Καθώς το κουβάρι των αμερικανικών παρακολουθήσεων (πολιτών, ηγετών, εχθρών και συμμάχων, των πάντων – με την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα να κατέχει εξέχοντα ρόλο) εξακολουθεί να ξετυλίγεται, δημοσιεύουμε σήμερα αποσπάσματα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου Liquid Surveillance, A conversation.
To βιβλίο, διάλογος μεταξύ του στοχαστή Zygmunt Bauman και του κοινωνιολόγου David Lyon (εκκ. Polity Press, 2013), αποτελεί μια συνολική σπουδή στο ζήτημα της επιτήρησης, του νέου πανοπτισμού και των μορφών που παίρνει στον 21ο αιώνα. Σε ένα παλαιότερο άρθρο μου, στο ηλεκτρονικό περιοδικό Social Europe, στις 28.6.2011 εξέταζα από κοινού δύο φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους ειδήσεις, που δημοσιεύτηκαν την ίδια ημέρα, στις 19 Ιουνίου 2011.Καμία τους δεν έγινε πρωτοσέλιδο και θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν διαφύγει της προσοχής, στο καθημερινό «τσουνάμι πληροφοριών»: δύο μικρές σταγόνες σε μια πλημμύρα ειδήσεων που υποτίθεται ότι μας διαφωτίζουν, αποσαφηνίζοντας τι συμβαίνει, αλλά τελικά συσκοτίζουν και αποχαυνώνουν το βλέμμα μας.
Το πρώτο δημοσίευμα, που υπέγραφαν η Ελίζαμπεθ Μπουμίλερ και ο Τομ Σάνκερ, αφορούσε την εντυπωσιακή αύξηση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones), που έχουν φτάσει να είναι μικρά σαν λιβελούλες ή κολιμπρί που κουρνιάζουν σε ηλιόλουστα περβάζια· σε κάθε περίπτωση, είναι σχεδιασμένα, κατά τη γλαφυρή έκφραση του αεροναυπηγού Γκρεγκ Πάρκερ, «για να κρύβονται σε κοινή θέα».
Το δεύτερο δημοσίευμα, του Μπράιν Στέλτερ, ανακήρυττε το διαδίκτυο ως «τον τόπο όπου πεθαίνει η ανωνυμία». Το μήνυμα ήταν κοινό: αμφότερα τα κείμενα προοιωνίζονταν το τέλος της αορατότητας και της αυτονομίας, των δύο καθοριστικών χαρακτηριστικών της ιδιωτικότητας – παρότι γράφτηκαν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που επιτελούν κατασκοπευτικές και βομβαρδιστικές αποστολές, όπως οι διαβόητοι «Θηρευτές» -Predators («πάνω από 1.900 αντάρτες στις περιοχές όπου ζουν οι φυλές του Πακιστάν έχουν σκοτωθεί από αμερικανικές μη επανδρωμένες αποστολές από το 2006»), θα συρρικνωθούν σύντομα στο μέγεθος πτηνού ή, ακόμα καλύτερα, εντόμου. (Την κίνηση των φτερών των εντόμων θεωρείται πολύ ευκολότερο να τη μιμηθεί η τεχνολογία, σε σχέση με τις κινήσεις των πτηνών.
