Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Χόμπιτ


Ενα αφιέρωμα του dim/art στο σπουδαίο μυθιστόρημα που πρωτοδημοσιεύτηκε σαν σήμερα
JRR-Tolkiens-The-Hobbit-4293291
Η γένεση ενός μεγάλου βιβλίου
— Της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου —

Σε κάποια επιστολή του, ο Ρ.Λ. Στίβενσον περιέγραφε τη στιγμή της έμπνευσης, που οδήγησε (αυτόν, και μαζί του εκατομμύρια παιδιά) στο Νησί των Θησαυρών, ενώ σχεδίαζε έναν φανταστικό χάρτη για τον γιο του, και ξαφνικά «είδε» σε τρεις διαστάσεις το σκηνικό της ιστορίας του. Αντίστοιχα απρόσμενη ήταν, για τον Τζ.Ρ.Ρ. Τόλκιν (1892-1973), και η γέννηση του Χόμπιτ, που πρωτοδημοσιεύτηκε σαν σήμερα, 21 Σεπτεμβρίου το 1937: Μια μέρα, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’30, ενώ διόρθωνε γραπτά απολυτηρίων εξετάσεων, ο Τόλκιν άρπαξε ένα φύλλο χαρτί και έγραψε τη φράση «In a hole in the ground there lived a hobbit», που έμελλε να γίνει και μια από τις πιο διάσημες «πρώτες φράσεις» στη λογοτεχνία. Από εκείνη τη μέρα και μέχρι την ολοκλήρωση του βιβλίου, στα τέλη του 1932, ο Τόλκιν υπέβαλλε όσα είχε γράψει στον πιο απαιτητικό έλεγχο, διαβάζοντάς τα στα παιδιά του. Στη συνέχεια, το χειρόγραφο πέρασε από τα χέρια πολλών φίλων, για να καταλήξει, επιτέλους, ίσως και τυχαία, στον εκδότη Stanley Unwin, που επίσης ζήτησε τη γνώμη του 10χρονου γιου του, Ράινερ. Προφανώς (και ευτυχώς!), ο μικρός ξετρελάθηκε. Τα παιδιά, λοιπόν, έπαιξαν ίσως τον πιο κρίσιμο ρόλο στη δημιουργία και την έκδοση ενός κλασικού, πλέον, βιβλίου, που ωστόσο ο ίδιος ο Τόλκιν δεν προόριζε κατά κύριο λόγο για παιδιά – και δικαίως. Το Χόμπιτ είναι η ιστορία ενός αντιήρωα, του φιλήσυχου χόμπιτ Μπίλμπο Μπάγκινς, που σύρεται κακήν κακώς σε μια εκπληκτική περιπέτεια με δράκους, ξωτικά, νάνους (και μερικούς ανθρώπους) σε έναν φανταστικό κόσμο επινοημένο από τον ίδιο τον Τόλκιν: το βιβλίο ξεκινά με έναν λεπτομερή χάρτη της περιοχής στην οποία περιπλανιέται ο Μπίλμπο. Ο κόσμος αυτός, η «Μέση Γη», μαζί με τους αλλόκοτους κατοίκους του, πλάσματα όλοι της σκανδιναβικής μυθολογίας που ο Τόλκιν λάτρευε και γνώριζε καλά ως πανεπιστημιακός καθηγητής αγγλοσαξωνικών γλωσσών, ξεδιπλώθηκε σε όλο του το μεγαλείο και την έκταση αργότερα, πάλι μέσα από την πένα του Τόλκιν, με τονΆρχοντα των Δαχτυλιδιών.

ΥΓ [dim/art]: Ο Τόλκιν, παρά την πλούσια και επινοητική φαντασία του, δεν θα διανοούνταν ότι τα «τρολ» —οι ανθρωποφάγοι γίγαντες της σκανδιναβικής μυθολογίας, που εκείνος αξιοποίησε μυθοπλαστικά στο Χόμπιτ— θα αυτονομούνταν την εποχή των κοινωνικών δικτύων, με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.



Ο ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΧΑΡΤΗΣ του Θρορ, ο οποίος υπάρχει στην αρχή του βιβλίου, είναι έργο του Τόλκιν όπως και όλη η εικονογράφηση του Χόμπιτ. Το 2012, για την 75η επέτειο από την έκδοση του βιβλίου, πάνω από 100 σχέδια του Τόλκιν συγκεντρώθηκαν σε μία πολυτελή έκδοση με τίτλο The Art of the Hobbit, μερικά εκ των οποίων — όπως αυτά που ακολουθούν—, δεν είχαν εκδοθεί ποτέ στο παρελθόν.



* * *

Τον Αύγουστο του 1952, ο Τόλκιν επισκέφθηκε έναν φίλο του για να πάρει πίσω το χειρόγραφο τού Άρχοντα των Δαχτυλιδιών που του είχε εμπιστευθεί και εκεί είδε για πρώτη φορά στη ζωή του ένα μαγνητόφωνο ηχογράφησης. Ρώτησε πώς λειτουργεί και ενθουσιάστηκε όταν άκουσε τη φωνή του σε αναπαραγωγή. Ο φίλος του τον παρακάλεσε να διαβάσει ένα απόσπασμα από το Χόμπιτ κι εκείνος το έκανε με αυτόν τον μοναδικό τρόπο που θα ακούσετε στο αρχείο που ακολουθεί (σε δύο μέρη). Στη συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε το αντίστοιχο απόσπασμα από την ελληνική έκδοση του βιβλίου.





* * *

[Ακολουθεί η μετάφραση στα ελληνικά της ενότητας που διαβάζει απολαυστικά ο παραμυθάς Τόλκιν στοπρώτο από τα παραπάνω βίντεο.]

Εκεί κάτω, στα πολύ βαθιά, δίπλα στα ολοσκότεινα νερά, ζούσε ο γερο-Γκόλουμ, ένα μικρόσωμο γλοιώδικο πλάσμα. Δεν ξέρω από πού είχε έρθει, ούτε τι ή ποιος ήταν. Ήταν ο Γκόλουμ – μαύρος σαν το σκοτάδι, εκτός από τα δύο μεγάλα, στρογγυλά, χλωμά μάτια πάνω στο λεπτό πρόσωπό του. Είχε μια μικρή βάρκα κι έπλεε ήσυχα κι αθόρυβα στα νερά της λίμνης. Γιατί πραγματικά, ήταν λίμνη, μια μεγάλη, βαθιά λίμνη κρύα σαν το θάνατο. Για κουμπιά χρησιμοποιούσε τις φαρδιές πατούσες του, και έπλεε χωρίς να κάνει ούτε ένα κυματάκι, ούτε μια ρυτίδα πάνω στο νερό. Έψαχνε με τα χλωμά σαν λυχνάρια μάτια του για τυφλά ψάρια, που τ’ άρπαζε με τα μακριά δάχτυλά του με αστραπιαία ταχύτητα. Του άρεσε και το κρέας. Τα τελώνια τα έβρισκε νόστιμα, όταν μπορούσε να πιάσει κανένα˙ φρόντιζε όμως να μην τον ανακαλύψουν. Τα στραγγάλιζε πηδώντας πάνω τους, από πίσω, όταν ερχόταν κανένα μονάχο κοντά στη λίμνη. Σπάνια γινόταν αυτό, γιατί τα τελώνια διαισθάνονταν ότι κάτι δυσάρεστο παραμόνευε εκεί κάτω, μέσα στη ρίζα του βουνού. Είχαν φτάσει κάτω από τη λίμνη όταν έσκαβαν τις στοές πριν πολλά χρόνια και ανακάλυψαν ότι δεν μπορούσαν να προχωρήσουν άλλο. Έτσι ο δρόμος τους τέλειωνε εκεί, και δεν υπήρχε λόγος να περάσουν κοντά στη λίμνη – εκτός αν το Μεγάλο Τελώνιο έστελνε κανέναν˙ πότε πότε του ερχόταν όρεξη να φάει ψάρι από τη λίμνη – και καμιά φορά δε γύριζαν πίσω ούτε το τελώνιο ούτε το ψάρι.

Τώρα ο Γκόλουμ ζούσε σ’ ένα μικρό βραχονήσι στη μέση της λίμνης. Μόλις αντιλήφθηκε τον Μπίλμπο, άρχισε να τον παρακολουθεί με τα θολά μάτια του, που ήταν σαν τηλεσκόπια. Ο Μπόλμπο δεν μπορούσε να τον δει, εκείνος όμως απορούσε πολύ για τον Μπίλμπο, γιατί έβλεπε πως δεν ήταν τελώνιο – κάθε άλλο.

