Ένας Έλληνας εκεί όπου γεννιούνται τα σύννεφα
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 26 Σεπτεμβρίου 1904, έφυγε από τη ζωή ο Λευκάδιος Χερν (Patricio Lafcadio Tessima Carlos Hearn) ή Koizumi Yakumo (小泉 八雲). Το 1890, μετά από περιπετειώδη βίο και περιπλάνηση στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος, ο Χερν εγκαταστάθηκε στην Ιαπωνία. Δίδαξε Αγγλική Γλώσσα και Φιλολογία, έγραψε βιβλία για την Ιαπωνία των σαμουράι και της παράδοσης κι έγινε ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της Ιαπωνίας. Άλλαξε το όνομά του –υιοθετώντας το όνομα της γυναίκας του Σετζούκο Κοϊζούμι– σε Κοϊζούμι Γιάκομο, που σημαίνει «το μέρος όπου γεννιούνται τα σύννεφα».
Ο έλληνας εθνικός ποιητής της Ιαπωνίας. Η ιστορία ενός «περιπλανώμενου φαντάσματος»
Πηγή: The insider
Λευκάδιος Χέρν ή Γιακόμο Κουιζούμι. Ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές της Ιαπωνίας είναι Έλληνας. Τον χαρακτήρισαν «Παπαδιαμάντη της Άπω Ανατολής ». Στη γενέτειρά του, τη Λευκάδα, η προτομή του Λευκάδιου Χέρν βρίσκεται από το 1985 στο πάρκο των ποιητών, δίπλα στον Α. Βαλαωρίτη και τον Α. Σικελιανό. Επίσης, ο δρόμος στο σπίτι που γεννήθηκε στο κέντρο της πόλης έχει το όνομα του (στα ελληνικά και στα ιαπωνικά) ενώ οι πολιτιστικές ανταλλαγές με το Σιντσούκο στο Τόκιο και την Λευκάδα συνεχίζονται με εντατικό ρυθμό.
Η ιστορία του Λευκάδιου Χέρν μοιάζει με παραμύθι. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι η ζωή του έγινε σίριαλ το 1987 στην ελληνική τηλεόραση με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Τσακίρη. Μάλιστα στο βιογραφικό μυθιστόρημα Η Οδύσσεια του Λευκάδιου Χερν, ο συγγραφέας Τζόναθαν Κόλτ τον αποκαλεί «περιπλανώμενο φάντασμα».
Ο Λευκάδος Χέρν γεννήθηκε στην Λευκάδα τον Ιούνιο του 1850. Μητέρα του ήταν η Ρόζα Κασιμάτη, μια 25χρονη κοπέλα από τα Κύθηρα. Πατέρας του, ο Ιρλανδός ταγματάρχης Τσαρλς Χερν, ο οποίος υπηρετούσε ως στρατιωτικός γιατρός στα κατεχόμενα τότε από τους Βρετανούς, Ιόνια νησιά.
Ο Χέρν μετακλήθηκε στο Δουβλίνο το 1852. Μετακόμισε μαζί με την γυναίκα του και το δίχρονο παιδί. Σε ηλικία 4 χρόνων ο μικρός Λευκάδιος βρέθηκε χωρίς γονείς αφού ο πατέρας του πήγε να υπηρετήσει στις Ινδίες και η μητέρα του επέστρεψε στην Ελλάδα αφήνοντας τον υπό την κηδεμονία της θείας του. Λίγο μετά την συμπλήρωση των 16 χρονών του και έχοντας ήδη διαμορφώσει μία πανθεϊστική κοσμοαντίληψη (βλ. Kenneth Rexroth, 1987, World Outside the Window: Selected Essays of Kenneth Rexroth), αναγκάστηκε να σταματήσει το σχολείο και μετά από 3 χρόνια, μη αντέχοντας τον κλειστό, συντηρητικό τρόπο ζωής και την θρησκοληψία των Ιρλανδών, έφυγε σε ηλικία μόλις 19 ετών για τις Η.Π.Α. και εγκαταστάθηκε στο Σινσινάτι της πολιτείας του Οχάιο. Στην απόφαση του αυτή συνέτεινε και η δυσμορφία στα μάτια από την οποία έπασχε. Το ένα μάτι του που ήταν σχεδόν κατεστραμμένο και είχε ασπρίσει και το άλλο ήταν μονίμως κόκκινο από την υπερκόπωση.
Μετά από μία μικρή περίοδο απόλυτης οικονομικής εξαθλίωσης, γνώρισε τελικά τον Άγγλο εκδότη και ριζοσπάστη ουτοπιστή κοινοτιστή Χένρυ Γουότκιν (1824-1910), ο οποίος τον προέτρεψε να ασχοληθεί με την δημοσιογραφία, όπου διακρίθηκε επί πολλά χρόνια (με τις εφημερίδες Cincinnati Daily Enquirer, 1872 – 1875, CincinnatiCommercial, 1875 – 1877, Times Democrat της Νέας Ορλεάνης, 1877 – 1890).
Το 1875 προκάλεσε τα ρατσιστικά ήθη της εποχής με τον γάμο του με την μιγάδα Αλίθια Φόλεϋ (Alethea «Mattie» Foley), ο οποίος θεωρήθηκε «σκάνδαλο παλλακείας» (αφού ο νόμος δεν αναγνώριζε γάμους λευκών με μη λευκούς) και του κόστισε την απόλυσή του από την ημερήσια εφημερίδα Cincinnati Daily Enquirer, η οποία όμως του άνοιξε τον δρόμο για εργασία στην ανταγωνιστική Cincinnati Commercial.
Ωστόσο, επειδή η κάπνα και η έντονη βιομηχανική ατμοσφαιρική ρύπανση του Σινσινάτι ενοχλούσαν το υπερευαίσθητο λόγω κόπωσης δεξί μάτι του, αποφάσισε το 1877 να φύγει για την Νέα Ορλεάνη, όπου για 12 περίπου χρόνια (μέχρι το 1889 – 1890) συνεργάστηκε με την εφημερίδα Times Democrat, στο κοινό της οποίας καταξιώθηκε λόγω του προσωπικού του γλαφυρού τρόπου, ο οποίος, περνώντας ταχύτατα από την Ιστορία των Κρεολών στην ιδιαίτερη κουζίνα της περιοχής και από τα λαϊκά ήθη και έθιμα στο Βουντού, αναδείκνυε την πολιτεία ως περιοχή ιδιόρρυθμων ηθών και άκρατου ηδονισμού.
Το 1887 ταξίδεψε στις Δυτικές Ινδίες για λογαριασμό του περιοδικού Harper’s Magazine, όπου και συνέγραψε το Two Years in the French West Indies και το μυθιστόρημα Youma με θέμα μία ανταρσία σκλάβων (και τα δύο εκδόθηκαν το 1890).
Με την ιδιότητα του δημοσιογράφου έφθασε το 1889 στην Γιοκοχάμα, σταλμένος από το αμερικανικό περιοδικό Harper’s Magazine. Λίγο πριν φύγει για την Ιαπωνία, έγραψε στο περιοδικό ότι εκείνο που σκόπευε ήταν να παρουσιάσει στους αναγνώστες την πραγματική εικόνα της ζωής στην Ιαπωνία «όχι σαν ένα απλός παρατηρητής, αλλά ως κάποιος που μπορεί να συμμετέχει στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων και που επιπρόσθετα μπορεί να σκέπτεται με τις δικές τους σκέψεις». Λίγο καιρό μετά την άφιξή του όμως, έσπασε το συμβόλαιό του με το περιοδικό και εγκαταστάθηκε στο Ματσούε της βορειοδυτικής Ιαπωνίας που τότε δεν είχε ακόμα διαβρωθεί από τα ήθη των «δυτικών», διδάσκοντας αγγλικά.
