Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Αντισυνταγματικότητα της φορολόγησης ακινήτων, προσφυγή φορολογούμενου στο ΣτΕ για τον ΦΑΠ

1) Να ακυρωθεί ως αντισυνταγματική η επιβολή του ΦΑΠ (φόρος ακίνητης περιουσίας φυσικών προσώπων) τη διετία 2011-2012 ζητεί φορολογούμενος με προσφυγή του στο Συμβούλιο της Επικρατείας. 

Η υπόθεση θα εκδικαστεί από το ΣτΕ με τη διαδικασία της πρότυπης δίκης. Δηλαδή, θα συζητηθεί με διαδικασίες «εξπρές» (σύντομο χρονικό διάστημα) και η πιλοτική απόφαση που θα εκδοθεί θα έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα για όλες τις εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.
Συγκεκριμένα, ο πολίτης, ο οποίος, όπως δηλώνει, δεν έχει εισόδημα λόγω «της ραγδαίως πτώσης της επαγγελματικής του δραστηριότητας» προσέφυγε στη δικαιοσύνη ζητώντας να κριθούν αντισυνταγματικά, παράνομα και αντίθετα στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου(ΕΣΔΑτα εκκαθαριστικά σημειώματα ΦΑΠ των ετών 2011 και 2012, με τα οποία υποχρεώνεται να καταβάλει για κάθε ένα έτος το ποσό των 14.887 ευρώ.
Ο φορολογούμενος σημειώνει στην προσφυγή του ότι έχει τρία ακίνητα, εκ των οποίων στα δύο έχει την ψιλή κυριότητα και στο τρίτο την πλήρη κυριότητα. Όμως, και τα τρία ακίνητα, όπως υποστηρίζει, δεν του αποφέρουν κανένα εισόδημα.
Επίσης, αναφέρει ότι η επιβολή του ΦΑΠ προσκρούει στο άρθρο 4 του Συντάγματος, το οποίο προβλέπει ότι η επιβολή φόρου επιτρέπεται μόνο εάν υπάρχει φοροδοτική ικανότητα και στην περίπτωση αυτήν πρέπει να είναι ανάλογη με τον βαθμό που υπάρχει. Όπως διευκρινίζει, οι διατάξεις του φορολογικού νόμου που αφορούν τον ΦΑΠ αντιβαίνουν το άρθρο 5 του συνταγματικού χάρτη, καθώς το ύψος του φόρου δεν συναρτάται προς τη φοροδοτική ικανότητα του φορολογούμενου.
Εξάλλου, σημειώνει ότι ο ΦΑΠ είναι αντίθετος στην ΕΣΔΑ, αφού το ύψος του φόρου υπολογίζεται κατά τέτοιον τρόπο που να ισοδυναμεί με στέρηση της ακίνητης περιουσίας, καθώς ο πολίτης καλείται να καταβάλει το σύνολο της αξίας της σε φόρο.
Τέλος, ο φορολογούμενος τονίζει ότι πλέον του ΦΑΠ, μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, έχει πληρώσει το Ειδικό Τέλος Ακινήτων (ΕΤΑΚ), το Τέλος Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ) και το γνωστό «χαράτσι» μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ (Έκτακτο Ειδικό Τέλος Ηλεκτροδοτούμενων Δομημένων Επιφανειών), κάτι που με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί στην καταβολή, μέσα σε λίγα χρόνια, του ισόποσου της αξίας των ακινήτων σε φόρους.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
ΣΧΟΛΙΟ: Η φορολογική δήλωση αφορά ένα συγκεκριμένο οικονομικό έτος και τα εισοδήματα του. Γι’αυτο ονομάζεται κιόλας  “Δήλωση Φορολογίας Εισοδήματος Οικονομικού έτους 2013”  πχ και όχι “Δήλωση ετήσιας φορολογίας της υπάρχουσας περιουσίας “. Συνεπώς στο εκκαθαριστικό της εφορίας δεν μπορεί να υπάρχει απαίτηση πληρωμής χρηματικού ποσού πάρα μόνον αν άφορα το εισόδημα του συγκεκριμένου έτους.
