Ένας ευλογημένος αγιορείτης μοναχός, ο γερο Αυγουστίνος ο Ρώσος (1882-1965), ήταν πολύ ενάρετος, πολύ ταπεινός και πολύ αγωνιστής.
Κάποτε παρουσιάστηκε ο διάβολος μέσα στο κελί του σαν σκύλος φοβερός.
Πετούσε φωτιές από το στόμα και όρμησε πάνω στο γέροντα για νά τον πνίξει, επειδή, όπως του είπε, καιγόταν από τις προσευχές του.
Ο γερο-Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε στον τοίχο φωνάζοντας:
Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς τα πλάσματα του Θεού;
Ο διάβολος, κατατρομαγμένος απ' την αναπάντεχη υποδοχή, έγινε άφαντος.
Ύστερα όμως ο αγαθότατος και απλούστατος γέροντας είχε τύψεις, επειδή... χτύπησε το διάβολο !
Περίμενε με αγωνία πότε νά φωτίσει, για νά πάει στον πνευματικό του νά εξομολογηθεί το "αμάρτημα" του.
Πραγματικά, μόλις φώτισε πήγε στην Προβάτα (μιάμιση ώρα απόσταση από το κελί του), όπου ήταν ο πνευματικός του, και εξομολογήθηκε.
Ό πνευματικός μου όμως ήταν πολύ συγκαταβατικός", διηγιόταν αργότερα ο γέροντας, "και δεν μου έβαλε κανένα κανόνα, αλλά μου είπε νά κοινωνήσω. Εγώ, από τη χαρά μου, όλη τη νύχτα έκανα κομποσχοίνι, και μετά πήγα στη θεία λειτουργία και κοινώνησα.
Όταν ο παπάς έβαζε την άγία λαβίδα ατό στόμα μου, είδα την άγία Κοινωνία κομμάτι κρέας και αίμα! Και τη μασούσα για νά την καταπιώ! Παράλληλα ένιωθα και μία μεγάλη αγαλλίαση, πού δεν μπορούσα νά την αντέξω.
Από τα μάτια μου έτρεχαν γλυκά δάκρυα, και το κεφάλι μου φώτιζε σαν λάμπα.
Έφυγα γρήγορα για νά μη με δουν οι πατέρες, και την ευχαριστία για τη Θεία Μετάληψη τη διάβασα μόνος μου στο κελί μου".
“MËKATI” I JEROND AVGUSTINIT QË GODITI DJALLIN!
Një murg i bekuar agjiorit, jerondi Avgustin Rusi (1882-1965), ishte shumë i virtytshëm, shumë i përulur dhe shumë luftarak.
Dikur u paraqit djalli brenda në dhomën e tij si një qen i tmerrshëm. Lëshonte flakë nga goja dhe u sul drejt jerondit që ta mbytëte, sepse, ashtu siç tha , po digjej nga lutjet etij.
Jerondi Avgusitn e rrëmbeu dhe e përplasi në mur duke thirrur: Djalli i keq, përse lufton krijesat e Zotit?
Djalli i frikësuar nga kjo pritje e paimagjinuar, u zhduk. Por më pas jerondi i thjeshtë dhe i mirë ndjente faj, sepse goditi djallin!
Priste me ankth kur të vinte mëngjesi , që të shkonte tek Ati i tij shpirtëror që të rrëfente “mëkatin” e tij. Me të vërtetë, sapo erdhi momenti shkoi në Provata (një orë e gjysëm më këmbë nga dhoma e tij) ku ishte Ati i tij shpirtëror dhe u rrëfye. Por Ati i tij shpirtëror që ishte shumë “ i mirëkuptueshëm” tregonte më vonë jerondi, “nuk më vuri asnjë kanona (rregull, dënim) por më tha që të kungoj. Unë nga gëzimi, të gjithë natën bëra komboskin, dhe pastaj shkova në meshën hyjnore dhe kungova. Kur prifti vendoste lavidhën e shenjtë në gojën time, pashë Kungatën hyjnore si një copë mish me gjak! Dhe e përtypja që ta gëlltit! Paralelisht ndjeja një ngazëllim të madh, sa nuk munda të duroj.
Nga sytë e mi më rridhnin lotë të ëmbë, dhe koka ime ndriçonte si një llambë. Ika shpejt që të mos më shohin etërit, dhe falenderimin për Kungatën Hyjnore e lexova vetëm në dhomën time”
Përktheu: Themistokli Bambulla
Teolog-Psikopedagog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis