Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Σπασμένο ψηφιδωτό

της Έλσας Παπαγεωργίου

H μεγάλη πόλη σαν ψηφιδωτό, όπως τη χαρακτηρίζει η Σχολή του Σικάγου: αυτός είναι, καταρχήν, ο στόχος των επιθέσεων στο Παρίσι, όπως προκύπτει από την επιλογή των γειτονιών της πόλης που χτυπήθηκαν και από τις ταυτότητες των θυμάτων.
Αυτό το ψηφιδωτό που μας επιτρέπει ακόμα να υπάρχουμε αλλά και να αγαπάμε τις μεγαλουπόλεις ενός ολοένα και πιο άγριου καπιταλισμού, με όλες τους τις αντιφάσεις. Το ψηφιδωτό που επιτρέπει στις παραδοσιακές ταυτότητες να μαλακώνουν, που επιτρέπει να φτιαχτούν άλλες στη βάση της όσμωσης και της αλληλεπίδρασης ανθρώπων από τις τέσσερις γωνιές της γης, για να ανακαλύψουν τις διαφορές τους μέσα από τις ομοιότητες και τις ομοιότητες μέσα από τις διαφορές.


ΣΚΙΤΣΟ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ JOSE MARIA NIETO, ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ



Το ίδιο το Μπατακλάν αναδεικνύεται σε παράδειγμα : η 61χρονη μητέρα με την 35χρονη κόρη της, ο Τομά, η Λολά, η Τζαμίλα, ο Κεντερίν, η Μαρί κι ο Ματίας, η Χαλίμα, ο Πιέρ, ο Μπερντράντ, ο Χιασίντ, ο Ματιέ, η Ελέν, η Βαλέρια… Άνθρωποι από 15 χώρες, υπάλληλοι, εργάτες, μηχανικοί, δάσκαλοι. Υπάρχει μια περίεργη «εγγύτητα» μεταξύ δραστών και θυμάτων, που εντείνει το ακατανόητο των επιθέσεων. Κοινωνικά και ηλικιακά, αυτοί που χτυπήθηκαν δεν καταλάμβαναν διαμετρικά αντίθετες θέσεις, αλλά σχετικά κοντινές σε εκείνες των δραστών, πριν εξελιχθούν σε αυτό που τελικά έγιναν συμπαρασύροντας ένα πλήθος στο θάνατο: θέσεις κοντινές, τηρουμένων των αναλογιών μιας πόλης σαν το Παρίσι όπου οι κοινωνικές ανισότητες και οι αποκλεισμοί σου κλείνουν την πόρτα κατάμουτρα. Ο εχθρός είναι πια η 35χρονη μάνα που βγήκε να πιει μπύρα. Ο τριανταενιάχρονος πατέρας που πήγε στη συναυλία. Οι εικοσιπεντάχρονοι που βγήκαν να φλερτάρουν. Ο μαύρος κι λευκός που είναι φίλοι. Ο άντρας και η γυναίκα που είναι κολλητοί.

Θα μπορούσα να είμαι κι εγώ εκεί, καθώς και σχεδόν όλοι όσοι και όσες γνωρίζω σε αυτήν την πόλη. Στην terrasse ενός καφέ που σερβίρει ακόμα σχετικά φτηνή μπύρα, μόνη ή με φίλους, απολαμβάνοντας με τη συνοδεία ενός τσιγάρου την παρέα, μια παθιασμένη πολιτική συζήτηση, την κοινωνικοποίηση που τόσο μας λείπει μέσα στη βδομάδα. Εκεί που προχτές έπεφταν πυροβολισμοί, έχουμε κάτσει αμέτρητες φορές έπειτα από πορείες ή συγκεντρώσεις, μόνοι μας ή με τα παιδιά μας, να μοιραστούμε την αισιοδοξία τις μέρες κάθε μεγάλης απεργίας ή κινητοποίησης στην Ελλάδα, ή την απογοήτευση και την ήττα μετά από όσα ακολούθησαν το δημοψήφισμα και κατά την επάνοδο του φθινοπώρου.