Αλλιώς δεν μιλάμε για φορολογία αλλά για αρπαγή της περιουσίας.

2) Φόρος Ακίνητης Περιουσίας: Από την φορολόγηση του Έχειν, στη φορολόγηση του Υπάρχειν!

τοῦ  Νικολάου Σταυριανίδη, Ἐφέτου Διοικητικῶν Δικαστηρίων
Ἡ φοροδοτική ἱκανότητα, δέν ταυτίζεται μέ τήν ἁπλῆ δυνατότητα ἀποκτήσεως φοροδοτικῆς ἱκανότητος. 
Ὁ φόρος ἀκίνητης περιουσίας, πρέπει νά εἶναι φορολόγηση ὑπαρκτῆς φοροδοτικῆς ἱκανότητος τοῦ ἰδιοκτήτου ἐκ τῆς ἐκμεταλλεύσεως ἀκινήτου.
Ὁ φόρος ἀκίνητης περιουσίας, γιά νά εἶναι συνταγματικός, πρέπει νά μήν συνιστᾶ φορολόγηση  τῆς ἀκίνητης περιουσίας καθ’ ἑαυτῆς. Διότι τότε, θά ἦτο φόρος ἐπί τῆς ἁπλῆς δυνατότητος ἀποκτήσεως φοροδοτικῆς ἱκανότητος. 
Ἐνδέχεται  ὅμως, νά μήν ἀποκτηθῆ καθόλου φοροδοτική ἱκανότητα ἐκ τῆς ἀκίνητης περιουσίας, α) εἴτε ὡς ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ἀκινήτου, β)  εἴτε λόγῳ ἐξωγενῶν περιστάσεων ὅπως μία γενική οἰκονομική κρίση, γ)  εἴτε ἐξ ὑποκειμενικῶν παραγόντων,  ὅπως εἶναι ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ ἰδιοκτήτου ἤ τῆς οἰκογενείας του,  δ) εἴτε λόγῳ τοῦ συνδυασμοῦ αὐτῶν τῶν γεγονότων καί περιστάσεων. Συνεπῶς, δέν νοεῖται φόρος ἐπί τῆς ἀκίνητης περιουσίας καθ’ ἑαυτῆς.
Φορολογητέα ὕλη, δέν δύνται νά ἀποτελέσῃ ἡ ἀκίνητη περιουσία καθ’ ἑαυτή, διότι δέν κινεῖται. Καί ὅ,τι δέν κινεῖται, ἀλλά ἁπλῶς ἵσταται ἤ, ἐν προκεμένῳ κατ’ ἀκρίβειαν κεῖται, δέν μαρτυρεῖ φοροδοτική ἱκανότητα ἐπ’ οὐδενί λόγῳ. 
Φορολογητέα ὕλη δύναται νά ἀποτελέσῃ μόνο ὅ,τι κινεῖται στίς συναλλαγές καί ὑπό τήν προϋπόθεση ἡ κίνησή του νά ἀποτελεῖ ἀπόδειξη, ἤ ἔστω ἰσχυροτάτη ἔνδειξη, φοροδοτικῆς ἱκανότητος.
Τό κατά πόσον ἡ ἔνδειξη αὐτή εἶναι σύμφωνη πρός τά διδάγματα τῆς κοινῆς πείρας καί τό κοινῶς γνωστόν ὡς συνήθως συμβαῖνον, δέν εἶναι μόνον ζήτημα νόμου, ἀλλά εἶναι καί θέμα ἐλέγχου τῶν δικαστηρίων, προκειμένου να μήν ἀφίσταται ἡ νομοθετική πρόβλεψη, ἀλλά καί ἡ συγκεκριμένη ἐπιβολή, τοῦ φόρου, ἀπό τήν  πραγματική φοροδοτική ἱκανότητα.
Στό  ἄρθρο 78 τοῦ Συντάγματος γίνεται λόγος περί εἴδους περιουσίας πού δύναται νά προσδιορισθῆ  ἀπό τόν νόμο ὡς “ἀντικείμενο τοῦ φόρου” (π.χ. κυριότητα ἤ ἐπικαρπία ἐπί ἀκινήτου, ἤ ὑπεραξία ἔργου τέχνης).
Ἀλλά,  ἄλλο εἶναι τό ἀντικείμενο τοῦ φόρου, ὡς τεχνικός προσδιορισμός ἐκείνου τοῦ “εἴδους περιουσίας” πού δύναται νά φορολογηθῆ, καί ἄλλο εἶναι ἡ φορολογητέα ὕλη. Φορολογητέα ὕλη, προκειμένου περί Φ.Α.Π., εἶναι τό εἶδος τῆς περιουσίας, πού ὄχι μόνον τεχνικῶς δύναται νά προσδιορισθῆ ὑπό τοῦ νόμου ὡς δυνάμενο νά φορολογηθῆ, ἀλλά καί  οὐσιαστικῶς, ἀπό ἀπόψεως φοροδοτικῆς ἱκανότητος, συνιστᾶ εἶδος περιουσίας πού ἀντικειμενικῶς “μαρτυρεῖ “, σχεδόν βοᾶ, τήν ὕπαρξη φοροδοτικῆς ἱκανότητος τοῦ ἰδιοκτήτου. 
Παραδείγματος χάριν, τέτοια φοροδοτική ἱκανότητα, μαρτυρεῖ τραπεζικό δάνειο σέ πολιτικό, τοῦ ὁποίου ἠμελήθη ἡ εἴσπραξις  καί παρεγράφη, καί ὡς ἐκ τούτου, κατ’ ἀρχήν, σώζεται ὁ πλουτισμός στήν περιουσία του. Ἤ μία περιουσιακή μεταβίβαση ἀκινήτου προς Α.Ε. ἤ Ε.Π.Ε., που ὅμως ἀφορᾶ οἰκία τοῦ Διευθύνοντος Συμβούλου τήν ὁποία αὐτός καρπώνεται ἐπί ἔτη ἀντί νά τήν ἐνοικιάζει, ὁπότε καί πάλιν πρόκειται γιά πλουτισμό, ἐνδεχομένως νόμιμο, ἀλλά φορολογητέο ὡς “εἶδος περιουσίας”.
Νά τό ποῦμε ἁπλᾶ, προκειμένου νά ἀναζητηθῆ τό συντομότερο μία ἄλλη, συνταγματική καί δίκαια, πηγή δημοσίων ἐσόδων:  Ἀκίνητη περιουσία πού δέν παράγει πλουτισμό, εἰσόδημα, πρόσοδο, δέν εἶναι δυνατόν να φορολογεῖται καθ’ ἑαυτή.
Ἀκόμη καί ὁ φόρος ἰδιοκατοικήσεως, ἀφοῦ προϋπόθεση εἶχε τήν παραδοχή ὅτι ὁ φορολογούμενος δέν δικαιοῦται δωρεάν στεγάσεως στήν κατοικία του, ἀντισυνταγματικός ἦταν, ἀλλά διέφυγε τοῦ δικαστικοῦ ἐλέγχου συνταγματικότητος, διότι  στήν ἀρχή θεσπίσθηκε μόνον γιά μεγάλες κατοικίες (ἄνω τῶν 100 τ.μ.). Τότε, ὅλες σχεδόν οἱ οἰκογένειες, ἐξαιρέσει τῶν πολύ πλουσίων, στεγάζονταν σε λιγώτερα τετραγωνικά. Θεωρήθηκε λοιπόν ὁ φόρος ἰδιοκατοικήσεως συνταγματικῶς ἀνεκτός, καθ’?οσον ἄλλωστε  συνιστᾶ πραγματικά μικρή ἐπιβάρυνση γιά τόν μέσο φορολογούμενο.
Τοῦτο δέν προδικάζει ὅμως, τί θά γίνῃ μέ τήν συνταγματικότητα τοῦ σχεδιαζομένου  ὡς μονίμου, “φόρου ἀκίνητης περιουσίας”, ἤδη μεγάλου ὕψους καί πολυτρόπως ἀδίκου, σέ συνθῆκες μάλιστα σοβαρῆς οἰκονομικῆς κρίσεως πού ἀπαξιώνει  μέχρις ἐκμηδενισμοῦ τήν ἀκίνητη περιουσία καί ὁδηγεῖ στήν ἐκποίησή της “γιά ἕνα κομμάτι ψωμί”.
Στήν πρόβλεψη τέτοιου φόρου ἀκίνητης περιουσίας,  τίθεται καί θέμα προστασίας τῆς ἐμπιστοσύνης τῶν διοικουμένων,  ὅλων ἡμῶν, πού προγραμματίσαμε τήν ἐπαγγελματική καί οἰκογενειακή ζωή μας, μέ βάση τήν δυνατότητα κτήσεως ἰδιοκτησίας ἐλευθέρας παντός φορολογικοῦ βάρους (πλήν φόρου μεταβιβάσεως και φόρου κληρονομίας).
Ἡ ἀντίληψη, ὅτι δύναται νά φορολογεῖται ἡ ἰδιοκτησία καθ’ ἑαυτή, ἁπλῶς διότι αὐτή ὑπάρχει, χωρίς λόγο πού νά συνδέεται μέ πραγματική φοροδοτική ἱκανότητα ἐκ προσόδων ἤ πραγματικοῦ πλουτισμοῦ κτωμένου, ἤ εὐχερῶς δυναμένου νά κτηθῆ, ἐκ τῆς ἰδιοκτησίας, ἀποτελεῖ  ἄδικο καί ἀφύσικο κατάλοιπο φεουδαρχικῶν καθεστώτων. Δέν προσιδιάζει οὔτε σέ εὐνομούμενη πολιτεία, οὔτε σέ ἐλεύθερη χώρα, οὔτε σέ ἐλεύθερους πολίτες.
Εἶναι μικρή ἡ ἀπόσταση, ἀπό τόν γενικό φόρο ἀκίνητης περιουσίας φυσικῶν προσώπων,  καί δή ἐν μέσω οἰκονομικῆς κρίσεως, μέχρι ἕνα γενικό φόρο ἐπί αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς ὑπάρξεως τῶν φυσικῶν προσώπων.

ΣΧΕΤΙΚΑ:

.
ΣΧΟΛΙΟ: Αρθρογράφε μου, στην Ελλάδα δε βρίσκεις το δίκιο σου επειδή δεν λειτουργεί το πολίτευμα και όχι επειδή δεν υπάρχει συνταγματικό δικαστήριο. Εάν θα υπήρχε θα δυσλειτουργούσε όπως όλα τα υπόλοιπα! Αλώστε, το σύνταγμα καταλύθηκε και το δημοκρατικό πολίτευμα καταργήθηκε ακριβώς επειδή δεν λειτουργεί η δικαιοσύνη . Τέλος, σε πληροφορώ ότι η σύσταση συνταγματικού δικαστήριου είναι κάκιστη ιδέα και βήμα πίσω όχι μπρος. Γιατί ;; Επειδή βάσει του συντάγματος ΟΛΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ  είναι αρμόδια να εξετάσουν ένσταση  αντισυνταγματικότητας. 
Κεφάλαιο ονομάζεται οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο (πχ κτίρια, μηχανήματα, γη, διανοητική ιδιοκτησίαχρήματα κλπ) που χρησιμοποιείται στην παραγωγική διαδικασία. Για παράδειγμα ένα κτίριο που στεγάζει εμπορικό κατάστημα είναι κεφάλαιο του τομέα λιανικού εμπορίου, ένα κτήμα που καλλιεργείται είναι κεφάλαιο του αγροτικού τομέα, κοκ. Αποτελεί τον έναν από τους δύο συντελεστές της παραγωγής, (ο δεύτερος είναι η εργασία, ενώ κατά άλλες ταξινομήσεις οι συντελεστές είναι τρεις: εργασία, “γη” και κεφάλαιο, και κατά άλλες πάλι τέσσερις μαζί και με την επιχειρηματικότητα).