Κατά την εκεί παραμονή του, σχετίστηκε στενά με τους ανθρώπους, ανέπτυξε στενή φιλία με τον καθηγητή Νισίντα Σεντάρο και μόλις τον 15ο μήνα από τότε που έφθασε στην χώρα νυμφεύθηκε την Κοϊζούμι Σέτσου ή Σετσούκο (φωτογραφία αριστερά με την γυναίκα του και τον γιο τους), θυγατέρα ενός πρώην σαμουράι της περιοχής, κατεστραμμένου πια λόγω της εισβολής των «δυτικών» και της συνακόλουθης διάλυσης της παραδοσιακής κοινωνικής ιεραρχίας. Με την Σέτσου απέκτησε τρεις γιούς, τους Κάζουο, Ιουάο και Κιγιόσι, καθώς και μία θυγατέρα, την Σέτσουκο.
Στην Ιαπωνία ο Λευκαδιος Χερν έζησε τα 14 τελευταία χρόνια της ζωής του. Ο Χερν κατέγραψε μια άλλη Ιαπωνία, των θρύλων των Σαμουράι και των παραδοσιακών αξιών. Χαρακτηρίσθηκε ως ο αυθεντικότερος ερμηνευτής της Ιαπωνίας στη Δύση. Το βιβλίο του Ματιές στην άγνωστη Ιαπωνία διδάσκονταν σε όλα τα σχολεία της χώρας επί δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι περιζήτητα και θεωρούνται μεγάλης συλλεκτικής αξίας. Οκτώ μουσεία υπάρχουν προς τιμήν του σε όλη την Ιαπωνία ενώ το άγαλμα του ξεχωρίζει στην κεντρική πλατεία του Τόκιο, ενώ δεκάδες μνημεία έχουν στηθεί σε κάθε γωνία τις Ιαπωνίας από όπου πέρασε.
Ο Λευκάδιος δέχεται ουσιαστικά ότι, στην απεικόνιση της ανθρώπινης μορφής, η ελληνική και η ιαπωνική τέχνη συμπίπτουν σε μια κοινή αισθητική αντίληψη που είναι η άρνηση της εξατομίκευσης.
«Καλλιτέχνες ενός μοναδικού πολιτισμού, οι Έλληνες μπόρεσαν να επιτελέσουν αυτό το θαύμα: ν’ αποσπάσουν το ιδανικό της ομορφιάς της φυλής τους από τις δικές τους ψυχές και να σταθεροποιήσουν το ρευστό του περίγραμμα στο κόσμημα και την πέτρα…» γράφει ο Λευκάδιος Χερν.
Πέθανε ξαφνικά τον Σεπτέμβριο του 1904 και μέχρι την τελευταία του στιγμή δεν έπαψε να υπερηφανεύεται για την ελληνική καταγωγή του. Άφησε πίσω του ένα ογκώδες συγγραφικό έργο από βιβλία και πανεπιστημιακές παραδόσεις που περιλαμβάνονται στην ιαπωνική έκδοση των 27 τόμων του έργου του. Σ’ αυτό προβάλλει την Ιαπωνία με ιδανικό τρόπο, παρουσιάζοντας στη Δύση μιαν άγνωστη ως τότε χώρα, η οποία ακριβώς την εποχή εκείνη προσπαθούσε να πλησιάσει το πρότυπο ενός δυτικού κράτους. Στα βιβλία του περιλαμβάνει όχι μόνο περιγραφές τοπίων και ηθών, αλλά και μεταγραφές μύθων, μελετήματα γύρω από τα δύο κυριότερα θρησκευτικά ρεύματα της Ιαπωνίας (σιντοϊσμού και βουδισμού), και ακόμη ιστορικές, κοινωνικές και καλλιτεχνικές αναλύσεις. Για τον Λευκάδιο Χερν, ως σήμερα έχουν εκδοθεί περισσότερες από 30 βιογραφίες και έχουν δημοσιευθεί δύο βιβλιογραφίες στις οποίες περιλαμβάνονται περισσότερα από 1.000 λήμματα άρθρων και βιβλίων που αναφέρουν το όνομά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
skaleadis