Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Oι…Κιματογράφοι – Γράφει ο Νίκος Βαγενάς

IMG_1340Σε κάποιες όχι και τόσο παρωχημένες εποχές η ομαδική ψυχαγωγία εξεφράζετο με διαφόρους τρόπους και μέσα. Σε κάθε τόπο, κατά σειρά προτεραιότητος, προεξάρχοντα ρόλο είχαν όχι μόνον τα έθιμα ή ιδιότυπες συγκεντρώσεις σε ορισμένους χώρους (ομοίως με συγκεκριμένο κοινό), αλλά και συνήθειες με κοινή ρίζα, έτσι όπως συναντούντο σε όλη την επικράτεια. Στη δεύτερη περίπτωση, ανήκει και η ομαδική ψυχαγωγία μέσω του κινηματογράφου.

Σκοπός του παρόντος σημειώματος δεν είναι να γίνει αναφορά στις ιδιαιτερότητες αυτού του μέσου ως επιχείρηση ή να γνωστοποιηθούν οι κανόνες λειτουργίας περί δημοσίων θεαμάτων. Αυτό, κάλλιστα, μπορεί να πράξει εκείνος που είχε και έχει άμεση συγγενική σχέση με τους, πάλαι ποτέ, ιδιοκτήτες, ακόμα δε κι εκείνος που είχε άμεση γνώση του αντικειμένου, εργαζόμενος ως μηχανικός προβολής.
Ομιλία του Πανταζή Κοντομιχή στο «Πάνθεον». (H φωτογραφία είναι του Νίκου Κατωπόδη – Πανοθώμου και περιλαμβάνεται στο Φωτογραφικό Λεύκωμα «Έτη Φωτός», που εξέδωσε το 2006 η Δημόσια Βιβλιοθήκη Λευκάδας)
Ως γνωστόν η Χώρα είχε, μέχρι πρότινος, τέσσερις συνολικά κινηματογράφους, εκ των οποίων οι δυο πραγματοποιούσαν μόνον θερινές προβολές, ενώ οι άλλοι δυο είχαν την δυνατότητα να διαθέτουν και χειμερινή αίθουσα. Κατ’ αλφαβητική σειρά, υπήρχαν ο «Απόλλων», το «Σινέ Ελένη» (ήταν το νεώτερο), το «Πάνθεον» και ο «Φοίνιξ». Εξ’ αυτών ο «Απόλλων» και το «Πάνθεον» διέθεταν χώρους για τις χειμερινές και θερινές προβολές, ενώ οι δυο άλλοι, όπως προειπώθηκε, είχαν μόνον αίθριους χώρους.
IMG_1352
Η αίθουσα του «Απόλλωνα» στη δεκαετία του ’80. Η φωτογραφία περιλαμβάνεται στο βιβλίο της Τούλας Σκληρού «Λευκάδα… μνήμη μιας πόλης» που εκδόθηκε το 2013 από τις εκδόσεις primarogli.
Από τους δυο πρώτους και (αρχαιότερος) ο μεν «Απόλλων» είχε τη χειμερινή του αίθουσα στην τωρινή, όπου στεγάζεται η Κινηματογραφική Λέσχη, λειτουργούσα υπό την εποπτεία του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Λευκάδος και μάλιστα διατηρούσα την αρχικήν επωνυμία, το δε «Πάνθεον» στο καντούνι (οδός!!!… Ακαρνανίας) που βρίσκεται απέναντι από την Κάτω Βρύση. Το αίθριον των θερινών προβολών ευρίσκετο σε άλλη θέση, όπου ο μεν «Απόλλων» εφιλοξενείτο σ’ έναν τεράστιο και μακρόστενο οπισθαύλιο χώρο, όπου σήμερα η πρώην ταβέρνα «Πυροφάνι», το δε «Πάνθεον», στον οπισθαύλιο χώρο, όπου σήμερα το ξενοδοχείο «Λευκάς». Η είσοδος του πρώτου, ευρίσκετο απέναντι από το ξενοδοχείο «Santa Maura» και δη παραπλεύρως του απέναντι ξενοδοχείου «Ionion» έχοντας ως δεξιό πλαϊνό, στο ισόγειο, το υαλοπωλείο της Φιφίκας και αριστερό το ισόγειο κτήριο μέσα στο οποίο εστεγάζοντο τα γραφεία της ΔΕΗ, κατά τα πρώτα χρόνια της παρουσίας της στο νησί.
