηναϊκής πνευματικής ζωής των χρόνων της μεγάλης ακμής της.
Ο Ευριπίδης γεννήθηκε στην Σαλαμίνα το 485 ή το 480 π.Χ. και πέθανε στην Μακεδονία το 406 π.Χ. Ο πατέρας του, ο κτηματίας Μνήσαρχος καταγόταν από τον Αττικό δήμο της Φλύας, και από συνδυασμό πληροφοριών στις αρχαίες πηγές, συνάγεται ότι κατείχε μια έκταση στην Σαλαμίνα. Είναι χαρακτηριστικές, με τις κάποιες, ίσως, υπερβολές τους, οι περιγραφές της φυσιογνωμίας και του χαρακτήρα του τραγικού ποιητή, από τους αρχαίους βιογράφους του: "σκυθρωπός, σύννους, αυστηρός, μισογέλως και μισογύνης", κι ακόμη "σκυθρωπός, αμειδής και φεύγων τας συνουσίας".
Η προτίμηση του Ευριπίδη να αποσύρεται, "φεύγων τον όχλον", και να γράφει τα έργα του σε ένα σπήλαιο στην Σαλαμίνα, στοχαζόμενος τα "μεγάλα και τα υψηλά", αναφέρεται σε κείμενα τεσσάρων (4) αρχαίων συγγραφέων:
• Σε έργο του Φιλοχόρου, συστηματικού και αξιόπιστου ιστορικού του πρώιμου 3ου αι. π.Χ.
• Σε έργο του Σατύρου, Έλληνα συγγραφέα που έζησε στην Οξύρυγχο της Άνω Αιγύπτου κατά τον 3ο ή 2ο αι. π.Χ.
• Σε βιογραφικό κείμενο της ύστερης Ελληνικής Αρχαιότητας, με τον τίτλο Γένος Ευριπίδου και Βίος, ανωνύμου συντάκτη.
• Τέλος, σε κεφάλαιο του βιβλίου Noctes Atticae (Αττικές Νύκτες) του Aulus Gellius, Ρωμαίου συγγραφέα των μέσων του 2ου αι. μ.Χ., ο οποίος μάλιστα περιγράφει το σπήλαιο και δηλώνει ότι το επισκέφθηκε, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα.
Η μαρτυρία του Gellius, η τελευταία, χρονολογικά, στην σειρά των σχετικών πληροφοριών, είναι εξαιρετικά σημαντική: Δείχνει ότι η ανάμνηση του σπηλαίου του τραγικού ποιητή παρέμενε ζωντανή, πεντέμισυ περίπου αιώνες μετά τον θάνατό του και ότι η τοποθεσία του στην νότια ακτή του νησιού γινόταν σημείο προσέλευσης ξένων και Ελλήνων επισκεπτών.
Από τον Σάτυρο και τον ανώνυμο συντάκτη του Βίου περιγράφεται ως "σπήλαιον αναπνοήν έχον ες την θάλασσαν", ενώ για τον Gellius, το ιδιάζον εσωτερικό του προφανώς, είναι "δυσάρεστο/ απωθητικό και τρομακτικό" ("spelunca taetra et horrida"), μια φράση που είχε, μέχρι το 1994, μείνει εντελώς ασχολίαστη και βέβαια δυσεξήγητη.
Ο επισκέπτης που φθάνει σήμερα στο σπήλαιο, ακολουθώντας το αρχαίο μονοπάτι, αβίαστα διαπιστώνει ότι το φυσικό άνδηρο (πλάτωμα) της εισόδου του, με την βραχοσκεπή του, ένας πραγματικά θεόκτιστος εξώστης, στην απότομη πλαγιά του βράχου, με θέα στον Σαρωνικό, αποτελεί ιδεώδες σημείο μόνωσης, με εύκολη, σχετικά, πρόσβαση από το αγκυροβόλιο των Περιστεριών, όπου θα μπορούσε να βρει την ηρεμία και την έμπνευση ένας ποιητής, στην συγκεκριμένη περίπτωση ένας βαθειά στοχαστικός ποιητής και "στρυφνός" Αθηναίος, που πρέπει να γνώριζε καλά το μέρος αυτό από την εποχή των παιδικών του χρόνων στο πατρικό κτήμα στη Σαλαμίνα.
Γιάννος Γ. Λώλος
Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας
Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis