Χίλια φερετράκια με κατάμαυρα καπάκια…
Ο Άπατρις της Πάτρας
Ημέρες σαν αυτή της 20ής Νοέμβρη που πέρασε («Παγκόσμια ημέρα για τα δικαιώματα του παιδιού», λέει…), είναι ημέρες που σε τέτοιες εποχές και καταστάσεις που ζει ο Κόσμος («παράπλευρες απώλειες» εκατοντάδων παιδιών από νατοϊκές επιδρομές, πνιγμοί παιδιών που προσπαθούν να διασχίσουν τη Μεσόγειο για να ξεφύγουν με τους δικούς τους απ’ τους πολέμους και την πείνα, χιλιάδες καθημερινοί θάνατοι παιδιών στην Αφρική από πολέμους, λιμούς και ασθένειες…) αλλά και η Ελλάδα , που την κυβερνούν αυτοί…
που κατέστρεψαν και που συνεχίζουν να καταστρέφουν, μαζί με τ’ άλλα, και το μέλλον των παιδιών της χώρας (πλην αυτών της άρχουσας τάξης), μου προξενούν πένθιμα συναισθήματα και οργή, ιδιαιτέρως όταν σκέφτομαι πως την αντίστοιχη Σύμβαση του ΟΗΕ, μπορεί να μην την έχουν επικυρώσει οι ΗΠΑ και η Σομαλία, αλλά η αστική μας κυβέρνηση έτρεξε να την επικυρώσει απ’ τις πρώτες, για να αποδείξει περίτρανα ότι οι νόμοι της για τα δικαιώματα που υποτίθεται ότι κατοχυρώνει η Σύμβαση (Δικαιώματα Επιβίωσης, Ανάπτυξης, Προστασίας και άλλων ηχηρών Μπλαμπλά…) έχουν πραγματική ισχύ μόνο για τα παιδιά της άρχουσας τάξης.
Όσον αφορά τα παιδιά της εργατικής τάξης, των χαμηλόμισθων, της φτωχής αγροτιάς και των άλλων λαϊκών στρωμάτων…, αν και τα ίδια ακόμα δεν το ξέρουν, αλλά θα το μάθουν αύριο που θα ψάχνουν για δουλειά και δε θα βρίσκουν, και που αν βρουν δε θα φτάνει για την επιβίωσή τους (κι ας μην κάνουμε λόγο για την υγεία, τη στέγη… και τις άλλες «πολυτελείς» τους ανάγκες, όπως θα είναι η σύνταξη), τέτοιες Συμβάσεις και τέτοιοι αστικοί νόμοι που τις επικυρώνουν έχουν την αξία του κουρελόχαρτου, εκτός και αν προλάβουμε εμείς και ανατρέψουμε όλο αυτό το βρόμικο σύστημα με τις Ιδιοκτησίες του, τους Νόμους του, τις Εξουσίες του, την Άρχουσα Τάξη του… κι αποκτήσουν πραγματικό νόημα όλα αυτά τα σημερινά αστικοπολιτικά μπλαμπλά «περί παιδικών δικαιωμάτων».
Ημέρες λοιπόν σαν κι αυτή της 20ής Νοέμβρη που πέρασε, σκέφτομαι τα παραπάνω και, καθώς οι κυβερνώντες οδηγούν τη ζωή μας προς τα πίσω, σε προηγούμενους αιώνες, φοβάμαι πως θα ’ρθει μια στιγμή που τα παιδιά της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων θα βρεθούν σε μια κατάσταση ανάλογη μ’ αυτή που περιγράφουν οι παρακάτω στίχοι:
« Όταν πέθανε η μαμά μου,
ήμουνα πολὺ μικρὸ
και με πούλησε ο μπαμπάς μου,
πριν αρχίσω να τσιρίζω.
Τζάκια τώρα καθαρίζω
και κοιμάμαι όπου βρω
στάχτη, σκόνη και καπνό…»
Τσίριζε ο μικρὸς ο Δάκρης
που του κόβαν τα μαλλιά.
«Είναι όμορφα» του είπα,
«και σγουρά, μα μη σε νοιάζει.
Κάτσε, Δάκρη, δεν πειράζει.
Στα μαλλιὰ δε θα ’χεις πια
στάχτη, σκόνη και καπνιά!»
Έκατσε, λοιπόν, ο Δάκρης
και του κόψαν τα μαλλιά,
μα το βράδυ, στ᾿ όνειρό του,
είδε χίλια φερετράκια
με κατάμαυρα καπάκια.
Είχαν όλα τους παιδιά
πεθαμένα απ᾿ την καπνιά…
Το απόσπασμα αυτό, απ’ το ποίημα «Ο καπνοδοχοκαθαριστής» του Γουίλλιαμ Μπλέικ (1757-1827) [1], θα έλεγε κανείς ότι αναφέρεται σε μιαν άλλη εποχή, σ’ εκείνη που έζησε ο ποιητής, και που, τάχα, έχει περάσει ανεπίστρεπτα, αφού οι αστικές επαναστάσεις και τα δημοκρατικά τους πολιτεύματα που κυριάρχησαν στον κόσμο κατήργησαν την «απάνθρωπη» εκμετάλλευση των παιδιών σαν αυτή του Δάκρη, αναγνώρισαν τα δικαιώματά τους και εγκαθίδρυσαν θεσμούς που προστατεύουν πια, μεταξύ άλλων, τη ζωή, την υγεία και την εργασία τους.
Ας δούμε όμως λίγο περισσότερο πώς είχε η κατάσταση την εποχή του μικρού καπνοδοχοκαθαριστή Δάκρη και των φτωχών παιδιών που, καταναγκασμένα να δουλεύουν σε απάνθρωπες συνθήκες για να επιζήσουν, κατέληγαν να πεθάνουν απ’ την καπνιά… Η περίπτωσή τους, άλλωστε, είναι αντιπροσωπευτική για τις συνθήκες ζωής της παιδικής εργατικής τάξης του 18ου αιώνα και όχι μόνο…
«Το 1775», γράφει ο καθηγητής ιατρικής του Columbia Σιντάρτα Μούκερτζι [2] στο βιβλίο του «ΗMεγάλη Aσθένεια, Βιογραφία του Καρκίνου» (σελ. 279 επ.), «(…) ο Πέρσιβαλ Ποτ, (…) καθώς τα περιστατικά [καρκίνου] συνέρρεαν στην κλινική του στο Λονδίνο, παρατήρησε μια ευρύτερη τάση. Οι ασθενείς του ήταν σχεδόν στο σύνολό τους καπνοδοχοκαθαριστές, τα “παιδιά των καμινάδων” όπως ήταν γνωστά — φτωχά ορφανά που μάθαιναν να καθαρίζουν καμινάδες, στις οποίες ανέβαιναν συχνά ημίγυμνα και αλειμμένα με λάδι για να γλιστρούν.» (…) «Στη γεωργιανή Αγγλία, καπνοδοχοκαθαριστές και παιδιά των καμινάδων αντιμετωπίζονταν ως εστίες μόλυνσης —βρόμικα, φυματικά, συφιλιδικά, σημαδεμένα από την ευλογιά— και ως “τραχιά, αποκρουστική πληγή”, εύκολα λοιπόν μπορούσαν να τους καταλογιστούν κάποιες σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες, στις οποίες χορηγούνταν συνήθως τοξικά χημικά με βάση τον υδράργυρο, και κατά τα άλλα δεν απασχολούσαν απολύτως κανέναν.» (…) «Παρατήρησε [ο Πέρσιβαλ Ποτ] ότι οι καπνοδοχοκαθαριστές έρχονταν επί ώρες ολόκληρες σε σωματική επαφή με τη μουτζούρα και τη στάχτη. Πρόσεξε επίσης ότι απειροελάχιστα, αόρατα σωματίδια της αιθάλης μπορούσαν να βρεθούν εγκατεστημένα κάτω από το δέρμα τους επί μέρες, και ότι αυτό το είδος καρκίνου συνήθως εκδηλωνόταν με μια επιφανειακή πληγή του δέρματος την οποία οι τεχνίτες αποκαλούσαν “κρεατοελιά της αιθάλης”.» Και κάτι ακόμα, που έχει άμεση σημασία για το θέμα μας, αφού στα επιστημονικά συμπεράσματα που κατέληξε ο Ποτ με τις ιατρικές του έρευνες υπεισέρχονται οι κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες και, πιο συγκεκριμένα, η παιδική εργασία, όπως την εκμεταλλευόταν τότε η βιομηχανία της εποχής.
Καταλήγοντας ο Ποτ στο βασικό συμπέρασμα, ότι η αιθάλη, η «καπνιά» που σκότωνε τα παιδιά στη ζωή και στον εφιάλτη του Δάκρη, ήταν η αιτία, κι όχι κάποιος… υπερφυσικός παράγοντας, θεώρησε αυτονόητο ότι ο καρκίνος και κατά συνέπεια ο θάνατος των παιδιών θα μπορούσε να αποτραπεί. Αλλά… , όπως γράφει ο Σιντάρτα Μούκερτζι στο βιβλίο του (ό.π., σελ.281), «Η Αγγλία του 18ου αιώνα ήταν μια χώρα με εργοστάσια, άνθρακα και καμινάδες — κατ’ επέκταση, χώρα εκμετάλλευσης του παιδικού μόχθου και καπνοδοχοκαθαριστών που δούλευαν σε αυτά τα εργοστάσια και τις καπνοδόχους.» Κι ενώ θα περίμενε, ίσως, κανείς που πιστεύει στον «αστικό πολιτισμό» και στις «ανθρωπιστικές ιδέες» της άρχουσας τάξης ότι θα απαγορευόταν μια τέτοια δολοφονική εργασία για τη ζωή των παιδιών, αντιθέτως στα μέσα του επόμενου αιώνα, δηλαδή «το 1851, τρία τέταρτα του αιώνα αργότερα» από τότε που διαπιστώθηκε επιστημονικά η αιτία του θανάτου των παιδιών των καμινάδων, «η Βρετανία», όπως γράφει ο Μούκερτζι (ό.π., σελ. 281), «διέθετε έντεκα χιλιάδες καπνοδοχοκαθαριστές περίπου ηλικίας μικρότερης των 15 ετών», γεγονός εμβληματικό για μια οικονομία που βασιζόταν στην παιδική εργασία. «Τα ορφανά, συχνά από την ηλικία των τεσσάρων ή πέντε ετών μάθαιναν να καθαρίζουν όσο το δυνατόν καλύτερα τις καπνοδόχους με ελάχιστα χρήματα. (“Θέλω έναν μαθητευόμενο, και είμαι έτοιμος να τον πάρω” λέει ο κύριος Γκάμφιλντ, ο πανούργος, μοχθηρός καπνοδοχοκαθαριστής στον Όλιβερ Τουίστ του Ντίκενς. Από τύχη, ο Όλιβερ τη γλιτώνει και δεν τον αγοράζει ο Γκάμφιλντ, ο οποίος ήδη ευθύνεται για τον θάνατο δύο μαθητευόμενων από ασφυξία μέσα στην καμινάδα.)» Τελικά, έπρεπε να φτάσει το 1875, για ν’ απαγορευτεί, «τυπικά», η χρησιμοποίηση των νεαρών αγοριών για το θανατηφόρο καθάρισμα των καμινάδων.
Η τυπική όμως απαγόρευση και γενικότερα η οποιαδήποτε αστική νομική ρύθμιση, στο βαθμό που έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των ξεχωριστών αστών, συναντάει πάντα στην πράξη την παραβίαση του νόμου εκ μέρους τους και την καταπάτηση του οποιουδήποτε δικαιώματος. Κι ύστερα, δεν ήταν μόνο η εργασία στις καπνοδόχους που προκαλούσε τον θάνατο των παιδιών, αλλά και πλήθος άλλων εργασιών, όπως εκείνες, για παράδειγμα, που είχαν ως αντικείμενο την «ευγενή» παραγωγή δαντελών και μεταξένιων υφασμάτων. Κι αν σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπήρχε η «καπνιά», για να ενοχοποιηθεί ως νοσογόνος και θανατηφόρος αιτία, υπήρχαν στην πράξη οι ίδιες οι παραγωγικές σχέσεις υπερεκμετάλλευσης και οι συνθήκες εργασίας που επέβαλαν οι ιδιοκτήτες των βιομηχανιών, που επέφεραν σε πλείστες περιπτώσεις την θανάσιμη βλάβη της υγείας των παιδιών και τελικά το θάνατό τους. Κι η ιστορία αυτού του θανάτου συνεχίζεται…, κυρίως στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου οι καπιταλιστές εξάγουν τα κεφάλαια και δημιουργούν τις βιομηχανίες τους, εκμεταλλευόμενοι την παιδική εργασία, για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους. Κατά τ’ άλλα, υπογράφουν διεθνείς «Συμβάσεις προστασίας των παιδικών δικαιωμάτων», μέχρι τότε που εμείς θα υπογράψουμε —στην πράξη— τη Διεθνή Σύμβαση του πολιτικού τους Θανάτου…
Παραπομπές
1. William Blake, «The songs of innocence» (Τα τραγούδια της αθωότητας), μετάφραση Γιώργου Μπλάνα (Ερατώ 2002).
2. Ο Σιντάρτα Μούκερτζι (Siddhartha Mukherjee M.D., Ph.D.) είναι ερευνητής ογκολόγος. Εργάζεται ως καθηγητής ιατρικής στο πανεπιστήμιο Columbia και είναι απόφοιτος των πανεπιστημίων Στάνφορντ, Οξφόρδης και της Ιατρικής Σχολής του Χάρβαρντ. Τα αποσπάσματα είναι από το βιβλίο του «The Emperor of All Maladies, A Biography of Cancer», Scribner, New York, 2011, που μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις Στέλλα Τσιλεδάκη, Νέλλη Φασούλη και εκδόθηκε από το Μεταίχμιο, τον Μάιο 2013, με τον τίτλο «Η Μεγάλη Ασθένεια, Βιογραφία του Καρκίνου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis