Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

«Χνάρια ελληνοχριστιανικού πολιτισμού»!..

Διαβάστε τι ανέφεραν μεταξύ άλλων διάφοροι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι σε ένα σχετικό συνέδριο στη Θεσσαλονίκη, που έγινε στις 27 Μαΐου 2013, με θέμα: «Καππαδοκία: Χνάρια ελληνοχριστιανικού πολιτισμού»!.. Κι όχι μόνο!.... Στα πάνω από 100 «πετρομονάστηρα» της Καππαδοκίας, μπορεί κανείς να αναζητήσει το Βυζάντιο σε όλο του το μεγαλείο, επεσήμανε η αν. καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας Μαρία Καζαμία-Τσέρνου!..

Τα «χνάρια ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», στην «αγιοτόκο» και «αγιοτρόφο» Καππαδοκία, όπου έδρασαν πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Γρηγόριος Νύσσης, προσπάθησαν να αποτυπώσουν οι διοργανωτές και οι ομιλητές στο συνέδριο με θέμα «Καππαδοκία… χνάρια ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», που διοργάνωσαν η Ιερά Μητρόπολη Νεαπόλεως-Σταυρουπόλεως, το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού και η Κοινωφελής Επιχείρηση Νεάπολης-Συκεών, στο Κλειστό Δημοτικό Θέατρο Νεάπολης.
Στα πάνω από 100 «πετρομονάστηρα» (υπόσκαφοι ναοί) της Καππαδοκίας, μπορεί κανείς να αναζητήσει το Βυζάντιο σε όλο του το μεγαλείο, επεσήμανε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Βυζαντινής Αρχαιολογίας στη Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ, Μαρία Καζαμία-Τσέρνου.
Σε αρκετούς από τους ιδιόμορφους μορφολογικά αυτούς τόπους λατρείας, άσκησης και προσευχής έχει διατηρηθεί ο εντοίχιος διάκοσμός τους, ο οποίος συνίσταται σε εκτενείς αφηγηματικούς εικονογραφικούς κύκλους από την Παλαιά, την Καινή Διαθήκη αλλά και την αγιολογική γραμματεία. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ύπαρξη κτητόρων-χορηγών αυτών των ναών, οι οποίοι απεικονίζονται στους τοίχους τους και ταυτίζονται με επιγραφές. Από τις επιγραφές αυτές, είναι δυνατόν να αντλήσει κανείς στοιχεία για την ιστορία και την κοινωνία αυτής της κεντρικής επαρχίας της Μικράς Ασίας.
Από τη μελέτη των σχετικών παραστάσεων, προκύπτει το συμπέρασμα ότι τόσο στους προεικονομαχικούς όσο και στους μεταεικονομαχικούς εικονογραφικούς κύκλους, παρατηρείται μία ελευθερία του καλλιτέχνη ως προς τις πηγές έμπνευσής του οι οποίες μπορεί να είναι το ευαγγελικό κανονικό κείμενο, κείμενα της απόκρυφης γραμματείας ή συνδυασμός των δύο. Στους αρχαιότερους κυρίως ναούς είναι εμφανής μία πλουραλιστική διάθεση, μία αγωνία του ζωγράφου να καταγράψει με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες την Αλήθεια της Εκκλησίας. Γνωρίζει οπωσδήποτε τις κατευθυντήριες γραμμές της τέχνης της Κωνσταντινούπολης, σε ό,τι αφορά στη διαμόρφωση των εικονογραφικών προγραμμάτων των ναών, τις οποίες όμως προσαρμόζει στην ιδιάζουσα μορφολογία των καππαδοκικών ναών.
Όπως υπογράμμισε η κ. Καζαμία-Τσέρνου, αυτό το οποίο μπορεί με βεβαιότητα να πει κανείς είναι ότι πρόκειται για μία ζωγραφική πηγαία, αυθεντική, στις εσχατιές της αυτοκρατορίας όπου, παρά τις όποιες αδεξιότητες, με αμεσότητα και ενάργεια ζωντανεύει η βιβλική ιστορία, ζωντανεύει το δόγμα και η πίστη, ζωντανεύει η χριστιανοσύνη του Βυζαντίου.
Ο ιερός ναός Αγίου Βλασίου, στο Μισθί Καππαδοκίας, είναι ο μεγαλύτερος ναός της Χριστιανικής Ανατολής που ανεγείρεται εκ βάθρων, όπως μαρτυρεί το προσωνύμιο «Μεγάλη Εκκλησία».
Η πολιτικός μηχανικός, ερευνήτρια και συγγραφέας, Μαρία Παπαδοπούλου σημείωσε ότι ο ναός είναι αφιερωμένος-χρισμένος στον Άγιο Βλάσιο, τον ιατρό των πιστών και προστάτη από τα άγρια θηρία. Συνεορτάζονταν δε μαζί ο Άγιος Βλάσιος και ο Άγιος Βασίλειος στη μεγάλη για την Καππαδοκία πρωτοχρονιάτικη διήμερη γιορτή. Και οι δυο Άγιοι ήταν πολύ αγαπημένοι για τους Μιστιώτες και όλους τους Καππαδόκες.
