Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Ἡ Δίκη τῶν «6»…Ἡ ἐκτέλεσις (15 Νοε.1922)


ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΝΕΕΥΣ


ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Βαρειά άρρωστος ο Δημ. Γούναρης νοσηλευόταν στην κλινική Ασημακοπούλου, ενώ οι συγγενείς του επίτηδες απέφευγαν να τον πληροφορούν για την πορεία της δίκης.

Την παραμονή του τέρματος της δίκης. στις 6 το βράδυ, ο πρώην πρωθυπουργός αντελήφθη ότι ο ανεψιός του Βασ. Σαγιάς δεν βρισκόταν όπως συνήθως κοντά του. Το γεγονός αυτό, τον ανησύχησε. Βυθισμένος για λίγο σ’ ένα ήσυχο ύπνο, τιναζόταν κάδε τόσο και ρωτούσε τους παρευρισκομένους στο δωμάτιο:


-Δεν φαίνεται κι αυτός ο Βασίλης… Στείλτε να τον εύρουν, θέλω να μάθω τι γίνεται…
Η ανησυχία του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος είχε αυξηθεί γύρω στα μεσάνυχτα.
-Μα επιτέλους… θέλω να μάθω τι συμβαίνει. Τι έγινε αυτός ο Βασίλης;
Ο γιατρός Βλάχος προσπάθησε να τον ησυχάσει.
-Έχουμε την πληροφορία ότι δευτερολογούν.
Ο Γούναρης κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του.
-Ώστε αύριο τελειώνουν όλα!..
-Τι λέτε θείε; Τον διέκοψαν οι ανιψιές του.
-Αυτό που σας λέγω! Αύριον τελειώνουν όλα! Δεν απατώμαι εγώ!..
Ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα, όταν την ηρεμία της οδού Ασκληπιού τάραξαν θόρυβοι από φρένα αυτοκινήτων που έτριζαν, και σταματούσαν στη γωνία Σόλωνος και Ασκληπιού. Σε λίγο μεγάλη στρατιωτική δύναμη είχε κυκλώσει όλο το τετράγωνο μέχρι και τη Σκουφά ακόμη.
Η κλινική βρισκόταν αποκλεισμένη.
Μέσα στο δωμάτιο του αρρώστου κρατούμενου πολιτικού αγρυπνούσαν στο προσκεφάλι του η αδελφή του Αμαλία Κανελλοπούλου (μητέρα του Παν. Κανελλόπουλου), η σύζυγος του ανιψιού του Βασίλη Σαγιά, ο γαμπρός του Κανέλλος Κανελλόπουλος, και ο επίσης συγγενής του γιατρός από την Πάτρα Ιω. Βλάχος, που έμενε άφωνος και απελπισμένος.
Σε μια στιγμή ο Γούναρης συνέρχεται από τον λήθαργο και βλέπει την αδελφή του να τον φιλάει με πολλή διακριτικότητα στο μέτωπο για να μην του ταράξει τον ύπνο.
-Αμαλία έκανες τόσο κουραστικό ταξίδι για να έλθεις;
Στις 7 το πρωί δυο φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα ένοπλους στρατιώτες στάθμευσαν μπροστά στην κλινική. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, έφθασαν ένα άλλο φορτηγό κλεισμένο από τις τρεις πλευρές, που είχε μεταβληθεί σε νοσοκομειακό όχημα, κι ένα επιβατικό γεμάτο αξιωματικούς της Χωροφυλακής.
Ο ταγματάρχης Εμμ. Κατσιγιαννάκης, εκτελώντας καθήκοντα υποδιευθυντού της αστυνομίας, ανέβηκε τρέχοντας τα μαρμάρινα σκαλιά της κλινικής. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά στον Κανελλόπουλο και στον γιατρό Βλάχο και τους είπε:
-Έχω διαταγήν να μεταφέρω εις τας φυλακάς Αβέρωφ τον κύριον Πρόεδρον…
Ο Κανελλόπουλος κι ο Βλάχος με μια φωνή απάντησαν;
-Αυτό είναι αδύνατον, ο πυρετός είναι υψηλός. Μόλις δια των ενέσεων συγκρατείται ο ασθενής εις την ζωήν…
Ο Κατσιγιαννάκης τους κοίταξε βλοσυρά:
-Εγώ δεν ξέρω τίποτα απ’ αυτά. Έχω διαταγές και θα τις εκτελέσω…
Οι άλλοι επέμειναν:
-Εμείς όμως αδυνατούμεν να σας τον παραδώσωμεν…
-Τότε θα τον μεταφέρω βιαίως…
Οι διαπληκτισμοί γίνονταν έξω απ’ το δωμάτιο του μελλοθανάτου.
Ο Γούναρης άκουσε τον θόρυβο και κάλεσε τον γαμπρό του να πληροφορηθεί τι συμβαίνει.
-Ο υποδιευθυντής της αστυνομίας ζητά να σας μεταφέρει στις φυλακές Αβέρωφ.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο Κατσιγιαννάκης, πλησίασε τον ασθενή και του είπε:
-Κύριε Πρόεδρε, σηκωθείτε! θα σας μεταφέρωμεν!
-Θα σηκωθώ. Περιμένετε να ενδυθώ, απήντησε ο Πατρινός πολιτικός.
Μόλις ο Κατσιγιαννάκης βγήκε απ’ το δωμάτιο, ο Γούναρης σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και ζήτησε να τον βοηθήσουν να ντυθεί. Μόλις φόρεσε το πουκάμισο του, κλονίστηκε, κι έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι.
Σε λίγα λεπτά σηκώθηκε και πάλι. Κι ενώ η αδελφή του κι η ανιψιά του τον βαστούσαν να φορέσει το γιλέκο και το κολλάρο του, ο Γούναρης χτένισε τα μαλλιά του κοιτάζοντας σ’ ένα καθρεφτάκι που κρατούσε ο Βλάχος.
Επειδή ο πυρετός είχε ανέβει 39.6, ο γιατρός του έκανε μια καρδιοτονωτική ένεση, και κατόπιν του φόρεσαν το σακκάκι.
Ύστερα κάθησε κι έγραψε σ’ ένα χαρτί τη διαθήκη του.
«Ό,τι απομένει εκ της μικρός περιουσίας μου μετά την αφαίρεσιν των χρεών μου, αφήνω εις τον γαμβρόν μου Κανέλλον Κανελλόπουλον, ον καθιστώ γενικό κληρονόμον, προς καλυτέραν αποκατάστασιν της κόρης του, ανεψιάς μου Μαρίας. Εις τον Δήμον Πατρέων την βιβλιοθήκην μου, και εις την υπηρέτριάν μου Ευφροσύνην Στρατή δέκα χιλιάδες δραχμών.
Δ. Π. ΓΟΥΝΑΡΗΣ»
Μόλις το φορείο που μετέφερε τον Γούναρη έφθασε στις φυλακές Αβέρωφ, τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι του κελιού. Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ήσαν εκεί κρατούμενοι, έτρεξαν αμέσως κοντά του για να του δώσουν κουράγιο. Ο Χαρ. Βοζίκης τον χάιδεψε. Ο πρώην πρωθυπουργός του χαμογέλασε:
-Φοβάσαι μη χάσω το θάρρος μου; θα αντιμετωπίσω τον θάνατον μεθ’ όλου του θάρρους. Έχω την συνείδηση μου ήσυχη. Έκαμα τον απολογισμό μου. Επεσκόπησα όλο το παρελθόν μου. Εύρον ότι ως πολιτικός έπραξα ό,τι ηδυνήθην δια την πατρίδα μου. Εύρον ότι ως άνθρωπος ουδένα εν γνώσει έχω αδικήσει…
Και γυρίζοντας προς τον Ξενοφ. Στρατηγό, που είχε γλυτώσει τη θανατική ποινή, του είπε:
-Για μένα το περίμενα. Αλλά για τους άλλους δεν το εφανταζόμουν.
Και παρεκάλεσε να του φέρουν τον τελευταίο του καφέ.
Στη γωνιά η ανιψιά του Μαρία Τυπάλδου και η μητέρα της Ιουλία Σαγιά δεν μπορούν να συγκρατηθούν και ξεσπούν σε λυγμούς.
Ο Γούναρης στράφηκε στην αδελφή του:
-Αμαλία μου, πάρε σε παρακαλώ την Ιουλία έξω. Δεν ημπορώ ν’ ακούω κλάματα, Φύγετε, αφήστε με ήσυχον…
Η Μαρία Τυπάλδου τον ρώτησε διστακτικά:
-Να φύγω κι εγώ θείε μου;
-Να μείνεις, αν μου υποσχεθείς ότι δεν δα κλάψεις…
Ύστερα έβγαλε το ρολόι του, κοίταξε τον ναύαρχο Τυπάλδο και του ψιθύρισε:
-Μετά ημίσειαν, το πολύ μίαν ώραν, εκλείπομεν…
ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ
Ενώ οι “Έξι” περνούσαν τραγικές στιγμές, ο Άγγλος πρεσβευτής Λίντλεϋ αγρυπνούσε στην πρεσβεία, περιμένοντας την απόφαση, που θα του μετέδιδε αμέσως ένας άνθρωπός του που παρακολουθούσε τη δίκη. Η αναγγελία της θανατικής καταδίκης, έπεσε σαν βόμβα στην ξένη πρεσβεία. Ο Λίντλεϋ κατά βάθος πίστευε ότι οι στρατοδίκες δεν θα καταδίκαζαν τους πολιτικούς και στρατιωτικούς σε δυνατό.
Ο Άγγλος πρεσβευτής μόλις συνήλθε από την πρώτη έκπληξη, δεν έχασε καιρό. Έπρεπε να κινηθεί αμέσως, μήπως προλάβαινε και τους έσωζε, ακόμα και μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Έπρεπε να επέμβει για να σώσει συγχρόνως και το βρετανικό γόητρο, που εκείνη τη στιγμή κουρελιαζόταν με την περιφρόνηση της επαναστατικής επιτροπής προς τις προειδοποιήσεις της Αγγλίας. Ο Λίντλεϋ πήρε αμέσως στο τηλέφωνο τον υπουργό Εξωτερικών Κων. Ρέντη και του ζήτησε να τον συνοδεύσει επειγόντως στο γραφείο του Πλαστήρα.
Ο Ρέντης δεν έφερε αντίρρηση και ύστερα από μισή ώρα, ο Άγγλος πρεσβευτής ακολουθούμενος από την Έλληνα υπουργό Εξωτερικών έμπαινε στο γραφείο του αρχηγού της Επαναστάσεως, που εκείνη τη στιγμή κουβέντιαζε με τον υποφρούραρχο Λ. Σπαή κι ακολούθησε η εξής αυθεντική στιχομυθία:
-Κύριε συνταγματάρχα, σας εφιστώ δια τελευταίαν φοράν όλως ιδιαιτέρως την προσοχήν επί των δυσάρεστων συνεπειών αι οποίοι θα ανέκυπταν ης το ενδεχόμενον της εκτελέσεως της θανατικής αποφάσεως.
-Εάν η Αγγλία δέχεται να υποστηρίξη την παραμονήν της Θράκης εις την Ελλάδα, άνευ της οποίας δεν είναι δυνατόν να αποζήση ο καταφυγών εδώ ελληνικής πληθυσμός της Μικρός Ασίας, η Επανάστασις δέχεται να παραδώση τους κατάδικους εις την Αγγλίαν ή να τους παραδώση εις οιοδήποτε άλλο κράτος.
-Δεν έχω καμμίαν τοιαύτην εντολήν της κυβερνήσεως μου.
-Αναλαμβάνω ως αρχηγός της Επαναστάσεως την υποχρέωσιν έναντί σας όπως αναβάλω την εκτέλεσιν δια μίαν ή έστω, και δύο ημέρας έως ότου ζητήσετε την εντολήν από την κυβέρνησίν σας.
-Δεν ημπορώ να προχωρήσω εις μίαν τοιαύτην πρωτοβουλίαν την οποίαν μου αξιώνετε.
Και ο Πλαστήρας σε οργίλο ύφος είπε:
-Αφού ενδιαφέρεστε τόσον πολύ δια τους κατάδικους, διατί η κυβέρνησίς σας άφησε την Ελλάδα να καταστραφή εις την Μικράν Ασίαν όταν εκείνοι ήσαν κυβερνήται; Δυστυχώς, και η Ελλάς και οι κατάδικοι, δια τους οποίους εκδηλώνετε τώρα το έντονον ενδιαφέρον σας είναι θύματα της Αγγλίας…
Ο Λίντλεϋ κατάλαβε ότι κάθε άλλη κουβέντα ήταν περιττή. Οι ελπίδες του πήγαιναν χαμένες. Δεν μπορούσε πια να σώσει τα θύματα των δολοπλοκιών της αγγλικής πολιτικής.
Ο Νικόλαος Στράτος, που μέχρι το τέλος της δίκης ήταν αισιόδοξος, όταν έγινε γνωστή η θανατική ποινή, έμεινε άφωνος. Οι δικοί του τον είχαν περικυκλώσει, η μητέρα του έκλαιγε γοερά, πράγμα που τον συνέτριβε ψυχικά. Παίρνοντας τον γιο του Ανδρέα (τον μετέπειτα υπουργό) απ’ το χέρι, του είπε:
-Άκουσε Ανδρέα. Να μη μισήσεις κανένα. Δι’ αυτούς μόνον η απεριόριστος βδελυγμία αρκεί. Και μιαν συμβουλήν πατρικήν σου δίδω παιδί μου: Να μη πολιτευτείς ποτέ.
Ύστερα γύρισε στη γυναίκα του:
-Να φροντίσης για τα παιδιά. Να πουλήσεις ό,τι μας μένει, και να φύγεις απ’ την Ελλάδα…
Στον διάδρομο των φυλακών ο Γ. Μπαλτατζής βημάτιζε νευρικά, ενώ γύρω του η γυναίκα και τα παιδιά του έκλαιγαν. Τους μοίρασε ό,τι μικροπράγματα είχε πάνω του κι ετοιμάσθηκε να δώσει στη γυναίκα του και τη βέρα του, αλλά μετάνιωσε.
-Αυτό άφησε με να το κρατήσω ακόμη. Έζησα τόσο ευτυχισμένα μαζί σου, ώστε δεν θέλω να σε αποχωρισθώ ως την τελευταία μου πνοή. Θα σου την φέρουν ύστερα…
Ο Μπαλτατζής έριξε ένα βλέμμα λατρείας στα παιδιά του:
-Ξέρετε εσείς πώς υπηρέτησα την πατρίδα μου. Μία είναι η θέλησίς μου: Να μην επιζητήσετε ποτέ δημόσιον υπηρεσίαν. Ασχοληθείτε εις ο,τιδήποτε άλλο, αλλά μη ζητήσετε να διαχειριστείτε δημόσιον αξίωμα…
Κι ύστερα από μικρή σκέψη πρόσθεσε:
-Όσο γι’ αυτούς που με σκοτώνουν, αφήστε τους. Είναι μικροί και ταπεινοί άνθρωποι, ανάξιοι να σκεφτούν κάτι ανώτερον. Εγώ τους συγχωρώ, περιφρονήστε τους κι εσείς.
Ο Μπαλτατζής φίλησε τα παιδιά του και τους ψιθύρισε:
-Τον νουν σας στη μητέρα σας…
Ύστερα στράφηκε προς τον γυναικάδελφο του στρατηγό Σούτσο:
-Σεις όταν θα ιδείτε τον Βασιλέα – τον Κωνσταντίνο εννοώ – να ειπείτε εκ μέρους μας το “Χαίρε Καίσαρ! Οι μελλοθάνατοι σε αποχαιρετούν»!…
Ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης είχε γύρω του τη γυναίκα του και την κόρη του. Συνεχώς το βλέμμα του βυθιζόταν στα μάτια της δεύτερης που την υπεραγαπούσε, κι έσφιγγε και τις δυο στην αγκαλιά του.
Ο Νικόλαος Θεοτόκης (γιος του παλιού πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη, αδελφός του Τζων Θεοτόκη και θείος του Σπύρου Θεοτόκη) προσπαθούσε να παρηγορήσει την ημιλιπόθυμη σύζυγό του.
-Μην κλαις! Σου το ζητώ ως τελευταία χάριν! Συ, που υπήρξες τόσο καλή, μην μου αρνείσαι αυτήν τη χαρά…
Εκείνη μέσα απ’ τους λυγμούς και τα αναφυλλητά της, επανελάμβανε:
-Πες μου Νίκο… Φαντάζεσαι ότι θα εκτελεστείς;
-Σου είπα κι άλλοτε… Απ’ αυτούς όλα έπρεπε να τα περιμένωμεν…
Ένας θόρυβος από τον διάδρομο τους έκανε να γυρίσουν. Από το βάθος ερχόταν ο Γούναρης υποβασταζόμενος απ’ τον γαμπρό του Κανέλλο Κανελλόπουλο. Έκανε πρόβα αν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ο Γούναρης με αργά κλονισμένα βήματα πέρασε μπροστά από τα κελιά που ήσαν κλεισμένοι ο Παναγής Τσαλδάρης, ο Χαρ. Βοζίκης, ο Στάης, ο στρατηγός Κωνσταντινόπουλος, ο δημοσιογράφος Νικ. Κρανιωτάκης και οι άλλοι του μετανοεμβριανού καθεστώτος.
Τους κοίταξε από τα μικρά γυάλινα παράθυρα των κελιών. Κι εκείνοι τον κοιτούσαν με θλίψη. Δεν ξέραν τι να του πουν, πώς να τον παρηγορήσουν.
Ο Μπαλτατζής έδωσε στον ναύαρχο Γούδα το ρολόι του και το δακτυλίδι του με την παράκληση να τα δώσει στα παιδιά του.
ΑΓΩΝΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο κελί ο υποδιευθυντής της αστυνομίας Κατσιγιαννάκης και απευθυνόμενος προς τον Γούδα του είπε:
-Κύριε ναύαρχε, πηγαίνετε να τους πείτε, ότι η εκτέλεσις έχει ορισθεί για τις ένδεκα το πρωί…
Ο Γούδας εξαγριώθηκε.
-Κύριε ταγματάρχα, είσθε ανυπόφορος με τις προτάσεις σας. Να πάτε να το πείτε μόνος σας.
Ο Κατιγιαννάκης δεν τόλμησε! Ανέθεσε σ’ έναν ανθυπομοίραρχο να μπει στον θάλαμο των μελλοθανάτων και να μεταδώσει το “μήνυμα”!
Ο ανθυπομοίραρχος απάντησε ταραγμένα:
-Κύριε Θεοτόκη, πρέπει να ειδοποιηθείτε ότι εις τας ένδεκα θα μεταφερθείτε…
-Έχει καλώς!… τον έκοψε ο κατάδικος πολιτικός.
Όταν στις 11 το πρωί έφθασε η στιγμή της αναχωρήσεως σημειώθηκαν συγκλονιστικές σκηνές μέσα στα κελιά των μελλοθανάτων.
Η σύζυγος του Στράτου, η κόρη του Δόρα, η ηλικιωμένη μητέρα του ξέσπασαν σε δυνατούς λυγμούς. Το ίδιο έγινε και με τους συγγενείς των άλλων. Με δυσκολία οι μελλοθάνατοι κρατούν την ψυχραιμία τους και επιτάσσουν σιγή.
-Είναι καιρός να φύγετε, είπε σ’ όλους τους συγγενείς ο Γούναρης.
Οι μελλοθάνατοι φόρεσαν τα παλτά και τα καπέλα τους και άρχισαν ν’ αποχαιρετούν τους οικίους τους.
0 ανθυπομοίραρχος παρακάλεσε τον Γούναρη να ξαπλωθεί στο φορείο, αλλ’ εκείνος αρνήθηκε;
-Θα περπατήσω, είπε απλά.
Έριξε μια τελευταία ματιά στο κελί του, φίλησε στοργικά τους ανιψιούς του (τον ναύαρχο Τυπάλδο και τη σύζυγο του).
-Χαίρετε. Κοκό φεύγω. Μαρία μου!
Και κατόπιν προχώρησε με δυσκολία, διότι μόλις κατόρθωνε να συγκρατείται όρθιος από τον πυρετό.
Στην κεντρική πόρτα των φυλακών περίμεναν δυο μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα χωροφύλακες. Στο ένα διακρινόταν η κάνη πολυβόλου. Άλλα δυο νοσοκομειακά αυτοκίνητα – κενά και κλειστά απ’ όλες τις πλευρές ήσαν από πίσω και στη συνέχεια αλλά στρατιωτικά και μερικά ιδιωτικά. Μέχρις ότου επιβιβασθούν οι μελλοθάνατοι ο Στράτος έβγαλε από την τσέπη του την αργυρά σιγαροθήκη του και πρόσφερε τσιγάρο στον Γούναρη.
Εκείνος δίστασε να το πάρει, αλλά τελικά τ’ αποφάσισε.
-Ας είναι… Το παίρνω, αν και οι ιατροί μου απηγόρευσαν να καπνίζω αφ’ ότου ησθένησα!…
Και προτού κατέβει τη σκάλα, στράφηκε προς τα δύο πρώτα κελιά και χαιρέτησε άλλη μια φορά τον Π. Τσαλδάρη, τον Βοζίκη, τον Τσόντο, τον Βάρδα, τον Σκλαβούνο και τον Κρανιωτάκη.
Σε λίγο η θλιβερή πομπή ξεκίνησε. Προπορευόταν ένα φορτηγό, μετά δυο νοσοκομειακά, ένα άλλο φορτηγό με την κάνη του πολυβόλου προτεταμένη και την πομπή έκλειναν δυο-τρία αυτοκίνητα επιβατικά με τον Κατσιγιαννάκη και άλλους αξιωματικούς της Χωροφυλακής.
Στον τόπο των εκτελέσεων είχε αρχίσει απ’ τα ξημερώματα κίνηση στρατιωτικών τμημάτων.
Κάποτε η συνοδεία τον αυτοκινήτων έφτασε “στον τόπο του μοιραίου” και οι μελλοθάνατοι αποβιβάζονται. Ο Γούναρης Πρωτοπαπαδάκης του στήριζε τα νώτα. Γύρισε στον Στρατό: φάνηκε στην πόρτα του αυτοκινήτου εξαιρετικά χλωμός. Ο
-Νίκο, κράτησε με, μην πέσω.
Ο Στρατός έσπευσε να τον βοηθήσει. Ο πρώην πρωθυπουργός κατέβηκε με μεγάλη δυσκολία κι ύστερα ρώτησε τον Κερκυραίο πολιτικό:
-Πού θα πάμε Νίκο;
Κι ο Στράτος με αφέλεια:
-Θα μας πουν!
Τρίτος κατέβηκε ο Πρωτοπαπαδάκης που πρόσφερε το μπράτσο του στον Γούναρη για να στηριχτεί. Ύστερα γύρισε στον μοίραρχο Βοβολίνη:
-Να τερματιστεί το ταχύτερον ό,τι έχει να γίνει.
Ένας όμιλος αξιωματικών στο βάθος έκανε συνεννοήσεις. Στο μεταξύ από το άλλο αυτοκίνητο κατέβηκαν κι οι υπόλοιποι.
Ο Χατζηανέστης κατέβηκε πρώτος φορώντας αδιάβροχο χακί χρώματος για να καλύπτει τη χωρίς διάσημα στολή του, που μόνος είχε αποσπάσει στις φυλακές Αβέρωφ. Στρατιωτική καθαίρεση δεν έγινε. Κατεβαίνουν κατόπιν ο Θεοτόκης κι ο Μπαλτατζής. Ο Χατζηανέστης που από πολλά χρόνια, έτρεφε την έμμονη ιδέα ότι είχε…γυάλινα πόδια, βάδιζε νευρικά, μ’ ανυπομονησία.
Οι Έξι μελλοθάνατοι οδηγούνται στο μέσα του τετραγώνου των στρατιωτικών που παρουσιάζουν όπλα. Ο εκ των επαναστατικών επιτρόπων, συνταγματάρχης Νεόκ. Γρηγοριάδης παίρνει από τα χέρια ενός στρατιώτη ένα χαρτί. Είναι η απόφαση του Στρατοδικείου.
Άρχισε να διαβάζει βιαστικά με φωνή που έτρεμε το κείμενο, αλλά δεν πρόλαβε να τελειώση το «δια Ταύτα» και σωριάστηκε κάτω λιπόθυμος!
Έτρεξε αμέσως ο γραμματέας του Στρατοδικείου λοχαγός Ιω. Πεπονής, πήρε από τα χέρια του Γρηγοριάδη την απόφαση και συνέχισε την ανάγνωση της αποφάσεις.
Στο μεταξύ ο Γρηγοριάδης συνήλθε, σηκώθηκε χλωμός, ρώτησε τους «Έξι» αν θέλουν τίποτα σαν «τελευταία επιθυμία». Όλοι απαντούν αρνητικά με νεύματα. Ο μοίραρχος Βοβολίνης τους πρότεινε αν θέλουν να τους δέσουν τα μάτια. Ο Μπαλτατζής φώναξε δυνατά:
- Όχι.
Την ίδια απάντηση έδωσαν και οι άλλοι με νεύματα.
Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης
Ο Στράτος εξακολουθούσε να καπνίζει και να παρατηρεί το πλήθος και τους στρατιώτες. Το απόσπασμα ετοιμάζεται και ακούγεται ο ιερέας που ψάλλει τις τελευταίες ευχές. Με τον Γούναρη πρώτο κι οι άλλοι αποκαλύπτονται και σταυροκοπούνται, ενώ οι στρατιώτες παρουσιάζουν όπλα.
Ο Θεοτόκης κοιτάζει μακριά μέσα στο πλήθος. Ο Μπαλτατζής στηρίζει το μονόκλ του, ο Στράτος καπνίζει πάντοτε, ενώ ο Γούναρης λίγο κυρτωμένος σχεδόν τρικλίζοντας, με τα χέρια στις τσέπες, με τον γιακά του κουμπωμένου παλτού του υψωμένο, περιμένει το σκληρό τέλος.
Για τελευταία φορά γυρίζει το βλέμμα του δεξιά κι αριστερά στους φίλους του. Ένας αξιωματικός πλησιάζει για να «καθαιρέσει» τον αρχιστράτηγο εκείνος οργίζεται.
Βγάζει τα διάσημα από την τσέπη του αδιάβροχου και τα πετάει, λέγοντας:
-Αισχύνομαι διότι διοίκησα τοιούτον στρατόν…
Η ώρα είναι 11.26 λεπτά. Με το «επί σκοπόν», ο Στράτος πετά το τσιγάρο του και περιμένει.
Το τραγικό παράγγελμα «πυρ» καλύφτηκε απ’ τον κρότο των 31 όπλων, που αντήχησε απαίσια μέσα στην ησυχία του δάσους.
Ο Θεοτόκης κι ο Μπαλτατζής έγειραν ελαφρά προς τα πίσω κι ύστερα έπεσαν μ’ έναν υπόκωφο θόρυβο στο υγρό έδαφος. Ο Στρατός κλονίστηκε κι έπεσε απότομα προς τα πίσω λυγίζοντας ελαφρά το γόνατο. Ο Γούναρης κλονίστηκε και γέρνοντας λίγο δεξιά ξαπλώθηκε κάτω. Ο Πρωτοπαπαδάκης έπεσε μετά 1-2 δευτερόλεπτα. Ο Χατζηανέστης μόλις δέχτηκε τις σφαίρες έκανε μια απότομη κίνηση σαν να ήθελε να τινάξει το κεφάλι προς τα πίσω. Κούνησε σπασμωδικά τα χέρια στον αέρα, κι ύστερα έπεσε προς τα πίσω κλίνοντας το κεφάλι προς τα εμπρός.
Ο αιματηρός επίλογος της μεγαλύτερης ίσως πολιτικής τραγωδίας του τόπου μας, είχε κλείσει.
ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

skaleadis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...