Ο Γκόλουμ μπήκε στη βάρκα του και ξεκίνησε γοργά κι αθόρυβα από το νησάκι, ενώ ο Μπίλμπο καθόταν στην όχθη, χαμένος κι εξουθενωμένος˙ ο δρόμος του είχε σταματήσει και μαζί είχε σταματήσει και το μυαλό του. Ξαφνικά, να σου ο Γκόλουμ, που ψιθύριζε και σφύριζε:

«Σε καλό μας και σε βρεγμένο μας, χρυσσσό μου! Καλό τσιμπούσι θα κάνουμε, βλέπω˙ ένας νόστιμος μεζές θα βγει πάντως για μας, γκόλουμ!» Κι όταν είπε «γκόλουμ», έκανε ένα φοβερό ήχο με το λαρύγγι του, σαν να κατάπινε˙ έτσι είχε πάρει, άλλωστε, το όνομα αυτό, παρόλο που ο ίδιος φώναζε πάντα τον εαυτό του «χρυσό μου».

Το χόμπιτ αναπήδησε με φρίκη όταν άκουσε το ανατριχιαστικό ψιθύρισμα και είδε ξαφνικά τα δυο χλωμά μάτια καρφωμένα πάνω του.

«Ποιος είσαι;» είπε τραβώντας το σπαθί του.

«Τι πράμα είναι αυτός, χρυσσσό μου;» ψιθύρισε ο Γκόλουμ (που πάντα μιλούσε με τον εαυτό του, μια που δεν είχε κανέναν άλλο να μιλήσει). Η αλήθεια ήταν πως είχε έρθει για να λύσει αυτή την απορία του, γιατί δεν ήταν για την ώρα πολύ πεινασμένος, μόνοπερίεργος˙ αλλιώς, θα τον είχε αδράξει πρώτα και θα ψιθύριζε ύστερα.

«Είμαι ο κύριος Μπίλμπο Μπάγκινς. Έχασα τους νάνους, έχασα και το μάγο, και δεν ξέρω πού βρίσκομαι. Ούτε και θέλω να μάθω, αρκεί να μπορέσω να βγω από δω μέσα».

«Τι έχει στα χέρια του;» ρώτησε ο Γκόλουμ, κοιτάζοντας το σπαθί, που δεν του πολυάρεσε.

«Ένα σπαθί, ένα ξίφος φτιαγμένο στο Λόφο της Πέτρας και του Τραγουδιού!»

«Σςςςς!» έκανε ο Γκόλουμ, και έγινε όλος ευγένεια. «Δεν κάθεσαι να του κουβεντιάσεις λίγο, χρυσσσό μου; Θα του αρέσουν ίσως τα αινίγματα, του αρέσουν;» Ήθελε να φανεί συμπαθητικός, τουλάχιστον ώσπου να μάθει περισσότερα πράγματα για το ξίφος και το χόμπιτ, αν ήταν πραγματικά μοναχό του, αν ήταν καλό για φαγητό, κι αν ο ίδιος πεινούσε πραγματικά. Τα αινίγματα ήταν το μόνο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί. Το να βάζει αινίγματα, και καμιά φορά να απαντά σε αινίγματα, ήταν το μόνο παιχνίδι που είχε παίξει με τα άλλα παράξενα πλάσματα που ζούσαν μέσα στις τρύπες τους πριν πολλά πολλά χρόνια, προτού ο Γκόλουμ χάσει όλους τους φίλους του και προτού φτάσει μονάχος στη σκοτεινή καρδιά του βουνού.

«Πολύ καλά», συμφώνησε ο Μπίλμπο, που ήθελε κι αυτός να κερδίσει χρόνο, για να μάθει περισσότερα για το παράξενο αυτό πλάσμα, αν ήταν μονάχο του, αν ήταν άγριο ή πεινασμένο κι αν ήταν φίλος των τελώνιων.

«Ρώτα εσύ πρώτος», είπε, γιατί δεν είχε καιρό να σκεφτεί κανένα αίνιγμα.

Έτσι ο Γκόλουμ ψιθύρισε σφυριχτά:

Ρίζες έχει μα δεν ξεριζώνεται / πιο ψηλά απ’ τα δέντρα ορθώνεται / ίσαμε τον ουρανό ψηλώνει / μα ποτέ δε μεγαλώνει. / Τι είναι;

«Εύκολο!» είπε ο Μπίλμπο. «Είναι το βουνό, νομίζω».

«Εύκολα μαντεύει! Πρέπει να κάνει διαγωνισμό μαζί μας, χρυσό μου! Αν το χρυσό μου ρωτήσει και αυτό δεν απαντήσει, το τρώμε, χρυσό μου. Αν μας ρωτήσει αυτό, και δεν απαντήσουμε, τότε κάνουμε ό,τι θελήσει, ε; Θα του δείξουμε το δρόμο για έξω, εντάξει;»

«Εντάξει!» είπε ο Μπίλμπο, μη τολμώντας να διαφωνήσει και σπάζοντας το κεφάλι του για να σκεφτεί αινίγματα που θα τον έσωζαν από το φάγωμα.

Τριάντα άσπρα άλογα / σε κόκκινο λοφάκι. / Κουτουλάνε και πατιούνται / κι έπειτα αποκοιμιούνται.

Αυτό ήταν όλο κι όλο που μπόρεσε να σκεφτεί – βλέπετε, είχε στο μυαλό του το φάγωμα. Ήταν αρκετά παλιό κι ο Γκόλουμ ήξερε την απάντηση, όπως βέβαια κι εσείς.

«Κολοκύθια!» σφύριξε. «Τα δόντια, τα δόντια, χρυσό μου˙ εμείς όμως έχουμε μόνο έξι!» Μετά ρώτησε το δεύτερό του αίνιγμα:

Δίχω φωνή φωνάζει / δίχως φτερά πετάει. / Δίχως στόμα στενάζει / δίχως δόντια μασάει.

«Μισό λεφτό!» φώναξε ο Μπίλμπο, που ακόμα τον απασχολούσε η ισέα του φαγώματος. Ευτυχώς, είχε κάποτε ακούσει κάτι παρόμοιο, κι αφού συγκεντρώθηκε λίγο, βρήκε την απάντηση! «Ο άνεμος, ο άνεμος!» είπε, κι ήταν πολύ ευχαριστημένος που κέρδισε άλλο ένα σημείο. «Τώρα θα του πω ένα που θα το μπερδέψει αυτό το σιχαμερό, καταχθόνιο πλάσμα», σκέφτηκε.

Μάτι σε πρόσωπο γαλάζιο / είδε ένα μάτι σε πρόσωπο πράσινο. / «Να ένα μάτι σαν και μένα», / είπε το πρώτο μάτι, / «όμως στα χαμηλά / κι όχι στα ψηλά».

«Σς, σς, σς», έκανε ο Γκόλουν. Βρισκόταν κάτω από τη γη από πάρα πολύ παλιά και είχε ξεχάσει αυτού του είδους τα πράγματα. Καθώς όμως ο Μπίμπο άρχιζε να ελπίζει πως αυτός ο άθλιος δεν θα μπορούσε ν’ απαντήσει, ο Γκόλουμ έφερε στο νου του αναμνήσεις από πάρα πολύ παλιές εποχές, όταν έμενε με τη γιαγιά του σε μια τρύπα, στην όχθη του ποταμού.

«Σσσσς, χρυσσσό μου», είπε. «Είναι ο ήλιος στον ουρανό και οι μαργαρίτες στον κάμπο!»

Αυτά τα συνηθισμένα για όσους ζουν πάνω στη γη αινίγματα τον κούραζαν. Ακόμα, του έφερναν στο νου τις μέρες που δεν ήταν τόσο μονάχος, τόσο γλοιώδης και κακός, κι αυτό τον νευρίαζε.

[Τόλκιν, Χόμπιτ, μτφ.: Α. Γαβριηλίδη-Χ. Δεληγιάννη, Κέδρος 2001, σσ. 97-101· το απόσπασμα που ακούγεται να διαβάζει ο Τόλκιν αντιστοιχεί στις σελίδες 97-107 της ελληνικής έκδοσης ]

* * *



* * *

Επιμέλεια αφιερώματος: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Ελένη Κεχαγιόγλου, Μαρία Τσάκος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

skaleadis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...