Το αυτό κτήριο, αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως… σαλαμτζίδικο του Ανδρέα Ντελημάρη. Η είσοδος, λοιπόν, αντιστοιχούσε στην μπούκα ενός ιδιωτικού μικρο-καντουνιού και ήταν διανθισμένη με πράσινο καφασωτό και η επωνυμία «Απόλλων» εφωτίζετο από λάμπες φθορίου. Το ταμείο, ευρίσκετο στο τέρμα, λίγα μέτρα πιο μέσα και κατόπιν και προς τις δυο κατευθύνσεις, δεξιά-αριστερά εξετείνετο το αίθριον. Η οθόνη εξαντλούσε όλο το πλάτος του χώρου, αφήνοντας στενοτάτη δίοδο και ήτο στραμμένη κατά την παραλία, δηλαδή οι θεατές «κοιτούσαν το κάστρο». Απαραίτητη θέση, δίπλα στο ταμείο, είχε προβλεφθεί και για τον ελεγκτή ο οποίος μεριμνούσε δια την σίτισιν του κρατικού θηρίου, περί φορολογήσεως των δημοσίων θεαμάτων.
Η αυτή, περίπου, εικόνα, ίσχυε και για το «Πάνθεον» του οποίου η είσοδος ευρίσκετο επί της οδού Φίλιππα-Πανάγου, δηλαδή στον πίσω δρόμο του «Μποσκέττο» και μάλιστα δίπλα από το μακρόστενο κτήριο που φιλοξενούσε το μαρμαράδικο του Γ. Τσουρελή και παλαιότερα τα γραφεία μιας ακτοπλοϊκής εταιρίας. Η είσοδος σχημάτιζε έναν προθάλαμο και κατόπιν γωνιωδώς οδηγούσε προς το αίθριο, αποκρύβοντας κατ’ αυτόν το τρόπον την οθόνη από τον δρόμο.
IMG_1355
«Σινέ Φοίνιξ» 1963. Η φωτογραφία περιλαμβάνεται στο λεύκωμα: «Λευκάδα – Αλισάχνη στα ίχνη της ζωής» που εξέδωσε το 2012 το βιβλιοπωλείο Τσιρίμπαση.
Ο «Φοίνιξ», ιδρύθη κατά τα μισά της δεκαετίας του 1960 και προ των εμβατηρίων. Στην τότε ανατολική παραλία, επικρατούσε ερημιά κατά την διάρκεια της νύχτας και η λειτουργία του κινηματογράφου έδωσε, όντως, ζωή έστω και κατά την θερινή περίοδο. «Στήθηκε» περίπου στο μέσον της σημερινής ανατολικής παραλίας, γνωστή, κατά ένα μέρος, από παλιά ως Μαϊστράτο (Magistratto). Και μια διευκρίνιση επί του προκειμένου. Κατ’ άλλους, βασιζόμενοι προφανώς σε παλαιότερες γνώμες, το λεγόμενο Μαϊστράτο υπήρχε στον βορειοδυτικό τομέα της παραλιακής ζώνης της Χώρας. Ασφαλώς, η παρανόηση οφείλεται στις ιταλικές λέξεις οι οποίες ως γνωστόν παραφράζονται, ακουστικώς, στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. Έτσι η λέξι Magistro (ανώτατος δικαστής, διοικητής) συνταυτίστηκε με την παραφθαρμένη λέξη Μαΐστρος (Magistrale = μαΐστρος, μαϊστράλι), όπου πράγματι ο ειπωμένος τομέας της Χώρας, βρίσκεται διαρκώς, δροσιζόμενος, από τον β/δυτικό άνεμο δηλ. τον Μαΐστρο.
DSCN1450
Σινέ Ελένη
Τέλος, το «Σινέ Ελένη», ευρίσκετο, μέχρι λίγα χρόνια πριν, πίσω από τις κερκίδες του γηπέδου, έχοντας είσοδο από τον δρόμο της Κουζούντελης. Στη θέση του αιθρίου, πριν κάμποσες δεκαετίες, υπήρχε το εξοχικό καφενείο του Φατούρου.
Όλες οι παραπάνω επιχειρήσεις ήσαν οικογενειακού χαρακτήρα εκ των οποίων μόνον η τελευταία, το «Σινέ Ελένη» ανήκε σ’ έναν ιδιοκτήτη ενώ οι υπόλοιπες συνίσταντο από συνιδιοκτησία μεταξύ αδελφών (Απόλλων – Φοίνιξ) και πατρός-υιών (Πάνθεον).
Παλαιότερα, απ’ όσο έχει καταγραφεί στη μνήμη, τον χειρισμό της μηχανής-προβολής επιμελούντο ειδικοί υπάλληλοι, εκ των οποίων γνωστοί απέμειναν ο Σ. Παρίσης ή Πάπιος και ο Περδικάρης ή Ντεκλάνης. Μεταγενέστερα, τον χειρισμό ανέλαβαν, ο ένας εκ των ιδιοκτητών και στα τελευταία, οι πασίγνωστοι Καβλέτζος και Μυτόνας. Πέραν όμως, όλων των άλλων υπήρχαν και μικρο-βοηθοί οι οποίοι είχαν επιφορτισθεί τον καθημερινό καθαρισμό των αιθουσών ή των αιθρίων, τη στοίχιση των καθισμάτων, την παράδοση-παραλαβή των μπομπίνων-ταινιών μέσω του πλοίου, τη μεταφορά των ταμπλώ με τις φωτογραφίες του έργου στα καθορισμένα σημεία του παζαριού, καθώς επίσης και την πώληση ξηρών καρπών στα διαλείμματα.
Ένας εξ’ αυτών, ήτο και ο πανύψηλος και αδύνατος τότε (λες κι έτρωγε τα φ’τίλια τ’ Άη Γιαννιού) Χρήστος Φέξης. Αρκετά χρόνια αργότερα στο «πόδι» του Χρήστου «πήγε» ο συμπαθής Γιάννης Παπουτσόπουλος, τον οποίο μάλιστα αποκαλούσαν με το όνομα του πατέρα του, γνωστός ως Σπ(υ)ρο(αι)μίλιος.
KINHMATOGRAFOI
Η διαφήμιση του υπό προβολήν έργου-ταινίας, είχε και αυτή την ιδιαιτερότητά της. Έτσι στον προθάλαμο των χειμερινών αιθουσών υπήρχαν φωτογραφίες από σκηνές ταινιών οι οποίες θα επαίζοντο προσεχώς, ενώ στις εισόδους των θερινών αιθρίων, υπήρχε επί πλέον και το κινητό ταμπλώ με ενημερωτικό υλικό (φωτογραφίες – τίτλος του έργου) για την ταινία της βραδυάς.
Το κινητό ταμπλώ ήτο μια «δίποδη» επιφάνεια η οποία από τη μέση και κάτω εκαλύπτετο με λευκό χαρτί του μέτρου, πάνω στο οποίο ανεγράφετο ο τίτλος του έργου συνοδευόμενος από πομπώδεις χαρακτηρισμούς όπως λ.χ. «η ταινία του αιώνος» ή «ο κολοσσός των Κολοσσών» και μάλιστα εάν όντως το έργο ήτο αξιόλογο, την επομένη μέρα, πάνω σε μια επιπρόσθετη λωρίδα χαρτιού επικολλάτο η φράση: «ρωτήστε όσους το είδαν». Ως συνήθως ο τίτλος ανεγράφετο με πηχυαίους τίτλους, έγχρωμος, ενίοτε δε και με φωτοσκίαση άλλου χρώματος, ενώ οι συνοδεύοντες χαρακτηρισμοί, ελάμβαναν χρωματισμούς διαφορετικούς από του τίτλου με κυρίαρχο, πάντα σχεδόν, το μαύρο. Την αναγραφή των ταμπλώ, ανελάμβαναν οι ιδιοκτήτες και ειδικώτερα του «Πάνθεον» επιμελείτο ο Χάρης Γιαννουλάτος, του «Απόλλων» ο Γιώργος Σκληρός και του «Φοίνιξ» ο Πάνος Τσιρίμπασης. Ο ιδιοκτήτης του «Σινέ Ελένη» δεν φιλοτεχνούσε παρόμοιο ταμπλώ και αρκείτο μόνον στις φωτογραφίες.