Σύμφωνα με τον επισμηναγό Μάικλ Άντερσον, που κάνει το διδακτορικό του στην προωθημένη ναυπηγική τεχνολογία, οι εξαιρετικές αεροδυναμικές επιδόσεις του γερακόσκορου,[1] ενός εντόμου γνωστού για την ικανότητά του να αιωρείται, είναι ο στόχος του σημερινού σχεδιαστικού οργασμού, που είναι σίγουρο ότι σύντομα θα δώσει αποτελέσματα, αφήνοντας πολύ πίσω αυτά που «μπορούν να κάνουν τα αδέξια αεροσκάφη μας»). Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της νέας γενιάς θα είναι αόρατα, τη στιγμή που θα καθιστούν τα πάντα γύρω τους ορατά· θα είναι ακαταμάχητα, τη στιγμή που θα κάνουν τα πάντα γύρω τους ευάλωτα. Με τα λόγια του Πήτερ Μπέικερ, καθηγητή ηθικής στη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ, αυτά τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη θα οδηγήσουν τον πόλεμο στη «μετα-ηρωική εποχή». Επίσης, σύμφωνα με άλλους μελετητές της στρατιωτικής ηθικής, θα μεγαλώσουν κι άλλο το τεράστιο «χάσμα ανάμεσα στο αμερικανικό κοινό και τους πολέμους του». Θα σημάνουν, με άλλα λόγια, ένα ακόμη άλμα (το δεύτερο μετά την αντικατάσταση των κληρωτών από επαγγελματίες στρατιώτες) προς την απόλυτη αορατότητα του πολέμου σε σχέση με το έθνος στο όνομα του οποίου διεξάγεται (καθώς δεν θα κινδυνεύουν ζωές από τον πληθυσμό του).
Κι έτσι, ο πόλεμος θα είναι πολύ πιο εύκολος –και πολύ πιο ελκυστικός– ως επιλογή, χάρη στην ολοκληρωτική σχεδόν απουσία παράπλευρων απωλειών και πολιτικού κόστους. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της επόμενης γενιάς θα βλέπουν τα πάντα, ενώ θα παραμένουν με άνεση αόρατα – κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. Δεν θα υπάρχει κανένα καταφύγιο, για να αποφύγει κανείς την παρακολούθηση. Ακόμη και οι υπεύθυνοι για τις αποστολές των μη επανδρωμένων αεροσκαφών τεχνικοί θα απολέσουν τον έλεγχο επί των κινήσεών τους κι έτσι δεν θα μπορούν –όσο ισχυρές πιέσεις κι αν δεχτούν–, να εξαιρέσουν οτιδήποτε από την ενδεχόμενη παρακολούθηση: τα νέα βελτιωμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη θα είναι προγραμματισμένα να πετούν μόνα τους, να ακολουθούν δρομολόγια της επιλογής τους, σε χρόνους της επιλογής τους.
Δεν υπάρχει όριο στις πληροφορίες που θα παρέχουν μόλις τεθούν σε λειτουργία στους προβλεπόμενους αριθμούς. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η πτυχή της νέας τεχνολογίας κατασκοπείας και επιτήρησης, η ικανότητά της δηλαδή να δρα από απόσταση και αυτόνομα, είναι που ανησυχεί περισσότερο τους σχεδιαστές της, και συνακόλουθα και τους δύο δημοσιογράφους που μεταφέρουν αυτούς τους προβληματισμούς: ένα «τσουνάμι δεδομένων», που ήδη κατακλύζει το αρχηγείο της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας, απειλεί να εξαντλήσει τις δυνάμεις του προσωπικού που προσπαθεί να το αφομοιώσει και να το επεξεργαστεί, και κατά συνέπεια απειλεί να ξεφύγει από τον έλεγχό του (ή και οποιουδήποτε άλλου). Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο αριθμός των ωρών που χρειάζονται οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Πολεμικής Αεροπορίας για να ανακυκλώσουν τις πληροφορίες που τους παρέχονται από τις μη επανδρωμένες πτήσεις αυξήθηκε κατά 3.100% –και, κάθε μέρα, άλλες 1.500 ώρες βιντεοσκοπημένου υλικού προστίθενται στον όγκο των πληροφοριών που διαγκωνίζονται για επεξεργασία. Μόλις η σημερινή περιορισμένη οπτική των αισθητήρων – σαν μέσα από καλαμάκι αναψυκτικού– των μη επανδρωμένων αεροσκαφών αντικατασταθεί από το «Βλέμμα της Γοργόνας» που θα μπορεί μεμιάς να αγκαλιάσει μιαν ολόκληρη πόλη (πρόκειται για εξέλιξη που επίκειται στο άμεσο μέλλον),[2] θα απαιτούνται 2.000 αναλυτές για την επεξεργασία των δεδομένων μιας μόνο μη επανδρωμένης πτήσης, αντί για τους μόλις δεκαεννέα αναλυτές που κάνουν την ίδια δουλειά σήμερα.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με σιγουριά εάν ή πότε ένα «κολιμπρί» θα προσγειωθεί στο περβάζι του. Αλλά όσον αφορά το «τέλος της ανωνυμίας» που ευγενικά μας προσφέρει το διαδίκτυο, το ζήτημα τίθεται κάπως διαφορετικά: εκεί συναινούμε εθελουσίως στον σφαγιασμό του δικαιώματός μας στην ιδιωτικότητα. Ίσως, απλώς συγκατανεύουμε στην απώλεια της ιδιωτικότητάς μας γιατί τη θεωρούμε λογικό αντίτιμο για τα θαύματα που μας προσφέρονται ως αντάλλαγμα. Ίσως, πάλι, η πίεση να οδηγήσουμε στο σφαγείο την προσωπική μας αυτονομία είναι τόσο συντριπτική, τόσο κοντινή στην κατάσταση ενός κοπαδιού προβάτων, που μόνο μια σπάνια, εξαιρετικά ανυπότακτη, τολμηρή, εριστική και αποφασιστική βούληση θα ήταν ικανή να προσπαθήσει να της αντισταθεί. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ωστόσο, μας προσφέρεται, τουλάχιστον κατ’ όνομα, μια επιλογή, όπως και η επίφαση τουλάχιστον μιας διμερούς σύμβασης, καθώς και το τυπικό τουλάχιστον δικαίωμα διαμαρτυρίας ή και άσκησης αγωγής σε περίπτωση που η σύμβαση αυτή παραβιαστεί: κάτι που δεν παρέχεται ποτέ στην περίπτωση των μη επανδρωμένων πτήσεων. Όπως όμως και να ‘χει, από τη στιγμή που μπαίνουμε στο διαδίκτυο, παραδινόμαστε στη μοίρα.
Ποιο συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί από τη συνάντηση αυτή μεταξύ των χειριστών των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και των διαχειριστών του Facebook, που, ενώ δουλεύουν με φαινομενικά αντίθετους σκοπούς και κινητοποιούνται από φαινομενικά αντίθετα κίνητρα, συνεργάζονται ωστόσο στενά, αποφασιστικά και άκρως αποτελεσματικά για την επίτευξη, τη διατήρηση και την επέκταση αυτού που τόσο πετυχημένα έχει ονομαστεί «κοινωνική διαλογή»;
Πιστεύω πως το πλέον αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της σημερινής εκδοχής της επιτήρησης είναι πως έχει, κατά κάποιον τρόπο, καταφέρει να αναγκάσει ή να δελεάσει αντίθετες δυνάμεις να συνεργάζονται αρμονικά, υπηρετώντας από κοινού την ίδια πραγματικότητα. Απ’ τη μια, το παλιό στρατήγημα του πανοπτισμού («Ποτέ δεν πρέπει να ξέρεις πότε παρακολουθείται το σώμα σου, ώστε στο μυαλό σου να είσαι διαρκώς υπό παρακολούθηση»), σταδιακά αλλά επίμονα και από ό,τι φαίνεται ακατάσχετα, τυγχάνει σχεδόν καθολικής εφαρμογής. Απ’ την άλλη, καθώς ο παλιός πανοπτικός εφιάλτης («Δεν είμαι ποτέ μόνος») έχει αναδιατυπωθεί παίρνοντας τη μορφή της ελπίδας «Να μη μείνω ποτέ ξανά μόνος» (εγκαταλελειμμένος, αγνοημένος και παραμελημένος, εξοστρακισμένος και αποκλεισμένος), ο φόβος του να αποκαλύπτεται κανείς έχει καταπνιγεί από τη χαρά του να μην περνάει απαρατήρητος.
Οι δύο παραπάνω εξελίξεις, και κυρίως η σύμπτωσή τους στην προώθηση του ίδιου στόχου, έγιναν φυσικά δυνατές από την αντικατάσταση της φυλάκισης και του εγκλεισμού ως της απώτατης απειλής για το υπαρξιακό αίσθημα ασφάλειας και μιας μείζονος πηγής άγχους, από τον αποκλεισμό. Η συνθήκη του να είναι κανείς παρακολουθητέος ή ορατός έχει συνεπώς επαναξιολογηθεί: από απειλή, έγινε πειρασμός. Η υπόσχεση της αυξημένης ορατότητας, η προοπτική να είναι κανείς εκτεθειμένος στο βλέμμα και την παρατήρηση όλων, ταιριάζει πολύ με την σχεδόν ακόρεστη αναζήτηση αποδείξεων κοινωνικής αναγνώρισης, και ως εκ τούτου μιας αξιομνημόνευτης –«ουσιαστικής»– ζωής. Το να έχει κανείς ολόκληρο το είναι του, με όλα του τα ελαττώματα, καταγεγραμμένο σε δημοσίως προσβάσιμα μητρώα μοιάζει να είναι το καλύτερο προληπτικό αντίδοτο στην τοξικότητα του αποκλεισμού — όπως και ένας αποτελεσματικός τρόπος να κρατηθεί μακριά η απειλή της εκδίωξης. Πράγματι, είναι ένας πειρασμός που λίγοι από όσους βιώνουν την, κατά κοινή ομολογία, επισφαλή κοινωνική ύπαρξη της εποχής μας θα είναι αρκετά δυνατοί για να τον αποκρούσουν.
του Ζύγκμουντ Μπάουμαν
μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου
ΕΝΘΕΜΑΤΑ RAMNOUSIA
To βιβλίο, διάλογος μεταξύ του στοχαστή Zygmunt Bauman και του κοινωνιολόγου David Lyon (εκκ. Polity Press, 2013), αποτελεί μια συνολική σπουδή στο ζήτημα της επιτήρησης, του νέου πανοπτισμού και των μορφών που παίρνει στον 21ο αιώνα. Σε ένα παλαιότερο άρθρο μου, στο ηλεκτρονικό περιοδικό Social Europe, στις 28.6.2011 εξέταζα από κοινού δύο φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους ειδήσεις, που δημοσιεύτηκαν την ίδια ημέρα, στις 19 Ιουνίου 2011.Καμία τους δεν έγινε πρωτοσέλιδο και θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουν διαφύγει της προσοχής, στο καθημερινό «τσουνάμι πληροφοριών»: δύο μικρές σταγόνες σε μια πλημμύρα ειδήσεων που υποτίθεται ότι μας διαφωτίζουν, αποσαφηνίζοντας τι συμβαίνει, αλλά τελικά συσκοτίζουν και αποχαυνώνουν το βλέμμα μας.
Το πρώτο δημοσίευμα, που υπέγραφαν η Ελίζαμπεθ Μπουμίλερ και ο Τομ Σάνκερ, αφορούσε την εντυπωσιακή αύξηση των μη επανδρωμένων αεροσκαφών (drones), που έχουν φτάσει να είναι μικρά σαν λιβελούλες ή κολιμπρί που κουρνιάζουν σε ηλιόλουστα περβάζια· σε κάθε περίπτωση, είναι σχεδιασμένα, κατά τη γλαφυρή έκφραση του αεροναυπηγού Γκρεγκ Πάρκερ, «για να κρύβονται σε κοινή θέα».