«Κεφάλαιο», με μια στενή προσέγγιση, είναι το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων μιας επιχείρησης εταιρικής μορφής. Ωστόσο γενικότερα ο όρος «κεφάλαιο» σημαίνει απλά «πλούτος» ανεξάρτητα αν την ιδιοκτησία ή κυριότητα αυτού του πλούτου, δηλ. περιουσιακών στοιχείων, την έχει ο τομέας των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων ή οργανισμών μη εταιρικής μορφής, ή το κράτος.
Κατά τη ταξινόμηση των συντελεστών της παραγωγής σε 3 είδη, εργασία, “γη” και κεφάλαιο (δηλαδή εργασία, πρώτες ύλες και κεφάλαιο), οι οικονομολόγοι διακρίνουν μεταξύ των αναλώσιμων υλικών και των μη αναλώσιμων υλικών. Κατά αυτή την έννοια κεφάλαιο ονομάζονται τα στοιχεία του ενεργητικού που παραμένουν αναλλοίωτα κατά τη παραγωγική διαδικασία (κεφαλαιουχικός εξοπλισμός). Ωστόσο αυτή η ταξινόμηση είναι προβληματική από επιστημονικής άποψης, για παράδειγμα η έννοια του “αναλλοίωτου” είναι ασαφής από οικονομικής σκοπιάς, μπορεί να είναι διαφορετική από τεχνολογικής σκοπιάς, χημικής σκοπιάς κ.ο.κ.. Επίσης το κατά πόσο ένα στοιχείο είναι αναλλοίωτο ή μη αναλλοίωτο μπορεί να είναι σχετικό, ανάλογα με το βαθμό απόσβεσης ανά χρήση, την τεχνολογική απαξίωση εξοπλισμού υψηλής τεχνολογίας κ.ο.κ.. Άλλωστε η θεμελιώδης λογιστική εξίσωσηενεργητικό=ίδιο κεφάλαιο+υποχρεώσεις, περιλαμβάνει αθροιστικά όλα τα στοιχεία του ενεργητικού, χωρίς να κάνει διάκριση σε κεφαλαιουχικά και μη- κεφαλαιουχικά. Εν ολίγοις η διάκριση αυτή μπορεί να είναι χρήσιμη για πιο ειδικευμένες αναλύσεις, αλλά είναι αμφίβολης χρησιμότητας όσο αφορά τους βασικούς/θεμελιώδεις ορισμούς της οικονομικής θεωρίας. Επίσης είναι ασυνεπής (μη-αυτοσυνεπής άρα απορριπτέα ως κομμάτι γενικής θεωρίας), καθώς είναι σαφές ότι στη πράξη τα χρηματικά διαθέσιμα κατατάσσονται στο κεφάλαιο και όχι στα αναλώσιμα, αν και είναι επίσης σαφές ότι το χρήμα δεν μοιάζει με κάτι που θα ονομάζαμε “κεφαλαιουχικό εξοπλισμό”. Έτσι λοιπόν η ταξινόμηση των συντελεστών καταρχήν σε 3 είδη ή καταρχήν σε 2 είδη, και η σχετική ορολογία δεν είναι ακόμα παγιωμένη. Η χρήση του όρου κεφάλαιο μπορεί να έχει μια μικρή ή μεγαλύτερη διαφοροποίηση ανά κλάδο των οικονομικών και της λογιστικής. Για παράδειγμα για τη μακροοικονομική η αύξηση αποθεμάτων των επιχειρήσεων λαμβάνεται εξορισμού ως (ανεπιθύμητη) αύξηση των επενδύσεων, δηλαδή αύξηση κεφαλαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

skaleadis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...