Το ταμπλώ από τη μέση και πάνω, έφερε στερεωμένες, με πινέζες, φωτογραφίες διαφόρων επιλεγμένων σκηνών της ταινίας, οι οποίες στις τέσσερις γωνίες ήταν χιλιοτρυπημένες, από την «λιτανεία» τους ανά το πανελλήνιον, ενώ στην κορυφή σε μόνιμη βάση ανεγράφετο η επωνυμία του κινηματογράφου. Επί πλέον το όλο σύνολο, αναλόγως της υποθέσεως του έργου, εχαρακτηρίζετο ως «Κατάλληλον», ή «Ακατάλληλον» και σπανίως «Αυστηρώς Ακατάλληλον», φέρον προς τούτο την ειδική έγγραφη σήμανση.
el sintΑπό τη δεκαετία του 1960 και πίσω, υπήρχε και η λεγόμενη «Μαθητική», δηλαδή η προβολή που απευθύνετο στα Σχολεία, γενικώς, η οποία επραγματοποιείτο Σάββατο απόγευμα και με θέμα την περιπέτεια (βλέπε Ταρζάν – Ιβανόη – Ρομπέν των Δασών κ.ά.) ή το γέλιο τύπου Σαρλώ – Χονδρός-Λιγνός κ.ά.
Η προβολή κάθε ταινίας ήτο διήμερη και επαναλαμβανόμενη δυο φορές την ίδια βραδυά. Αργότερα καθιερώθηκε, μόνον την Κυριακή, η προβολή δυο ταινιών, από μία φορά η κάθε μια, από ’κείνες που «παίχτηκαν» την εβδομάδα. Συνολικά ο κάθε κινηματογράφος έπαιζε 3 ταινίες την εβδομάδα, εκ των οποίων την Τετάρτη, η μία αντιστοιχούσε σε Ελληνική.
Τα πόστα των ταμπλώ, στο παζάρι, ως συνήθως ευρίσκοντο: α) Στο «κούτελο» που δημιουργούσε το στένεμα του παζαριού μπροστά από το υποδηματοπωλείο του Γιώργου Γιαννουλάτου και μετέπειτα Γραφείο Τουρισμού του ιδίου και μάλιστα εκεί όπου σήμερα το κατάστημα «Δανάη». β) Ακουμπιστά στο γκαράζ του Κόγκα (πατέρα του οδοντογιατρού Σπ. Κόγκα) λίγα μέτρα, μόλις, πιο πάνω από το περίπτερο του Κοκόλια, στην πλατεία. γ) Παραπλεύρως από το χρυσοχοείο του Χρύσανθου Χατζηγεωργίου, απέναντι από το ρολόϊ τ’ Άη Νικόλα κι αργότερα σε κάποια κενά, που υπήρχαν μεταξύ των μαγαζιών, λίγα μέτρα παρακάτω (από το κουρείο του Κ. Καρτάνου μέχρι το φούρνο τ’ Αυγερινού). δ) Στον τοίχο του Σταυρέϊκου σπιτιού, απέναντι από την νυν Εθνική Τράπεζα. ε) Παραπλεύρως των «Εισοδίων», η οποία θέση ανήκε στον «Φοίνιξ» και στ) παραπλεύρως του γαλακτοπωλείου «Σταθάκη» (Τιμόθεου Κοψιδά) και πρατηρίου οινοποιΐας «Βέρτζαμο», την οποία χρησιμοποιούσε το «Σινέ Ελένη».
Αξίζει να σημειωθεί ότι κανείς ιδιοκτήτης κινηματογράφου, δεν διανοήθηκε ν’ ακουμπήσει «ταμπλώ» είτε στον τοίχο του Άη Σπ(υ)ρίδωνα είτε μπροστά απ’ αυτήν, κάτι που οι νεοβάρβαροι του ποδοσφαίρου, του μπάσκετ και άλλων τσιρκοειδών εκδηλώσεων, αναιδώς δίνουν το παρόν κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Οι νέες εξελίξεις, ανά την επικράτεια, επέφεραν οικονομικο-κοινωνικές αλλαγές και δη λίγο πριν ή λίγο μετά του 1980, τα αίθρια των κινηματογράφων έκλεισαν. Έτσι οι διάφορες επεμβάσεις στον ανατολικό παραλιακό τομέα της Χώρας, υποχρέωσαν τους ιδιοκτήτες του «Φοίνιξ» να διακόψουν την λειτουργία, αφού ήτο πλέον δύσκολο να εξευρεθεί ανάλογος χώρος στον πολεοδομικό ιστό, ενώ η οικοδόμηση των αιθρίων του «Απόλλων» και «Πάνθεον» υποχρέωσαν τους ιδιοκτήτες του πρώτου να αναζητήσουν νέο χώρο, τον οποίον και τελικά ηύραν στο κατεδαφισμένο κτήριο του Γιαμαλάκη δίπλα από το καφενείο του Κορότου.