Το δεύτερο δημοσίευμα, του Μπράιν Στέλτερ, ανακήρυττε το διαδίκτυο ως «τον τόπο όπου πεθαίνει η ανωνυμία». Το μήνυμα ήταν κοινό: αμφότερα τα κείμενα προοιωνίζονταν το τέλος της αορατότητας και της αυτονομίας, των δύο καθοριστικών χαρακτηριστικών της ιδιωτικότητας – παρότι γράφτηκαν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη που επιτελούν κατασκοπευτικές και βομβαρδιστικές αποστολές, όπως οι διαβόητοι «Θηρευτές» -Predators («πάνω από 1.900 αντάρτες στις περιοχές όπου ζουν οι φυλές του Πακιστάν έχουν σκοτωθεί από αμερικανικές μη επανδρωμένες αποστολές από το 2006»), θα συρρικνωθούν σύντομα στο μέγεθος πτηνού ή, ακόμα καλύτερα, εντόμου. (Την κίνηση των φτερών των εντόμων θεωρείται πολύ ευκολότερο να τη μιμηθεί η τεχνολογία, σε σχέση με τις κινήσεις των πτηνών.
Σύμφωνα με τον επισμηναγό Μάικλ Άντερσον, που κάνει το διδακτορικό του στην προωθημένη ναυπηγική τεχνολογία, οι εξαιρετικές αεροδυναμικές επιδόσεις του γερακόσκορου,[1] ενός εντόμου γνωστού για την ικανότητά του να αιωρείται, είναι ο στόχος του σημερινού σχεδιαστικού οργασμού, που είναι σίγουρο ότι σύντομα θα δώσει αποτελέσματα, αφήνοντας πολύ πίσω αυτά που «μπορούν να κάνουν τα αδέξια αεροσκάφη μας»). Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της νέας γενιάς θα είναι αόρατα, τη στιγμή που θα καθιστούν τα πάντα γύρω τους ορατά· θα είναι ακαταμάχητα, τη στιγμή που θα κάνουν τα πάντα γύρω τους ευάλωτα. Με τα λόγια του Πήτερ Μπέικερ, καθηγητή ηθικής στη Ναυτική Ακαδημία των ΗΠΑ, αυτά τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη θα οδηγήσουν τον πόλεμο στη «μετα-ηρωική εποχή». Επίσης, σύμφωνα με άλλους μελετητές της στρατιωτικής ηθικής, θα μεγαλώσουν κι άλλο το τεράστιο «χάσμα ανάμεσα στο αμερικανικό κοινό και τους πολέμους του». Θα σημάνουν, με άλλα λόγια, ένα ακόμη άλμα (το δεύτερο μετά την αντικατάσταση των κληρωτών από επαγγελματίες στρατιώτες) προς την απόλυτη αορατότητα του πολέμου σε σχέση με το έθνος στο όνομα του οποίου διεξάγεται (καθώς δεν θα κινδυνεύουν ζωές από τον πληθυσμό του).
Κι έτσι, ο πόλεμος θα είναι πολύ πιο εύκολος –και πολύ πιο ελκυστικός– ως επιλογή, χάρη στην ολοκληρωτική σχεδόν απουσία παράπλευρων απωλειών και πολιτικού κόστους. Τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη της επόμενης γενιάς θα βλέπουν τα πάντα, ενώ θα παραμένουν με άνεση αόρατα – κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά. Δεν θα υπάρχει κανένα καταφύγιο, για να αποφύγει κανείς την παρακολούθηση. Ακόμη και οι υπεύθυνοι για τις αποστολές των μη επανδρωμένων αεροσκαφών τεχνικοί θα απολέσουν τον έλεγχο επί των κινήσεών τους κι έτσι δεν θα μπορούν –όσο ισχυρές πιέσεις κι αν δεχτούν–, να εξαιρέσουν οτιδήποτε από την ενδεχόμενη παρακολούθηση: τα νέα βελτιωμένα μη επανδρωμένα αεροσκάφη θα είναι προγραμματισμένα να πετούν μόνα τους, να ακολουθούν δρομολόγια της επιλογής τους, σε χρόνους της επιλογής τους.