Όχι λοιπόν, τα θύματα δεν βρέθηκαν σε λάθος σημείο τη λάθος στιγμή. Τα θύματα είναι κόσμος σαν τον καθέναν που βρισκόταν στο σημείο όπου θα ήταν έτσι κι αλλιώς μια Παρασκευή βράδυ, ψηφίδες ο καθένας και η καθεμία αυτού του μεγάλου ψηφιδωτού που μας κάνει ακόμα να χωράμε στις μητροπόλεις του ύστερου καπιταλισμού. Αλλά και να τις αγαπάμε, γιατί μόνο αυτό τις κάνει να διατηρούν ακόμα μια ανθρωπιά. Κι αυτό φαίνεται πως είναι πια ανυπόφορο σε κάποιους νέους με ανθρώπινη μορφή που τόσο νωρίς απώλεσαν την ανθρώπινη υπόσταση με τη βοήθεια του ιμπεριαλισμού και των επιτήδειων που τους υπόσχονται τον παράδεισο στον άλλο κόσμο για να φέρουν την κόλαση σε τούτον εδώ.

Στις αρχές της νέας χιλιετίας, οι κοινωνιολόγοι Μισέλ Πανσόν και Μονίκ Πανσόν Σαρλό επισήμαιναν ότι το κοινωνικό ψηφιδωτό του Παρισιού απειλούνταν από τις πολιτικές του εξευγενισμού, ή αλλιώς gentrification των λαϊκών γειτονιών, που άρχισαν να παραδίδονται στις νέες ανώτερες μεσαίες τάξεις. Με αρκετή καθυστέρηση, η συζήτηση που άνοιξε η μαρξίστρια κοινωνιολόγος Ρουθ Γκλας, για την πόλη του Λονδίνου, έφτασε και στη Γαλλία. Κι έκτοτε, πολλοί νέοι και νέες ερευνήτριες άρχισαν να μελετούν, με πάθος και συνέπεια, το φαινόμενο που έχει εξαπλωθεί εδώ και χρόνια και στο 10ο και 11ο διαμέρισμα του Παρισιού. Μεταξύ αυτών ο 39χρονος Ματιέ Ζιρού, ερευνητής του Γαλλικού Εθνικού Κέντρου Ερευνών, στον Τομέα Κριτικής Γεωγραφίας και μεταφραστής ενός από τα σημαντικότερα βιβλία του Ντέιβιντ Χάρβεϋ, Παρίσι, πρωτεύουσα της νεωτερικότητας, ακολουθώντας κι τελευταίος την πρώιμη και πάντα επίκαιρη έμπνευση του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ο Ματιέ την Παρασκευή βρισκόταν στον συναυλιακό χώρο Μπατακλάν. Πρώτα είδαμε τη φωτογραφία του στα κοινωνικά δίκτυα όπου αναφερόταν ως αγνοούμενος για να δούμε κάποιες ώρες αργότερα τη θλιβερή ανακοίνωση ότι υπέκυψε στα τραύματά του.

Σήμερα ξαναείδα την ομάδα φοιτητριών –με διαφορετική καταγωγή, πεποιθήσεις και διαδρομές– με την οποία αυτό το εξάμηνο, ασχολούμασταν με την επιτόπια παρατήρηση του κοινωνικού χώρου. Την πρώτη ώρα, μιλήσαμε· θα ήταν αδύνατο να κάνουμε σαν να μην έχει γίνει τίποτα. Κάποιες μπόρεσαν να εκφράσουν το φόβο, την ακατανοησία, τα ερωτήματα. Οι περισσότερες δεν μπόρεσαν να εκφραστούν παρά μέσα από τα βλέμματά τους. Βλέμματα που αδυνατώ να περιγράψω, αλλά νομίζω πως δεν θα ξεχάσω. Παρ’ όλα αυτά, τούτο το μοίρασμα, όπως και με τους/τις συναδέλφους, ήταν και η ανταπόδοση της τεράστιας προσπάθειας που πρέπει ο καθένας να καταβάλλει για να διατηρήσει μια υποτιθέμενη κανονικότητα, που σε τίποτα δεν θυμίζει μια κανονική κανονικότητα.

Την ίδια ώρα περίπου, το Γαλλικό Κοινοβούλιο αποφάσιζε την παράταση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, την οποία υπερψήφισαν και οι βουλευτές του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Ένα καθεστώς που, όπως έδειξαν τα γεγονότα, όχι μόνο δεν έχει τίποτα να προσφέρει στην προστασία μας, ντόπιων και ξένων, αλλά θα αποτελέσει και εμπόδιο στις όποιες προσπάθειες καταβάλουμε να συμβολοποιήσουμε αυτήν την ολομέτωπη σύγκρουση με το Πραγματικό, και άρα να ξαναρχίσουμε να ζούμε.

Παρίσι, 19.11.2015

H Έλσα Παπαγεωργίου είναι κοινωνιολόγος, υπ. δρ φιλοσοφίας και ωρομίσθια εκπαιδευτικός σε σχολές κοινωνικής εργασίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

skaleadis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...