Ο ιδιοκτήτης του «Πάνθεον», ομοίως, διέκοψε τη θερινή λειτουργία λόγω της επικειμένης ανεγέρσεως του ξενοδοχείου «Λευκάς». Εν τούτοις οι ιδιοκτήτες και των δυο κινηματογράφων, διετήρησαν τις χειμερινές αίθουσες εκ των οποίων η μεν του «Απόλλων» ευρίσκεται σε λειτουργία, ως Κινηματογραφική Λέσχη, όπως προειπώθηκε, ενώ η αντίστοιχη του «Πάνθεον» υπολειτουργούσε, έως τα μισά της δεκαετίας του 1990, χρησιμοποιούμενη ως αίθουσα ομιλιών, παιδικών χορών και ελαχίστων προβολών, υπό την διεύθυνση επ’ ενοικίω, του δαιμονίου Καβλέτζου.
Βέβαια κατά το παρελθόν η χειμερινή αίθουσα του «Πάνθεον» εγνώριζε μεγάλες δόξες, είτε μέσα από τις «Καρναβαλικές χοροεσπερίδες» είτε μέσα από διάφορα φιλολογικά πρωϊνά και ομιλίες, εκ των οποίων ομιλιών ξεχώριζαν οι ανεπανάληπτες του Κώστα Ντε Βαλαμόντε, κατά κόσμον «Κοκονιόρου», με θέματα… ιατροφιλοσοφικού περιεχομένου! Φυσικά δεν υστερούσαν και οι χορωδία-θεατρικές παραστάσεις με συμμετάσχοντας τους διδύμους αδελφούς Πύλο – Νιόνο, σε προεξάρχοντες ρόλους εκτός σεναρίου!!!
Η οικοδόμηση του, επ’ ενοικίω, αιθρίου «Απόλλων», συνέτεινε και στην αντίστοιχη διακοπή της λειτουργίας ως θερινό σινεμά, οριστικά πλέον, απομένοντας μόνον η χειμερινή αίθουσα η οποία λειτουργούσε ως επιχείρηση, πριν λίγα χρόνια, όσο ήσαν εν ζωή οι αδελφοί Σκληρού. Επειδή, κατά κάποιον τρόπο ήτο ο τελευταίος χειμερινός κινηματογράφος λίγο πριν περιέλθει στον Δήμο Λευκάδος, σημαδεύτηκε από τις παρουσίες του Ανδρέα Ντούσκα ή Όπερα(*) και του Πάνου Κουτσαύτη ή Μυτόνα.
Ο μεν πρώτος, μετέφερε τα ταμπλώ, με το καρροτσίνι, κάθε φορά που άλλαζε το «έργο», ο δε δεύτερος εξασκούσε χρέη μηχανικού προβολής. Πέραν όμως αυτών, κι άλλες «προσωπικότητες» είχαν χαρακτηρισθεί ως κινηματογραφόφιλοι, ελληνιστί σινεφίλ, οι οποίες δεν έχαναν πρεμιέρα για πρεμιέρα και μάλιστα δεν δίσταζαν να εκδηλώνουν τον ενθουσιασμό τους από την γαλαρία (ημιόροφο) ή να παραπονεθούν, φεύγοντας, στο γκισέ, για την ποιότητα ή το πετσόκομμα του έργου από την επιτροπή λογοκρισίας.
Έτσι στην πρώτη περίπτωση, για παράδειγμα, ο Νιόνιος Κοτσώλος, χαλούσε τον κόσμο με επιφωνήματα ενθουσιασμού από την πλοκή του έργου ή από τις παραινέσεις του, προς τον πρωταγωνιστή. Στη δεύτερη περίπτωση, έχομε τον Φ’λίππο τον Γυαλάκια (λόγω των μαύρων γυαλιών που φορούσε εσαεί, ερχόμενα σε αντίθεση με το κατσαρομάλλικο κεφαλάκι του και το μικροσκοπικό του μπόϊ, Α! και τα λουστρίνια παπούτσια του) ο οποίος διεμαρτύρετο προς τον Σπύρο Σκληρό ότι, αφού δεν είδε τις σκηνές που έδειχναν οι φωτογραφίες, άρα παίχτηκε άλλη ταινία. Όταν την άλλη μέρα διηγείτο το περιστατικό στους φίλους του (με ’κείνη την δίσλεκτη προφορά που είχε) και τον ρώτησαν τί του απάντησε ο Σπύρος, είπε: «’Μένα ούπε τούτο είναι!», δηλαδή «εμένα (μου) είπε τούτο (αυτό το έργο) είναι».
Θα κλείσωμε τούτο το σημείωμα με δυο ευτράπελα περιστατικά. Το πρώτο είχε σχέση με τον αλησμόνητο Γιάννη Παπουτσόπουλο:
Πρωΐ της 28ης Οκτωβρίου στην κεντρική πλατεία, όπου κατά το πρόγραμμα του εορτασμού, προηγείτο η ομιλία, ο πανηγυρικός λόγος, προς τα σχολεία και γυμνάσια, τα οποία εν παρατάξει κατέκλυζαν την πλατεία, πριν οδηγηθούν στην Μητρόπολη για την Δοξολογία. Από τον εξώστη του Δημαρχείου ο εκφωνών τον πατριωτικό λόγο «χρωμάτιζε» τις φράσεις που είχε επιλέξει, σκαμπανεβάζοντας τη φωνή του. Ο Γιάννης, μαζί με άλλους συμπολίτες, στεκόταν όρθιος δίπλα στο περίπτερο του Κοκόλια αλλά, ο καημένος, λόγω της δισλεξίας που τον χαρακτήριζε, δεν πήγε σχολείο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να παρακολουθήσει τα εκφωνούμενα. Έτσι όταν ο εκφωνών ύψωσε την φωνή του στη φράση: «…και η πατρίς συνεκατέλεξεν ούτους εις το Πάνθεον του έθνους…» ο Γιάννης τη μόνη λέξη που κατανόησε ήταν το… Πάνθεον και νόμισε ότι ο άλλος έκανε προπαγάνδα υπέρ του κινηματογράφου «Πάνθεον» και στρεφόμενος προς τον κόσμο, υπεδείκνυε να πηγαίνουν στον «Απόλλωνα» γιατί βάζει καλύτερα έργα.
Το δεύτερο περιστατικό είχε σαν θέμα το παρατσούκλι του Μυτόνα. Ο ένας εκ των αδελφών Σκληρού, ο Γιώργος, πέραν του ότι ήτο ευγενής, μορφωμένος, προσηνής προς όλους ήτο παράλληλα και πνευματώδης. Έτσι σε μια τρίλεπτη συνάντηση, που είχε με τον γράφοντα, είδε να περνά, συζητώντας με κάποιον, ο υπάλληλός του, ο Μυτόνας. Θέλοντας, προφανώς να τον απασχολήσει για θέμα της δουλειάς, στράφηκε προς το μέρος του και τον προσφώνησε: «Κύριε Πρόεδρε!». Ο άλλος δεν αντιλήφθηκε τον εργοδότη του και συνέχιζε, οπότε ο Γιώργος επανέλαβε, ονομαστικά πλέον: «Κύριε Μιττεράν!!!» στην ερώτηση του γράφοντος, γιατί δεν τονε φωνάζει, όπως όλος ο κόσμος, απάντησε: «Δεν είμαστε καλά! Έτσι και τονε φωνάξω Μυτόνα, δε μας φτάνει ούτ’ η άγρια θάλασσα!».
Σήμερα τα πάντα έχουν αλλοιωθεί. Ο πάλαι ποτέ κινηματογράφος έγινε της μόδας μόνο και μόνο για να προβάλλονται ταινίες πολυδιαφημιζόμενες και αξίας πολλών εκατομμυρίων, ενώ την ψυχαγωγία της οικογενείας και των λεγομένων λαϊκών στρωμάτων, έχουν αναλάβει οι λεγόμενοι καναλάρχες, οι οποίοι έχουν σχέση με το θέαμα, όσο έχει σχέση η σαλαμούρα με το ρετσινόλαδο!
(*) Τόσο ο Όπερας όσο και ο Γιάννης, σε ανταπόδοση των υπηρεσιών που παρείχαν είχαν ελεύθερη είσοδο στις προβολές.
Σημείωση: Το σκίτσο είναι του συγγραφέα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

skaleadis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...