Δεν υπάρχει όριο στις πληροφορίες που θα παρέχουν μόλις τεθούν σε λειτουργία στους προβλεπόμενους αριθμούς. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η πτυχή της νέας τεχνολογίας κατασκοπείας και επιτήρησης, η ικανότητά της δηλαδή να δρα από απόσταση και αυτόνομα, είναι που ανησυχεί περισσότερο τους σχεδιαστές της, και συνακόλουθα και τους δύο δημοσιογράφους που μεταφέρουν αυτούς τους προβληματισμούς: ένα «τσουνάμι δεδομένων», που ήδη κατακλύζει το αρχηγείο της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας, απειλεί να εξαντλήσει τις δυνάμεις του προσωπικού που προσπαθεί να το αφομοιώσει και να το επεξεργαστεί, και κατά συνέπεια απειλεί να ξεφύγει από τον έλεγχό του (ή και οποιουδήποτε άλλου). Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο αριθμός των ωρών που χρειάζονται οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Πολεμικής Αεροπορίας για να ανακυκλώσουν τις πληροφορίες που τους παρέχονται από τις μη επανδρωμένες πτήσεις αυξήθηκε κατά 3.100% –και, κάθε μέρα, άλλες 1.500 ώρες βιντεοσκοπημένου υλικού προστίθενται στον όγκο των πληροφοριών που διαγκωνίζονται για επεξεργασία. Μόλις η σημερινή περιορισμένη οπτική των αισθητήρων – σαν μέσα από καλαμάκι αναψυκτικού– των μη επανδρωμένων αεροσκαφών αντικατασταθεί από το «Βλέμμα της Γοργόνας» που θα μπορεί μεμιάς να αγκαλιάσει μιαν ολόκληρη πόλη (πρόκειται για εξέλιξη που επίκειται στο άμεσο μέλλον),[2] θα απαιτούνται 2.000 αναλυτές για την επεξεργασία των δεδομένων μιας μόνο μη επανδρωμένης πτήσης, αντί για τους μόλις δεκαεννέα αναλυτές που κάνουν την ίδια δουλειά σήμερα.
Κανείς δεν μπορεί να ξέρει με σιγουριά εάν ή πότε ένα «κολιμπρί» θα προσγειωθεί στο περβάζι του. Αλλά όσον αφορά το «τέλος της ανωνυμίας» που ευγενικά μας προσφέρει το διαδίκτυο, το ζήτημα τίθεται κάπως διαφορετικά: εκεί συναινούμε εθελουσίως στον σφαγιασμό του δικαιώματός μας στην ιδιωτικότητα. Ίσως, απλώς συγκατανεύουμε στην απώλεια της ιδιωτικότητάς μας γιατί τη θεωρούμε λογικό αντίτιμο για τα θαύματα που μας προσφέρονται ως αντάλλαγμα. Ίσως, πάλι, η πίεση να οδηγήσουμε στο σφαγείο την προσωπική μας αυτονομία είναι τόσο συντριπτική, τόσο κοντινή στην κατάσταση ενός κοπαδιού προβάτων, που μόνο μια σπάνια, εξαιρετικά ανυπότακτη, τολμηρή, εριστική και αποφασιστική βούληση θα ήταν ικανή να προσπαθήσει να της αντισταθεί. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ωστόσο, μας προσφέρεται, τουλάχιστον κατ’ όνομα, μια επιλογή, όπως και η επίφαση τουλάχιστον μιας διμερούς σύμβασης, καθώς και το τυπικό τουλάχιστον δικαίωμα διαμαρτυρίας ή και άσκησης αγωγής σε περίπτωση που η σύμβαση αυτή παραβιαστεί: κάτι που δεν παρέχεται ποτέ στην περίπτωση των μη επανδρωμένων πτήσεων. Όπως όμως και να ‘χει, από τη στιγμή που μπαίνουμε στο διαδίκτυο, παραδινόμαστε στη μοίρα.