Σύμφωνα με την ίδια, κίνητρο των φτωχών κατοίκων προκειμένου να αναγείρουν ένα αρχιτεκτονικό μεγαλούργημα ήταν λόγοι υπερηφάνειας και τιμής, μα και η επιθυμία να χωρά ο ναός και να φιλοξενεί πολύ κόσμο. Κατά τη διάρκεια της μεγάλη διήμερης Πρωτοχρονιάτικης γιορτής που γίνονταν στη Μεγάλη Εκκλησία, το Μιστί, μάζευε τους Χριστιανούς της Καππαδοκίας. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και το χιόνι έκανε δύσκολες τις μετακινήσεις. Ωστόσο, ο ναός γέμιζε από εγκοιμίσεις, ενώ όλο το χωριό ανάστατο από μέρες φιλοξενούσε και διαχειριζόταν το τάισμα, τους εκκλησιασμούς και μαζί όλα τα δρώμενα των ημερών.
Ως προς τον αρχιτεκτονικό ρυθμό του ναού, στην εκκλησία του Αϊ-Βλάση διαμορφώθηκε ένας μικτός ρυθμός της ναοδομίας, πρωτότυπος και, σύμφωνα με την κ. Παπαδοπούλου, αυτοσχέδιος. Είναι ένας τρίκλιτης κάτοψης ναός με πρόναο και τρίκογχη αψίδα, και επιστεγάζεται με κεραμοσκεπή στέγη αψιδωτού σκελετού, η οποία στο μεσαίο τμήμα υπερυψώνεται με έναν επιμήκη αμβλυκόρυφο (αψιδωτό) θόλο ενώ στα δυο εξωτερικά τμήματα, παράλληλα κι εκατέρωθεν του θόλου, σχηματίζει δέκα συνολικά μικρούς τρούλους. Ενδιαφέρουσα είναι, ακόμη, η αντισεισμική συμπεριφορά και η ικανότητα ανάληψης φορτίων του ναού.
Η «καμουφλαρισμένη» μονή, Εσκί Γκιουμούς Νίγδης, ανακαλύφθηκε το 1963, έξω από το χωριό Γκιουμούς, στο νότιο άκρο της Καππαδοκίας. Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Συμεών Κοιμίσογλου τόνισε ότι σχεδιάστηκε στο εσωτερικό του βράχου για να προστατεύεται από τους Άραβες και άλλους εισβολείς, καθώς η είσοδός της, δεν ξεχώριζε από τις άλλες οπές του κατατρυπημένου βραχότοπου.
Η μονή είναι πλήρως αγιογραφημένη στον τρούλο και τους τοίχους, με θαυμάσιες εικόνες του 12ου αιώνα, που θεωρούνται από τα σημαντικότερα δείγματα της βυζαντινής τέχνης στην Καππαδοκία. Χρονολογείται στη μεσοβυζαντινή περιόδο, με έναν σταυρόσχημο λαξευμένο ναό, στηριζόμενο σε τέσσερις κίονες, διακοσμημένους με γεωμετρικά σχήματα και λουλουδένια σχέδια.
Η λαξευτή εκκλησία Καρσή Κιλισσέ βρίσκεται στην κοινότητα Γκιουλ Σεχίρ και είναι μια από τις παλαιότερες του χώρου, λαξεύτηκε σύμφωνα με την υπάρχουσα αναθηματική- αφιερωματική επιγραφή που σώζεται στον διάκοσμο της κεντρικής αψίδας, το 1212. Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Κωνσταντίνος Νίγδελης επεσήμανε ότι στην εκκλησία, της οποίας το πραγματικό όνομα είναι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, διατηρούνται σε άριστη κατάσταση καταπληκτικές νωπογραφίες μεταξύ των οποίων της Βάπτισης, της Κοίμησης της Θεοτόκου, της Κρίσεως, της προδοσίας, διαφόρων προφητών κ.ά.
Η βραχοεκκλησιά είναι ένας καλοσχεδιασμένος κωνικός λόφος που μετατράπηκε σε διώροφο ευκτήριο οίκο στον τύπο του ελευθέρου σταυρού (δυο επάλληλοι χώροι τοποθετούμενοι ο ένας πάνω στον άλλον περίπου του αυτού σχήματος). Στον πρώτο όροφο υπάρχουν θαυμάσιες λαϊκότροπες τοιχογραφίες με θέματα τόσο από την Παλαιά όσο και από την Καινή Διαθήκη.
Αδιάψευστοι μάρτυρες της δεύτερης σημαντικής περιόδου ακμής και ευημερίας του χριστιανικού πληθυσμού της Καππαδοκίας είναι οι νεότεροι ναοί (18ος-20ος αιώνας) στην περιοχή, όπως σημείωσε η αναπληρώτρια καθηγήτρια της Σχολής Καλών Τεχνών του ΑΠΘ, Θάλεια Μαντοπούλου-Παναγιωτοπούλου.
Πρόκειται για ναούς που κτίστηκαν σε μια περίοδο άνθησης του ελληνισμού και της ορθοδοξίας στην Καππαδοκία. Σε αυτούς, διασώζεται πλούτος στοιχείων για την αρχιτεκτονική και την τέχνη, μοναδικός στη Μικρά Ασία. Ο συνδυασμός της ελληνικής μεταβυζαντινής τυπολογίας με οικοδομικούς τρόπους της Ανατολής, δυτικόφερτα στοιχεία από την Κύπρο και μορφολογικά χαρακτηριστικά αρμενικά, σελτζουκικά αλλά και κλασικιστικά, κάνει τους ναούς της Καππαδοκίας ενδιαφέροντες και γοητευτικούς.
Οι ναοί αυτοί συνεχίζουν την υψηλή αρχιτεκτονική παράδοση της Καππαδοκίας, μαρτυρούν τη δύναμη του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή κατά τον 19ο αιώνα, είναι σήμερα σημαντικά μνημεία του χριστιανισμού και του ελληνισμού και, τοποθετημένα στο ευρύτερο πλαίσιο της νεότερης εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής, καταδεικνύουν την ενότητα του ελληνικού χώρου την εποχή αυτή.
[Στην πάνω εικόνα: Από την αφίσα του συνεδρίου.]
 Περιοδικό «Αρχαιολογία»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

skaleadis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...