Ποιο συμπέρασμα μπορεί να εξαχθεί από τη συνάντηση αυτή μεταξύ των χειριστών των μη επανδρωμένων αεροσκαφών και των διαχειριστών του Facebook, που, ενώ δουλεύουν με φαινομενικά αντίθετους σκοπούς και κινητοποιούνται από φαινομενικά αντίθετα κίνητρα, συνεργάζονται ωστόσο στενά, αποφασιστικά και άκρως αποτελεσματικά για την επίτευξη, τη διατήρηση και την επέκταση αυτού που τόσο πετυχημένα έχει ονομαστεί «κοινωνική διαλογή»;
Πιστεύω πως το πλέον αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της σημερινής εκδοχής της επιτήρησης είναι πως έχει, κατά κάποιον τρόπο, καταφέρει να αναγκάσει ή να δελεάσει αντίθετες δυνάμεις να συνεργάζονται αρμονικά, υπηρετώντας από κοινού την ίδια πραγματικότητα. Απ’ τη μια, το παλιό στρατήγημα του πανοπτισμού («Ποτέ δεν πρέπει να ξέρεις πότε παρακολουθείται το σώμα σου, ώστε στο μυαλό σου να είσαι διαρκώς υπό παρακολούθηση»), σταδιακά αλλά επίμονα και από ό,τι φαίνεται ακατάσχετα, τυγχάνει σχεδόν καθολικής εφαρμογής. Απ’ την άλλη, καθώς ο παλιός πανοπτικός εφιάλτης («Δεν είμαι ποτέ μόνος») έχει αναδιατυπωθεί παίρνοντας τη μορφή της ελπίδας «Να μη μείνω ποτέ ξανά μόνος» (εγκαταλελειμμένος, αγνοημένος και παραμελημένος, εξοστρακισμένος και αποκλεισμένος), ο φόβος του να αποκαλύπτεται κανείς έχει καταπνιγεί από τη χαρά του να μην περνάει απαρατήρητος.
Οι δύο παραπάνω εξελίξεις, και κυρίως η σύμπτωσή τους στην προώθηση του ίδιου στόχου, έγιναν φυσικά δυνατές από την αντικατάσταση της φυλάκισης και του εγκλεισμού ως της απώτατης απειλής για το υπαρξιακό αίσθημα ασφάλειας και μιας μείζονος πηγής άγχους, από τον αποκλεισμό. Η συνθήκη του να είναι κανείς παρακολουθητέος ή ορατός έχει συνεπώς επαναξιολογηθεί: από απειλή, έγινε πειρασμός. Η υπόσχεση της αυξημένης ορατότητας, η προοπτική να είναι κανείς εκτεθειμένος στο βλέμμα και την παρατήρηση όλων, ταιριάζει πολύ με την σχεδόν ακόρεστη αναζήτηση αποδείξεων κοινωνικής αναγνώρισης, και ως εκ τούτου μιας αξιομνημόνευτης –«ουσιαστικής»– ζωής. Το να έχει κανείς ολόκληρο το είναι του, με όλα του τα ελαττώματα, καταγεγραμμένο σε δημοσίως προσβάσιμα μητρώα μοιάζει να είναι το καλύτερο προληπτικό αντίδοτο στην τοξικότητα του αποκλεισμού — όπως και ένας αποτελεσματικός τρόπος να κρατηθεί μακριά η απειλή της εκδίωξης. Πράγματι, είναι ένας πειρασμός που λίγοι από όσους βιώνουν την, κατά κοινή ομολογία, επισφαλή κοινωνική ύπαρξη της εποχής μας θα είναι αρκετά δυνατοί για να τον αποκρούσουν.
του Ζύγκμουντ Μπάουμαν
μετάφραση: Δημήτρης Ιωάννου
ΕΝΘΕΜΑΤΑ RAMNOUSIA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis